Θεανώ Παπάζογλου Μάργαρη
(1906-1991)
Ένα δάκρυ για τον μπαρμπα-Τζίμη
(πλήρες διήγημα)
Έσφιξα το χέρι
του μέσα στα δικά μου τη μέρα που έφευγα απ’ την Καλιφόρνια. «Θέλω ν’ απαντάς
αμέσως στα γράμματά μου», είπα. Χαμογέλασε.
«Άκουσες τι σου
είπα, μπαρμπα-Τζίμη; Θέλω ν’ απαντάς στα γράμματά μου αμέσως!» και τα μάτια μου
ανταμώσανε τα δικά του τα θαλασσιά, τα θλιμμένα, κι ένιωσα κεντριά στη σκέψη
πως μπορούσε και να μην τα ξανάβλεπα τα μάτια του ποτέ πια στη ζωή μου.
Τώρα λέει αυτός:
«Ναι, θ’ απαντήσω άμα τύχει και μου γράψεις», και με βλέπει σοβαρά μα και κάπως
σαν αστεία.
«Τι θες να πεις
μ’ αυτό το «άμα τύχει και μου γράψεις»; Θέλεις να πεις πως δε θα σου γράψω:»
«Μα θα περίμενα
να μου ‘γραφες αν ήμουν είκοσι χρόνια νεότερος!... Αλλά τότες… τότες…» - τον
βλέπω παραξενεμένη!
«Κύριε Δημήτρη
Ντεμίρη, είσαι παράξενος άνθρωπος! Τι σημασία μπορεί να έχει η ηλικία σου; Εγώ
θα σε θυμάμαι πάντα -θα σε θυμάμαι όσο ζω- και θα σου γράφω ταχτικά. Θα σου
γράψω μόλις φτάξω στο Σικάγο. Και πρόσεξε μην αργήσεις ν’ απαντήσεις, γιατί θα
με πικράνεις! Θα με πικράνεις πολύ!»
Τώρα ήξερα πως
θα είχα γρήγορη απάντησή του. Ποτέ δε θα ήθελε να με πικράνει ο μπαρμπα-Τζίμης,
ποτέ!
«Καλά, καλά»,
λέει και με κοιτάζει στα μάτια˙ κι ύστερα: «Μα τι να θυμηθείς από μένα!... χι,
χι, χι!... Μπορεί και να μη μου στείλεις μήτε και μια κάρτα!... Να ‘μουνα
είκοσι χρόνια νεότερος!...» και χαμογελάει αινιγματικά, μα το τραίνο τώρα
ξεκινάει. Κατεβαίνει το σκαλί ο μπαρμπα-Τζίμης και στέκεται κι ανεμίζει το χέρι
του. Κουνώ κι εγώ το δικό μου: «Γκουντμπάι, γκουντμπάι», λέω και μου ‘ρχεται να
πηδήξω και να βγω, μα το σιδερένιο θηριό πήρε δρόμο - φεύγουμε!
Ο μπαρμπα-Τζίμης
δε σαλεύει απ’ τη θέση του, κι όλο ανεμίζει το χέρι του, μα είμαστε πια μακριά.
Τόνε βλέπω να σκουπίζει ένα δάκρυ του, σκουπίζω κι εγώ ένα δικό μου και πάω στο
κάθισμά μου.
Άνοιξα το βιβλίο
που ‘χα στη μασκάλη μου.
Βλέπω τα
γράμματα, μα νόημα δε βγάζω. Ο νους μου γυρίζει, γυρίζει!... Κάτι σαν τανάλια
σφίγγει τα μύχιά μου… Αντίο, Καλιφόρνια! Άφησα στη γη σου δυο χρόνια δυο χρόνια
της ζωής μου! Δυο χρόνια γλυκόπικρα σαν το χαμόγελο του μπαρμπα-Τζίμη… Αντίο,
μπαρμπα-Τζίμη! Και συλλογιέμαι να του γράψω αμέσως μόλις φτάξω στο Σικάγο.
Μα δεν του ‘γραψα.
Δεν του ‘στειλα μήτε μια κάρτα!... Στην αρχή πότε τούτο πότε κείνο και το άφηνα
όλο για την άλλη μέρα. Μετά πέρασε καιρός και ντρεπόμουνα πια. Πώς να
δικαιολογούσα την τόση μου αργοπορία; Είχα δα και πολλά να του πω, πολλά να του
ιστορήσω, κι όταν έχεις πολλά να πεις, δε γράφεις τίποτα, μιας και δεν ξέρεις
από πού ν’ αρχίσεις και πού να τελειώσεις!
Μα κι αν δεν
κράτησα το λόγο μου να του γράψω, δε θα πει και πως δεν κράτησα την υπόσχεσή
μου να τόνε θυμάμαι! Τόνε θυμάμαι και θα τόνε θυμάμαι όσο ζω!...
Πώς να τόνε
ξεχάσω που τόση γλύκα στάλαξε στη ζωή μου κείνα τα πρώτα χρόνια του ξενιτεμού
μου τα τόσο πικρά! Αλλά εγώ, σίγουρο πως μόνο πίκρα έχυνα στην ψυχή του
μπαρμπα-Τζίμη!
Όλοι μας στην
παρέα πίκρα χύναμε στην ψυχή του, στοχάζουμαι τώρα. Γιατί τόνε φωνάζαμε
μπάρμπα; Έτσι, σάμπως να ‘ταν κάνα γεροντάκι… Και τώρα εξηγώ και κείνη την
παντοτινή του θλίψη! - μπαρμπα-Τζίμη ο ένας, μπαρμπα-Τζίμη ο άλλος!
Αλήθεια πως ήταν
ο μεγαλύτερος της παρέας. Κάποιοι μας κάτου από τα είκοσι. Κάποιοι πιο πάνω.
Αυτός σαρανταδυό! Από σεβασμό κι αγάπη τόνε φωνάζαμε μπάρμπα - κι από
ασυλλογισιά! Εγώ τότες νόμιζα πως χρειαζόταν τρεις αιώνες να φτάξω τα
σαρανταδυό, που μου φαινόντανε πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Το ίδιο θα νομίζανε κι
οι άλλοι και κάναμε μπάρμπα το Δημήτρη τον Ντεμίρη πριν την ώρα του κι ας μας
έλεγε στην αρχή «μα γιατί δε με φωνάζετε σκέτο Τζίμη ή Δημήτρη;…»
Βέβαια, εξόν την
ηλικία του, ήταν κι ο παλιότερος στην Αμερική. Εμείς οι άλλοι φρεσκοφερμένοι.
Μυρίζαμε θυμάρι ακόμα, έλεγε - ξενάκια!
Ξενάκια και τόσο
θέλαμε κάποιον, κάτι σαν πατέρα, σα μεγάλον αδερφό, σα θειο, και υιοθετήσαμε
για κάτι τέτοιο τον μπαρμπα-Τζίμη, γιατί τον αγαπούσαμε. Όλοι μας τον
αγαπούσαμε. Μα εγώ τον αγαπούσα απ’ όλους πιο πολύ.
Ήταν γιατί μου
φαινόταν ήρωας ο μπαρμπα-Τζίμης, που ήρθε στην Αμερική το χρόνο που εγώ
γεννήθηκα, κι όταν εγώ άρχισα να λέω ντανταντά και μαμαμά, αυτός άρχισε να
μιλάει τ’ αγγλικά και τώρα όποια λέξη ήθελες, την ήξερε! Κι ακόμα σπουδαιότερο
κι ηρωικό μου φαινότανε που στον πόλεμο -στον πρώτο μεγάλο πόλεμο- αυτός ήταν
με τον αμερικάνικο στρατό και λαβώθηκε στη Γαλλία και πήρε και παράσημα. Είδα
και φωτογραφίες του με στολή αξιωματικού και γαλόνια! Κι ήταν κι Αμερικανός
πολίτης και ψήφιζε ο μπαρμπα-Τζίμης σαν ήτανε να βγάλουν πρόεδρο της Αμερικής,
ψήφιζε! Όλ’ αυτά μου φαινόντανε τόσο σπουδαία τότες, τόσο ηρωικά, τόσο
ρομαντικά!
Τώρα θαρρώ πως
τόνε θρόνιασα έτσι στην καρδιά μου και για το σουλούπι του. Παράφερνε με το συχωρεμένο
τον πατέρα μου, που σαν όνειρο τον έβαζε ο νους μου - αψηλός, ξερακιανός,
ίσιος, ντούρος! Ο μπαρμπα-Τζίμης είχε δω μπροστά και κάτι γκρίζα μαλλιά, που δε
θυμόμουνα να τα ‘χε κι ο πατέρας μας, μα τα λίγα γκρίζα του μαλλιά προσθέτανε
ομορφιά στον μπαρμπα-Τζίμη! Τον κάνανε πιο άντρα!
Κάθε φορά που θα
μας έπαιρνε ο Τόνης με το τροκ του (σ’ αυτοκίνητο δε χωρούσε όλη η παρέα) να
πάμε εκδρομή, εγώ τον μπαρμπα-Τζίμη διάλεγα συντροφιά μου. Ζάρωνα κοντά του σα
γατάκι και σαν ένιωθα τον εαυτό μου κουρασμένο, πονεμένο, έγερνα το κεφάλι μου
στο στήθος του το πλατύ κι αισθανόμουνα τότες γαλήνη, ασφάλεια - έτσι σάμπως να
βρισκόμουν ακόμα στο χωριό μου κι όχι στη μακρινή Αμερική!... Και να του
ξέφευγε του Τόνη το τιμόνι, δε θα πάθαινα κακό, δε θα χτυπούσα, αφού πλάι μου
ήταν ο μπαρμπα-Τζίμης!
«Δεν πας να
κάτσεις κοντά στον Στηβ, στον Τομ!... Πήγαινε να κάτσεις δίπλα σε κάνα
παλικάρι!...» έλεγε καμιά φορά, μα το ‘βλεπα πως δεν το εννοούσε και
χαιρόμουνα.
Δεκαοχτώ χρονών
ο Στηβ κι ο Τομ κάνα χρόνο μεγαλύτερος. Παιδάκια. Και καινουργιοφερμένοι! Μήτε
τα μέρη ξέρανε, μήτε τα βουνά που βλέπαμε, μήτε τα δέντρα τα γνωρίζαν αυτοί
όπως ο μπαρμπα-Τζίμης που τα ‘ξερε όλα.
Όλα τα ‘ξερε
αυτός! Δεκαεφτά χρόνια στην Αμερική (κι ήταν τόσο πολλά τότε δεκαεφτά χρόνια!)
κι ήξερε τον τόπο, τους δρόμους, τα καταστήματα, ήξερε πότε ανθίζανε τα δέντρα,
πότε έδενε ο καρπός και πότε ωρίμαζε, κι αυτός, ο μπαρμπα-Τζίμης, οργάνωνε τις
εκδρομές μας στους κάμπους της Καλιφόρνιας.
«Τόνη, κανόνισε
την άλλη βδομάδα να εκστρατέψουμε μια μέρα για το Σαν Φερνάντο Βάλεη με το
φορτηγό σου, να δούνε τα ξενάκια μας, που μοσκοβολούν ακόμα πατρίδα, να δουν
ανθισμένες τις αμυγδαλιές της Καλιφόρνιας, να την αγαπήσουν λίγο και να μη
θυμούνται πολύ τα σπίτια τους και τα χωριά τους και πονούν˙ κι ύστερα σε μένα:
«Μα συ δε μοσκοβολάς πατρίδα!... Εσύ είσαι Τούρκα, Τουρκίτσα!», αλλά το ‘βλεπα
στα μάτια του, που κρυφογελούσανε, πως το ‘λεγε γι’ αστείο και δεν
πειραζόμουνα.
Μόλις πατούσε ο
Τόνης τη γκαζολίνη κι έπαιρνε δρόμο η μηχανή, έπαιρνε δρόμο κι ο μπαρμπα-Τζίμης
με τη φωνή του τη μπάσο προφούντο:
«Προσέξτε! Τούτο
είναι το Γκόλντεν Γκέητ - χρυσωμένη πύλη θα λέγαμε στη γλώσσα μας. Προσέξτε!
Θαύμα της φύσης η ομορφιά του Γκόλντεν Γκέητ!
Τούτη είναι η
γέφυρα! Προσέξτε, προσέξτε τη γραμμή της! Θεϊκιά μεγαλοπρέπεια!...Τόνοι και
τόνοι το σίδερο και το ατσάλι!... Το θαύμα τ’ ανθρώπου αυτό!... Μεγάλο και τ’
ανθρώπου το έργο στον αιώνα μας!... Και τι δεν έφτιαξε με το χέρι και με το νου
του!... Ένα μόνο δεν κατάφερε ακόμα - να ζει αδερφωμένα κι ειρηνικά!...»
Και σαν μπαίναμε
στον κάμπο κι η μηχανή έτρεχε πάνω στον ασφαλτοστρωμένο αυτοκινητόδρομο,
εξηγούσε:
«Τούτη η
απέραντη γης της Καλιφόρνιας, με το παχύ, το μαύρο και αφράτο χώμα της, μπορεί
να θρέψει με φρούτο όλους τους ανθρώπους του πλανήτη μας άμα καλλιεργηθεί
επιστημονικά, λένε» - κι έτρεχε το αυτοκίνητο και μίλια και μίλια δεξιά ζερβά
μόνο ανθισμένες μυγδαλιές, σα νύφες στολισμένες, πιασμένες χέρι-χέρι.
Ατέλειωτος κάμπος όλο μυγδαλιές! Κι όλες αράδ’-αράδα και μια κοψιά!
«Μα πώς και
είναι όλες τους τόσο όμοιες, ένα μπόι, και σ’ όμοια απόσταση η μια από την
άλλη, μπαρμπα-Τζίμη;» Κι εξηγούσε πώς τις φυτέψανε και τις κλαδεύουν να ‘ναι
όλες το ίδιο.
Κατόπι άλλη
εκδρομή, στο Σαν Τζουακίμ Βάλεη τώρα, να δούμε στον ανθό τους τις κερασιές. Τις
κορομηλιές. Τις ροδακινιές. Μυριάδες δέντρα! Μελεούνια! Μετά και σα βρισκόντανε
στον ανθό οι λεμονοπορτοκαλιές κι ήταν πλημμυρισμένος όλος ο κάμπος άρωμα. Κι
ύστερα έπρεπε να δούμε τα δέντρα και σαν άρχιζε να δένει ο καρπός. Δε μοιάζαν
νύφες στολισμένες τώρα οι αμυγδαλιές, οι βυσσινιές, οι αχλαδιές. Ντυμένες στα
εργατικά θαρρείς:
«Γυναίκες στο
μήνα τους τα δέντρα τούτη την εποχή όπως γέρνουν από το βάρος του καρπού…»
Κι έπρεπε να
δούμε τον καρπό κι όταν ωρίμαζε. Άλλη η όψη του κάμπου τώρα! Ατελείωτο ξανθό
χρυσάφι οι λεμονιές. Ατελείωτο σκούρο χρυσάφι οι πορτοκαλιές… Μελιτζανιά
ντυμένα τα περιβόλια του Σάντα Κλάρα Βάλεη που θρέφουν με τα μελένια τους
δαμάσκηνα όλη την Αμερική και γλυκαίνουν κι άλλους τόπους μακρινούς. Μα πόσα
δέντρα;… Πας, πας, πας, ώρες και ώρες με τη μηχανή και τέλος δε βλέπεις!
Μα καμιά φορά
τύχαινε να μην έχουμε μηχανή. Τύχαινε να κουβαλάει σταφύλι στο Σακραμέντο Βάλεη
ο Τόνης με το φορτηγό του. Και τότες ο μπαρμπα-Τζίμης μας πήγαινε στα τριγύρω
μέρη - λίγο έξω απ’ την πόλη.
Το Κλιφ Χάους
ήταν το πιο συνηθισμένο μας καταφύγιο σα δεν είχαμε μηχανή να τρέξουμε στους
κάμπους. Κατεβαίναμε τα βράχια και καθόμαστε στην αμμουδιά, κουκουλωμένοι ήλιο,
κι αγναντεύαμε τις φώκιες -τα καλιφορνέζικα λιοντάρια της θάλασσας- California sea lions, που όλη τη μέρα λιάζουνται και
χαϊδολογιούνται πάνω στο βραχονήσι τους και κάπου κάπου δίνουν μια βουτιά στη
θάλασσα και πάλι βγαίνουν και ξαπλώνουν στη λιακάδα. Αγναντεύαμε και τον ωκεανό
που πάει ως τη μακρινή Ανατολή, στην Κίνα, στην Ιαπωνία. Πότε ανταριασμένος, με
κύματα βουνά, πότε γαληνεμένος κι ειρηνικός, χωρίς μια ρυτιδίτσα.
Πίσω μας
υψωνόταν ο βράχος - τείχος πανύψηλο- που του έγλειψε το κύμα ένα αδύνατο πλευρό
του, ποιος ξέρει ποια εποχή, κι άνοιξε μια καμάρα κι ορμούσε μέσα μανιασμένη η
φουρτούνα με φοβερή αντάρα, κι αριστερά ένα πέτρινο θεόρατο βουνό που ξεπηδούσε
απότομα μέσ’ απ’ το νερό. Μα προς τα δεξιά μας ήρεμη η ομορφιά. Ακρογιάλι
δαντελωτό, στρωμένο αμμουδιά αστραφτερή και πετραδάκι όσο αλάργα έβλεπε το
μάτι!
Κι εκεί, στο
Κλιφ Χάους, στην αμμουδιά, με τον απέραντο ωκεανό, τα πλεούμενα, τους γλάρους,
τις φώκιες, τους γκρεμνούς, ακούγαμε τον μπαρμπα-Τζίμη να μας λέει ιστορίες που
μας φαινόντανε παμπάλαιες κι ας ήταν χτεσινές.
«Μπαρμπα-Τζίμη,
το ξέρεις πως ακόμα δε μας είπες την ιστορία, πώς τα πήρες τα γαλόνια και τα
παράσημα τότε που λαβώθηκες στη Γαλλία, στη Φλάντρα;… Φαίνεσαι τόσο λεβέντης,
τόσο λεβέντης, μπαρμπα-Τζίμη, με κείνη τη στολή του αξιωματικού!... Νιώθω
τέτοια περηφάνια για σένα, μια τέτοια περηφάνια!...»
Με κάρφωσε με τη
ματιά του:
«Μυστήριο!... Μα
γιατί να έχουν τρέλα για τα στρατιωτικά όλα τα κορίτσια, ακόμα κι όταν ο
πόλεμος που ρήμαξε τα σπίτια τους;… Να, τούτη δω τώρα η μικρή!... Αιτία ο
πόλεμος, είδε τον τόπο που γεννήθηκε να νεκρωθεί, να ξεριζωθεί από τη γη των
πατέρων του ένας ολόκληρος κόσμος, κι ή ίδια να βρεθεί απ’ τα παράλια της
Προποντίδας πεταγμένη στις όχθες του Ειρηνικού και σε τόπο που τα γονικά της
μήτε κι ακουστά δε θα τον είχανε, μα νιώθει περηφάνια για τη στρατιωτική στολή
μου!... Ανεξήγητο!... Νίτσα, παιδί μου, εγώ δεν είμαι της ηλικίας σου και δε
νιώθω περηφάνια. Γιατί κατάλαβα πως ο πόλεμος δε λύνει κανένα πρόβλημα και σαν
τελειώνει, μαζί με τη φοβερή καταστροφή και την ορφάνια, αφήνει και το σπόρο
για νέο πόλεμο, μεγαλύτερο απ’ τον προηγούμενο!... Ναι, δε νιώθω περηφάνια για
κείνα τα παράσημά μου - μα έκαμα κι εγώ κάτι στη ζωή μου…»
Και νομίσαμε πως
θα ‘ταν καμιά ιστορία ηρωική, για παλέματα με μπούφαλους και φίδια δέκα πήχες
εκεί στα δάση του Όρεγκον που έκοβε ξυλεία τα πρώτα χρόνια που ήρθε στην
Αμερική, είτε με φάλαινες και μέδουσες στα πάγη της Αλάσκας όπου δούλεψε ένα
χρόνο με τα ψαράδικα ο μπαρμπα-Τζίμης!
«Πες μας,
μπαρμπα-Τζίμη, πες μας αυτή την ιστορία σου!...»
Κοίταξε ένα
λεφτό μακριά πέρα στο πέλαγος:
«Ήταν μετά που
γυρίσαμε απ’ τον πόλεμο. Η κατάσταση άσκημη - όπως πάντα μετά από κάθε πόλεμο.
Έπιασα δουλειά δεύτερος μάγερας.
Την εποχή εκείνη
στα ρέστοραντ και τα ξενοδοχεία δουλεύαμε δώδεκα ώρες την ημέρα κι εφτά μέρες
τη βδομάδα… Αν δε δούλεψες στην Αμερική, μέσα σε κουζίνα, δώδεκα ώρες την ημέρα
κι εφτά μέρες τη βδομάδα, τότε τι θα πει κόλαση δεν έχεις ιδέα!... Φεύγει
πάνωθέ σου κάθε ζωή και νιώθεις φορτίο το κορμί σου!... Και σα σκολάσεις, πού
να κοιμηθείς απ’ τα ταραγμένα νεύρα! Ακούς ακόμα το σερβιτόρο να ξεφωνίζει τα
όρδινα… μαλώνεις με τον πιατά, το σαλατά, τον παραμάγερα!... Σε σκυλοβρίζει το
αφεντικό, ο σιεφ… οι πελάτες στέλνουν πίσω τις παραγγελίες -πολύ ωμή η
μπριζόλα, πολύ ξεροψημένο το μπιφτέκι!- και προτού ξεκουραστείς, στριγγλίζει το
ξυπνητήρι!...
Άλλη μέρα στο
πουργκατόριο!... Άλλη μέρα πάνου απ’ τη φωτιά - μέσα στην τσίκνα, την μπόχα και
τον ιδρώτα που σε περιλούζει απ’ την κορφή ως τα νύχια! Και σα δουλεύεις τόσες
ώρες, δεν έχει και καιρό πια να δεις τη φύση - καληώρα όπως σήμερα. Πού
ηλιόλουστη Καλιφόρνια! Μόνο τον τάρταρο της κουζίνας και το καμαράκι σου ξέρεις
και δε σου μένει ώρα μήτε να δεις ένα φίλο σου, ένα συχωριανό σου, να πεις δυο
κουβέντες να ξεσκάσεις!... Μήτε για ένα βιβλίο, για ένα περιοδικό, να
ξεσκονίσεις μια στάλα το μυαλό σου, να θρέψεις τη σκέψη σου! Ζεις πια μονάχα
για να δουλεύεις!... Πώς να ‘ρθεις εδώ να μυριστείς το φύκι, ν’ αναπνέψεις
καθαρό αέρα της θάλασσας να ξεπλένεις απ’ την μπόχα τα πνεμόνια σου!... Και
θέριζε η φτίση κι οι μάνες στην πατρίδα καρτερούσαν τα παιδιά τους να γυρίσουν
πίσω με καζάντια!... Το χτικιό καζάντι είχανε πολλοί!
Μα κάποιος δικός
που δούλευε αυτός σ’ αμερικάνικο ρέστοραντ μονάχα οχτώ ώρες την ημέρα κι έξι
μέρες τη βδομάδα κι έπαιρνε μιστό μεγαλύτερο απ’ το δικό μας, σκορπάει ένα
ευαγγέλιο!
«Δε μας τα
δώσανε - παλέψαμε και τα πήραμε! Να οργανωθείτε και σεις στα γρεκικά μαγαζιά
και ν’ απαιτήσετε να δουλεύετε σαν άνθρωποι!...»
«Μα τ’ αφεντικά
μας δεν το δέχουνται!», λέμε.
«Αν δεν το
δεχτούν με το καλό, να τους αναγκάσετε να δεχτούν με την απεργία…»
Τότες εγώ -αρχές
του είκοσι- δούλευα σε κείνο το μεγάλο ρέστοραντ, άντικρυ στο δημαρχείο, που το
‘χε ένας συχωριανός μου. Δε δέχτηκε μήτε να το ακούσει!
«Είστε στα καλά
σας; Οχτάωρο κι έξι μέρες τη βδομάδα και μιστό μεγαλύτερο!... Μα δε θα ‘στε
καλά!... Οποιανού δεν του αρέσει, να φύγει αμέσως και παίρνω άλλους να
δουλεύουν δεκατέσσερις ώρες την ημέρα και να λεν κι ευχαριστώ!»
Αποφασίσαμε ν’
απεργήσουμε. Μεσημέρι ορίσαμε. Και πάνω στη μεγάλη φούρια, που πέφτανε απ’ το
δημαρχείο οι υπάλληλοι κι ήταν κάργα το μαγαζί -δώδεκα και τέταρτο ακριβώς-
μαγέροι, πιατάδες, σερβιτόροι, σαλατάδες, τηγανάδες, πετάμε όλοι τις ποδιές!
Τα κρέατα πάνω
στη φωτιά!... Καίγουνται μπριζόλες, μπιφτέκια, ψάρια, πόρκτσιαπ, αυγά!... Οι
πελάτες θαρρούν πως πήρε φωτιά το μαγαζί και ποιος να πρωτοφύγει!... Τ’
αφεντικό τρέχει στον ένα μάγερα, στον άλλο, στον ένα σερβιτόρο, στον άλλο!
«Αμάν, βρε
παιδιά!... Να με καταστρέψετε γυρεύετε εμένα, το συμπατριώτη σας, που σας έδωσα
δουλειά να ζήσετε;… Βρε Δημήτρη, καίγουνται τα κρέατα! Αμαρτία μεγάλη,
Δημήτρη!...»
«Κι εγώ που
καίγουμαι πάνου απ’ τις σκάρες και τα τηγάνια δώδεκα ώρες την ημέρα, δεν είναι
αμαρτία, αφεντικό; Μόνο τα βοδινά κρέατα λυπάσαι;…» - Τρέχει στον ξάδερφό του:
«Βρε ξάδερφε,
και συ μ’ αυτούς τους αναθεματισμένους που θέλουν να με καταστρέψουν; Πώς
παρατάς το μαγαζί πάνου στη φούρια της δουλειάς και συ; Δε συλλογιέσαι πως
έχουμε το ίδιο αίμα;» - Και κείνος:
«Το ίδιο αίμα,
ξάδερφε, μα νιτερέσια διαφορετικά! Το δικό σου, να δουλεύω όσο είναι βολετό
περσότερες ώρες για τον κατώτερο μιστο! Το δικό μου, το αντίθετο!... Ένα σου
λέω σαν ξάδερφος: Μη χάνεις την ώρα σου και μην εξευτελίζεσαι με παρακάλια.
Υπόγραψε το κοντράκι της Ένωσής μας για οχτάωρο, γιατί αλλιώς όρδινο απ’ την
κουζίνα δε θα βγει!...»
Υπόγραψε αμέσως.
Μια ώρα μονάχα βάσταξε η απεργία μας στο μαγαζί αυτό. Και γίναμε φίλοι ύστερα
και μας έλεγε πως τα κέρδη του δεν πέσανε κι ας δουλεύαμε λιγότερες ώρες κι ας
πλήρωνε και μεγαλύτερα μιστά τώρα˙ κι απορούσε!
Μα βέβαια. Τώρα
αναπαυόντανε τα κορμιά μας και δουλεύαμε και με κέφι, με καρδιά, και βγάζαμε
περσότερη και καλύτερη τη δουλειά!... Κι ούτε πετούσαμε πια στη φωτιά και στα
σκουπιδοβάρελα ολόκληρες κάσες αυγά, βούτυρα, κρέατα, από αμάχη και νεύρα! Αλλά
όμως ήταν και μαγαζιά που δε δέχτηκαν τα αιτήματα και βάσταξε σε μερικά εφτά
μήνες η απεργία!
Γιατί τον καιρό
αυτό στο Σαν Φρανσίσκο ήταν ένα Γρεκός, γνωστός με τ’ όνομα Γκρηκ Μπλακ Τζιακ,
που μάζευε νιοφερμένους Γρεκούς και Ιταλούς κι έσπαζε τις απεργίες στις
φάμπρικες και στα καταστήματα που απαιτούσανε μεγαλύτερα μιστά και καλύτερους
όρους δουλειάς οι εργάτες. Από τη Νέα Υόρκη πήγε κι έφερε καινουργιοφερμένους,
τότες που έσπασε την απεργία που ‘χαν οι στοιβαδόροι της Καλιφόρνιας! Οι
Αμερικανοί εργάτες όλου του Γουέστ τον θεωρούσανε κατάρα! Και τώρα αυτός ο
Μπλακ Τζιακ πήγε και στα γρεκικά ρέστοραντ και ξενοδοχεία που ‘ταν απεργία σκαμπ.
Σκαμπ εγγλέζικα λεν το κακάδι που πιάνει η πληγή και πέφτει όταν κλείσει, κι οι
Αμερικανοί σκαμπ λεν και κείνους που παν και δουλεύουν σε μέρη που είναι σ’
απεργία. Μα οι νιοφερμένοι αυτοί μήτε και ξέρανε πως ήτανε σκαμπ -
απεργοσπάστες!
Προσπαθήσαμε να
τους σιμώσουμε, να τους μιλήσουμε, να καταλάβουν πως και το δικό τους συμφέρο
ήταν να κερδίσουν οι εργάτες την απεργία. Με το οχτάωρα θα 'ταν μετά και
περισσότερες δουλειές! Μα τους φευγάτιζαν κρυφά όταν σκολνούσαν και πολλούς
τους έβαζαν και κοιμόντανε μέσα στα μαγαζιά - στις αποθήκες, στα υπόγεια, στα
σεπαρέ!
Να βρίσκεσαι σ’
απεργία εφτά μήνες δεν είναι εύκολο!... Όσοι δουλεύαμε σε μαγαζιά που
υπόγραψαν, συντηρούσαμε τους απεργούς κι είχαμε και περισσευάμενη ώρα να ‘μαστε
δίπλα τους να τους δίνουμε θάρρος, μα είχαν πια χάσει το ηθικό τους κι ήταν
έτοιμοι να υποταχτούν όταν σκεφτήκαμε ν’ αποταθούμε στην πελατεία και
σοφιστήκαμε να πάρουμε ένα πουλάρι να το φορτώσουμε δύο πελώριες νταμπέλες με
γράμματα ένα μπόι μεγάλα, αγγλικά, που έλεγαν: Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΔΟΥΛΕΥΕΙ 8 ΩΡΕΣ ΤΗΝ
ΗΜΕΡΑ. ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΖΩΟΥ». ΜΑ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΑΥΤΟ
ΑΝΑΓΚΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ 12. Το πήραμε απ’ το καπίστρι και πήγαμε
μπρος σε κείνο το μεγάλο, το αριστοκρατικό ρέστοραντ, στο Μάρκετ στρητ, και
κόβαμε βόλτα μπρος στην πόρτα. Αν υπόγραφε αυτό, τότε θα υπογράφανε και τ’ άλλα
μαγαζιά, τα μικρά, και θα κερδιζόταν η απεργία.
Το πιο κεντρικό
σημείο της πόλης! Σε λίγο μαζεύτηκε μεγάλο πλήθος. Πελάτης δεν μπαίνει στο
μαγαζί. Η μαρίδα -τα παιδάκια- ξετρελαίνουνται για το γαϊδουράκι! Οι γυναίκες
πετούν λουλούδια, και κάποιες και λεφτά, στους απεργούς που πήγαιναν πίσω απ’
το πουλάρι με νταμπέλες στο στήθος, ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΧΤΑΩΡΟ, και τους χειροκροτάει το
πλήθος και βλέπει αγριεμένο προς το μαγαζί. Κι ένας από κάποιο δόγμα, από τ’
αμέτρητα που έχει η Καλιφόρνια, που κείνη την ώρα έβγαζε λόγο του Θεού λίγο πιο
κάτω, στο Μίσσιον στρητ, αρπάζει το σκαμνί του κι έρχεται με την ακολουθία του
και το στήνει μπρος στο μαγαζί κι ανεβαίνει και με φωνή καμπάνα ξεφωνίζει:
«Κάτω το δωδεκάωρο! Είναι μεγάλη αμαρτία, αδελφοί μου χριστιανοί, να τυραγνεί ο
άνθρωπος το σώμα που του έδωσε ο Θεός με δώδεκα ώρες την ημέρα δουλειά, που πια
δεν έχει ύστερα μήτε δύναμη μήτε καιρό για τη Γραφή και το λόγο του Θεού και
γι’ αυτό πάει και καταδιαβόλου η πλάση» και γίνεται τώρα πανζουρλισμός! Ανίκανη
η αστυνομία μπρος σε τόσο πλήθος που αγρίεψε κι έπεσε πάνω σε κάποιον
πολισμάνο. Κι ο ρεστοραντιέρης βλέπει από μέσα κατατρομαγμένος και καταλαβαίνει
πως για να διαλυθεί το πλήθος πρέπει να υπογράψει! - τώρα κάποιοι πετούσαν κι
ό,τι έβρισκαν στις βιτρίνες του!
Υπόγραψε κι
ακολούθησαν και τα μικρά -τα λόντσες και τα ρεστοραντάκια- αμέσως και
γιορτάστηκε η νίκη μας μεγαλόπρεπα, μα γω δεν πήρα μέρος γιατί βρισκόμουν στο
νοσοκομείο. Ο Μπλακ Τζιακ, με κάποιο κοπέλι του, με παραφύλαξαν και με
σακάτεψαν στο ξύλο, επειδής εγώ μίλησα και κατάφερα τον σέριφ να δώσει άδεια να
περιφέρουμε το πουλάρι στο Μάρκετ στρητ, που και τότες ήταν ο πιο όμορφος
δρόμος του Σαν Φρανσίσκο» - και ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και μας έδειξε ο μπαρμπα-Τζίμης
μια ουλή στο σβέρκο του με περηφάνια! - «Να, τότες πήρα κι αυτό εδώ απ’ τον
Μπλακ Τζιακ» και θαρρείς πως μας έδειχνε κάνα παράσημο!
Δεν ξέρω πώς τον
κοίταξα, μα ήμουν απογοητευμένη. Δε φτάνει που δε μας είπε ιστορία όμορφη,
έλεγε και δίχως ντροπή πως έφαγε ξύλο κοτζάμ αξιωματικός! Το κατάλαβε.
«Νίτσα, παιδί
μου, νιώθω περηφάνια γιατί όταν το κάλεσε η στιγμή, έκαμα το χρέος μου απέναντι
στους συναδέλφους μου και βοήθησαν να γίνει ευκολότερη και καλύτερη η ζωή μας,
κι αυτό είναι σα να ‘βαλα κι εγώ ένα λιθαράκι στο χτίσιμο καλύτερης
κοινωνίας!... Αν χάναμε τότε κείνη την
απεργία, θα χάναμε το οχτάωρο και στα μαγαζιά που είχαν υπογράψει! Και ποιος
ξέρει τότες πόσα χρόνια θα περνούσαν όσο να ξαναβρούμε κουράγιο να
ξαναπολεμήσουμε για τα δίκια μας!... Και γίναμε και παράδειγμα! Αμέσως
σηκώθηκαν κι απαιτούσαν οχτάωρο και στ’ άλλα μέρη της Αμερικής οι Γρεκοί
μαγεροσερβιτόροι! Στο Λος Άντζελες, στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη!... Εμείς, στο
Σαν Φρανσίσκο, ήμασταν οι πρώτοι που κερδίσαμε ανθρωπινούς όρους στη βιομηχανία
αυτή που καταγίνουνται χιλιάδες Γρεκοί στην Αμερική. Κι έτσι τώρα έχουμε καιρό
να λιαστούμε και μεις μια φορά τη βδομάδα και να δούμε και τις ομορφιές της
φύσης. Έχουμε κι ώρα -και το έξοδο- για ένα κονσέρτο, ένα θέατρο, κι ένα
βιβλίο, ένα περιοδικό!... Κι όλ’ αυτά δίνουν χαρά στον άνθρωπο και τον κάνουν
και καλύτερο και καλυτερεύει η κοινωνία, καλυτερεύει η ζωή!... Έχουμε τώρα και
μια πεντάρα παραπάνου να στείλουμε στους δικούς μας κι έχουμε και περισσότερη
ώρα για ένα γράμμα στη μάνα μας που το καρτερεί, να χαρεί κι αυτή!... Και
ωφελήθηκες και συ, Νίτσα! Πού θα βρίσκαμε καιρό να σε πηγαίναμε να δεις τους
κάμπους και τ’ ακρογιάλια της Καλιφόρνιας, άμα δουλεύαμε ακόμα όπως κείνο τον
καιρό… Κατάλαβες, Νίτσα, γιατί νιώθω περηφάνια για ό,τι έκαμα τότες;…»
«Κατάλαβα,
κατάλαβα», είπα, αλλά μέσα μου έλεγα - κοτζάμ αξιωματικός κι έκατσε και τόνε
δείρανε και το λέει και δίχως ντροπή! Μα να τον αντάμωνα σήμερα, θα του ‘λεγα
«Ναι, μπαρμπα-Τζίμη, καταλαβαίνω τώρα, καταλαβαίνω και είμαι πολύ περήφανη που
κάποτε σε γνώρισα»˙ έτσι θα του ‘λεγα!
Να τον αντάμωνα
τώρα, θα έπεφτα στην αγκαλιά του θαρρώ και θα τόνε φιλούσα σαν πατέρα μου τον
μπαρμπα-Τζίμη, που δεν είχε δικά του παιδιά και πήρε μια φορά σαν κάτι τέτοιο
και μένα στην καρδιά του.
Θα τόνε φιλούσα
και σα μια του αδερφή! - Έξι αδερφάδες είχε ο μπαρμπα-Τζίμης κι όλες τις
προίκισε, όλες τις πάντρεψε, μα νερό απ’ τα χέρια τους δεν ήπιε, μαντίλι δεν
του πλύνανε, πουκάμισό του δε σιδέρωσαν!
Και θα τόνε
φιλούσα και σα μάνα του! - Μικρός-μικρός στερήθηκε το χάδι της και το φιλί της,
να ξενιτευτεί!
Και θα τόνε
φιλούσα και σαν αρραβωνιαστικιά του… και σα γυναίκα του!... Όλα τα στερήθηκε ο
μπαρμπα-Τζίμης, όλα, για να μη στερηθούνε τίποτα οι αδερφές του, που κει στις
πλαγιές του Ταΰγετου έχουνε σπίτια, έχουν οικογένειες˙ κι ο μπαρμπα-Τζίμης εδώ
τίποτα και κανέναν!... Και θα ‘ναι γερασμένος πια, κάτασπρα τα μαλλιά του,
καμπουριασμένο το κυπαρισσένιο του κορμί!
Μα μπορεί και να
μη ζει τώρα, μπορεί να ‘κλεισε πια τα μάτια του τα θλιμμένα!... Και θα τόνε
βάλανε στης ξένης γης την αγκαλιά άκλαυτο κι αμοιρολόγητο! - όπως τόσους
άκλαυτους κι αμοιρολόγητους σκέπασε τούτο το χώμα της ξενιτιάς!... Αχ,
μπαρμπα-Τζίμη, μπαρμπα-Τζίμη! - κι ένας κόμπος που λαμπύριζε στο μάτι της
Νίτσας κυλάει στο μάγουλό της.
Θεανώ
Παπάζογλου-Μάργαρη
Πηγή: Θεανώ Παπάζογλου-Μάργαρη, Ένα δάκρυ για τον Μπαρμπα-Τζίμη
(Δώδεκα ελληνοαμερικάνικα διηγήματα), Εκδόσεις «Δίφρος», 1958, Αθήνα.
Το κείμενο μεταφέρθηκε σε ηλεκτρονική
μορφή από τον Δημήτρη Φιλελέ. Διατηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη της
συγγραφέως. Έγινε αλλαγή από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου