ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ



ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΣΤΡΙΑ"

ISBN 978-960-604-356-7


Η συμμετοχή μου στο συλλογικό έργο

με 4 ποιήματα και 1 πεζό-ποιητικό κείμενο


 «Στες κάμαρες ἐπῆγα τες κρυφές

πού τὤχουν γιά ντροπή καί νά τές ὀνομάσουν.

Μά ὂχι ντροπή γιά μένα – γιατί τότε

τί ποιητής καί τί τεχνίτης θἂμουν;

Καλλίτερα ν’ ἁσκήτευα. Θἂταν πιό σύμφωνο

πολύ πιό σύμφωνο μέ τήν ποίησί μου∙»

Κ. Π. Καβάφης


ΑΣΥΓΚΡΑΤΗΤΗ ΕΜΟΡΦΙΑ


Τα κύματα αφρίζουν, ξεσπούν την ορμή των

στην αμετακίνητη καρτερική στεριά

ματώνουν σαν ολόλευκα παρθενικά σεντόνια

πάνω στα αποκαμωμένα βράχια

και πάλιν ορθώνονται αγέρωχα και αμέριμνα

γεύονται την αλλεπάλληλη ηδονική επαφή

όσο που καταλαγιάζει ο ανερμάτιστος πόθος

εναρμονίζονται με τον χώρο, συμφιλιώνονται με τον χρόνο

παύουν να οργίζονται, μαθαίνουν να αγαπούν

να αγκαλιάζουν με στοργή και τρυφερότητα

γλείφουν τες πληγές που λίγο πριν έγδερναν με τα νύχια των

απαλύνουν χαϊδευτικά τες αιχμηρές λόγχες

λειαίνουν τες κοφτερές γωνίες

υπόσχονται πίστη και αφοσίωσιν∙

μα είναι ο αντάρτης άνεμος που ορίζει την μοίρα των

αναμαλλιάζει την ατίθαση φύσι των

φουρκίζει την ακόρεστη ματαιοδοξία των

συνδαυλίζει την φλόγα του ασίγαστου πάθους

διαμελίζει τον επίορκο λόγο των

απελευθερώνονται και σπαράσσουν την λεία των

χωρίς επιείκεια, χωρίς αιδώ ∙

πόσο ασυγκράτητα έμορφος είναι ο έρωτας!


«Μέσα στόν ἒκλυτο τῆς νεότητός μου βίο

μορφόνονταν βουλές τῆς ποιήσεώς μου,

σχεδιάζονταν τῆς τέχνης μου η περιοχή.

Γι’ αυτό κ’ ἡ μεταμέλειες σταθερές ποτέ δέν ἦσαν.

Κ’ ἡ ἀποφάσεις μου νά κρατηθῶ, ν’ ἀλλάξω

διαρκοῦσαν δυό ἑβδομάδες τό πολύ.»

Κ. Π. Καβάφης


ΜΟΙΡΑΙΟΝ


Η γριά κοντοστάθηκε στην μισάνοιχτη αυλόπορτα

έβαλε το χέρι αντήλιο και έγνεψεν καλημέρα.

- Πέρνα μέσα να σε τρατάρω. Έτσι, για το καλό…

Δρασκέλισε την αυλή αλαφροπάτητη

κάθισε στο σκαλί

- Μια ρακή, αν σου βρίσκεται ∙

ίδια με το κάμα του δρόμου

στην υγειά σου!... Μονορούφι!

και ύστερα το ποτήρι θρύψαλα στην πέτρα

για να σπάσει η γκίνια - συνήθειο παλιό.

Λεφτά δεν θέλω∙ στα χρόνια μου πια δε φελάνε

μονάχα μια δεκάρα

τα ναύλα για το στερνό ταξίδι

- τόσα του φτάνουν του βαρκάρη –

μονάχα σώπασε και άπλωσε το χέρι της καρδιάς

εδώ τα γράφει όλα 

παλάμη τραχιά και αρμυροφάγωτη

ίδια και η ψυχή

μικρή η γραμμή της ζωής αλλά χορτάτη

θάλασσα πριν και μετά θάλασσα

και τ’ ανάμεσο ήσυχο σαν ύπνος, σαν θάνατος

τέλεψα∙ άλλο δεν έχω να σου πω, σώνει.

Κίνησε να φύγει, έφτασε ως την πόρτα

γύρισε ξαφνικά το κεφάλι

- Φυλάξου απ’ τον εαυτό σου! Έχε γεια…

Χάθηκε στην σκόνη του δρόμου

μαζί με το τελευταίο όνειρο…


ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ


Εσύ ανθίζεις κι εγώ μαραίνομαι

δρόμοι αταίριαστοι, παράταιροι, ασύμβατοι

ενάντιοι στον αμείλικτο νόμο της φύσης


ξέρω… η ωριμότητα, η πείρα, η γνώση

τα βράδια με τις ατέλειωτες συζητήσεις

ταξιδεύουν τον νεανικό ενθουσιασμό σου

σε λιμάνια πρωτόγνωρα


ξέρω… η ηδονή της επικοινωνίας

η ταύτιση των αόρατων κυμάτων

πλημμυρίζουν το παλλόμενο στήθος σου

και διεγείρουν ακραία τις αισθήσεις


ξέρω… η στοργή, η φροντίδα, η νηφαλιότητα

το ήρεμο χάδι στο κατανυκτικό ημίφως

η απολαυστική υπεροχή του μέτρου

η έκσταση της συνεύρεσης εκτός ορίων


ξέρω… η σάρκα τρέφεται μόνο με σάρκα

η φυγή σου είναι αναπότρεπτη

φοβάμαι μην πληγωθείς 

νομίζοντας πως πρόδωσες

φοβάμαι που όταν φύγεις

δε θα μπορώ να σε ακολουθήσω.


Σ’ ΕΣΑΣ ΜΙΛΩ


Σ’ εσάς, τους ερωτευμένους, μιλώ

που βαδίζετε γυμνόστηθοι απέναντι στα βέλη

ατενίζετε άφοβοι τον πρωινό ήλιο κατάματα

χορεύετε εκστατικοί κάτω από την καλοκαιριάτικη μπόρα

πυροβατείτε ξυπόλητοι πάνω στη φλόγα του πάθους

αιθεροβατείτε ανερμάτιστοι εν μέσω ανέμων θυελλωδών

πίνετε ακόρεστα το μεθυστικό ηδύποτο της επιθυμίας σας


Σ’ εσάς, τους ερωτευμένους, μιλώ

που δακρύζετε ανελέητοι πάνω στον ώμο του συντρόφου σας

απαιτείτε εγωιστικά να σφίγγετε τα δάχτυλα που σας χαϊδεύουν

επιζητείτε πεισματικά την επιβεβαίωση των ονείρων σας

διεκδικείτε κτητικά κάθε στιγμή το αντικείμενο του πόθου σας


Σ’ εσάς, τους ερωτευμένους, μιλώ

μην αδιαφορείτε επιδεικτικά στη θέα των θυμάτων

που άφησαν την τελευταία πνοή στο πεδίο της άνισης μάχης.


***  ***  ***


«Τουλάχιστον μέ πλάναις ἂς γελιοῦμαι τώρα∙

τήν ἂδεια τήν ζωήν μου νά μή νοιώθω.»

Κ. Π. Καβάφης


ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΝΩΝ


A la maniere de Cavafy


Γέρος, ετών ογδόντα και πλέον∙  προ καιρού πολλού την άψι του πλείστου των αισθήσεων έχω απωλέσει εξαιρουμένης της υπάκουης ευεργετικής αφής∙ το σαρκίο μου μόνον αγογγύστως ρυμουλκώ καθ’ ημέρα εις την άφθαρτη του χρόνου λέμβο. 

Από λίαν πρωίας την γλυκυτάτη του Ύπνου αγκάλη – διδύμου αδελφού του Θανάτου –  εκουσίως αποχωρίζομαι, νίβομαι, την πρωινή ελαφρά τροφή ανελλιπώς καταλύω, κατά το δυνατόν ταχέως ενδύομαι και του καιρού επιτρέποντος εις την μικρά της πολίχνης πλαταία κατέρχομαι προς συνάντησι των εναπομεινάντων ομηλίκων ή και κατά τι νεοτέρων φίλων εις το μοναδικό του τόπου καφενείο∙ και αυτοί ομοίως εν παρανομία διαβιούν, της προσοχής ή της επιλογής εισέτι διαφεύγοντες του δρεπανηφόρου θεριστού. Είναι η συνάθροισις αυτή συνήθεια παλαιόθεν κτηθείσα όταν άπαντες εις εργασία ημερησία ασχολούμενοι, το άχθος του πρωινού εγερτηρίου υπομένοντες, ελέγομεν την πρώτη εις αλλήλους «Καλημέρα!». 

Ο χρόνος παρήλθε, το γήρας επήλθε∙ οι το πάλαι ποτέ άοκνοι και νυν μέχρις εσχάτων οκνηροί και ευτελώς εκ της πολιτείας επιδοτούμενοι πένητες συναθροιζόμεθα εξάπαντος άπαξ της ημέρας, το παρόν δίδοντες εις το αόρατο προσκλητήριο ώστε, εις περίπτωσι εκλιπόντος τινός, να υπάρξει άπλετος χρόνος εκφράσεως βαθέων συλλυπητηρίων προς τους οικείους και δεούσης προετοιμασίας για την εξόδιο ακολουθία. 

Κατά τα λοιπά, καθ’ ον χρόνο διατρίβω εντός του ευκτηρίου οίκου των αργοσχόλων, μεριμνώ ώστε να διανείμω το ενδιαφέρον μου μεταξύ των προσφιλών ομηγύρεων αφ’ ενός μεν των εμβρυθών πολιτικών αναλυτών και σχολιαστών, αφ’ ετέρου δε των επαϊόντων του χαρτοπαιγνίου υπό πλείστων αστόχων συμβουλατόρων περιβαλλομένων. 

Οι μεν της πολιτικής λάτρεις τα προσφάτως διατρέξαντα γεγονότα και το ημερήσιο ειδησεογραφικό δελτίο σχολιάζουν συνοδεία εντόνων διαξιφισμών και αντεγκλήσεων μεταξύ των φανατικών θιασωτών των αντιπάλων παρατάξεων τόσον, ώστε συχνά απειλείται γενικευμένη σύρραξις υπεργήρων βακτηριοφόρων οπλιτών.

Οι δε της χαρτοπαιξίας λάτρεις συνθέτουν την εξ αντιθέτου εικόνα∙ σιωπηλοί, σκεπτικοί, σκυθρωποί, συνοφρυωμένοι, με μνήμη και παρατηρητικότητα άκρως εξησκημένη, φαντασία καλπάζωσα και την μαντική θεραπεύοντες, με ώτα κλειστά εις τες πέριξ αυτών Σειρήνες και Κασσάνδρες, εναποθέτουν εν τέλει εις την θεά Τύχη την εσχάτη των αποφάσεων των. Πολλάκις εξαπατηθέντες και ελάχιστες μόνον φορές κερδαίνοντες, εν καιρώ αποκτούν έξεις περιέργους ως η επιλογή θέσεως, συμπαικτών, αντιπάλων, παρακαθημένων εκ δεξιών ή εξ ευωνύμων, ζώντες εις μια σφαίρα ιδικής των εμπνεύσεως.

Το καφενόβιο συνονθύλευμα, το εν μέσω πυκνών νεφών καπνού χειμαζόμενο, πόρρω απέχει από το βοερό της αγοράς πλήθος, το αενάως κινούμενο, το αδιαλείπτως και αδιακρίτως φωνασκόν την εκλεκτή πραμάτεια διαλαλώντας, το υπό τον πυρρό ήλιο περιφερόμενο, το σφύζον από ζωή και μπαχαρικών ευωδιές ανάμεικτες με ανθρώπων οσμή. 

Πόσον εύμορφες και αρμονικές ηχούν οι στεντόρειες φωνές των ιχθυοπωλών αναδευόμενες με εκείνες των κρεοπωλών, οι μετερχόμενες κάθε μέσου προσελκύσεως της πελατείας των.  Πόσον πολύχρωμη γίνεται αίφνης η εικόνα με την παράταξι των καταστημάτων πωλήσεως ποικίλων εδεσμάτων, ζαχαρωδών, ξηρών καρπών, αλιπάστων και αλλαντικών, των οποίων τα αρώματα κατακλύζουν τον αέρα, ερεθίζουν ευμενώς τους γευστικούς κάλυκες, διεγείρουν την όρεξη και προτρέπουν εις την ιλαρυντική δράσι των αλκοολούχων ποτών.

Και με πόσην ευγένεια και διακριτικότητα συμπεριφέρονται οι προ ολίγου λαρυγγίζοντες πωλητές όταν οι αβρές κυρίες προσεγγίζουν εις τες προθήκες των προκειμένου να ενημερωθούν επί των τρεχουσών τιμών και ενδεχομένως να αγοράσουν τινά εκ των προσφερομένων αγαθών. Με καλοσύνη και εξυπηρετικότητα περισσή, με κολακείαν επιτρεπτή και περιποιητικότητα, δεν λησμονούν οι αθεόφοβοι να κλέπτουν και ολίγον εις το ζύγι εξ επαγγελματικής διαστροφής μονίμως κατεχόμενοι.  

Ανέκαθεν οι δύο όψεις του αυτού νομίσματος συνυπάρχουν∙ άλλοτε ως δύο κόσμοι εκ παραλλήλου κινούμενοι και ουδέποτε διασταυρούμενοι, άλλοτε ως δοχεία συγκοινωνούντα και μονίμως ισορροπούντα. Έως ότου επέλθει ο κορεσμός των αισθήσεων και τα σώματα σφόδρα επιθυμήσουν την νηνεμία της σκιερής κάμαρης, την βύθισί των εις την αγαλλίασι της κλίνης όχι τόσον προς ανάκτησι δυνάμεων – ευπρόσδεκτη είναι και αυτή – όσον για την εμβάπτισί των εις τον άπειρον κόσμο των ονειρικών επιθυμιών και ενθυμήσεων. 

Τι άραγε να επιθυμήσει η ισχνή γεροντική ψυχή άλλο από τες ενθύμησες των μακρινών πλέον σαρκικών ηδονών όχι με κλαυθμό θρηνητικό για το ανεπίστρεπτο του χρόνου αλλά με χαρά ειλικρινή για την μία επιπλέον ημέρα υπάρξεως ∙ και τόσον συχνότερα ανακαλούνται τα θραύσματα  εις την μνήμην όσον η αδυσώπητος άμμος της κλεψύδρας άνευ επιεικείας εξανεμίζεται∙ τόσον τα άλικα ρόδα των φευγαλέων ερώτων επιστρέφουν άλλοτε ως αρώματα εκλεκτά τόπων εξωτικών, άλλοτε ως άκανθες αιχμηρές τραυμάτων υποβοσκόντων, αλλά πάντοτε ως ρίγη συγκινήσεως τα οποία εξάπτουν τον αδιαλείπτως παλλόμενο καρδιακό μυ.

Οι εσπερινές ώρες, οι κυμαινόμενες μεταξύ φωτός και σκότους, προσκαλούν εν χορώ τους βωβούς αυτόπτες μάρτυρες του παρελθόντος. Τα δακρυόεντα χρώματα του δειλινού τα συγχεόμενα εις το βάθος του ορίζοντος,  τα πλανώμενα ασκόπως ωσάν κατάκοποι στρατολάτες, τα αποζητούντα ασφαλές καταφύγιο από τον κάματο της ημέρας, αναρριχώνται εις τους σαθρούς τοίχους των παλαιών κατοικιών, παραμερίζουν ελαφρώς τα πετάσματα των παραθύρων, εισέρχονται αθορύβως εις το μονήρες δωμάτιο, ανασηκώνουν τα παγερά κλινοσκεπάσματα, θωπεύουν ανεπαισθήτως τα ευάλωτα μέλη,  η αναπόλησις αναπλάθει τον μύθον, ο αόρατος συνδετήριος ιστός  λικνίζεται μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, η κραταιά αίσθησις της κρυφίας συνευρέσεως και της λαγνείας επανέρχεται δριμεία ωσάν άνεμος θυελλώδης διατρέχων της ερήμου τους ανέλπιδους αμμολόφους, ωσάν βροχή καταιγιστική συντρέχουσα των Αμαδρυάδων τον εκστατικό χορό, ωσάν θάλασσα τρικυμισμένη αδάκρυτη προς των ναυαγών τες ικεσίες.

Επιστρέφει πάλι εκείνο το νεανικό σφριγηλό σώμα με το αιθέριο βάδισμα, το αδιόρατο μειδίαμα εις τα σαρκώδη χείλη, την νευρώδη έπαρσι της νεότητος, την βεβαιότητα της ωραιότητος∙ αναδύεται ακέραιο, άσπιλο από τες ρωγμές του χρόνου, καλλίγραμμο ωσάν άγαλμα, του δέρματος την θερινή μελιχρότητα επιδεικνύον, ηδυπαθές ωσάν μελωδικός εξ ανατολής λυγμός∙ τα βλέμματά μας μόλις συναντώνται, μια ελαφρά κλίσις της κεφαλής, ένα νεύμα, συνθήματα λιτά ερωτικά, αυτά μόνον αρκούν για να καμφθούν οι αντιστάσεις, να καταρρεύσουν οι απαγορεύσεις, να σκορπισθούν οι προκαταλήψεις∙ προσεγγίζω το αντικείμενο του πόθου χωρίς αιδώ, αγνοώ του κινδύνου το μετέωρο βήμα, ορέγομαι την σαρκική επαφή, προσδοκώ την ανταπόκρισι∙ το ρόπτρον ακούγεται ευφρόσυνον, ανοίγω, στέκεσαι εμπροστά μου, σε ευχαριστώ για την επίσκεψι, με οικειότητα ανταποδίδεις την φιλοφρόνησι, διασχίζεις την μικρή κάμαρη, κλείνεις το παράθυρο, αφαιρείς τα λιγοστά σου ενδύματα, ξαπλώνεις με νωχέλεια θαυμαστή εις το κρεβάτι, το σκοτεινό δωμάτιο μεταμορφώνεται εις αχανή ροδώνα, παντού βαθύ κόκκινο χρώμα, χρώμα του απόλυτου έρωτος, τείνεις το χέρι, ανταποκρίνομαι με αυθάδειαν, ένα φιλί αναβλύζει εις τα χείλη σου, σκιρτώ εις την γεύσι των πρόωρων χυμών,  παραδίνομαι εις την κυριαρχία της ηδονής, εξερευνώ τες πλέον απόκρυφες πτυχές των επιπολής κυττάρων, βυθίζομαι απνευστί εις τον παλλόμενον ωκεανό των απελευθέρων ορμών, τα δύο εις ένα σώματα βρυχώνται ωσάν αλληλοσπαρασσόμενα θηρία έως ότου αποκαμωμένα ασθμαίνουν πλήρη εμφανών και αφανών εκδορών∙ κάθε που η ώρα της νυκτός σημαίνει επανέρχεσαι, οι τοίχοι φυλάγουν σιωπηλοί το ανείπωτο μυστικό της ακροβασίας σωμάτων και ψυχών, οι τοίχοι ήδη γνωρίζουν την αμείλικτη έλευσι του προδιαγεγραμμένου τέλους…         


Εσύ ανθίζεις, εγώ φυλλορροώ 

δρόμοι αταίριαστοι, παράταιροι, ασύμβατοι

ενάντιοι στον αμείλικτο  της φύσεως νόμο

ξέρω… η ωριμότης, η πείρα, η γνώσις

τα βράδια με τες ατελείωτες συζητήσεις

ταξιδεύουν τον νεανικό ενθουσιασμό σου

σε προορισμούς  πρωτόγνωρους

ξέρω… η ηδονή της επικοινωνίας

η ταύτισις των αόρατων κυμάτων

πλημμυρίζουν το παλλόμενο στήθος σου

ακραίως διεγείρουν τες αισθήσεις

ξέρω… η στοργή, η μέριμνα, η νηφαλιότης

το ήρεμο χάδι του κατανυκτικού ημίφωτος 

η απολαυστική υπεροχή του μέτρου

η έκστασις της εκτός ορίων συνευρέσεως

ξέρω… η σάρκα μόνο με σάρκα τρέφεται

η φυγή σου είναι αναπότρεπτη

φοβάμαι μην πληγωθείς 

μη νομίσεις ότι πρόδωσες

φοβάμαι που όταν φύγεις

δεν θα μπορώ να σε ακολουθήσω…


Επιστρέφουν πάλι εκείνα τα παράτολμα μακριά λεπτά δάχτυλα∙ κάτω από το λευκό τραπεζομάντιλο παραβλέπουν του κανόνες καλής συμπεριφοράς, αδιαφορούν για τες συνέπειες, επιλέγουν την πλέον αδόκητη στιγμή και εφάπτονται με κινήσεις αιλουροειδούς επάνω εις την ανύποπτη λεία των∙ ακινητώ, καταγίνομαι να μην αποκαλύψω την πλημμυρίδα της διεγέρσεως, να συγκαλύψω την σύσπασι των μυών και την απόλαυσι των υπόκωφων δονήσεων των σπονδύλων∙ ηδονίζομαι κατ’ επανάληψι, αλλ’ αποσπώ την προσοχή συνομιλών με τους λοιπούς συγκαθήμενους∙ αιφνίδια σύντομη απουσία και επιστροφή, μία σφιχτή παλάμη με ακουμπά και πάλι τον μηρό, ανοίγει ωσάν στρείδι προσκολλώμενο εις τον βραχώδη θαλάσσιο πυθμένα, η υφή του πολύτιμου υλικού είναι μεταλλική, η παλάμη μου γλιστρά ασυναισθήτως, συναντά τον απερίσκεπτον αποστολέα για πρώτη φορά, ένα κλειδί δωματίου και η διεύθυνσις του παρηκμασμένου ξενοδοχείου∙ αποχωρώ προφασιζόμενος αδιαθεσία, περπατώ μόνος άνευ προορισμού περιβαλλόμενος από την άχλυ της νυκτός,   εισπνέω τον υγρό αέρα της παραλιακής πόλεως, ένα ψυχρό ρεύμα διαπερνά το ευερέθιστο δέρμα, τα βήματα σταματούν, υψώνω το βλέμμα, το ημίφως του παραθύρου καρτερεί με υπομονή και πεποίθησι, κρατώ ακόμη το κλειδί, η επιθυμία επιζητεί εκπλήρωσι, ανεβαίνω την ξύλινη σκάλα με βήματα ελαφρά προς αποφυγή των ενοχλητικών τριγμών, η παρουσία μου γίνεται αντιληπτή, ένα πόμολο στρέφεται, μία δέσμη φωτός διαμελίζει την σιωπή του διαδρόμου, η αύρα του αρώματος με ελκύει ανεπιστρεπτί, μία μόνη ώθησις με οδηγεί εις το απόγειο του βασιλείου των αισθήσεων∙ μία λεπτή σιλουέτα με οδηγεί, το φως σβήνει, ο πύρινος ποταμός κυλά ανεμπόδιστος, τα σώματα αναγνωρίζονται, ενώνονται, οι ασίγαστες κραυγές του έκνομου πάθους αναμειγνύονται αχώριστα με τον βουβόν ιδρώτα∙ είναι λιγοστός ο χρόνος, το αύριο δεν υπάρχει για εμάς, θέλουμε απόψε να ζήσουμε του έρωτος το παραλήρημα, θέλουμε απόψε να ζήσουμε την μέχρι τελικής πτώσεως έξαψι∙ φεύγω, δεν στρέφω το κεφάλι πίσω, κρατώ μόνο την θύμησι, ο σκοτεινός δρόμος με υποδέχεται, ένα παράθυρο κλείνει, τα χέρια άδεια στες άδειες τσέπες, ο πικρός άνεμος με συντροφεύει συριστικός, αμίλητος…


Σ’ εσάς, τους ερωτευμένους, μιλώ

που βαδίζετε γυμνόστηθοι απέναντι στα βέλη

ατενίζετε άφοβοι τον πρωινό ήλιο κατάματα

χορεύετε εκστατικοί κάτω από την καλοκαιριάτικη μπόρα

πυροβατείτε ξυπόλητοι πάνω στην φλόγα του πάθους

αιθεροβατείτε ανερμάτιστοι εν μέσω ανέμων θυελλωδών

πίνετε ακόρεστα το μεθυστικό ηδύποτο της επιθυμίας σας

Σ’ εσάς, τους ερωτευμένους, μιλώ

που δακρύζετε ανελέητοι πάνω στον ώμο του συντρόφου σας

απαιτείτε εγωιστικά να σφίγγετε τα δάχτυλα που σας χαϊδεύουν

επιζητείτε πεισματικά την επιβεβαίωσι των ονείρων σας

διεκδικείτε κτητικά κάθε στιγμή το αντικείμενο του πόθου σας

Σ’ εσάς, τους ερωτευμένους, μιλώ

μην αδιαφορείτε επιδεικτικά στην θέα των θυμάτων

που άφησαν την τελευταία πνοή στο πεδίο της άνισης μάχης.


Επιστρέφουν πάλι οι αδίστακτοι έρωτες όταν εις το βάθος του ορίζοντος τα χρώματα όλα ενοποιούνται εις ένα, το γκρίζο, όταν η μελαγχολία κατατρώγει της ψυχής τα υπολείμματα, όταν η απάθεια διασύρει της σαρκός το έρμαιο∙ επιστρέφουν οι έρωτες με ορμήν ως οπτασίες εν ζωή, ως πέπλα προστατευτικά της μνήμης, ως σκοινιά αόρατα ικανά το σώμα να συγκρατήσουν από την πτώσι εις την λήθη, τα αρπίσματα των συγχορδιών της ηδονής αφηγούνται των ανθρωπίνων παθών την οδύνη, τα σώματα ενθυμούνται και του χρόνου την φθορά βαστάζουν.

Πόσον γοργά ο μυστηριακός ευθύγραμμος χρόνος του φωτός διανύει αποστάσεις ασύλληπτες από τον νου, πώς το φως διέρχεται αυθαιρέτως καθ’ εκάστη  από τες λεπτές θυρίδες των παραθύρων, τες χαραμάδες των φθαρμένων θυρών και των ανυπεράσπιστων ψυχών, πώς  το φως επιτάσσει την αφύπνισι της σαρκός και την βιαία έξωσι των ονείρων, πώς το φως στέργει εις την αδιαφορία για εκείνους που τόσην ανάγκην έχουν ολίγης επιπλέον στοργής!

Πόσον πλέον επιθυμώ ν’ αφεθώ εις την αρπάγη της νυκτός, να σιγάσει η τρεμάμενη φλόγα του τελευταίου κεριού, να συμπλεύσω με τον σιωπηλό του σκότους πηδαλιούχο, να κάμω το άφευκτο ταξίδι  και ν’ αποβιβασθώ εις τον έσχατο πρωτοειδωμένο λιμένα πριν η αλγεινή ζωή μου ευτελισθεί.


© Δημήτρης Φιλελές


Δεν υπάρχουν σχόλια: