ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ 2021

 


Κάλαντα Πρωτοχρονιά 2021

 

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά σ' όλους τους δουλευτάδες

που τον ιδρώτα χύνουνε να τρώνε οι αφεντάδες

να 'ναι τα μπράτσα τους γερά, καθάριο το μυαλό τους

το δίκιο να γυρεύουνε, μα και το μερτικό τους.

 

Χρόνους πολλούς να ζήσουνε και οι νοικοκυράδες

που στον αγώνα ρίχνονται, γυναίκες και μανάδες,

να 'χουν το σπιτικό ζεστό, το χάδι να μη λείπει

και στο πλατύ χαμόγελο να πνίγουν κάθε λύπη.

 

Περήφανα να περπατούν τ' ανήσυχα τα νιάτα

την ομορφιά να σεργιανούν μες στης ζωής τη στράτα

ν' ανοίγουν δρόμο και μπροστά μονάχα να πηγαίνουν

ν' ανθίζουν, να φουντώνουνε και τον καρπό να δένουν.

 

Ευχές πολλές από καρδιάς σε όλα τα γερόντια

που σαν πλατάνια στέκονται και σφίγγουνε τα δόντια

να κρατηθούνε στη ζωή, ν' αρμέξουνε το γάλα

ως τα βαθιά γεράματα, ως τη στερνή τη στάλα.

 

Μια αγκαλιά ανοίγουμε για τους ξενιτεμένους

που την πατρίδα λαχταρούν, μα ζουν σε τόπους ξένους

σαν κυπαρίσσια αψηλά ποτέ να μη λυγίσουν

στον τόπο μας με το καλό μια μέρα να γυρίσουν.

 

Χαρά κι αγάπη ν' απλωθούν σ' όλη την οικουμένη

να βρουν μιαν άκρη να σταθούν της γης οι αποδιωγμένοι

κι ό,τι καλό στερήθηκαν κι έλιωσε στο καμίνι

χώμα να γίνει καρπερό, να ζήσουν με ειρήνη.

 

Στοργή ας πλημμυρίσουμε για τα παιδιά του δρόμου

που τριγυρνούν ξυπόλητα στις γειτονιές του κόσμου

να 'ρθεί η ώρα κι η στιγμή απ' το προσκέφαλό τους

ν' ανοίξουν τα ματάκια τους ν' αγγίξουν τ' όνειρό τους.

 

Κι αν κάποιος ξένος του χιονιά την πόρτα μας χτυπήσει

ας έρθει στο τραπέζι μας μαζί μας να καθίσει

λίγο φαΐ, λίγο κρασί αν ίσως περισσεύει

την απονιά τριγύρω μας μπορεί να λιγοστεύει.

 

Ξεχωριστή δίνω ευχή στους φίλους μου γραφιάδες

με το μελάνι της καρδιάς να γράφουν τις αράδες

σαν πυρωμένο σίδερο η πένα τους να καίει

κι ο λόγος τους σαν Θούριος απ' την ψυχή να ρέει.

 

Εις έτη πολλά!

 

© Δημήτρης Φιλελές

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ

 


Πληρότητα

Έφυγε, λέτε, πλήρης ημερών... Και ποιοι είστε εσείς που ορίζετε την πληρότητα; Ξέρετε μήπως πόσες φορές γέλασε; Πόσες φορές έκλαψε; Πόσες φορές άνοιξε πανιά στο πέλαγος των ονείρων του; Πόσες φορές κονταροχτυπήθηκε με τους δαίμονές του; Πόσες φορές έπεσε και στάθηκε ξανά στα πόδια του; Γιατί αν πιστεύετε πως η πληρότητα ορίζεται από το χρόνο, ζείτε σε πλάνη οικτρή. Η ζωή δεν ορίζεται από την ποσότητα αλλά από την ποιότητα. Η ζωή που μάχεται να διευρύνει το χώρο και όχι να επιμηκύνει το χρόνο. Η ζωή που αγωνίζεται να φέρει τα πράγματα στα μέτρα της και όχι να περιοριστεί στα στενά όριά τους.

Ο στόχος της μακροημέρευσης είναι ένα δόκανο που στήνεται πριν καν έρθουμε στον κόσμο και ταλαντώνεται πάνω από τα κεφάλια μας σαν δαμόκλειος σπάθη δείχνοντας με το δάχτυλο αδιάκοπα το φόβο του θανάτου, λες και πρόκειται κάποιος από μας να ξεφύγει από την κοινή ανθρώπινη μοίρα. Είναι μια καταπακτή ορθάνοιχτη, που απειλεί κάθε στιγμή να καταβροχθίσει όσους δεν μεριμνούν αποκλειστικά σχεδόν για τη σωματική υγεία, τολμούν να αμφισβητήσουν το θέσφατο και να αναζητήσουν την πνευματική τροφή. Όταν μάλιστα η αναζήτηση αυτή επεκτείνεται σε όσα η κοινή κοινωνική λογική έχει θέση στο περιθώριο, τότε οι αιρετικοί κινδυνεύουν να γίνουν αποδιοπομπαίοι τράγοι.

Το πρότυπο του σφριγηλού μυώδους σώματος προβάλλεται ως αποτέλεσμα στέρησης και όχι εγκράτειας, που απαιτεί πνευματική διεργασία. Τα ανθρώπινα πάθη εξοβελίζονται ως θανάσιμα αμάρτημα που υποκρύπτουν μεταφυσικές αγωνίες, επειδή δεν βολεύει να λογίζονται ως κομμάτια της ανθρώπινης φύσης αναπόσπαστα, που μπορούν να γίνουν ελατήρια για την ανάπτυξη της διακριτικής ικανότητας. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε κάποιος να μορφώσει άποψη για κάτι που εντελώς αγνοεί; Ο μανδύας της μακροβιότητας προτρέπει στην αποφυγή του πειραματισμού για τη διατήρηση της υγείας, όσο αυτό μπορεί να είναι βέβαιο σε ένα ασταθές περιβάλλον, με αντάλλαγμα την αδράνεια της σκέψης και της κρίσης. Προσφέρει, δηλαδή, το φαγητό χωρίς αλατοπίπερο, άνοστο και ενδεχομένως ανούσιο, αλλά σε συσκευασία με περιτύλιγμα πολυτελείας.

Ευτυχώς που ο πλαδαρός σωματικά Σωκράτης δεν ζει στην εποχή μας, γιατί στην περίπτωση αυτή για δεύτερη φορά θα προτιμούσε να πιει το κώνειο.

© Δημήτρης Φιλελές

Πηγή : Πληρότητα - Δημοσίευση στο e-musa,gr


Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ


Παραμονές της μεγάλης γιορτής

 

Στη μέση της αστραφτερής  πλατείας

κάτω απ' τα φανταχτερά λαμπιόνια

παράταιρος προβάλλει ο παρίας

του κόσμου ζητιανεύει τη συμπόνια.

 

Τον προσπερνούν οι βιαστικοί διαβάτες

το χέρι κι αν απλώνει άδειο μένει

αδιάφορα γυρίζουνε τις πλάτες

το γιορτινό τραπέζι τους προσμένει.

 

Αγάπη πως να δώσεις στον πλησίον

απ' της καρδιάς τη στερεμένη βρύση

παχύδερμο τσουβάλι το σαρκίο

της ανθρωπιάς τη φλόγα έχει σβήσει.

 

Η πόλη τα ματόκλαδα κλειδώνει

βυθίζεται αργά στο σιωπητήριο

σε μια γωνιά ένα κορμί ζουργώνει

- πλατεία˙ μέγα λαϊκό υπνωτήριο.

 

Θεριεύει της βιτρίνας το καπλάνι

το θύμα μες στα νύχια του σπαράζει

χιόνι πυκνό ολόλευκο φουστάνι

της νύχτας τις απώλειες σκεπάζει.

 

Ποιος με μαχαίρι κόβει να μοιράσει

στους ώμους να σηκώσει την ευθύνη

της γης τους πεινασμένους να χορτάσει

ισότητα, ψωμί, δικαιοσύνη.

 

© Δημήτρης Φιλελές



Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Οδυσσέας Ελύτης - Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες

 #διαβάζω_για_σένα

Οδυσσέας Ελύτης

Ανάγνωσμα τέταρτο

Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες

Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.

Τότε, από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να ‘ρχεται. Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά - μακριά μέσα στο μέλλον του - που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.

Πάνω σε κείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σιρίτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε : ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν’ αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση που ‘χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.

Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων. 

Από την ποιητική συλλογή «Το Άξιον εστί» (1959)


Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Πάνος Θασίτης - Ελληνική Επαρχία μ.Χ.

 #διαβάζω_για_σένα


Ελληνική Επαρχία μ.Χ.



Έφριξε σαν πήγε ο ίδιος, με τα ίδια του τα μάτια και τα είδε.

Τόση ρεμούλα, τέτοιο χάλι, πού να το φανταστεί.

Έβγαλε ευθύς διαταγές, τη μια πάνω στην άλλη,

ήλεγξε, καυτηρίασε, τιμώρησε, κάτι να διορθώσει

κάτι να περισώσει απ’ την καταστροφή.

*

Οι άλλοι, οι από πάνω, μάθαιναν βέβαια ταχτικά τα νέα.

Τον ζήλο του λαμπρού νέου επάρχου

την ακάθεκτη έφεσή του για ευποιία, χρηστή

φιλόπτωχο διοίκηση κ.τ.λ.

Μα δεν ανησυχήσαν. «Θα του περάσει», είπαν,

«κι άμα δεν του περάσει

και κάνει τώρα πως δεν ξέρει,

τον αντικαθιστούμε, τον διαγράφουμε,

τον εξαφανίζουμε στο κάτω κάτω.

*

Το ίδιο μας κάνει συνεπώς κι αν του περάσει

κι αν δεν του περάσει».

 

Η αλήθεια είναι, πως του πέρασε και του παραπέρασε.

Ούτε να τον παραμερίσουνε χρειάστηκε

ούτε βέβαια - τον άνθρωπο! - να τον εξαφανίσουν.

 

Ήδη, γοργά ανέρχεται κι έχει λαμπρό το μέλλον.

 

Πάνος Θασίτης

(«Εκατόνησος», 1971)


Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Τέσυ Μπάιλα - Κριτικό σημείωμα για τα "Αντι...σώματα"

 

«Αντί…σώματα» : Ποιητική αγωνία και ρεαλισμός

ΤΕΣΥ ΜΠΑΪΛΑ / 23-11-2020

Στην τρίτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Αντι…σώματα που κυκλοφορεί από τις εκδ. Απόπειρα ο Δημήτρης Φιλελές καταθέτει την προσωπική αγωνία του για τη σύγχρονη κοινωνική παθογένεια και νοσηρότητα προσπαθώντας ταυτόχρονα να αναδείξει ως αναγκαία τα αντισώματα που μόνο η ποίηση μπορεί να δημιουργήσει στην εξουδετέρωση της παθογένειας αυτής.

Χωρισμένο σε πέντε επιμέρους ενότητες το ποιητικό σώμα της συλλογής αυτής γίνεται η αφορμή για ένα αφηγηματικό ταξίδι που στοχεύει στον επαναπροσδιορισμό των στοιχείων εκείνων που μπορούν να οδηγήσουν τον σύγχρονο άνθρωπο σε μια εξελικτική πορεία προς το φως και τη διαύγεια, την καταυγάζουσα τον κόσμο.

Αριθμομηχανή, Τοπία της φαντασίας, Κατοπτρισμοί, Ταξιδεύοντας νότια, Κακώς κείμενα είναι τα πέντε τμήματα του βιβλίου σε κάθε ένα εκ των οποίων ο Δημήτρης Φιλελές προτάσσει την ποιητική του ματιά για να οδηγήσει τον αναγνώστη του σε μια νέα οπτική των πραγμάτων. Τριάντα ποιήματα απαρτίζουν το πρώτο μέρος και στο οποίο είναι ξεκάθαρη η πρόθεση του Δημήτρη Φιλελέ να μιλήσει για τον καθημερινό αγώνα του ανθρώπου για την κατάκτηση της ευτυχίας και των ονείρων που δικαιούνται ως αντιστάθμισμα στο ζοφερό παρόν που ματαιώνει την ομορφιά της ζωής, για τους διευρυμένους ορίζοντες της ευαισθησίας του. Στο ποίημά του που τιτλοφορείται Ποίηση, ένα ποίημα-απάντηση στον Ανδρέα Εμπειρίκο το οποίο εμπεριέχεται στην ενότητα Αριθμομηχανή, δηλώνει με σαφήνεια και πεισματικά, όπως γράφει, τη θέση του να μην παραιτηθεί από τη διεκδίκηση της ποιητικής αντίληψης των πραγμάτων και της τέχνης καθώς εκεί έγκειται η μόνη σωτηρία που μπορεί να διεκδικήσει ο άνθρωπος.

Γράφει χαρακτηριστικά:

«Το στίλβον ποδήλατο του κυρίου Ανδρέα/ αφέθηκε ασκεπές υπό τον καταιγισμό/ άναρθρων κραυγών κοαζόντων βατράχων/ διαβρώθηκε ο απαστράπτων μεταλλικός σκελετός/ οξειδώθηκαν οι ευθυτενείς συμμετρικές ακτίνες/ οι τροχοί ενθυμίζουν πλαδαρές γεροντικές παρειές/ μα περισσότερο θλίβομαι για τα σιωπηλά άνθη/ της έσχατης διαδρομής/ που φυλλοροούν σε φθινοπωρινές νεροποντές/ και για τις λευκές ονειρικές νιφάδες/ που καταβροχθίζονται από το αδηφάγο σκότος/ του οδοστρώματος/ όμως αρνούμαι πεισματικά την παραίτηση/ και συνευρίσκομαι με συνοδοιπορούντες εκδρομείς».

Στα Τοπία της φαντασίας ο ποιητής περνάει σε μια εν τω βάθει αντιπαράθεση του παρελθόντος με το παρόν. Η αναμέτρηση του φωτός με το ζόφος που εμπεριέχεται στη σύγχρονη εποχή είναι η κοινή συνισταμένη των ποιημάτων που αναζητούν το «Φως/ ο χορός της χιονοστιβάδας/ στο πέπλο της ακινησίας/ το άρωμα του γιασεμιού/ στην αφέγγαρη νύχτα/ η λάμψη της αστραπής/ στο σκοτάδι της αμνησίας/ η ρωγμή της ζωής/ στο κελί της απομόνωσης/ το λευκό πουκάμισο πριν τον ήχο του όπλου/ το γοργόνειο κεφάλι της Μέδουσας/ πάνω στην αστραφτερή ασπίδα του Περσέα».

Στην Τρίτη ενότητα, τους Κατοπτρισμούς ο Φιλελές στέκεται μπροστά στην αλήθεια που ακυρώνει το ψέμα, στη διεκδίκηση αυτής της αλήθειας και του αισθήματος δικαίου μπροστά στην απανθρωπιά που γιγαντώνεται στις μέρες μας. Συγκλονιστικό το ποίημα που τιτλοφορείται Ένοχοι για την αποτίμηση της χαμένης δικαιοσύνης αφού «μόνοι μας καταδικάσαμε ισόβια/ τη ζωή μας στο σκοτάδι».

Συγκινεί ιδιαίτερα η τέταρτη ενότητα με τίτλο Ταξιδεύοντας νότια, μια ενότητα που συνομιλεί διακειμενικά με το σημαντικό έργο του Νίκου Καββαδία Ο Σταυρός του νότου και η ποίηση του Φιλελέ παίρνει κάτι από τον αέρα της ποίησης του μεγάλου ποιητή της ελληνικής ναυτοσύνης. Ο κίνδυνος που καραδοκεί στα κύματα της θάλασσας, το ναυάγιο, ο θαλασσινός ερωτισμός του νόστου, της επιστροφής στη γη της πατρίδας, στη ζεστή αγκαλιά που προσμένει, η διαχείριση της μνήμης σε ώρες μοναχικές που ευνοούν την περισυλλογή, οι νοτισμένες, όλο αλμύρα περιγραφές και το πάθος του ναυτικού, χαρακτηριστικό στοιχείο του ελληνισμού από την αρχαιότητα παίρνουν τη μορφή μιας σειρά ποιημάτων με κορυφαίο το ποίημα Κίτρινος καπνός όπου : Είναι ένας κίτρινος καπνός που μας τυλίγει/ στου λιμανιού τις αποβάθρες, στα μουράγια/ όλο πληθαίνουν ένα γύρω τα ναυάγια/ και η ζωή μας πάντα βγαίνει τόσο λίγη/ Τοπίο γκρίζο της καρδιάς το πανωφόρι/ ξύλο που καίγεται κι αφήνει πίσω στάχτη/ πάνω μας βγάζει ο καιρός όλο το άχτι/ του γυρισμού λησμονημένο το βαπόρι./ Πού να βρει χώρο το κορμί να ξαλαφρώσει/ μιαν αγκαλιά ζεστή τη γύμνια να τυλίξει/ πριν το χαμόγελο στα χείλη μας πετρώσει/ τα χέρια λύνουν κι όλο ματώνουν/ λυσσάει ο άνεμος στην ξέρα να μας ρίξει/ δυο μάτια στο γιαλό θυμάμαι που βουρκώνουν».

Ακολουθεί η Πέμπτη ενότητα με τίτλο Κακώς κείμενα. Εκεί ο ποιητής στηλιτεύει τη μίζερη ζωή και τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στον αστικό πυρήνα και πραγματεύεται θέματα όπως η πατρίδα και η νοσταλγία γι’ αυτήν στην ξενιτιά, το άχθος της φάμπρικας—της προσφυγιάς η μαχαιριά τα σωθικά καρφώνει, γράφει χαρακτηριστικά—ο ανθρώπινος πόνος της εκμετάλλευσης και η ανάγκη ανάδειξης των πραγματικών αξιών της ζωής.

Άλλοτε ρεαλιστική, άλλοτε λυρική και άλλοτε με στοχαστική διάθεση ή διάθεση στηλίτευσης των πραγμάτων η γλωσσική αγωγή του Δημήτρη Φιλελέ, αποτέλεσμα της ενασχόλησής του με τη γλώσσα σε όλη του τη ζωή, κατέχει το μυστικό της ισορροπημένης έκφρασης που αναδεικνύει τόσο την ομορφιά της ίδιας τη γλώσσας όσο και της ποιητικής ευαισθησίας του ίδιου. Εικόνες ξεπηδούν από τους στίχους του και παίρνουν τη θέση τους μπροστά από τον δέκτη τους σε μια απρόσκοπτη ροή που είτε είναι καταγγελτική είτε απλώς σημαίνει τους προσωπικούς προβληματισμούς του ποιητή είναι πάντοτε ευαίσθητη και γι’ αυτό άμεση στον αναγνώστη.

 

Πηγή : «Αντί…σώματα»: Ποιητική αγωνία και ρεαλισμός | CultureNow.gr

 

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Γιάννης Ρίτσος - Αποχαιρετισμός (απόσπασμα)

 #διαβάζω_για_σένα

Αποχαιρετισμός (απόσπασμα)


Λάβετε, φάγετε τούτο εστί το σώμα και το αίμα μου

- το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου,

ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα

πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα

όσα να φτιάχνουν τη λέξη  ε λ ε υ θ ε ρ ί α

και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά

και που σήμερα, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο, -μην το ξεχάσετε, σύντροφοι-

στις 2 η ώρα ακριβώς μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,

γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης.

 

Δέκα ώρες είναι πάρα πολλές για όλα

Όταν έχεις ένα ντουφέκι, κάμποσες σφαίρες και το δίκιο με το μέρος σου.

 

Άντε, γριά μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες. - Όχι -

Έτσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρνω, λες, τη ζωή σου; Σου αφήνω την περφάνεια σου.

Δε θα σε ιδεί ο εχτρός καμπουριασμένη. Το ξέρω. Θα πεις :

«Είμαι πέρφανη για το γιο μου, - κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη

παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου. Έτσι. Γεια σου, μάνα.

 

Ο πατέρας

Θα με γνωρίσει στο νεκροτομείο απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες μου,

όμοιες με τις δικές του.


Γιάννης Ρίτσος, 1957 




Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Τα παραμύθια του παππού στο e-musa.gr

 Τα παραμύθια του παππού


Ευχαριστώ θερμά τον διαδικτυακό λογοτεχνικό τόπο e-musa.gr για τη συνεργασία μας και ιδιαιτέρως την εκλεκτή φίλη Ευμορφία Καλύβα για την ανάρτηση του μελοποιημένου ποιήματός μου "Τα παραμύθια του παππού".

Ευχαριστώ επίσης τον αγαπημένο φίλο και μουσικό Φίλιππο Πλακιά για την μελοποίηση και την ερμηνεία του ποιήματος και τον αδελφικό φίλο Δημήτρη Προύσαλη, που με κάθε ευκαιρία το παρουσιάζει στις παραμυθιακές αφηγήσεις του.

Ένα ακόμη ευχαριστώ στις εκδόσεις "Απόπειρα", στον Σαράντη Κορoνάκο και τον Λεωνίδα Καραγούνη, μιας και το ποίημα περιλαμβάνεται στην ποιητική μου συλλογή "Μυθ...ιστόρημα".

Η συνοδευτική φωτογραφία προέρχεται από το προσωπικό μου αρχείο, τραβηγμένη μερικά χρόνια πριν, καλοκαίρι στη Τζια, με τα χέρια των παππούδων, των ανθρώπων του μόχθου, πάνω στο τραπέζι μιας νησιώτικης ανοιχτόκαρδης και φιλόξενης αυλής.

Καλή Κυριακή και καλή σας ακρόαση!!!

Τα παραμύθια του παππού 

στο e-musa.gr


Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Νίκος Καββαδίας - Στο άλογό μου

 #διαβάζω_για_σένα


Νίκος Καββαδίας - Στο άλογό μου


Στο άλογό μου

Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.

Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι’ αυτό θα σου γράψω.

Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ’ άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι… Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.

Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.

Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).

Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου ’δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ’ άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να ’χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι…

Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από κει να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα ’χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.

Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν’ αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να ’σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.

Άλογα και μουλάρια πεσμένα μας κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.

Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι… Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.

Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου. Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!…

 

Κούδεσι, Μάρτης 1941 

Νίκος Καββαδίας

 1η ἔκδοση: Ἄγρα, 1987-1997, ISBN 960-325-041-4

 

 


Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Χρόνης Μίσσιος - Όταν είσαι για εκτέλεση...

 #διαβάζω_για_σένα


Αγαπημένοι φίλοι και φίλες,

Σήμερα μοιράζομαι μαζί σας ένα "ποιητικό" απόσπασμα με τίτλο "Όταν είσαι για εκτέλεση, έχεις κάθε μέρα επισκεπτήριο", από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς".




 

Όταν είσαι για εκτέλεση,

έχεις κάθε μέρα επισκεπτήριο.

 

Ήρθε η κακομοίρα η μάνα μου

την πρώτη μέρα να με δει.

 

Για να πάω στο στρατοδικείο

μου είχαν φέρει ένα κοστούμι,

του αδερφού μου,

γιατί εγώ δεν είχα καλά ρούχα.

 

Αφού είδα τη μάνα μου,

την αγκάλιασα και της λέω:

 

”Αύριο που θα έρθεις,

να μου φέρεις τα παλιά μου

τα ρούχα να φορέσω, γιατί ε,

 

αφού μεθαύριο θα μας σκοτώσουν,

να μην πάει τζάμπα και το κοστούμι.”

 

Μπαμ η μάνα μου, κάτω, ξερή.

 

Κάναμε επισκεπτήριο

μαζί με τον Μαύρο, οπότε μου λέει:

 

”Τι λες βρε στη μάνα σου;

Είναι κουβέντες αυτές;”

 

Δεν το έκανα επίτηδες.

Τα ‘χα χαμένα

κι εγώ ο φουκαράς,

 

δεν ήξερα τι να της πω

όπως σπάραζε στην αγκαλιά μου.

 

Το κακό είναι πως,

ποτέ δε μπόρεσα να της εξηγήσω

μερικά πράγματα, όπως ας πούμε,

 

πόσο πολύ την αγαπούσα

και τί καταφύγιο ήταν

στα μεγάλα μου ζορίσματα.

 

Αλλά έτσι είναι πάντα.

 

Ποτέ δεν προλαβαίνουμε

να πούμε τα πιο

ουσιαστικά πράγματα,

 

και το καταλαβαίνουμε

μόνο σαν χαθούμε.

 

Χρόνης Μίσσιος


Το κείμενο αλιεύθηκε από το διαδίκτυο από το iTravelPoetry .


Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Τάκης Χατζηαναγνώστου - Ένας πολίτης ελεεινής μορφής (απόσπασμα)

#διαβάζω_για_σένα 

Σαν σήμερα... 17 Νοέμβρη 1973

Μοιράζομαι, φίλοι και φίλες, μαζί σας ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Τάκη Χατζηαναγνώστου "Ένας πολίτης ελεεινής μορφής", που κυκλοφόρησε το 1975.

Ένα κείμενο - καταγγελία για την ευθύνη του πολίτη, κυρίως στις κρίσιμες στιγμές!





Ωστόσο οι μηχανές μήτε από ιστορία ξέρουν, μήτε από καρδιά. Οι ερπύστριες γύρισαν. Το άγριο τέρας, αναποδογύρισε τη γυναίκα, μπάτσισε την άσφαλτο, σκαρφάλωσε στο πεζοδρόμιο. Τα παιδιά, αλύγιστα, τραγουδούσαν ασταμάτητα μπροστά του, σκαρφαλωμένα σαν άγγελοι θεού πάνω στα κάγκελα της πύλης. Μαζί τους πάντα κι εκείνος κι οι δυο του γιοί. Το τέρας μούγκρισε, πήρε φόρα, όρμησε. Η πύλη γκρεμίστηκε στο λεφτό, έγινε  άμορφος σωρός, χώματα, σίδερα. Ο όλεθρος κι θάνατος πέρασαν από πάνω αδάκρυτοι, αλέθοντας πέτρες, τραγούδια και σάρκες.

                                                ***

Με την αύριο, όταν οι δυνάμεις της «εξουσίας» καθάριζαν τον τόπο της σφαγής απ’ τα αίματα κα τις άλλες ακαθαρσίες, βρήκαν μες στο σωρό ένα κομμάτι ξεσκισμένο σακακιού, με μια ανοιχτή τσέπη να χάσκει μπροστά στα βαριεστημένα τους μάτια. Μέσ’ απ’ αυτήν την τσέπη ξεμύτιζε ένα βρώμικο χαρτί. Το τράβηξαν, το εξέτασαν. Διάβασαν τούτα τα γράμματα με μολύβι.

 

Κ α τ α γ γ έ λ λ ω.

Κ α τ α γ γ έ λ λ ω  τ ο ν  ε α υ τ ό  μ ο υ ,  π ο υ  δ ε ν  ξ ύ π ν η σ α 

π ι ο  μ π ρ ο σ τ ά ,  

π ο υ  δ ε ν  ξ ε σ η κ ώ θ η κ α  π ι ο  μ π ρ ο σ τ ά,

ν’ α ν τ ι σ τ α  θ ώ  σ τ η  β ί α  κ α ι  σ τ ο ν  τ ρ ό μ ο .

Κ α τ α γ γ έ λ λ ω  τ ο ν  ε α υ τ ό  μ ο υ ,  π ο υ  υ π ή ρ ξ α 

έ ν α ς  π ο λ ί τ η ς  ε λ ε ε ι ν ή ς  μ ο ρ φ ή ς . 

 

      Από το μυθιστόρημα «Ένας πολίτης ελεεινής μορφής», Αθήνα 1975


Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

ΒΑΓΟΝΙΑ

 


Βαγόνια

 

Τα γέρικα βαγόνια

στις αποβάθρες της λησμονιάς

αντηχούν βαθιές ανάσες

σαν στάσιμη πομπή επιταφίου

που δεν προσδοκά ανάσταση

αλλά το ψυχοπάλεμα των κίτρινων κεριών

στης εαρινής πνοής το λάγνο άγγιγμα

 

πίσω από τα θαμπά τζάμια

τα φθαρμένα καθίσματα μετρούν τους χτύπους

της απουσίας

τα ραμφίσματα του ανέμου

διαπερνούν τις αμυχές των τοιχωμάτων

τα ξύλινα πατώματα τρίζουν στο ρυθμό

του ρέκβιεμ των βημάτων

που σβήνουν στην ομίχλη

 

σώματα ξεθωριασμένα

χωρίς πια τη στιλπνότητα της επιφάνειας

του σφρίγους την αποθέωση

και των προβολέων τη λάμψη

συμβιώνουν στωικά με της φθοράς τη διέλευση

εκτός τροχιάς

με την καρτερία του έσχατου προορισμού.

 

© Δημήτρης Φιλελές



Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Νίκος Γκάτσος - Αμοργός (απόσπασμα)


 #διαβάζω_για_σένα


Νίκος Γκάτσος

Αμοργός (απόσπασμα)





Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα

Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια

Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα

Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμένα λατίνια

Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν

Μόνο ν᾿ ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη

Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια

Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα

Και τότε θα ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι

Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες

Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων

Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων

 

Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας

Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια

Να τραγουδήστε την Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους

Όπως περνάει η όχεντρα μέσ’ απ’ τα περιβόλια των κριθαριών

Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα

Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.


Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΡΑΣΧΑ

#διαβάζω_για_σένα 


ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΡΑΣΧΑ


ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙΣ


Να μάθεις να φεύγεις

 

Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών.

Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν.

Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας.

Να φεύγεις !

Αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς.

Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο.

Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι.

Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο.

Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ.

Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε.

Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου (όλα τα βράδια και τα τραγούδια δεν θα είναι ποτέ δικά σας).

Αποδέξου το.

Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες, μέρη που περπάτησες.

Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις.

Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι.

Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη.

Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι.

Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο.

Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω - δεν τους το χρωστάς.

Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου.

Μην πιστεύεις αυτά που λένε - η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει.

Η καρδιά χαλάει, θα τη χτυπάς μια μέρα και δεν θα δουλεύει.

Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς

- οι τρίτες για τους γελοίους.

Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση τη σχέση, την κοροϊδία κοροϊδία.

Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει

σαν μωρό κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλειφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο.

Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα

- όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Και να μάθεις να φεύγεις από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες.

Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα.

Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά.

 

Χριστίνα Παρασχά

 

Πηγή : https://www.yposimeioseis.com/na-matheis-na-fevgeis/


ΑΜΥΝΑ



Άμυνα

 

Ένα πρωί

θα ανοίξω διάπλατα

το παράθυρο του δωματίου μου

και με τα δυο μου χέρια

θα τραβήξω

μακριά το ένα πλευρό

του θώρακός μου

από το άλλο

 

θα ξεκολλήσω

την καρδιά μου

από τη θέση της

και θα την πετάξω μακριά

μαζί της και τα τρία εσύ

που έχουν κολλήσει πάνω της

σαν βδέλλες

 

θα αρπάξω μια σκούπα

να καθαρίσω ό,τι απολύματα

αναμνήσεων κατακάθισαν

στο κούφιο κεφάλι μου

κι αν φυσάει άνεμος

και τις ξαναφέρει πίσω

θα τις κάψω το δίχως άλλο

 

μια σακοράφα θα χρειαστώ

κι έναν σπάγκο να σφίξω γερά

το στήθος μου πάλι

μπόλικο μπετό για το τείχος

ηλεκτροφόρα καλώδια

κι ένα θεριό σαν την Λερναία Ύδρα

να κόβει όποιο κεφάλι

προσπαθήσει να σκαρφαλώσει

παλιό ή νέο

κι εγώ από μακριά

θα απολαμβάνω

να μην νιώθω τίποτα.

 

Χριστίνα Παρασχά

 

Πηγή : https://www.yposimeioseis.com/amina/


ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ


Μια γωνιά

 

Το τετράγωνο έκλεισε

όπως άνοιξε

με εσένα

εσένα

που τόσο βαθιά

σφηνώθηκες

στο πετσί μου

που δεν μπορεί

καμιά τανάλια

να σε ξεριζώσει

κανένας γερανός

να σε ξεσκάψει

καμιά κατεδάφιση

να σε διαλύσει

κανένας σεισμός

να σε συντρίψει

κανένα τσουνάμι

να σε πνίξει

κανένας χαλασμός

του κόσμου

να σε εξαφανίσει

θα είσαι μάλλον

πάντα εκεί

κι ίσως

να είναι εντάξει

ίσως επιτρέπεται

να σε αφήσω

να πιάνεις

για πάντα

λίγο μέρος

στο στήθος

μια μικρή γωνιά

για μια μεγάλη

ίσως αγάπη.

 

Χριστίνα Παρασχά

 

Πηγή : https://www.yposimeioseis.com/mia-gonia/


ΠΑΡΑΠΟΝΟ


Παράπονο

 

Γιατί να μην σε έχω τώρα εδώ

να πλέκεις με τα δάχτυλά σου

σταυρόλεξα στα μαλλιά μου

να χάνεται ο δείκτης σου

στο αμείλικτο κενό

ανάμεσα στο στήθος μου

και να φαντάζεσαι ναυάγια

στο τρίγωνο της λεκάνης μου

γιατί ο αφαλός μου να μοιάζει

στον πιο όμορφο κόμπο της γης

μα εσύ πουθενά για να τον λύσεις

γιατί τον ιδρώτα μου να τον γλείφουν

οι πετσέτες στο γυμναστήριο

και το κορμί μου να μην

το αγγίζει άλλος παρά

το εμαγιέ του μπάνιου μου

γιατί να με τρώει

και να με χορταίνει

μόνο ο καθρέφτης μου

και τα μικρά άσπρα ανθάκια

πάνω στο γραφείο μου γιατί

δεν μου τα πήρες εσύ

αλλά εγώ μόνη μου προχθές

από έναν παππούλη με χέρια

τρεμάμενα στην Wittenbergplatz

τις μπλε μου μέρες γιατί, γιατί

να τις ξέρουν μόνο οι νότες και

γιατί, γιατί να μην έρθεις τώρα

να με τραβήξεις από τις

σπασμένες τάβλες μου

που χρόνια μ’ έχουν λατρέψει

να με πας κάπου δίχως γκρίζο

να με λατρέψεις για λίγο εσύ

μα πιότερο φως μου

γιατί να μην ξέρω το όνομά σου

και πού μπορώ να σε βρω.

 

Χριστίνα Παρασχά

 

Πηγή : https://www.yposimeioseis.com/parapono/


ΤΕΧΝΗ


Τέχνη

 

Στον τοίχο

του καινούριου

δωματίου μου

κρέμασα ένα

μεγάλο άσπρο χαρτί

να βλέπω

κάθε φορά

που το κοιτώ

αυτά που θέλω

που πάλι

δεν είναι εδώ.

 

Χριστίνα Παρασχά

 

Πηγή : https://www.yposimeioseis.com/texni/


ΤΣΟΥΝΑΜΙ


Τσουνάμι

 

Τότε που χτίζεις

τα πιο γερά, θεόρατα

απροσπέραστα τείχη

τότε που πια κοιτάς

ατρόμητα τον εχθρό

 

τότε αμείλικτα

γιγαντιαία κύματα

μεγαλύτερα και από

την περίμετρο της γης

εμφανίζονται και

ισοπεδώνουν τα πάντα

(μα, αλλόκοτο, για δες

πώς λάμπουν όλα

μες στην καταστροφή).

 

Χριστίνα Παρασχά

 

Πηγή : https://www.yposimeioseis.com/tsounami/