ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Αρένα



Αρένα

 

Τα δόντια δείχνει ο καιρός και φοβερίζει

χιονιάς σαν φίδι δίχως οίκτο φαρμακώνει

του δρόμου άστεγο κορμί, σκαρί που τρίζει

η πείνα σφίγγει τον κλοιό, μαύρο μπαλόνι.

 

Η θλίψη βγαίνει στο σεργιάνι στολισμένη

όνειρο μάταιο, άδεια ρούχο στο μπαλκόνι

θηλιά που σφίγγει σιωπηλά τον κόμπο δένει

χέρι απλωμένο μες στο κρύο κοκαλώνει.

 

Πόλη αχόρταγη που τα παιδιά της τρώει

αλάτι σπέρνει και το χιόνι της θερίζει

πάντα το τίμημα πληρώνουν οι αθώοι

κλαριά στο δέντρο που απ' τη ρίζα του σαπίζει.

 

Κι αν δεν ακούγονται σειρήνες του πολέμου

εντός μας μαίνεται χωρίς φωνές η μάχη

πνοή θανάτου κάθε ρίπισμα του ανέμου

στα δυο λυγίζει και τσακίζεται το στάχυ.

 

Μια νύχτα μόνο η συμπόνια πώς να φτάσει

τόση ψευτιά μες στο σκοτάδι να ξεπλύνει

ποτάμι ο κόσμος που ποτέ δεν κάνει στάση

τους ναυαγούς καταβροχθίζει στο καμίνι.

 

Μια νύχτα μόνο δεν αλλάζει δεδομένα

ούτε στο πρόβλημα θα δώσει κάποια λύση

φρέσκο το αίμα θα ποτίσει την αρένα

κι η ρόδα πάλι στον ρυθμό της θα κυλήσει.

 

© Δημήτρης Φιλελές


Ανδρέας Καρκαβίτσας - Το πάλεμα

 #διαβάζω_για_σένα






Το πάλεμα

 

Κάτω στο Σέχη, στο τσιφλίκι[1] του Νάση Νούσα, το πάλεμα είχαν για ξεφάντωμά τους οι Καραγκούνηδες[2]. Κάθε γιορτή της άνοιξης και σκόλη[3], όταν μπορούσαν ν’ αφήσουν τη δουλειά, να παραδώσουν το κορμί τους στην ανάπαυση και την ψυχή τους στη χαρά, συνάζονταν[4] όλοι, νιοι και νιες, γέροι και γριές, παιδιά[5] και κορίτσια, μπροστά στο πυργωτό κονάκι[6] του αφέντη κι έτσι διαλαλούσε ο κήρυκας:

- Ακούστε, χωριανοί, κι ας λέει ο κόσμος!... Σήμερα παλεύει ο Μήτρος Μπούρας με τον γιο του τάδε!... Κερνάει τ’ αφεντικό και τα τούμπανα παίζουν!...

Μια φορά όμως δεν είπε τον γιο του τάδε. Είπε τον Διονύση Χάλη.

Ο Μήτρος Μπούρας ήταν χωριανός και τον ήξεραν όλοι. Όλοι γνώριζαν της χήρας τον ακριβογιό[7] και τον αρραβωνιαστικό της Σμάλτως, της λεβεντονιάς. Ήταν πρώτος στο πάλεμα και κανείς δεν αποτολμούσε να βγει στ’ αλώνι μαζί του. Κι ήταν για τούτο καύχημα του χωριού και ζωντανή ντροπή όλων των άλλων περίγυρα.

Μα ο Διονύσης Χάλης ήταν απ’ άλλο σύνορο, από τους Σοφάδες[8] πέρα και κανείς δεν τον ήξερε. Ακουστά είχαν μόνο πως είναι φοβερός παλαιστής και ταίρι δεν έχει στον κάμπο τον Λαρισινό και της Καρδίτσας τον κάμπο. Τον είδαν οι φρόνιμοι γέροντες κι ανατρίχιασαν. Τον είδαν τα παλικάρια και λύθηκαν τα γόνατά τους. Πάει το χωριό τους˙ την πήρε τη ντροπή!

- Μάνα μου! ψιθύρισε η Σμάλτω η λεβεντονιά.

Και χλώμιασε σαν το κερί!

Χτυπούν τα τούμπανα και φυσούν οι καραμούζες. Αναταράζεται η γη κι ο αέρας πασίχαρος διαλαλεί τον λαμπρό αγώνα. Κι εμπρός, ανάμεσα στ’ αλώνι που σχημάτισε στρογγυλοκαθισμένος ο λαός, φαίνονται οι δυο παλαιστές γυμνοί, ολόγυμνοι. Μονάχα το κοντό πέτσινο βρακί, στη μέση δεμένο κομποθηλιά, σκεπάζει τ’ αμελέτητα[9]. Μα χύνονται από κάτω λαχταριστοί οι μηροί κι οι στρογγυλοί αρμοί των γονάτων κι οι άντζες[10] μεστωμένες κι οι τορνευτοί[11] αστράγαλοι και τα καμαρωτά ποδάρια τους. Κι απάνω φαίνονται τα στήθη μάρμαρο κι οι ρώγες των βυζιών χαλκοκόκκινες κάθονται στα γλυπτά στέρνα κι απλώνονται ζερβόδεξα καμαρωτοί οι ώμοι και τα χυτά λαιμοτράχηλα[12]˙ εκεί πυργώνεται το κεφάλι σμιλευτό, με τα κατσαρά μαλλιά και το μουστάκι στριμμένο. Τα μπράτσα σιγοτρεμάμενα φανερώνουν τα χαλύβδινα μούσκουλα[13] και τα νεύρα τ’ αλύγιστα.

Έρχονται στ’ αλώνι και χαιρετούν ευγενικά τον λαό οι δυο παλαιστές. Κάποιος χύνει λάδι από τη στάμνα στη χούφτα τους. Κι εκείνοι αλείφουν με το λάδι τα στήθη, τα μπράτσα, τα λαιμοτράχηλα, τους μηρούς, ως κάτω στους αστράγαλους. Αλείφουν ακόμα και το πέτσινο βρακί τους. Έπειτα, με τα χέρια ριγμένα κάτω, σκάνε τα δάχτυλά τους τρανταχτά:

- Κράπ!... Κραπ κραπ!...

Και προβάλλουν, ένας από τη μια μεριά κι άλλος από την άλλη, αργοκίνητοι, βεργολυγεροί[14], με βήμα ελαφρύ και μεγαλόπρεπο, με το σώμα τεντωμένο, που λες τώρα θα ψηλώσουν ως τον ουρανό. Αδιάφοροι στις σαχλαμάρες του παλιόκοσμου, στρέφουν τα μάτια κάτω στον πράσινο κάμπο κι αντίπερα στα γαλανά βουνά της Γκούρας[15], σαν σταυραϊτοί που διαλέγουν τη βουνοκορφή, να βρούνε ποθητή συντρόφισσα. Κι έπειτα, μ’ ένα άλλο κραπ!... κραπ κραπ!..., γυρίζουν αντιμέτωποι και ρίχνουν ράθυμα[16] αλλά βαριά τα χέρια ο ένας στον ώμο του άλλου και κοιτάζονται άγρια, πεισμωμένα.

- Σ’ έφαγα!

- Σ’ έφαγα!...

Μα αντί να φαγωθούν, παρατάει ο ένας τον άλλο και μ’ ένα κραπ! κραπ κραπ!... σύγκαιρο[17] αρχίζουν πάλι την αντίθετη περιστροφή τους, με το ίδιο βάδισμα και το ίδιο κόρδωμα[18].

Τα τούμπανα χτυπούν, φυσούν οι καραμούζες κι ο αέρας διαλαλεί ως πέρα τον λαμπρό αγώνα˙

- Τώρα δεν έχει χωρατά[19]!

- Όχι, δεν έχει χωρατά!...

Οι δυο παλαιστές αρπάχτηκαν στα χέρια. Έπαψαν τα χωρατά και τα ευγενικά χάδια. Οι δυο λέοντες που έπαιζαν πριν και χαϊδεύονταν ξαπλωμένοι στο χλωρό χορτάρι κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο και δαγκώνονταν άκακα και γλείφονταν τρυφερά, άναψαν τώρα. Μπορεί ο πράσινος τάπητας, ο ζεστός ήλιος ίσως, να κέντησε το λαθροκρυμμένο στην ψυχή τους πάθος και πέφτουν μανιασμένοι ο ένας στον άλλον. Ανήμερη κοχλάζει η ψυχή τους˙ σπίθες πετούν τα μάτια τους. Δεν έχουν πια λύπη, ούτε έλεος! Αρπαγμένοι από τους ώμους, στυλώνουν τα πόδια τους στη γη, καμαρώνουν τα κορμιά και στέκουν ακίνητοι. Το πρόσωπό τους ήσυχο, δεν δείχνει καθόλου την αγωνία της ψυχής, ούτε των νεύρων την προσπάθεια. Κοιτάζουν μόνο, αντίθετα κοιτάζουν με τα μάτια τους τ’ ανοιχτά και λες πως κοιτάζουν, πως ψαχουλεύουν τον ορίζοντα, να δουν και να μετρήσουν σε ποιο κάμπο ή σε ποια θάλασσα θα σφεντονίσουν τον αντίπαλό τους.

-  Δεν έχει χωρατά!

- ‘Όχι, τώρα δεν έχει χωρατά!...

Ξάφνου, όμως, να που ξεριζώθηκαν τα δυο κορμόδεντρα! Ο Χάλης γονάτισε, με το ένα πόδι στη γη στρωμένο˙ τ’ άλλο λυγισμένο στο γόνατο. Και με τα ατσαλένια μπράτσα κολλητά στη μέση του Μπούρα, πασχίζει να τον φέρει κοντά του, να τον λυγίσει, να τον γκρεμίσει σωρό κουβάρι από πάνω του. Μα εκείνος σκυφτός, κάθεται πάνω του και τον βαραίνει με το βάρος του, έτοιμος να τον ρίξει τ’ ανάσκελα, να βάλει τη ράχη του στο χώμα. Έτσι μόνο θα σημαδευτεί η νίκη του.

Ο λαός περίγυρα καθισμένος, ολόρθος είτε σκυφτός˙ οι νέοι και οι γέροι, οι νιες κι οι γριές, τ’ ανήλικα παιδιά σερνικοθήλυκα, κοιτάζουν τους παλαιστές με τρόμο. Είναι αληθινά εκείνος ο γονατιστός ο Διονύσης ο Χάλης ο Σοφαδίτης! Κι είναι ο άλλος ο σκυφτός απάνω του ο Μήτρος Μπούρας, ο χωριανός τους! Παλεύουν αλήθεια, άνθρωποι με κρέας και κόκαλα, εργάτες του χωραφιού σαν κι αυτούς και σαν κι αυτούς φτωχοί και κακόμοιροι; Ή μήπως είναι δράκοι των παραμυθιών και παλεύουν για της βασιλοπούλας τα κάλλη; Ή μήπως είναι ο Διγενής, του τραγουδιού ο ήρωας, και παλεύει με τον Χάρο για τη ζωή του; Δεν είναι, όχι, δράκοι, δεν είναι ούτε ο Διγενής κι ο Χάρος. Είναι δυο χωριάτες ολοζώντανοι, ο Χάλης ο περίφημος κι ο Μπούρας ο θαυμαστός. Δεν παλεύουν για τα κάλλη της βασιλοπούλας ούτε για την ακριβή ζωή. Παλεύουν κι αγωνίζονται για να τιμήσουν τ’ όνομα του χωριού τους.

Ο Μήτρος Μπούρας πάνω στον αντίπαλό του ξαπλωμένος, βαρύς, με τα πόδια τυλιγμένα στα πόδια εκείνου, με τα χέρια κολλημένα στα λαιμοτράχηλά του, βλέπει γύρω τον λαό, τους χωριανούς του, να του γνέφουν θαρρετά, να τον συμβουλεύουν να κρατεί καλά, χάμω να τον γκρεμίσει στο χώμα. Βλέπει αγνάντια[20] τη λεβεντονιά να χαμηλώνει κατακόκκινη το βλέμμα και να σιγοτρέμει σαν καλάμι απ’ τη λαχτάρα. Βλέπει κι ανάμεσα στα σκέλια του, κάτω απ’ τα παλαμοδάχτυλά του, τον Διονύση Χάλη ξεθεωμένο, να σπαράζει σαν το σφαχτό κάτω από το γόνατο του μακελάρη[21] και γελά με τον ανώφελο αγώνα του. Τον βλέπει να στριφογυρίζει σαν ερπετό, να πασπατεύει[22] το γλιστερό κορμί του, ανάμεσα στους μηρούς, στις άντζες κάτω και πάνω στις μασχάλες, στους ώμους και τα λαιμοτράχηλα. Κάπου ζητούν να πιάσουν, να γαντζώσουν τα χέρια, να λυγίσουν το κορμί, είτε να συνεπάρουν κομμάτι ζωντανό από κρέατα και κόκαλα. Μάταια όμως αγωνίζονται! Πώς κατάντησες, καημένε Σοφαδίτη! Τι θα γίνει τώρα τ’ όνομα το ξακουσμένο στη Λάρισα και στα Τρίκαλα μέσα;

Ο Μήτρος Μπούρας γελά και αναπαύεται. Δεν προσμένει παρά την κατάλληλη στιγμή που μ’ ένα επιδέξιο ανασήκωμα θα στείλει τη ράχη του να φάει χώμα, να δείξει ολοφάνερα τη νίκη του. Γελά και αναπαύεται και δεν προσέχει τα επίβουλα[23] πασπατέματα του εχθρού ανάμεσα στα σκέλια του.

- Αχ! ακούστηκε ξάφνου φοβερό.

Αμέσως σώπασε το τούμπανο και βουβάθηκαν οι καραμούζες, λες και νέκρα πλάκωσε την πλάση. Όχι, δεν πλάκωσε νέκρα την πλάση. Ο Μήτρος Μπούρας κείτεται βαρύς στο χώμα και βογγομαχά σαν πληγωμένο αγριοδάμαλο[24].

- Αχ! βγήκε κι απ’ το στόμα της Σμάλτως.

Και τώρα, κάτω στο Σέχη, στο τσιφλίκι του Νάση Νούσα, το πάλεμα έχουν για ξεφάντωμά τους οι Καραγκούνηδες. Κάθε γιορτή της άνοιξης και σκόλη, όταν μπορούν ν’ αφήσουν τη δουλειά, να παραδώσουν το κορμί τους στην ανάπαυση και την ψυχή τους στη χαρά, συνάζονται όλοι, νιοι και νιες, γέροι και γριές, παιδιά και κορίτσια, μπροστά στο πυργωτό κονάκι του αφέντη κι έτσι διαλαλεί ο κήρυκας:

- Ακούστε, χωριανοί, κι ας λέει ο κόσμος!... Σήμερα παλεύει ο τάδε με τον τάδε! Κερνάει τ’ αφεντικό και τα τούμπανα παίζουν!... Μα μην ξεχνάτε και το πάθημα του Μήτρου Μπούρα!...

 

Ανδρέας Καρκαβίτσας (1900)

 

Από το βιβλίο «Παλιές αγάπες»

Α΄ έκδοση από το «Τυπογραφείον της Εστίας»

των Μάισνερ- Καργαδούρη, το 1900.

 

Μεταγραφή, σχολιασμός και ανάγνωση © Δημήτρης Φιλελές




[1]  το τσιφλίκι (τουρκικά ciftlik) = μεγάλη ιδιοκτησία γης που ανήκει στον τοπικό άρχοντα.

[2]  Καραγκούνηδες = οι κάτοικοι του θεσσαλικού κάμπου.

[3]  η σκόλη = η αργία.

[4]  συνάζομαι = συγκεντρώνομαι.

[5]  τα παιδιά = εννοούνται τα αγόρια.

[6]  το κονάκι (τουρκικά konak) = το σπίτι του τσιφλικά.

[7]  ο ακριβογιός = ο μοναχογιός.

[8]  Σοφάδες = κωμόπολη του Νομού Καρδίτσας.

[9]  τα αμελέτητα = τα ανδρικά γεννητικά όργανα.

[10]  οι άντζες = το μέρος του ποδιού από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο.

[11]  τορνευτός = καλλίγραμμος, σμιλευτός.

[12]  τα λαιμοτράχηλα (λαιμός + τράχηλος) = η περιοχή του λαιμού και του σβέρκου.

[13]  τα μούσκουλα (λατινικά musculus) = ο μυς.

[14]  βεργολυγερός = ψηλός, λεπτός και ευκίνητος.

[15]  Γκούρα = τοποθεσία κοντά στο χωριό Καστανιά του Νομού Τρικάλων.

[16]  ράθυμος = νωθρός, τεμπέλικος.

[17]  σύγκαιρος = ταυτόχρονος.

[18]  το κόρδωμα = το τέντωμα του σώματος, η έπαρση.

[19]  το χωρατό = το αστείο.

[20]  αγνάντια = απέναντι.

[21]  ο μακελάρης (λατινικά macellarius) = ο σφαγέας ζώων, ο αιμοχαρής άνθρωπος.

[22]  πασπατεύω = ψαχουλεύω.

[23]  επίβουλος = ύπουλος.

[24]  το αγριοδάμαλο = το άγριο μοσχάρι. 



Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

Φώτης Κόντογλου - Ο βασιλιάς και το τρελό νερό

 #διαβάζω_για_σένα





Ο βασιλιάς και το τρελό νερό

 

Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε ένας σουλτάνος[1], καλός και δίκαιος και είχε έναν βεζίρη[2], που ήτανε και αυτός καλός και ήταν κι αστρολόγος.

Μια μέρα ο βεζίρης λέγει του σουλτάνου, πως είδε κάποια σημάδια στον ουρανό πως θα βρέξει στον κόσμο ένα νερό τρελό, και πως όποιος το πιει αυτό το νερό, θα τρελαίνεται. Και πως όλοι οι άνθρωποι που ζούνε στην επικράτειά[3] τους θα πιούνε και θα χάσουνε τα λογικά τους, και δεν θα νιώθουνε πια τίποτα, μήτε τι είναι σωστό και τι είναι ψεύτικο, μήτε τι είναι καλό και τι είναι κακό, μήτε τι είναι νόστιμο και τι άνοστο, μήτε τι είναι δίκαιο και τι άδικο.

Σαν τ’ άκουσε αυτά τα λόγια ο Σουλτάνος γυρίζει και λέγει στο βεζίρη: Αφού θα τρελαθεί όλος ο κόσμος, πρέπει να κοιτάξουμε να μην τρελαθούμε κι εμείς, γιατί αλλιώς πώς θα τους κρίνουμε με δικαιοσύνη; Του λέγει ο βεζίρης πως ο λόγος του είναι σωστός και πως θα ‘πρεπε να προστάξει να μαζέψουνε από το καλό νερό που πίνανε και να το φυλάξουμε μέσα στις στέρνες, για να μην πίνουνε από το χαλασμένο και κρίνουμε παλαβά κι άδικα, μα δίκαια, όπως έχουνε χρέος.

Έτσι κι έγινε. Σε λίγο καιρό έβρεξε στ’ αλήθεια και το νερό ήτανε τρελό νερό και τρελαθήκανε όλοι οι άνθρωποι και δεν γνωρίζανε οι καημένοι τι τους γίνεται και είχανε το ψεύτικο για αληθινό, το κακό για καλό, το άδικο για δίκαιο. Μα ο σουλτάνος κι ο βεζίρης πίνανε από το καλό νερό που είχανε φυλαγμένο και δεν τρελαθήκανε, αλλά κρίνανε τον κόσμο με δικαιοσύνη.

Μα ο κόσμος τα ‘βλεπε ανάποδα και δεν ήτανε ευχαριστημένος από την κρίση του σουλτάνου και του βεζίρη και φωνάζανε πως τους αδικούνε και κοντεύανε να σηκώσουνε επανάσταση. Μετά από καιρό, σαν είδανε κι αποείδανε, ο σουλτάνος κι ο βεζίρης, χάσανε το κουράγιο τους, και λέγει ο σουλτάνος στο βεζίρη: «Τούτοι οι φουκαράδες αληθινά χάσανε τα φρένα[4] τους και τα βλέπουνε όλα ανάποδα κι όπως πάμε, μπορεί να μας σκοτώσουν, επειδή θέλουμε να τους κρίνουμε με δικαιοσύνη για να ευτυχήσουνε. Το λοιπόν, βεζίρ αφέντη, άιντε να χύσουμε το καλό νερό από τις στέρνες και να πιάσουμε να πίνουμε κι εμείς από το τρελό νερό, να γίνουμε σαν κι αυτούς και τότε θα μας καταλαβαίνουνε και θα μας αγαπάνε».

Έτσι κι έγινε. Ήπιαν και αυτοί από το παλαβό νερό και τρελαθήκανε, και κρίναμε τρελά κι άδικα, κι ο κόσμος απόμεινε ευχαριστημένος και πολυχρονίζανε[5] το σουλτάνο.

 

Φώτης Κόντογλου

 

Μεταγραφή κειμένου, σχολιασμός και ανάγνωση © Δημήτρης Φιλελές

 



[1] ο σουλτάνος (τουρκικά sultan) = ο τίτλος του αρχηγού της οθωμανικής αυτοκρατορίας

[2] ο βεζίρης (τουρκικά vezir) = αξιωματούχος της οθωμανικής αυτοκρατορίας που αντιστοιχεί στο αξίωμα του πρωθυπουργού

[3] η επικράτεια = ο χώρος που περικλείουν τα όρια ενός κράτους.

[4] τα φρένα = τα μυαλά, τα λογικά.

[5] πολυχρονίζω = εύχομαι κάποιος να ζήσει πολλά χρόνια.

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Ηλίας Βενέζης - Το Νούμερο 31328 - Το ξάφρισμα

#διαβάζω_για_σένα






Το «ξάφρισμα»

 

Ένα χέρι με σπρώχνει δυνατά. Ύστερα μια κλωτσιά. Ξυπνώ απότομα. Μες στο λίγο φως, στα δυο-τρία σπαρματσέτα[1] που άναψαν πάλι στο υπόγειο, ξεχωρίζω τις πυκνές σκιές που κουνιούνται και σπρώχνονται προς την πόρτα. Φωνές από δω, από κει ονόματα: «Χρήστο, Κώστα». Δυο-τρεις στρατιώτες γυρίζουν σ' όλες τις γωνιές, μην απόμεινε κανένας, και κλωτσούν.

- Σηκωθείτε!

Ο καπετάνιος μ' έσπρωξε. Τον ρωτώ σαστισμένος, σαν να 'ρχουμαι από άλλο κόσμο.

- Τι είναι;

- Το «ξάφρισμα»..., μουρμουρίζει με φωνή που πολεμά να μην τρέμει.

Μας βγάζουν απ' το κάτω μέρος του υπογείου. Στη μικρή πόρτα στριμωχνόμαστε ώσπου να βγούμε. Ακούω μια στιγμή τον Ιάκωβο, δίπλα μου, να μουρμουρίζει: «Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού, του Πατρός και του Υιού...», πολλές φορές.

Μας αραδιάζουν σε διπλή σειρά. Εκεί, πλάι στη θάλασσα. Μες στο λιμάνι ανάβουν τα φώτα ενός βαποριού, από κείνα που παίρνουν τα γυναικόπαιδα. Θα 'ναι περασμένα μεσάνυχτα. Το υποθέτω απ' τη Μεγάλη Άρκτο[2] που έχει χαμηλώσει πολύ. Ένας συμμαθητής μου καταγινόταν πολύ με τ' άστρα. Ο Σείριος[3]; Τόσες, τόσες χιλιάδες, τόσα δέκατα, τόσα χιλιοστά μακριά. Μήτε ένα λιγότερο; Μήτε. Το αγιάζι είναι πολύ. Τουρτουρίζουμε.

Είμαι στην πρώτη σειρά. Δίπλα μου ο καπετάνιος. Από πίσω ο Ηρόδοτος, ένας σκοτεινός βόλος, κοιτάζει με τα μεγάλα ηλίθια μάτια του, γεμάτα απορία, και τρέμει.

Στο σπίτι πάνω απ' το υπόγειο, που είναι τα γραφεία της Αστυνομίας, πολλά φώτα. Μεθυσμένες φωνές τραγουδούν. Περιμένουμε.

Τέλος ανοίγει η πόρτα. Ένας στρατιώτης κατεβαίνει με μια λάμπα στο χέρι. Από πίσω του έρχεται ένας αξιωματικός. Είναι στουπί στο μεθύσι. Παραπατά.

- Ελάτε! Ελάτε! φωνάζει ο αξιωματικός σε κάποιον  άλλον από μέσα. Απόψε έναν παραπάνω για σας!

Απ' το σπίτι ένας άλλος αξιωματικός βγαίνει και τον ακολουθά. Ο στρατιώτης πάει στην άκρη της γραμμής μας, χαμηλώνει τη λάμπα στα πρόσωπά μας, να φωτιστούν, περιμένει.

Πλησιάζει εκεί ο πρώτος αξιωματικός. Είναι αυτός ο ίδιος που μας χτυπούσε το πρωί - τα φουτουριστικά σχέδια. Το ξανθό μουστάκι του απ' τη δεξιά μεριά έχει γείρει λίγο περισσότερο - και ο Σείριος;... Ο αξιωματικός βλέπει με το φως και τραβά έναν δικό μας όξω απ' τη γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχωρεί παρακάτω. Τραβά άλλον ένα.

- Κι εσύ, παλιόσκυλο! λέει.

Άλλον ένα. Το φως, ο στρατιώτης με τη λάμπα, πλησιάζει ολοένα στο μέρος μας. Αυτό το φως λάμπει σαν να έχει μια φοβερή υποχρέωση - να πρέπει. Μια γρήγορη στιγμή αναρωτιέμαι αν διαλέγει μικρούς για μεγάλους. Μα βλέπω πως παίρνει ανακατωτά, απ' όλα τα τσεσίτια[4]. Στο μεταξύ το φως έφτασε. Είναι μπροστά μου. Αισθάνομαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ' το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει, αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δυο τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου.

Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά...

Ξεχωριστήκαν έξι σύντροφοί μας. Ύστερα άλλος ένας, γίναν εφτά. Βλέπω μια διμοιρία στρατιώτες που ετοιμάζονται. Κατεβαίνουν με τον οπλισμό τους, ένας-ένας. Μαζεύονται σε μιαν άκρη δίπλα μας.

- Φτάνει! λέει ο αξιωματικός στον στρατιώτη με τη λάμπα.

Μα αμέσως, σαν να θυμάται, γυρίζει προς το μέρος του άλλου αξιωματικού:

- Α, αλήθεια, κι έναν για σας! λέει. Διαλέξτε!

Τούτος ο άλλος πλησιάζει στη γραμμή. Η καρδιά μας πάλι χτυπά παλαβά. Τραβά έναν. Σκύβουμε να δούμε: Ο Ιάκωβος.

- Όχι εγώ! Όχι εγώ! παρακαλεί με απελπισία ο φουκαράς. Εγώ Ιτάλια ταμπαασί (Ιταλός υπήκοος). Ιτάλια ταμπαασί... Αύριο θα με γυρέψουν...

- Σκύλο! μουγκρίζει ο ξανθός αξιωματικός, και τον τραβά στη μπάντα.

Ύστερα διατάζει το απόσπασμα:

- Να γυρίσετε γρήγορα!

Οι στρατιώτες παν κοντά στους συντρόφους μας που ξεχωρίστηκαν.

- Αν έχετε τίποτα, πάρτε το! τους φωνάζει ο επικεφαλής του αποσπάσματος.

Μας βάζουν πρώτα εμάς μες στο υπόγειο. Ύστερα ξωπίσω μας έρχουνται κι οι άλλοι, μηχανικά, να πάρουν ό,τι έχουν. Για ποιο λόγο;

- Γρήγορα! φωνάζει ο λοχίας απόξω, βλέποντας πως αργοπορούν.

Το υπόγειο είναι γεμάτο σούσουρο. Ένας άνθρωπος κλαίει νευρικά. Κάποιος άλλος λέει: «γεια σας». Η ώρα περνά. Ο λοχίας διατάζει πιο άγρια:

- Γρήγορα!

Στη γωνιά που έχω λουφάξει, πλησιάζει ο βαρύς όγκος του καπετάνιου. Τον βλέπω να έρχεται και με πιάνει φόβος. Σκύβει σιωπηλά. Κάνει να σκαλίσει εκεί στο προσκέφαλό μας, σάματις να έχει κάτι να πάρει. Ύστερα πάλι σηκώνεται.

- Δεν έχω τίποτα, μουρμουρίζει αφηρημένα, σαν να θυμάται, αλήθεια, πως δεν έχει να πάρει τίποτα.

Κάνω κουράγιο.

- Να, Μανόλη, λέω. Πάρε τις δικές μου τις κουβέρτες.

Το λέω έτσι ασυλλόγιστα, μια προσπάθεια να του φανώ την τελευταία στιγμή τόσο δα χρήσιμος, μ’ όλο που είμαι σίγουρος πως τίποτα δεν του χρειάζεται πια.

- Τι τις θέλω; αναρωτιέται κι αυτός σιγανά.

Ο λοχίας βρίζει, τρίτη φορά τώρα :

- Άϊντε, ουλάν[5]!

Είναι φανερό πως όλοι προσπαθούν να μείνουν λίγο ακόμα, όσο είναι μπορετό, ν' αργοπορήσουν.

Τέλος ο Μανόλης κουμπώνεται απότομα, σαν να πήρε την απόφαση. Δυο-τρεις φθόγγοι τρίζουν στα δόντια του. Μόλις κατορθώνουν ν' ανταμώσουν:

- Ε... Γεια σας...

Βάζει τα χέρια του στις τσέπες και χιμά στην πόρτα. Ο μεγάλος όγκος του διαλύεται μες στο σκοτάδι.

Χαμένος, παραλυμένος, ακούω ένα διάστημα τα βήματά τους όξω που φεύγουν.

Συμμαζεύομαι πιο κοντά στον Πέπα. Τρέμει. «Κύριε, Κύριε...», μουρμουρίζει. Η καρδιά του χτυπά, τικ-τακ.

- Άραγες με τι τρόπο;... ρωτά σιγανά και στέκεται, σαν να φοβάται να προχωρήσει τη σκέψη του.

Τα μάτια μου πολεμούν, πολεμούν ν' αντισταθούν, δεν βαστούν πια, μούσκεψαν. Η σκηνή έρχεται και ξανάρχεται εκεί, μες στο ύποπτο φως, στο θόλο του υπογείου - ένα παραπάτημα, δυο πόντοι. Αισθάνομαι να με πλακώνει το φριχτό βάρος, πολεμώ να παλέψω. Μα τι φταίω; Τι φταίω; Αύριο θα 'μαι εγώ, για μεθαύριο.

Ολοένα γίνεται περισσότερη ησυχία στο υπόγειο. Τα σπαρματσέτα ένα-ένα σβήνουν. Ίσαμε μια ώρα πέρασε. Ο Πέπας στριφογυρίζει, δεν μπορεί να ησυχάσει. Το άλογο, δίπλα μας, μετακινιέται, φαίνεται πως θέλει κι αυτό να ξαπλώσει. Λίγο ακόμα να τον πατήσει τον Πέπα.

- Έχει τόπο παρακάτου; με ρωτά ανήσυχος.

Τραβιέμαι όσο μπορώ προς το μέρος που άφησε ο Μανόλης.

- Δεν έχει πια παρακάτου, λέω. Είναι άλλοι.

Ο Πέπας σηκώνεται, λύνει το σκοινί που είναι δεμένο το ζώο απ' τον χαλκά και το τραβά. Ξαναδένει ύστερα τον κόμπο πιο κοντά. Δεν έχει αφήσει παρά δυο πιθαμές μονάχα σκοινί απ' το στόμα του ζώου.

Πάλι έρχεται να ξαπλώσει.

- Έτσι δεν θα μπορέσει να πέσει χάμου, λέει.

Μα το άλογο χλιμιντρίζει. Αδιάκοπα. Είναι φανερό πως διαμαρτύρεται. Ο σκοπός όξω ανησυχεί. Μπαίνει μέσα. Βλέπει το κοντό δέσμιο του ζώου κι ανάβει.

- Γκιαούρ[6]! βλαστημά και δίνει μια κλωτσιά στον Πέπα. Ύστερα αφήνει λάσκα το σκοινί, να 'χει άνεση το ζώο.

Θα 'χαν περάσει δυο ώρες. Ο Πέπας συμμαζώχτηκε, κάθεται γονατισμένος για να ησυχάσει το ζώο. Δεν ακούγονται πια παρά ελάχιστοι θόρυβοι, σπασμωδικοί. Χάνονται γρήγορα. Μα σιγά-σιγά το αυτί μου παίρνει, στο βάθος, πολλά βήματα. Σιγά. Σιγά. Ολοένα πλησιάζουν, γίνονται πιο καθαρά. Έρχονται απ' τον δρόμο, απ' το μέρος που φύγανε οι άλλοι πριν από δυο ώρες. Αφουγκράζομαι με ανοιχτά μάτια. Τέλος σταματούν όξω απ' το σπίτι. Μιλούν συναμεταξύ τους τούρκικα, δεν καταλαβαίνω.

- Γύρισαν... μουρμουρίζει ο Πέπας.

- Ναι. Γύρισαν...

Είναι το απόσπασμα. Τελείωσε.

Μαζεύω τα ποδάρια μου και κουκουλώνομαι όλος ως το κεφάλι. Έτσι που είμαι τραβηγμένος, είναι ίσα-ίσα ο τόπος που καθόταν ο Μανόλης, εδώ και λίγες ώρες. Από κάτου απ' το προσκέφαλο, στην άκρη, ένας μικρός βόλος, μποδίζει την ησυχία μου. Λέω, θα 'ναι τίποτα ψωμί. Πάω να το βγάλω. Βάζω το χέρι μου. Τραβώ. Είναι άλλο πράμα. Το πασπατεύω : μια καπνοσακούλα. Χώνω τα δάχτυλά μου μέσα και πιάνω ένα σκληρό μικρό πράμα. Ανάβω ένα σπίρτο, κοιτάζω, κοιτάζω, και πολεμώ να θυμηθώ. Είναι ένα μικρό φελουκάκι[7], ένα τόσο δα πράμα, μια μύτη μπροστά, μια γραμμή για καρένα αποκάτω. Ένα άτεχνο φελουκάκι μια σταλιά, από πεύκο.

 

Ηλίας Βενέζης, «Το Νούμερο 31328 - Το Βιβλίο της Σκλαβιάς», σ. 37-42,

Εκδόσεις  Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»


 Μεταγραφή κειμένου, σχολιασμός και ανάγνωση © Δημήτρης Φιλελές

 



[1] σπαρματσέτο = (ιταλικά spermaceti < λατινικά sperma ceti) = κερί κατασκευασμένο από παχύρευστη λιπαρή ουσία, π.χ. λίπος φώκιας.

[2] Μεγάλη Άρκτος = αστερισμός που σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (100 μ.Χ.-170 μ.Χ.) και φαίνεται συνεχώς στον ουρανό της Ελλάδας. Κατά τη μυθολογία, η Νύμφη Καλλιστώ αγαπήθηκε από τον Δία και μεταμορφώθηκε σε αρκούδα από τη ζηλιάρα Ήρα, οπότε ο Δίας αναγκάστηκε να τη μεταφέρει στον ουρανό.

[3] Σείριος = είναι το λαμπερότερο αστέρι στον νυχτερινό ουρανό, βρίσκεται στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός (που επίσης σημειώθηκε από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο) και το όνομά του σημαίνει «φωτεινός».

[4] το τσεσίτι (τουρκικά çesit) = το είδος.

[5] ουλάν (από το τουρκικό oğlan) = αγόρι (με κοροϊδευτική ή υβριστική διάθεση).

[6] γκιαούρ (τουρκικά gâvur) = υβριστικός χαρακτηρισμός των άπιστων χριστιανών.

[7] η φελούκα (ιταλικά feluca <γαλλικά felouque <αραβικά فلوكة) = μικρό ξύλινο πλοίο χωρίς κατάστρωμα που κινείται με πανιά και κουπιά˙ το βρίσκουμε κυρίως στην ανατολική Μεσόγειο.