ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Ηρακλής Παπαδόπουλος - Ευάλωτοι άτρωτοι

 

«Ευάλωτοι άτρωτοι»

Ποιητική συλλογή του Ηρακλή Παπαδόπουλου

 

Κριτική προσέγγιση από τον Δημήτρη Φιλελέ


«Ευάλωτοι άτρωτοι» τιτλοφορείται η νέα ποιητική συλλογή του Μεσολογγίτη ποιητή Ηρακλή Παπαδόπουλου (εκδόσεις Τάδε Έφη, 2023). Συμβολικός ο τίτλος, που μοιάζει προειδοποιητική λεκτική ριπή – όπως και πράγματι είναι. Ο ποιητής δεν φείδεται και άλλων παρόμοιων νοηματικών ευρημάτων και λογοπαιγνίων, τα οποία δίνουν και το στίγμα της πρωτοτυπίας στο έργο του.

Υπερρεαλιστικός ποιητικός λόγος και δυναμική αυτόματη γραφή, που από την ανάγνωση του πρώτου ποιήματος παρακινεί σε απνευστί κατάδυση μέχρι και το ακροτελεύτιο ποίημα. Όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί, επειδή ύστερα από την ανάγνωση κάθε ποιήματος προκύπτουν προβληματισμοί που ωθούν τόσο σε ενδοσκόπηση, όσο και σε θέαση όσων διαδραματίζονται πέριξ μας –ή και εντός μας– υπό διαφορετική, πιο ευκρινή και έντιμη οπτική γωνία.

Από το προλογικό ήδη σημείωμα ο ποιητής αποδομεί το «ευπρεπές» οικοδόμημα της προηγμένης και πολιτικά ορθής κοινωνίας, που με τους μηχανισμούς της χειραγωγεί και πειθαναγκάζει ή περιθωριοποιεί το άτομο.

Τα πλάσματα της ατοπικής ποιητικής φαντασίας –ή μήπως πραγματικότητας;– είναι υπαρκτά, αλλά δεν καθορίζονται ούτε από τον χρόνο, ούτε από τον χώρο, ούτε από τους τυπικούς κανόνες συνύπαρξης σε κοινωνικό πλαίσιο. Είναι αυθύπαρκτα, αυτοδύναμα, αυτόβουλα και κυρίως αυτόφωτα. Κινούνται ανάμεσά μας χωρίς τάσεις διδακτισμού ή παραδειγματισμού προς μίμηση.

Δηλώνουν, όμως, μια πραγματικότητα από την οποία άλλοτε αποστρέφουμε το βλέμμα και άλλοτε αρνούμαστε να αποδεχτούμε, επειδή μας ξεβολεύει από τον μύθο – προσωπικό ή συλλογικό. Και μας αφήνουν να δώσει καθένας μας τη δική του απάντηση σε όλα τα αναπάντητα «γιατί».

Με οξυδέρκεια και διεισδυτικότητα ο ποιητής επιλέγει να διασχίσει μονοπάτια ακανθώδη, να βιώσει τον πόνο του τραύματος, με πένα αιχμηρή να σκάψει μέσα του και μέσα μας, να αναζητήσει, να ανακαλύψει και να φέρει στο φως την αγριότητα της αλήθειας όσων επιμελώς έχουν βυθιστεί στο σκοτάδι, αρκεί να μην διασαλευθεί η τάξη και να μη διαρραγεί η ωραιοποιημένη εικόνα του αληθοφανούς ψέματος.

Είναι και ο ίδιος ένας ευάλωτος άτρωτος κατ’ επιλογή, δεν μεμψιμοιρεί, αλλά με επίγνωση έχει χαράξει την πορεία του: «Τις νύχτες πέφτουμε εντελώς αβοήθητοι…/ Μα, ευτυχώς απροσκύνητοι.» (από το ποίημα του τίτλου).



Από την περιήγηση στον ποιητικό κήπο των πέντε ενοτήτων από τις οποίες αποτελείται η παρούσα συλλογή, σταχυολογούμε στιγμές από τη σκέψη και τη γραφή του δημιουργού.

Σημειώνουμε στην πρώτη ενότητα την αντίσταση του ποιητή στο ρεύμα που απειλεί να συμπαρασύρει στο πέρασμα του την ανθρώπινη αξιοπρέπεια: Εκτίω την ποινή/ ισόβιας άρνησης/ με την πυγμή που διέπει/ εσαεί/ τους αναλώσιμους. (Κατάθεση πυγμής, σελ. 15). Βιώνουμε μαζί του την αίσθηση της μοναξιάς στην αρένα της καθημερινότητας:  Αλλά δεν εφησυχάζω καθόλου/ παλεύω να δω πίσω από τον τοίχο/ να βρω μια στιβαρή προοπτική/ και παρά τις επευφημίες της αρένας/ συνεχίζω ακάθεκτος με τ’ αυτιά μου κλειστά/ και με τα μάτια μου καρφωμένα στο στόχο./ Διότι, ο μονομάχος χάνει ανέκαθεν/ εκείνη τη στιγμή που χαλαρώνει. (Ο μονομάχος, σελ. 20). Γνωρίζει ο ποιητής την επικινδυνότητα της επιλογής του: Δίπλα στις στοιχειωμένες γαλέρες της ουτοπίας/ ένας μονόφθαλμος φάρος με μια ληγμένη ταυτότητα/ στα σάπια του δόντια/ φλερτάρει απόψε με τον θάνατο. (Διπλοβάρδια, σελ. 23). Βλέπει με καθαρή ματιά όσα συμβαίνουν γύρω του, καταγγέλλει και αντιστέκεται: Τώρα δεν κάνουν έρωτα, μόνο κλικ./ Τώρα με like πολεμούν ο ένας τον άλλον./ Μόνο την καύλα δεν εξημέρωσε ο άνθρωπος/ μόνο αυτήν…/ Τελεία και τάβλα. (Ορμητικό, σελ. 27). Και τελικά βρίσκει τον τρόπο να ισορροπεί: […] κι εγώ προσμένω ευλαβικά/ μία επιβεβλημένη αργία/ μακριά από το μηχανοστάσιο/ να τρέξω στο μικρό πάρκο/ και μ’ ένα επιδέξιο κατακόρυφο/ ν’ αδειάσω όλο το γράσο/ από τα μέσα μου. (Απλή καθημερινή, σελ. 31).

Στη δεύτερη ενότητα ο ποιητής δηλώνει τη θέση του με σαφήνεια: Γράφω γι’ αυτούς που βρήκανε τις πόρτες σφραγιστές/ τις αγκαλιές πιασμένες./ Φωνάζω για τα παιδιά με τα δίκυκλα/ και τ’ αραχνιασμένα πτυχία. (Ατόφιο νισάφι, σελ. 35). Προσπαθεί με κάθε τρόπο να παραμείνει ασυμβίβαστος: Πριν αποκοιμηθώ/ τραβώ το πέπλο τους σκότους/ και σκεπάζω τα μάτια/ να μη δω/ τ’ ατίθασο πνεύμα μου/ να συνθηκολογεί/ με τη δυναστεία του πρέποντος. (Υπνοβάτης, σελ. 39). Και μας εκμυστηρεύεται τον πιο μεγάλο του φόβο: Ο ποιητής/ κρέμασε την πένα του./ Έγινε δημόσιος υπάλληλος. (Σταδιοδρομίες, σελ. 40).

Επιλέγουμε δύο χαρακτηριστικά ποιήματα από την τρίτη ενότηταˑ διαβάζουμε στίχους που προτρέπουν: Μην εμπιστεύεσαι […] εκείνους με τα εύθραυστα μάτια/ και την άκαμπτη φιλοδοξία. […] την «πρώτη φορά» του καπνιστή/ και την «τελευταία» του χαρτοπαίκτη […] εκείνους που γράφουν/ ευρέως αποδεκτή ποίηση […] εκείνους που μαγειρεύουν παχιά λόγια/ για τις νηστικές σου ημέρες […] τους διάττοντες αγαθοεργούς […] τους άοκνους υπηρέτες του νόμου […] και ιδιαιτέρως/ τους καταξιωμένους τεχνοκράτες. (Μην εμπιστεύεσαι, σελ. 48-49), αλλά και στίχους που αποτρέπουν: Δεν είναι κέντρα διερχομένων οι ψυχές μας/ να εισέρχεστε και να εξέρχεστε/ όποτε σας κάνει κέφι/ ούτε και σφαιριστήρια/ να κοπανάτε αβέρτα «γκάπα-γκούπα»/ και όπου κάτσει η μπίλια. […] Οι ψυχές μας δεν είναι κέντρα διερχομένων./ Οι ψυχές μας είναι κέντρα ερημωμένων! (Κέντρα ερημωμένων, σελ. 54).

Στην τέταρτη ενότητα ο ποιητής καταδικάζει τη φρικαλεότητα του πολέμου θέτοντας ένα αμείλικτο ερώτημα: Δεν ήξερε ο δόλιος/ ποιος τίτλος προηγείται/ στην ιστορία ενός πολέμου/ και με κοιτούσε σαν να με ρωτούσε,/ του ήρωα, ή του φονιά; (Ο πόλεμος, σελ. 62), ενώ παράλληλα δίνει τη μάχη για να μην επιβεβαιωθεί ο χειρότερος φόβος του: […] ακόμη να γκρεμίσουν οι βροντές μου/ τις παράγκες των παραγοντίσκων/ ακόμη ν’ απελευθερωθώ/ από τους τακτοποιημένους μου καταδότες/ ακόμη ο ανεπρόκοπος/ να γίνω σαν τα μούτρα τους! (Επιγραμματικά, σελ. 71).

Στην τελευταία ενότητα ο Παπαδόπουλος νιώθει τη συντριβή κάτω από το βάρος της ευθύνης απέναντι σε κάθε νέα γενιά: Θέλω να πάμε έναν περίπατο, πίσω, στα περασμένα/ αλλά ντρέπομαι να δεις τι κοινωνία παρέλαβα/ και τι καταδίκη παραδίδω στα χιονάτα σου χέρια […] Πόσο πιο ανώδυνη, Θεέ μου/ η επί τόπου εκτέλεση/ μπρος στην ατέρμονη αναστολή… (Το ανασταλτικό απόσπασμα, σελ. 75). Και ολοκληρώνει με την άποψή του για το χρέος του ποιητή μέχρι τελικής πτώσης: Ο ιατροδικαστής έπειτα από μία ενδελεχή/ ανάγνωση των στίχων του/ απεφάνθη:/ «Πέθανε από υπερβολική δόση/ συσσωρευμένου κουράγιου». (Στον άγνωστο ποιητή, σελ. 85).

Μια γραφή με ρεαλιστικές απεικονίσεις της πραγματικότητας, χωρίς εξωραϊσμούς ή ψευδαισθήσεις. Ένας ποιητής που βαδίζει τον μοναχικό του δρόμο προς την ουτοπία. Και όμωςˑ αναπόφευκτα, η γυμνή αλήθεια και η επιθυμία πάντα συναντιόνται και αναμετριούνται. Η έκβαση της σύγκρουσης είναι η μαγεία της ζωής.

 

Δημήτρης Φιλελές


Πρώτη δημοσίευση: Συντριβή κάτω από το βάρος της ευθύνης


Τετάρτη 17 Μαΐου 2023

Τέσυ Μπάιλα - Λέγε με Ισμαήλ

 

Κριτικό σημείωμα στο μυθιστόρημα

“Λέγε με Ισμαήλ” της Τέσυ Μπάιλα


“Λέγε με Ισμαήλ” τιτλοφορείται το νέο μυθιστόρημα της Τέσυ Μπάιλα, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ο τόπος που εκτυλίσσεται η ιστορία είναι το Πέρα, η αριστοκρατική ελληνική συνοικία της Πόλης. Ο εστιασμένος χρόνος είναι κατά κύριο λόγο ο Σεπτέμβρης του 1955, με το οργανωμένο ανθελληνικό μένος, τα αιματηρά περιστατικά και τα τραγικά επακόλουθα εκείνης της ταραγμένης περιόδου μέχρι και μια δεκαετία μετά.

Πρόκειται για μυθιστόρημα κατά βάση κοινωνικό-ψυχογραφικό και κατ’ ανάγκη ιστορικό. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο σκιαγραφούνται με γραφίδα κυματιστή, όπως η θάλασσα του Βοσπόρου που εκπέμπει ερωτικούς ψιθύρους στα γυμνά πόδια της καλλίγραμμης Πόλης, οι ανθρώπινοι χαρακτήρες και οι μεταξύ τους σχέσεις, όπως αριστοτεχνικά πλάθονται από τη συγγραφέα.

 

Μαζί με τα μεθυστικά αρώματα, τα μπαχαρικά, τους στεναγμούς των αμανέδων, τον παφλασμό των κυμάτων και τον αέρα που σφυρίζει τις νύχτες στα σοκάκια της Πόλης των θρύλων και των παραμυθιών, Ρωμιοί και Τούρκοι συνυπάρχουν στο πλοίο που λέγεται ζωή, αλλά καθένας τους έχει να διασχίσει τη δική του θάλασσα, να παλέψει με τα δικά του κύματα, να χαράξει τη δική του πορεία και να καταλήξει -αν τα καταφέρει- στον δικό του προορισμό.

Σ’ αυτό το γεμάτο ανατροπές και εκπλήξεις ταξίδι, οι ζωές των ανθρώπων διασταυρώνονται, οι διαφορετικές απόψεις συγκρούονται, το βάρος των συναισθημάτων θρυμματίζει τις ευαίσθητες ψυχές, οι λεπτές ισορροπίες οδηγούν σε επικίνδυνες ακροβασίες. Κάτω από το πυκνό στρώμα ομίχλης που συχνά μειώνει την ορατότητα και θαμπώνει την πραγματικότητα στα στενορύμια της Πόλης, οι καρδιές πάλλονται και αναζητούν διέξοδο στο φως. Η μοίρα απαιτεί να παίξει τον ρόλο της, αλλά οι άνθρωποι πάντα επιχειρούν να σπάσουν τα δεσμά της και να φτερουγίσουν ελεύθεροι. Ποιος θα φτάσει ως το τέλος της διαδρομής; Ποιος θα γίνει βορά στο αχόρταστο κύμα; Ποιος θα επιβιώσει μετρώντας πληγές βαθιές στην ψυχή και στο σώμα;

 

Ο Ισίδωρος, στοχαστικός, μοναχικός, αλλά και αποφασισμένος να φέρει τον κόσμο στα μέτρα του. Ο Ισμαήλ, καλόκαρδος και ανεξίκακος, φίλος πιστός και ανυποχώρητος μέχρι τέλους. Η Αϊσέ, σκαρί ακυβέρνητο στις ανομολόγητες επιθυμίες, καταδικασμένη προκαταβολικά από την ανελεύθερη κοινωνία. Η Καλλιάνθη, δέσμια του ανεκπλήρωτου έρωτα και της κοινωνικής τάξης. Η Μέλπω, φυσιογνωμία λαϊκή, αφοσιωμένη αδελφή ψυχή. Ο Αρίφ, αθεράπευτα ερωτευμένος, αλλά και τυφλωμένος από το μίσος και τον φανατισμό.

Ο Μάνθος και η Τζανέτ, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, η προσωποποίηση της σκληρότητας και της ανάλγητης εκμετάλλευσης. Η Γιασεμώ, πρόβατο απολωλός, έτοιμη να πληρώσει το τίμημα του αγοραίου έρωτα αλλά και της αληθινής αγάπης. Ο Νικολός, ο ναυτικός, ο αθεράπευτος εραστής της θάλασσας που αποζητά στη στεριά μια αγκαλιά να ριζώσει. Ο Ναντίρ, τυχοδιώκτης ανίκανος να αντισταθεί στην ηδονική έλξη του κατήφορου. Η Ασλίβ, ένα φυλακισμένο αηδόνι που εγκληματεί για την πτήση προς την ελευθερία. Η Τζασμίν, το προδιαγεγραμμένο θύμα της εδραιωμένης απανθρωπιάς. Η Εσίν, παράπλευρη απώλεια των παθών, που βρίσκει τη δύναμη να επουλώσει τα τραύματά της και να αντιπαλέψει την ενδοοικογενειακή βία και την κοινωνική ανισότητα.

Χαρακτήρες γήινοι αλλά και τόσο ποιητικοί, δοσμένοι με πλήρη αίσθηση του μέτρου, με ρομαντικές αναπολήσεις αλλά και σκληρότητα κάποιες φορές χωρίς ωραιοποίηση, με τη μικρότητα σε αδιάκοπη διαπάλη με το μεγαλείο της ψυχής, με το σκοτάδι να αντιμάχεται το φως, με την υποχώρηση της νύχτας στη δύναμη της μέρας˙ έτσι όπως συμβαίνει με το χάραμα στην Πόλη, με τις ψυχές να φτερουγίζουν όπως οι γλάροι μέσα στο σύθαμπο πάνω απ’ τους μιναρέδες και τους τρούλους της πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας.

 

Μυθιστόρημα, όπως προανέφερα, κατ’ ανάγκη ιστορικό, με φόντο τον αιματοβαμμένο Σεπτέμβρη του 1955. Αυτονόητα η συγγραφέας παίρνει θέση, χωρίς όμως κραυγές, συνθήματα ή εθνικιστικές κορόνες. Με όπλο την αλήθεια των γεγονότων και τη διακριτικότητα -όμοια με εκείνη της Πόλης που εισβάλλει και μένει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη- μας δίνει το στίγμα της εποχής και των ανθρώπων μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Τελική διαπίστωση μετά την ανάγνωση: τα αβίαστα συμπεράσματα για τις ανθρώπινες συμπεριφορές εκατέρωθεν.

Όλο αυτό το ανθρώπινο ζυμάρι, καταδικάζεται σε διά βίου βασανισμό από τα αμέριμνα και αδίστακτα χέρια που κινούν τα νήματα της Ιστορίας, συνυπογράφουν συνθήκες και κινούνται με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον, αδιαφορώντας για τα αναρίθμητα θύματα που σκορπίζουν στο πέρασμά τους. Όλη αυτή η ανθρωπομάζα ξεριζώνεται αδίστακτα από τα πατρογονικά της χώματα οπότε αυτό κριθεί αναγκαίο, στον βωμό της εξυπηρέτησης άνομων συμφωνιών και μεγαλοϊδεατικών επιδιώξεων.

Πιόνια άσπρα και μαύρα στη σκακιέρα των αφανών συναλλαγών, θύματα και θύτες, παγιδευμένοι στον ιστό της αόρατης αράχνης, δίνουν μάχη για να πέσουν στην ανελέητη θάλασσα, να δαμάσουν τα αφρισμένα κύματα και να φτάσουν ως την αντικρινή στεριά.

Διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου, απολαμβάνουμε τους έντονους διαλόγους με την εναλλαγή και την αρμονική συνύπαρξη των γλωσσών, τη συνεκτική πλοκή και την αβίαστη ροή των γεγονότων, με ατμοσφαιρική περιγραφή του χώρου όπου εξελίσσονται. Ανασαίνουμε όχι μόνο τα αρώματα της ονειρικής Πόλης και το δέσιμο των ανθρώπων που ξεπερνά τους δεσμούς αίματος, αλλά και την αποφορά των συνωμοσιών, της αποστασιοποίησης από τις ευθύνες, του μίσους και των συμφερόντων που συνδαυλίζουν τον άκρατο φανατισμό, για να σαρώσουν στο διάβα τους τις αξίες της ζωής. Ακολουθεί, όμως, η συναρπαστική και απρόσμενη ολοκλήρωση της αφήγησης, που επιτρέπει στον αναγνώστη να διατηρήσει ζωντανή την ελπίδα στην τελική επικράτηση της ανθρωπιάς.

 

“Λέγε με Ισμαήλ” είναι ο τίτλος που επιλέγει η Τέσυ Μπάιλα για το μυθιστόρημά της, σε παραλληλία με το “Μόμπι Ντικ” του Χέρμαν Μέλβιλ, υποδηλώνοντας όχι μόνο τον αγώνα, αλλά και την απόφαση του ανθρώπου να ξεκινήσει το μοναχικό του ταξίδι στη θάλασσα της ζωής, να αναμετρηθεί με τους δικούς του δαίμονες, να αντιμετωπίσει και να υπερνικήσει τις εξωτερικές αντιξοότητες και τις εσωτερικές αναστολές, ώσπου να ισορροπήσει και να κατακτήσει την ποθητή γαλήνη.

Και κάτι ακόμα, χωρίς παραπέρα αποκαλύψεις˙ το ανατρεπτικό τέλος του μυθιστορήματος αφήνει στον αναγνώστη τη γεύση της ίδιας της ζωής. Νιώθεις πως όσο κι όλα έφτασαν σε ένα τέλος -διαφορετικό για τον καθένα-, υπάρχει σίγουρα συνέχεια. Μπορείς να αφήσεις ελεύθερη τη φαντασία σου να ταξιδέψει και να φτιάξεις τον δικό σου μύθο ή να χτίσεις τη δική σου αλήθεια.  

“Λέγε με Ισμαήλ”, ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο για όσα μας εξιστορεί ή για την αναγνωστική ηδονικότητα των ηρώων του, αλλά και για όσα μας προ(σ)καλεί να αναλογιστούμε και να πράξουμε ως έλλογα όντα, καθώς χαράζουμε τη ρότα του σύντομου βίου μας.

 

Δημήτρης Φιλελές


Πρώτη δημοσίευση: Πιόνια άσπρα και μαύρα στη σκακιέρα αφανών συναλλαγών

Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας #1

 Κυκλοφορεί σε λίγες μέρες 

από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή

σε έντυπη μορφή

αλλά και σε audiobook


Σήμερα δίνουμε μια πρώτη γεύση

Έπεται συνέχεια σύντομα







Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

Η "Δρασκελιά" του Θοδωρή Κατσωνόπουλου

 


Ο Θοδωρής Κατσωνόπουλος εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα με την πρώτη του ποιητική συλλογή ΔΡΑΣΚΕΛΙΑ, με τον ενδεικτικό υπότιτλο Ποιήματα & Σιχουργήματα, από τις εκδόσεις Έμβρυο (2022).

Η πρώτη αίσθηση του περιεχομένου προκαλείται από το καλαίσθητο εξώφυλλο, όπου το ζωγραφικό έργο Το λουτρό της Αρτέμιδος του Γάλλου ζωγράφου Φρανσουά Μπουσέ δίνει το στίγμαˑ η θεά εικονίζεται γυμνή και άοπλη, αλλά φορώντας το διάδημά της. Η γυναίκα είναι ο έρωτας, η κυρίαρχη δύναμη που ακολουθούμε ενστικτωδώς για να οδηγηθούμε ή στο έρεβος ή στο φως.

Ο τυπικός υποψήφιος αναγνώστης που ξεκινά να διαβάζει από το οπισθόφυλλο, πληροφορείται από τον ποιητή ότι αυτή του η πρώτη απόπειρα γραφής είναι η μετάβασή του από το Σκοτάδι στο Φως. Αιτιολογημένος, λοιπόν, και ο τίτλος Δρασκελιά, το καθοριστικό βήμα που επιχειρεί κάθε άνθρωπος όχι μόνο για να απαλλαγεί από το σκοτάδι των προβλημάτων που ταλανίζουν την ψυχή του, αλλά και για να υψωθεί σε μια ανώτερη πνευματική κατάσταση. Να σπάσει τα δεσμά που κρατούν φυλακισμένη την ψυχή του και να φτερουγίσει ελεύθερος - και, αν είναι δυνατό, να πάρει μαζί του σ’ αυτό το πέταγμα και όλους εκείνους που καταπιέζονται από τη συναισθηματική ανεπάρκεια της καθημερινότητας.

Διαπιστώνουμε μελετώντας τα ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή ότι ο ποιητής έχει στο επίκεντρο της δημιουργίας του τον άνθρωπο -άρα και τον ίδιο του τον εαυτό- που αναζητά διεξόδους σε όλες εκείνες τις ενδογενείς ή εξωγενείς εκρήξεις συναισθημάτων, οι οποίες ζητούν να διοχετευθούν σε θετικές διαδρομές και να δώσουν απαντήσεις σε αναπότρεπτα υπαρξιακά ερωτήματα.

Η ποιητική συλλογή είναι διαιρεμένη σε εννιά ενότητες: Εξυμνώ Σε Έρωτα, Έρωτας ώρα μηδέν, Στη βαρβαρότητα συνηθίσαμε, Κινούμενη άμμος, Ξύπνησα στην αγκαλιά της Μάνας, Αναζητώντας το φως, Τέλος στην απάθεια, Ξημερώνει Σάββατο και Τίτλοι τέλους, οι οποίες εμφανίζουν μεταξύ τους αλληλουχία και πραγματεύονται ζητήματα που αποτελούν κρίκους της ίδιας αλυσίδας.

Ο ποιητής με εξωστρέφεια εκφράζει την αγωνία του για όσα σημαντικά τον απασχολούν τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, σχηματίζοντας με πειστικότητα την εικόνα της άρρηκτης σχέσης τους. Ο λόγος του είναι καθαρός, βιωματικός και με άποψη αλλά χωρίς παραινέσεις, με φανερή διάθεση άμεσης επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Ο ποιητής δεν γράφει για να προβάλει τον εαυτό του ή τις απόψεις τουˑ αντίθετα, εκτίθεται με παρρησία, παίρνει θέση και παρακινεί, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται σε αναζήτηση. Κάθε λέξη, κάθε στίχος είναι και μια δρασκελιά προς το φως.

Αποδελτιώνοντας τους στίχους των ποιημάτων κάθε ενότητας, άλλοτε σε μορφή ελεύθερη και άλλοτε ομοιοκατάληκτους, βλέπουμε με λόγο πηγαίο και απροσχημάτιστο να αναβλύζει η κατάθεση ψυχής. Στην πρώτη ενότητα, με τίτλο Εξυμνώ Σε Έρωτα, ο ποιητής συγκλονίζεται από τον έρωτα και τον εξιδανικεύει μέσα από στίχους όπως: «Τα χρόνια πέρασαν, τα νιάτα πέρασαν / και τώρα τι έμεινε; / Κάτι έμεινε. / Τ’ ασήμι στην καρδιά και λίγο φως απέμεινε.» (Γίνομαι εσύ), «Είναι αυτοί οι έρωτες που μαχαίρια κρατούν, / γενναία πολεμούν, τον θάνατο νικούν.» (Έρωτες που κρατούν μαχαίρια), «Άρπαξε η χαρά τη λύπη απ’ το χέρι / στον ουρανό ταξίδεψαν και γίνηκαν αστέρι.» (Ερωτικό σμίξιμο), «Λάθη βρίσκω, μα δεν τα διορθώνω, γιατί μ’ αρέσει η πρώτη δημιουργία.» (Οχτώ γράμματα), «Έρωτας σαρωτικός […] ζωοδότης […] λάμψη κι ευωδιά […] το πρωινό σου γέλιο […] ένα μωρό στην αγκαλιά […] ο πρωινός καφές ο αχνιστός […] οι μεθυσμένες νύχτες […] η αγκαλιά που σε γαληνεύει […] η λάμψη των κεριών […] το δικό σου φιλί.» (Έρωτας για ζωή), «[…] τις ρυτίδες σου ν’ αγγίξω, / την ομορφιά που κρύβεις μέσα στην ψυχή / να ξεκλειδώσω» (Σε θέλω), «[…] να πιω απ’ τον ομφαλό σου / τις αγρύπνιες σου κι όλες τις πίκρες σου.», (. Στου κορμιού σου τις ακτές), «Είναι τόσο άβολα εδώ, / μα εγώ νιώθω ζεστασιά / και το βόλεμά μου θυσιάζω / γι’ αυτήν τη θαλπωρή.» (Είναι άβολα εδώ), «Γυναίκα με τα πελώρια χέρια […] εκστατική […] επιβλητική […] με την αλαβάστρινη ομορφιά […] με τη διαβολική αθωότητα […] φλογερή […] Προσδοκάς τον έρωτα δίχως τέλος. / Γυναίκα στα βράχια, σ’ αγαπώ.» (Γυναίκα στα βράχια).

Όμως ο ποιητής γνωρίζει καλά ότι ο έρωτας έχει και άλλη όψη, εκείνη του έρωτα που πληγώνει και αφήνει σημάδια ανεξίτηλα στην ψυχή. Αυτή τη διάστασή του σχολιάζει στην επόμενη ενότητα Έρωτας ώρα μηδέν, έχοντας βιώσει προφανώς και ο ίδιος τον πόνο, συνομιλώντας ουσιαστικά με τους ανθρώπους που κυριαρχούνται από το ασίγαστο πάθος. Διαβάζουμε: «Μεσάνυχτα, η ώρα περασμένη, / η σκιά χάθηκε μες στο βαθύ σκοτάδι / και το αλκοόλ πιο πέρα / με μια σταγόνα δάκρυ.» (Η σκιά), «Μ’ ένα φιλί στο μάγουλο λες καληνύχτα / κλείνεις το παντζούρι, / κλείνεις την παλάμη σου σφιχτά, / κρατάς μέσα της το φως / και της άνοιξης τις μυρωδιές.» (Γενέθλια μέρα), «Κι ένα ήσυχο ανοιξιάτικο δειλινό, / με φίλησες γλυκά στο μάγουλο / και χάθηκες πίσω απ’ τις βουνοπλαγιές.» (Χαραυγή), «Ο έρωτάς μου κι η αγάπη, / κόκκινες κηλίδες / που λέρωσαν τ’ άσπρο σου φόρεμα.» (Ο αποχαιρετισμός), «Η γάτα μασουλάει την ανθοδέσμη σου, / κάνοντας βόλτες απάνω στο μασίφ τραπέζι. / Νύχια μπηγμένα στη σάρκα.» (Η ανθοδέσμη).



Στην επόμενη ενότητα Στη βαρβαρότητα συνηθίσαμε ο ποιητής με ευαισθησία εγκαταλείπει συνειδητά τα στενά όρια του εαυτού του και περνά από το εγώ στο εμείς. Αγωνιά για το συναισθηματικό έλλειμα και όσα αυτό προκαλεί. Καταγγέλλει και στιγματίζει την απανθρωπιά που μας περιβάλλει με στίχους όπως: «[…] τον έξω κόσμο μη θελήσεις, / σα γεννηθείς θα αμαρτήσεις.» (Μη γεννηθείς), «Είναι κι αυτή η εποχή ανούσια, / ζώντας στων κελιών μας την τηλεζωή.» (Η εποχή μας), «Συνηθίσαμε αδελφέ μου στη βαρβαρότητα / ώρα να πούμε καληνύχτα ανθρωπότητα.» (Καληνύχτα ανθρωπότητα), «Ανάσες λιγοστές, οι αναγκαίες μόνο, / υπακοή τυφλή σου ισχυρού τον νόμο.» (Λείπει ο αγώνας), «[…] κι οι μοναξιές ανήμπορες να σμίξουν, / περιμένουν σιωπηλές, / ένα μωρό στην αγκαλιά να σφίξουν.» (Το χιόνι), «Ήταν το σπασμένο τζάμι στο υπνοδωμάτιο, / μα εμείς συνεχίσαμε την κρύα κι έρημη ζωή μας.» (Κρύα κι έρημη ζωή), «Άρωμα φορμόλης και συντρίμμια, / έμαθες να ζεις με τα αγρίμια.» (Άνθρωπε).

Κινούμενη άμμος, όπως τιτλοφορείται η ενότητα που ακολουθεί, γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη η ζωή μας, κινούμενη άμμος και οι ανθρώπινες σχέσεις, που κινδυνεύουμε να μας παρασύρουν στον σκοτεινό βυθό και να μας στερήσουν την έξοδο στο φως. Όμως ο ποιητής συνεχίζει να έχει πίστη και να επιμένειˑ μια ιδανική γυναικεία μορφή αναζητά για να συμπορευτεί και να συνεχίσει την προσπάθειά του. Σημειώνουμε: «Σκιές, φθηνά σμόκιν, κακόγουστα φορέματα / και ψηλοτάκουνα μες στη λάσπη, / να κυλιόνται σαν ερπετά στα κόκκινα χαλιά. / Ελπίδες ματαιωμένες κι ένα απέραντο κενό.» (Στον τόπο του μαρτυρίου μου), «Πόσα γεμάτα χρόνια έχασα, / για να ’μαι εδώ, ένα ακόμα δειλινό, / με το μυαλό μου αδειανό / και τη ματιά μου στα αιωρούμενα ποτήρια…» (Τα αιωρούμενα ποτήρια), «Το κατάρτι βάστηξα για λίγο, / μα αφέθηκα στου έρωτα τη δίνη. / Κι ύστερα ξεχύθηκα / στων πειρασμών τις κατηφοριές.» (Μαγεμένος), «Κινούμενη άμμος κι ο έρωτάς σου. / Πνίγομαι.» (Πνίγομαι). Για να καταλήξει, παρ’ όλα αυτά, θριαμβευτικά: «Και το χέρι σου δεν θ’ αφήσω, / ούτε κι εσύ να μου τ’ αφήσεις.» (Γυναίκα στο πηδάλιο της ζωής μου).

Η Μάνα, ο άνθρωπος που μας χαρίζει τη ζωή και μας φέρνει στη φως, η ολοκληρωτική ενσάρκωση της γυναίκας, δεσπόζει στην ενότητα Ξύπνησα στην αγκαλιά της Μάνας. Όχι, ο ποιητής δεν εξιδανικεύει τη μορφή της, δεν πέφτει στην παγίδα της ωραιοποίησηςˑ αντιλαμβάνεται τη Μάνα ως κοινωνική οντότητα και μέσα από τα παθήματά της μας επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα. Οι στίχοι φωτίζουν με δωρικότητα αλήθειες συνταρακτικές:  «[… ο ουρανός…] Με της θάλασσας σμίγει τις κραυγές, / στο κενό έπεσαν και πάλι οι ευχές, / κείνα τα λόγια τα μεγάλα τα βαριά, / αλλού η άνοιξη κι αλλού η χειμωνιά.» (Μάνα προσφυγιά), «Ξύπνια ονειρεύεσαι, χαμογελάς, / να χορέψεις θες με τους περαστικούς.» (Σα γέννησες), «Το παραμύθι τέλειωσε, το καλό πάντα νικά. / Κοιμήσου, αύριο μια άλλη μέρα…» (Μάνα και γιος), «[Η Μάνα… εκείνη την Παρασκευή…] αγνώριστη, παραμορφωμένη / απ’ της μοίρας τις ανελέητες ριπές.» (Η χαροκαμένη Μάνα), «Μάνα, που το παιδί σου έχεις θάψει, / τα ψεύτικα χαμόγελα σκορπάς εδώ κι εκεί.» (Συνάντησα τη Μάνα).

Και όσο ο ποιητής βιώνει τον ανθρώπινο πόνο και την απαξίωση που επιχειρεί να σηκώσει γύρω του, γύρω μας, αδιαπέραστα τείχη, τόσο αγωνίζεται με τη πένα και με το μελάνι της ψυχής του αναζητώντας ακατάπαυστα τη λυτρωτική διέξοδο στο φως. Αναζητώντας το φως είναι ο τίτλος της ενότητας απ’ όπου οι στίχοι: «Αδέρφια που πεινούν, / αδέρφια που διψούν, / Σάββατα της Ανάστασης εκείνα καρτερούν.» (Πάσχα), «Κι υπομένω ως την ώρα / που απέναντί σου θα βρεθώ, / με την ελπίδα […] να μην λιγοψυχήσω, / τη μάχη με τους δαίμονες να μην χάσω.» (Έρχομαι κοντά σου), «Παλεύεις να βρεις την έξοδο, / το φως να αντικρίσεις και ν’ αγγίξεις, / μα η έξοδος αγνοείται / κι εσύ απλά ξανακλείνεις τα μάτια.» (Η έξοδος αγνοείται), «Οι κρύες μου οι νύχτες παρούσες, / ποτέ δεν μ’ εγκατέλειψαν. / Και σε σένα τι να πω; / Το ότι σ’ αγάπησα πολύ, μην το ξεχνάς.» (Εξομολόγηση), «Όρθιος εσύ, τινάζεσαι απ’ τον εφιάλτη σου. / Προσδοκάς την αιώνια ζωή. / Μετανιωμένος ομολογείς.» (Δικαίωση).

Με αποφασιστικότητα ο ποιητής παίρνει θέση αρνούμενος να αποδεχθεί με ηττοπάθεια κάθε πράξη που οδηγεί στην επικράτηση του ζωώδους ενστίκτου στην ενότητα Τέλος στην απάθεια, με στίχους μαχητικούς, καταιγιστικά επιθετικούς απέναντι σε ό,τι και σε όποιους τσαλαπατούν τον αδύναμο συνάνθρωπο. «Κορίτσι μου, όμορφη ήσουν κι όμορφη θα ’σαι / τι κι αν αιώνια κοιμάσαι.» (Γαρυφαλλιά), «Γυναίκα, / τι φαγητό μαγείρεψες; […] Τάισες το παιδί; […] Πού θα πας, με ποιους θα πας; […] Κάτσε να κάνουμε σεξ. […] αυτά τα λουλούδια είναι για σένα…» (Οχτώ του Μάρτη), «Γλυκιά μου πόρνη ψάχνεις ζεστασιά / κι ένα απάγκιο, / στάζοντας δάκρυ / γονατίζεις μπρος στον Άγιο.» (Πόρνη), «Η γυναίκα […] εκεί, στο μπαλκονάκι της, / βαστώντας μια βαλίτσα στο χέρι / και μια λέξη μοναχά στο στόμα. / Έτοιμη…» (Με μια βαλίτσα στο χέρι), «Θα στέκω εδώ, άγρυπνος φρουρός, / για το δίκιο σου / για τον αγώνα σου / για να ξαναγράψουμε μαζί την ιστορία.» (Είμαι εδώ για σένα και για σένα και για σένα), «Το αίμα το ζεστό κυκλώνει το φίδι, / θηλιά στον λαιμό, πολεμώ, / πνίγει το φίδι, ηρεμώ. / Όμως, κάπου βρίσκονται αυτά, / τα αυγά στη φωλιά, / ελπίδα η μόνη, / τα παιδιά.» (Ποτέ ξανά φασισμός).

Ο ποιητής είναι αισιόδοξος και με το συναίσθημα αυτό μας υποδέχεται στην επόμενη, προτελευταία ενότητα, Ξημερώνει Σάββατο. Έχοντας ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη ενότητα στα Σάββατα της Ανάστασης, εξεγείρεται, επαναστατεί, διεκδικεί τα τρία αγαθά που πάνω τους μπορούμε να χτίσουμε τον κόσμο, όπως γράφει στο ποίημά του «Κόκκινο φιλί»: Αγάπη, ειρήνη, ελευθερία. Για να χαράξουμε αυτή τη διαδρομή, ακολουθούμε τις προτροπές του μέσα από την ποιητική του έμπνευση: «Κάντε έρωτα, άφθονο κι ανελέητο […] άπληστο κι αχόρταγο […] φιλήδονο, άναρχο, επαναστατικό […] φασαριόζικο, ελεύθερο και δυνατό / να κινήσετε τα βράχια / και του κόσμου όλα τα στάσιμα.» (Κάντε Έρωτα), «[…] να ιδούμε ανατολή […] τρελοί και γνωστικοί, / άπιστοι και πιστοί […] να ιδούμε / μάγισσες, ξωτικά, τους έρωτες ποθούμε.» (Βγάζω τη μάσκα), «Πρόσωπα ίδια, χείλη νεκρά. / Παρασκευή, η ώρα περασμένη. / Λίγο ακόμα έμεινε. / Ξημερώνει Σάββατο!» (Εγκλωβισμένος), «Συνήθισες τ’ ασυνήθιστο κι έτσι πορεύεσαι. […] Ακόμα και φυλακισμένος όμως, / εσύ θα μιλάς με παρρησία / για την ελευθερία / και τις αξίες που ποτέ δεν φυλακίζονται.» (Στης φυλακής σου τα κελιά), «Ήθελα […] να ενώσω τη μικρή μου κουκίδα / μ’ όλες τις υπόλοιπες / και μαζί να φτιάξουμε / του κόσμου το ωραιότερο ψηφιδωτό.» (Απόδραση απ’ το Εγώ), «Μικρό φαντάζει το τι θέλω, μα δεν είναι…» (Λεύτερος), «[…] της επανάστασης τραγούδια ν’ ακουστούν, / κι όλο τον κόσμο να δονούν…» (Μια κιθάρα μοναχή),  «Πληγές και δάκρυα που τα κρύβει / το πέπλο της αιχμαλωσία. […] Εμείς πεθαίνουμε διαρκώς / και βιώνουμε τις μεγάλες μας ήττες. […] Τις επαναστάσεις μας τις καταπνίξαμε / πριν καν τις οργανώσουμε..» (Ο κακός μας ο καιρός), «Σύντροφοι κουράγιο, / μεγάλες δρασκελιές ας κάνουμε, / το βήμα ας απλώσουμε, / ας νιώσει η γη το πάτημά μας / κι ας σειστεί.» (Σύντροφοι προχωράμε), «Γροθιές που υψώνονται στον ματωμένο ουρανό, / να επικρατήσει η ειρήνη, / μήνυμα θεϊκό.» (Θεών συναυλία).

Διόλου τυχαίο το ότι συναντάμε για πρώτη φορά τη λέξη δρασκελιές στην ενότητα αυτή, λίγο πριν φτάσουμε στην ποιητική κατακλείδα. Ο ποιητής δηλώνει σαφώς ότι έχει βρει τον δρόμο για να φτάσει στον σκοπό του. Δρόμο αγωνιστικό, απαλλαγμένο από την ευκολία της υποταγής στο μοιραίο. Δρόμο που οδηγεί στη δική του οπτική της δικαίωσης του ανθρώπου, στη δική του συνάντηση με το Θείο, δρόμο που ανοίγεται με υψωμένες γροθιές.

Τίτλοι τέλους επιγράφεται η σύντομη ενότητα με την οποία ολοκληρώνεται η ποιητική συλλογή. Αποτελείται από δύο ποιήματα οραματισμού, που οι στίχοι τους, παρά τη διαφορετικότητά τους και το αλληγορικό τους περιεχόμενο, πατούν γερά στη γη και περικλείουν μηνύματα αισιόδοξα τόσο για τα ορατά ή επιθυμητά όσο και για τα αόρατα και άγνωρα: «Ο άνθρωπος ο ψηλός, / με τις μεγάλες πατημασιές, / καβαλά στο άλογο με την ξέθωρη ξανθιά χαίτη. / Καλπάζουν μαζί για τα μέρη που έζησα, / τις θύμησές μου να χαϊδέψουν.» (Ο ψηλός άνθρωπος), «Ήσουν στ’ απόγειο, στις κορυφές τις νιότης σου. / Είσαι ψηλά, σιμά στο μέλλον μου, / σιωπηλοί λυγμοί στο παρόν μου.» (Ήσουν στ’ απόγειο).

Διαβάζοντας με καθαρή ματιά, ειλικρίνεια και ανοιχτή καρδιά αυτή την ποιητική συλλογή, είναι βέβαιο ότι μέσα από τα Ποιήματα & Στιχουργήματα της Δρασκελιάς του Θοδωρή Κατσωνόπουλου όλοι ανταμώνουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας.

 

Δημήτρης Φιλελές

 Πηγή δημοσίευσης: Ποιητική δρασκελιά