Η Νάξος
Φτάσαμε
στο πολύχαρο, φωτόλουστο νησί μας.
Το
περιγιάλι ολόστρωτη παρθενική καρδιά,
η
Χώρα ολάσπρη, ταπεινή, σκαρφαλωτή αντικρύ μας,
και
τα παιδάκια παίζουνε στην ήσυχη αμμουδιά.
Ζωσμένη
από τη θάλασσα, δαρμένη απ’ το χειμώνα,
και
μεθυσμένη απ’ τα μουγκά τραγούδια του νερού,
στέκει
εκκλησούλα στο γιαλό, μοναχική ανεμώνα,
σύμβολο
κάποιου μακρινού που επέρασε καιρού!
Πότε
του Βάκχου το νησί δαρμένο απ’ την αντάρα,
και
πότε από τα κύματα σφιγμένο ηδονικά,
με
την ιερή, επιβλητική των Παλατιών Πορτάρα,
θυμίζει
μου κι αναζητώ μεθύσια βακχικά.
Και
του Θησέα του ήρωα κάπου τη σκιά ξανοίγω.
την
Αριάδνη που άφησε μονάχη στο γιαλό.
Στο
ψυχικό μου πέλαγος τρανή φουρτούνα πνίγω,
και
κλαίω, σαν η φτωχή ξυπνά ζητώντας τον καλό.
Μα
ο Βάκχος, που όλη του η ζωή λαχταριστοί είναι πόθοι,
την
Αριάδνη αγκάλιασε, ω, οι βακχικοί χοροί!
μαζί
της άγρια ηδονικά φιλιά και χάδια νιώθει.
Να
τον, στεφάνι από κισσό στην κεφαλή φορεί!
Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου