ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

Η "Δρασκελιά" του Θοδωρή Κατσωνόπουλου

 


Ο Θοδωρής Κατσωνόπουλος εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα με την πρώτη του ποιητική συλλογή ΔΡΑΣΚΕΛΙΑ, με τον ενδεικτικό υπότιτλο Ποιήματα & Σιχουργήματα, από τις εκδόσεις Έμβρυο (2022).

Η πρώτη αίσθηση του περιεχομένου προκαλείται από το καλαίσθητο εξώφυλλο, όπου το ζωγραφικό έργο Το λουτρό της Αρτέμιδος του Γάλλου ζωγράφου Φρανσουά Μπουσέ δίνει το στίγμαˑ η θεά εικονίζεται γυμνή και άοπλη, αλλά φορώντας το διάδημά της. Η γυναίκα είναι ο έρωτας, η κυρίαρχη δύναμη που ακολουθούμε ενστικτωδώς για να οδηγηθούμε ή στο έρεβος ή στο φως.

Ο τυπικός υποψήφιος αναγνώστης που ξεκινά να διαβάζει από το οπισθόφυλλο, πληροφορείται από τον ποιητή ότι αυτή του η πρώτη απόπειρα γραφής είναι η μετάβασή του από το Σκοτάδι στο Φως. Αιτιολογημένος, λοιπόν, και ο τίτλος Δρασκελιά, το καθοριστικό βήμα που επιχειρεί κάθε άνθρωπος όχι μόνο για να απαλλαγεί από το σκοτάδι των προβλημάτων που ταλανίζουν την ψυχή του, αλλά και για να υψωθεί σε μια ανώτερη πνευματική κατάσταση. Να σπάσει τα δεσμά που κρατούν φυλακισμένη την ψυχή του και να φτερουγίσει ελεύθερος - και, αν είναι δυνατό, να πάρει μαζί του σ’ αυτό το πέταγμα και όλους εκείνους που καταπιέζονται από τη συναισθηματική ανεπάρκεια της καθημερινότητας.

Διαπιστώνουμε μελετώντας τα ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή ότι ο ποιητής έχει στο επίκεντρο της δημιουργίας του τον άνθρωπο -άρα και τον ίδιο του τον εαυτό- που αναζητά διεξόδους σε όλες εκείνες τις ενδογενείς ή εξωγενείς εκρήξεις συναισθημάτων, οι οποίες ζητούν να διοχετευθούν σε θετικές διαδρομές και να δώσουν απαντήσεις σε αναπότρεπτα υπαρξιακά ερωτήματα.

Η ποιητική συλλογή είναι διαιρεμένη σε εννιά ενότητες: Εξυμνώ Σε Έρωτα, Έρωτας ώρα μηδέν, Στη βαρβαρότητα συνηθίσαμε, Κινούμενη άμμος, Ξύπνησα στην αγκαλιά της Μάνας, Αναζητώντας το φως, Τέλος στην απάθεια, Ξημερώνει Σάββατο και Τίτλοι τέλους, οι οποίες εμφανίζουν μεταξύ τους αλληλουχία και πραγματεύονται ζητήματα που αποτελούν κρίκους της ίδιας αλυσίδας.

Ο ποιητής με εξωστρέφεια εκφράζει την αγωνία του για όσα σημαντικά τον απασχολούν τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, σχηματίζοντας με πειστικότητα την εικόνα της άρρηκτης σχέσης τους. Ο λόγος του είναι καθαρός, βιωματικός και με άποψη αλλά χωρίς παραινέσεις, με φανερή διάθεση άμεσης επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Ο ποιητής δεν γράφει για να προβάλει τον εαυτό του ή τις απόψεις τουˑ αντίθετα, εκτίθεται με παρρησία, παίρνει θέση και παρακινεί, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται σε αναζήτηση. Κάθε λέξη, κάθε στίχος είναι και μια δρασκελιά προς το φως.

Αποδελτιώνοντας τους στίχους των ποιημάτων κάθε ενότητας, άλλοτε σε μορφή ελεύθερη και άλλοτε ομοιοκατάληκτους, βλέπουμε με λόγο πηγαίο και απροσχημάτιστο να αναβλύζει η κατάθεση ψυχής. Στην πρώτη ενότητα, με τίτλο Εξυμνώ Σε Έρωτα, ο ποιητής συγκλονίζεται από τον έρωτα και τον εξιδανικεύει μέσα από στίχους όπως: «Τα χρόνια πέρασαν, τα νιάτα πέρασαν / και τώρα τι έμεινε; / Κάτι έμεινε. / Τ’ ασήμι στην καρδιά και λίγο φως απέμεινε.» (Γίνομαι εσύ), «Είναι αυτοί οι έρωτες που μαχαίρια κρατούν, / γενναία πολεμούν, τον θάνατο νικούν.» (Έρωτες που κρατούν μαχαίρια), «Άρπαξε η χαρά τη λύπη απ’ το χέρι / στον ουρανό ταξίδεψαν και γίνηκαν αστέρι.» (Ερωτικό σμίξιμο), «Λάθη βρίσκω, μα δεν τα διορθώνω, γιατί μ’ αρέσει η πρώτη δημιουργία.» (Οχτώ γράμματα), «Έρωτας σαρωτικός […] ζωοδότης […] λάμψη κι ευωδιά […] το πρωινό σου γέλιο […] ένα μωρό στην αγκαλιά […] ο πρωινός καφές ο αχνιστός […] οι μεθυσμένες νύχτες […] η αγκαλιά που σε γαληνεύει […] η λάμψη των κεριών […] το δικό σου φιλί.» (Έρωτας για ζωή), «[…] τις ρυτίδες σου ν’ αγγίξω, / την ομορφιά που κρύβεις μέσα στην ψυχή / να ξεκλειδώσω» (Σε θέλω), «[…] να πιω απ’ τον ομφαλό σου / τις αγρύπνιες σου κι όλες τις πίκρες σου.», (. Στου κορμιού σου τις ακτές), «Είναι τόσο άβολα εδώ, / μα εγώ νιώθω ζεστασιά / και το βόλεμά μου θυσιάζω / γι’ αυτήν τη θαλπωρή.» (Είναι άβολα εδώ), «Γυναίκα με τα πελώρια χέρια […] εκστατική […] επιβλητική […] με την αλαβάστρινη ομορφιά […] με τη διαβολική αθωότητα […] φλογερή […] Προσδοκάς τον έρωτα δίχως τέλος. / Γυναίκα στα βράχια, σ’ αγαπώ.» (Γυναίκα στα βράχια).

Όμως ο ποιητής γνωρίζει καλά ότι ο έρωτας έχει και άλλη όψη, εκείνη του έρωτα που πληγώνει και αφήνει σημάδια ανεξίτηλα στην ψυχή. Αυτή τη διάστασή του σχολιάζει στην επόμενη ενότητα Έρωτας ώρα μηδέν, έχοντας βιώσει προφανώς και ο ίδιος τον πόνο, συνομιλώντας ουσιαστικά με τους ανθρώπους που κυριαρχούνται από το ασίγαστο πάθος. Διαβάζουμε: «Μεσάνυχτα, η ώρα περασμένη, / η σκιά χάθηκε μες στο βαθύ σκοτάδι / και το αλκοόλ πιο πέρα / με μια σταγόνα δάκρυ.» (Η σκιά), «Μ’ ένα φιλί στο μάγουλο λες καληνύχτα / κλείνεις το παντζούρι, / κλείνεις την παλάμη σου σφιχτά, / κρατάς μέσα της το φως / και της άνοιξης τις μυρωδιές.» (Γενέθλια μέρα), «Κι ένα ήσυχο ανοιξιάτικο δειλινό, / με φίλησες γλυκά στο μάγουλο / και χάθηκες πίσω απ’ τις βουνοπλαγιές.» (Χαραυγή), «Ο έρωτάς μου κι η αγάπη, / κόκκινες κηλίδες / που λέρωσαν τ’ άσπρο σου φόρεμα.» (Ο αποχαιρετισμός), «Η γάτα μασουλάει την ανθοδέσμη σου, / κάνοντας βόλτες απάνω στο μασίφ τραπέζι. / Νύχια μπηγμένα στη σάρκα.» (Η ανθοδέσμη).



Στην επόμενη ενότητα Στη βαρβαρότητα συνηθίσαμε ο ποιητής με ευαισθησία εγκαταλείπει συνειδητά τα στενά όρια του εαυτού του και περνά από το εγώ στο εμείς. Αγωνιά για το συναισθηματικό έλλειμα και όσα αυτό προκαλεί. Καταγγέλλει και στιγματίζει την απανθρωπιά που μας περιβάλλει με στίχους όπως: «[…] τον έξω κόσμο μη θελήσεις, / σα γεννηθείς θα αμαρτήσεις.» (Μη γεννηθείς), «Είναι κι αυτή η εποχή ανούσια, / ζώντας στων κελιών μας την τηλεζωή.» (Η εποχή μας), «Συνηθίσαμε αδελφέ μου στη βαρβαρότητα / ώρα να πούμε καληνύχτα ανθρωπότητα.» (Καληνύχτα ανθρωπότητα), «Ανάσες λιγοστές, οι αναγκαίες μόνο, / υπακοή τυφλή σου ισχυρού τον νόμο.» (Λείπει ο αγώνας), «[…] κι οι μοναξιές ανήμπορες να σμίξουν, / περιμένουν σιωπηλές, / ένα μωρό στην αγκαλιά να σφίξουν.» (Το χιόνι), «Ήταν το σπασμένο τζάμι στο υπνοδωμάτιο, / μα εμείς συνεχίσαμε την κρύα κι έρημη ζωή μας.» (Κρύα κι έρημη ζωή), «Άρωμα φορμόλης και συντρίμμια, / έμαθες να ζεις με τα αγρίμια.» (Άνθρωπε).

Κινούμενη άμμος, όπως τιτλοφορείται η ενότητα που ακολουθεί, γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη η ζωή μας, κινούμενη άμμος και οι ανθρώπινες σχέσεις, που κινδυνεύουμε να μας παρασύρουν στον σκοτεινό βυθό και να μας στερήσουν την έξοδο στο φως. Όμως ο ποιητής συνεχίζει να έχει πίστη και να επιμένειˑ μια ιδανική γυναικεία μορφή αναζητά για να συμπορευτεί και να συνεχίσει την προσπάθειά του. Σημειώνουμε: «Σκιές, φθηνά σμόκιν, κακόγουστα φορέματα / και ψηλοτάκουνα μες στη λάσπη, / να κυλιόνται σαν ερπετά στα κόκκινα χαλιά. / Ελπίδες ματαιωμένες κι ένα απέραντο κενό.» (Στον τόπο του μαρτυρίου μου), «Πόσα γεμάτα χρόνια έχασα, / για να ’μαι εδώ, ένα ακόμα δειλινό, / με το μυαλό μου αδειανό / και τη ματιά μου στα αιωρούμενα ποτήρια…» (Τα αιωρούμενα ποτήρια), «Το κατάρτι βάστηξα για λίγο, / μα αφέθηκα στου έρωτα τη δίνη. / Κι ύστερα ξεχύθηκα / στων πειρασμών τις κατηφοριές.» (Μαγεμένος), «Κινούμενη άμμος κι ο έρωτάς σου. / Πνίγομαι.» (Πνίγομαι). Για να καταλήξει, παρ’ όλα αυτά, θριαμβευτικά: «Και το χέρι σου δεν θ’ αφήσω, / ούτε κι εσύ να μου τ’ αφήσεις.» (Γυναίκα στο πηδάλιο της ζωής μου).

Η Μάνα, ο άνθρωπος που μας χαρίζει τη ζωή και μας φέρνει στη φως, η ολοκληρωτική ενσάρκωση της γυναίκας, δεσπόζει στην ενότητα Ξύπνησα στην αγκαλιά της Μάνας. Όχι, ο ποιητής δεν εξιδανικεύει τη μορφή της, δεν πέφτει στην παγίδα της ωραιοποίησηςˑ αντιλαμβάνεται τη Μάνα ως κοινωνική οντότητα και μέσα από τα παθήματά της μας επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα. Οι στίχοι φωτίζουν με δωρικότητα αλήθειες συνταρακτικές:  «[… ο ουρανός…] Με της θάλασσας σμίγει τις κραυγές, / στο κενό έπεσαν και πάλι οι ευχές, / κείνα τα λόγια τα μεγάλα τα βαριά, / αλλού η άνοιξη κι αλλού η χειμωνιά.» (Μάνα προσφυγιά), «Ξύπνια ονειρεύεσαι, χαμογελάς, / να χορέψεις θες με τους περαστικούς.» (Σα γέννησες), «Το παραμύθι τέλειωσε, το καλό πάντα νικά. / Κοιμήσου, αύριο μια άλλη μέρα…» (Μάνα και γιος), «[Η Μάνα… εκείνη την Παρασκευή…] αγνώριστη, παραμορφωμένη / απ’ της μοίρας τις ανελέητες ριπές.» (Η χαροκαμένη Μάνα), «Μάνα, που το παιδί σου έχεις θάψει, / τα ψεύτικα χαμόγελα σκορπάς εδώ κι εκεί.» (Συνάντησα τη Μάνα).

Και όσο ο ποιητής βιώνει τον ανθρώπινο πόνο και την απαξίωση που επιχειρεί να σηκώσει γύρω του, γύρω μας, αδιαπέραστα τείχη, τόσο αγωνίζεται με τη πένα και με το μελάνι της ψυχής του αναζητώντας ακατάπαυστα τη λυτρωτική διέξοδο στο φως. Αναζητώντας το φως είναι ο τίτλος της ενότητας απ’ όπου οι στίχοι: «Αδέρφια που πεινούν, / αδέρφια που διψούν, / Σάββατα της Ανάστασης εκείνα καρτερούν.» (Πάσχα), «Κι υπομένω ως την ώρα / που απέναντί σου θα βρεθώ, / με την ελπίδα […] να μην λιγοψυχήσω, / τη μάχη με τους δαίμονες να μην χάσω.» (Έρχομαι κοντά σου), «Παλεύεις να βρεις την έξοδο, / το φως να αντικρίσεις και ν’ αγγίξεις, / μα η έξοδος αγνοείται / κι εσύ απλά ξανακλείνεις τα μάτια.» (Η έξοδος αγνοείται), «Οι κρύες μου οι νύχτες παρούσες, / ποτέ δεν μ’ εγκατέλειψαν. / Και σε σένα τι να πω; / Το ότι σ’ αγάπησα πολύ, μην το ξεχνάς.» (Εξομολόγηση), «Όρθιος εσύ, τινάζεσαι απ’ τον εφιάλτη σου. / Προσδοκάς την αιώνια ζωή. / Μετανιωμένος ομολογείς.» (Δικαίωση).

Με αποφασιστικότητα ο ποιητής παίρνει θέση αρνούμενος να αποδεχθεί με ηττοπάθεια κάθε πράξη που οδηγεί στην επικράτηση του ζωώδους ενστίκτου στην ενότητα Τέλος στην απάθεια, με στίχους μαχητικούς, καταιγιστικά επιθετικούς απέναντι σε ό,τι και σε όποιους τσαλαπατούν τον αδύναμο συνάνθρωπο. «Κορίτσι μου, όμορφη ήσουν κι όμορφη θα ’σαι / τι κι αν αιώνια κοιμάσαι.» (Γαρυφαλλιά), «Γυναίκα, / τι φαγητό μαγείρεψες; […] Τάισες το παιδί; […] Πού θα πας, με ποιους θα πας; […] Κάτσε να κάνουμε σεξ. […] αυτά τα λουλούδια είναι για σένα…» (Οχτώ του Μάρτη), «Γλυκιά μου πόρνη ψάχνεις ζεστασιά / κι ένα απάγκιο, / στάζοντας δάκρυ / γονατίζεις μπρος στον Άγιο.» (Πόρνη), «Η γυναίκα […] εκεί, στο μπαλκονάκι της, / βαστώντας μια βαλίτσα στο χέρι / και μια λέξη μοναχά στο στόμα. / Έτοιμη…» (Με μια βαλίτσα στο χέρι), «Θα στέκω εδώ, άγρυπνος φρουρός, / για το δίκιο σου / για τον αγώνα σου / για να ξαναγράψουμε μαζί την ιστορία.» (Είμαι εδώ για σένα και για σένα και για σένα), «Το αίμα το ζεστό κυκλώνει το φίδι, / θηλιά στον λαιμό, πολεμώ, / πνίγει το φίδι, ηρεμώ. / Όμως, κάπου βρίσκονται αυτά, / τα αυγά στη φωλιά, / ελπίδα η μόνη, / τα παιδιά.» (Ποτέ ξανά φασισμός).

Ο ποιητής είναι αισιόδοξος και με το συναίσθημα αυτό μας υποδέχεται στην επόμενη, προτελευταία ενότητα, Ξημερώνει Σάββατο. Έχοντας ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη ενότητα στα Σάββατα της Ανάστασης, εξεγείρεται, επαναστατεί, διεκδικεί τα τρία αγαθά που πάνω τους μπορούμε να χτίσουμε τον κόσμο, όπως γράφει στο ποίημά του «Κόκκινο φιλί»: Αγάπη, ειρήνη, ελευθερία. Για να χαράξουμε αυτή τη διαδρομή, ακολουθούμε τις προτροπές του μέσα από την ποιητική του έμπνευση: «Κάντε έρωτα, άφθονο κι ανελέητο […] άπληστο κι αχόρταγο […] φιλήδονο, άναρχο, επαναστατικό […] φασαριόζικο, ελεύθερο και δυνατό / να κινήσετε τα βράχια / και του κόσμου όλα τα στάσιμα.» (Κάντε Έρωτα), «[…] να ιδούμε ανατολή […] τρελοί και γνωστικοί, / άπιστοι και πιστοί […] να ιδούμε / μάγισσες, ξωτικά, τους έρωτες ποθούμε.» (Βγάζω τη μάσκα), «Πρόσωπα ίδια, χείλη νεκρά. / Παρασκευή, η ώρα περασμένη. / Λίγο ακόμα έμεινε. / Ξημερώνει Σάββατο!» (Εγκλωβισμένος), «Συνήθισες τ’ ασυνήθιστο κι έτσι πορεύεσαι. […] Ακόμα και φυλακισμένος όμως, / εσύ θα μιλάς με παρρησία / για την ελευθερία / και τις αξίες που ποτέ δεν φυλακίζονται.» (Στης φυλακής σου τα κελιά), «Ήθελα […] να ενώσω τη μικρή μου κουκίδα / μ’ όλες τις υπόλοιπες / και μαζί να φτιάξουμε / του κόσμου το ωραιότερο ψηφιδωτό.» (Απόδραση απ’ το Εγώ), «Μικρό φαντάζει το τι θέλω, μα δεν είναι…» (Λεύτερος), «[…] της επανάστασης τραγούδια ν’ ακουστούν, / κι όλο τον κόσμο να δονούν…» (Μια κιθάρα μοναχή),  «Πληγές και δάκρυα που τα κρύβει / το πέπλο της αιχμαλωσία. […] Εμείς πεθαίνουμε διαρκώς / και βιώνουμε τις μεγάλες μας ήττες. […] Τις επαναστάσεις μας τις καταπνίξαμε / πριν καν τις οργανώσουμε..» (Ο κακός μας ο καιρός), «Σύντροφοι κουράγιο, / μεγάλες δρασκελιές ας κάνουμε, / το βήμα ας απλώσουμε, / ας νιώσει η γη το πάτημά μας / κι ας σειστεί.» (Σύντροφοι προχωράμε), «Γροθιές που υψώνονται στον ματωμένο ουρανό, / να επικρατήσει η ειρήνη, / μήνυμα θεϊκό.» (Θεών συναυλία).

Διόλου τυχαίο το ότι συναντάμε για πρώτη φορά τη λέξη δρασκελιές στην ενότητα αυτή, λίγο πριν φτάσουμε στην ποιητική κατακλείδα. Ο ποιητής δηλώνει σαφώς ότι έχει βρει τον δρόμο για να φτάσει στον σκοπό του. Δρόμο αγωνιστικό, απαλλαγμένο από την ευκολία της υποταγής στο μοιραίο. Δρόμο που οδηγεί στη δική του οπτική της δικαίωσης του ανθρώπου, στη δική του συνάντηση με το Θείο, δρόμο που ανοίγεται με υψωμένες γροθιές.

Τίτλοι τέλους επιγράφεται η σύντομη ενότητα με την οποία ολοκληρώνεται η ποιητική συλλογή. Αποτελείται από δύο ποιήματα οραματισμού, που οι στίχοι τους, παρά τη διαφορετικότητά τους και το αλληγορικό τους περιεχόμενο, πατούν γερά στη γη και περικλείουν μηνύματα αισιόδοξα τόσο για τα ορατά ή επιθυμητά όσο και για τα αόρατα και άγνωρα: «Ο άνθρωπος ο ψηλός, / με τις μεγάλες πατημασιές, / καβαλά στο άλογο με την ξέθωρη ξανθιά χαίτη. / Καλπάζουν μαζί για τα μέρη που έζησα, / τις θύμησές μου να χαϊδέψουν.» (Ο ψηλός άνθρωπος), «Ήσουν στ’ απόγειο, στις κορυφές τις νιότης σου. / Είσαι ψηλά, σιμά στο μέλλον μου, / σιωπηλοί λυγμοί στο παρόν μου.» (Ήσουν στ’ απόγειο).

Διαβάζοντας με καθαρή ματιά, ειλικρίνεια και ανοιχτή καρδιά αυτή την ποιητική συλλογή, είναι βέβαιο ότι μέσα από τα Ποιήματα & Στιχουργήματα της Δρασκελιάς του Θοδωρή Κατσωνόπουλου όλοι ανταμώνουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας.

 

Δημήτρης Φιλελές

 Πηγή δημοσίευσης: Ποιητική δρασκελιά

Δεν υπάρχουν σχόλια: