Κι εκείνο το πρωί,
κατά τη συνήθειά της, η Αρφανούλα, πριν πάει στο εργοστάσιο, περνώντας από την
Καπνικαρέα[1],
μπήκε μέσα και βηματίζοντας ελαφριά σαν πουλάκι, με τη χακί κοντή μπέρτα της
και το μαύρο ψάθινο καπελάκι της, άναψε κερί στο εικονοστάσι, ασπάστηκε[2]
ευλαβικά την εικόνα της Παναγίας και ρίχνοντας βιαστικές ματιές στο βάθος που
γινόταν η Θεία Λειτουργία, έκανε πέντ’ έξι σταυρούς ακόμα, και βγήκε πάλι
βιαστικά, σαν πουλάκι βηματίζοντας ελαφριά, η Αρφανούλα, με την κοντή μπέρτα
της, πηγαίνοντας βιαστικά προς την οδού Ερμού, στο εργοστάσιο, σαν πουλάκι
κυνηγημένο.
Έξω από την
εκκλησία, προς το Άγιο Βήμα, υπήρχαν ήδη στη σειρά αρκετά τραπεζάκια
μικροπωλητών στολισμένα με λογής λογής παιχνίδια και άλλα φτηνά μικροπράγματα,
απ’ αυτά που συνήθως αγοράζουν οι φτωχοί άνθρωποι. Ξημέρωνε παραμονή
Πρωτοχρονιάς. Η οδός Ερμού ήταν ακόμη άδεια˙ μόνο οι υπάλληλοι των πλούσιων
εμπορικών καταστημάτων, που είχαν μείνει ξάγρυπνοι όλη τη νύχτα, έφτιαχναν τα
ακριβά πρωτοχρονιάτικα κομψοτεχνήματα με μεγάλη προσοχή, σαν να έστηναν παγίδες
για κοτσύφια, και στόλιζαν τις παραταγμένες λαμπερές βιτρίνες με κάθε
λεπτομέρεια και τις διακοσμούσαν με τέτοιο περίτεχνο τρόπο, ώστε μια ματιά σ’
αυτές να ξεκινά από περιέργεια και να καταλήγει σε αγοραστικό ίλιγγο, που ο
πελάτης να μην ξέρει τι θα δώσει και τι θα πάρει τελικά.
Σε λίγο εμφανίζονται
και οι διευθυντές και οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων που έχουν έρθει πρωί πρωί
από τα σπίτια τους και στέκονται ακόμη στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα σε ανοιχτές
κούτες με στοίβες χαρτιών και άχυρο, κοιτάζοντας τον ουρανό σαν ανήσυχοι
σταφιδοπαραγωγοί που έχουν απλώσει τη σταφίδα τους.
Πράγματι, ο καιρός
ήταν βροχερός. Αν και η μέρα είχε προχωρήσει, ούτε μια αχτίδα ήλιου δεν είχε
φανεί. Υγρασία υπήρχε παντού˙ κατέβαινε παγερή από τους βρεγμένους τοίχους των
ψηλών σπιτιών και ανέβαινε ακόμη πιο παγερή από το μουσκεμένο οδόστρωμα του
στενοχωρημένου μεγάλου δρόμου.
Η Αρφανούλα βγήκε
από την εκκλησία και έστριψε αριστερά, προχώρησε προς τα στολισμένα τραπεζάκια
των μικροπωλητών και πλησιάζοντας θαρρετά σ’ ένα απ’ αυτά είπε:
- Καλημέρα, Σπύρο!
Ο Σπύρος, ένας ψηλός
γέρος, με πρόσωπο και χέρια πλαδαρά[3]
σαν προζύμι, αγωνιζόταν ιδροκοπώντας να τακτοποιήσει τα παιχνίδια και τα
μικροπράγματα πάνω στο τραπεζάκι εντελώς αδέξια έχοντας μια έκφραση απέχθειας,
σαν να έλεγε μέσα του :
- Τι τρελός που
είναι αυτός ο κόσμος!
Και σκύβοντας το
κεφάλι, σαν να συμπλήρωνε την άποψή του, συνέχιζε :
- Και πόσο πιο
τρελός είμαι εγώ!
Ακούγοντας τη φωνή
της Αρφανούλας, σήκωσε τα μάτια του και σαν να πήρε λιγάκι θάρρος. Σαν να έπηξε
λιγάκι το λιωμένο πρόσωπό του, σαν να τεντώθηκαν λιγάκι τα ξεβιδωμένα νεύρα των
χεριών του.
- Και σ’ είχα στο
νου μου, καημένη, είπε.
Κι ενώ η Αρφανούλα
ξεκίνησε στα πεταχτά να τακτοποιεί όλα εκείνα τα ανακατεμένα ξύλινα και
μεταλλικά παιχνίδια με γούστο και επιδεξιότητα, με τα δυο της μαύρα μάτια σαν
αστρίτες[4], ο
Σπύρος απόμεινε με τα χέρια κρεμασμένα σε μια περίεργη στάση και είπε :
- Και ξέχασα,
καημένη, και τις τιμές! Πώς μου τις είπες; Τα έκανα όλα σαλάτα και μέσα στο
κεφάλι μου και πάνω στον πάγκο. Μα
βλέπεις, εδώ έγινε σωστό εμπορικό.
- Χτες που σου τα
είπα πέντε φορές, δε μου είπες πως τα θυμάσαι; Εντελώς αδέξιος είσαι, καημένε
Σπύρο; Γι’ αυτό το πρόκοψες και το μαγαζάκι σου.
- Μα είναι ένα σωρό
πράγματα! Ανακατώθηκαν μέσα στο κεφάλι μου και πάνω στον πάγκο. Πόσο μου είπες
οι ροκάνες[5],
πόσο οι μικρές και πόσο οι μεγάλες, και πόσο οι σφυρίχτρες; Πού να θυμηθώ;
Η Αρφανούλα του
έριξε ένα βλέμμα απελπισίας και λύπης μαζί. Κούνησε το κεφάλι της και είπε :
- Άκουσέ τα άλλη μια
φορά στα γρήγορα. Πενήντα λεπτά οι μεγάλες ροκάνες, τριάντα οι μικρότερες και
είκοσι οι πιο μικρές.
Αλλά εκείνη τη
στιγμή την διέκοψαν ξερά πατήματα που ακούστηκαν κοντά της, σαν παραθυρόφυλλο
που χτυπάει τη νύχτα από τον αέρα.
Γύρισε η Αρφανούλα
και είδε το θείο της, τον μπαρμπα-Σταυρή.
- Καλά που ήρθες.
Τώρα κατάλαβα πόσο μ’ αγαπάς. Πες του, μπαρμπα-Σταυρή, τις τιμές, γιατί σήμερα
– μέρα που ‘ναι – έχω στο εργοστάσιο ένα σωρό δουλειά και βιάζομαι. Να ζήσεις,
μπαρμπα-Σταυρή. Ξέρεις εσύ, που είχες και περίπτερο. Θα στο ζητούσα από χτες,
αλλά σε ντράπηκα.
- Έννοια σου,
Αρφανούλα μου, έννοια σου. Μπορούσα εγώ να σας αφήσω έτσι;
Κι ο μπαρμπα-Σταυρής
με το ξύλινο πόδι, στηριγμένος σε δυο ξύλινα ραβδιά, πλησίασε το τραπεζάκι που
η Αρφανούλα τακτοποιούσε ακόμη τα μικροπράγματα˙ έσκυψε το μεγάλο τριγωνικό
κεφάλι του – με τη βάση προς τα πάνω και την κορυφή του τριγώνου προς τα κάτω –
ακούμπησε προσεκτικά τα ραβδιά του σαν να ετοιμαζόταν να πει τα κάλαντα κι
άρχισε αμέσως να λέει τις τιμές των εμπορευμάτων στο σαστισμένο ανιψιό του :
- Αυτοί εδώ οι
γαμπροί μια δραχμή, οι νύφες δυο δραχμές, τα κουκλάκια τριάντα λεπτά…
- Καλά,
μπαρμπα-Σταυρή, καλά, είπε ο Σπύρος, κατεβάζοντας το κεφάλι. Φτάνει. Μην
κουράζεσαι.
Η Αρφανούλα έκανε
μια τελευταία τακτοποίηση, έριξε μια τελευταία ματιά στο στολισμένο τραπεζάκι
του Σπύρου, που έμοιαζε πια με γυαλιστερό κανάτι γεμάτο πολύχρωμα ευωδιαστά
λουλούδια και έφυγε ευχαριστημένη από την απρόσμενη παρουσία του θείου της με
την ευχή :
- Καλό ξεπούλημα!
Και με την κοντή
μπέρτα της και το μαύρο ψάθινο καπελάκι της έφυγε βιαστικά, σαν κυνηγημένο
πουλάκι, και μπήκε στο κοντινό εργοστάσιο που έφτιαχνε γυναικεία καπέλα και
ψεύτικα στεφάνια με λουλούδια, ενώ ο μπαρμπα-Σταυρής συνέχισε :
- Πέντε δραχμές οι
βλαχοπούλες, δέκα λεπτά οι γαμπροί οι γύψινοι. Το κούφιο κεφάλι πενήντα λεπτά,
μια δραχμή το γεμάτο… Πέντε λεπτά όλα τα πουλερικά˙ και οι πάπιες και οι χήνες
και τα κοκοράκια. Κι όλα τ’ άλλα, ανθρωπάκια και ζωάκια, δέκα λεπτά.
- Τώρα τα 'καμες
ρόιδο[6]!
Στάσου να τα γράψω!
- Τι κουτός που
είσαι! Κοιτάζουν τέτοια μέρα τιμολόγια; Όσα θέλεις λέγε κι όσα θέλεις παίρνε.
- Ε, τώρα κατάλαβα!
Έτσι πες μου, ντε!
- Μόνο να θυμάσαι
πρώτα να λες πιο πολλά απ' ό,τι περιμένεις να πάρεις. Τις άλλες μέρες οι
έμποροι λένε ό,τι βαστά η ψυχή τους, σήμερα λένε ό,τι τους κατέβει...
- Κατάλαβα! Έννοια
σου!
Ο μπαρμπα-Σταυρής τα
ήξερε αυτά από το ψιλικατζίδικο που είχε μια φορά κι έναν καιρό, αλλά πιο πολύ
από το εργοστάσιο που εργαζόταν η ανιψιά του η Αρφανούλα, που το επισκεπτόταν
συχνά, γιατί αυτός τη συνόδευε στη δουλειά της όταν ήταν μικρή κι εκεί έβλεπε
και άκουγε τις τιμές των γυναικείων καπέλων και των φτερών και των πουλιών και
των λουλουδιών, που κι αυτά τα είχε κατατάξει στην ίδια κατηγορία με τα
μικροπράγματα και τα παιχνιδάκια που πουλούσε στο μαγαζάκι του. Κι αφού τα
εξήγησε όλα στον Σπύρο μια φορά ακόμα, πήρε το ξύλινο πόδι του και τα δυο
ξύλινα ραβδιά του για να συνεχίσει το δρόμο του λέγοντας στον Σπύρο :
- Πάρε τώρα μια
ροκάνα και γύριζε!
Πήγε προς τα
κεράδικα ο μπαρμπα-Σταυρής, ενώ από πίσω του ακούγονταν τα πένθιμα βραχνά
κροταλίσματα της ροκάνας του Σπύρου, λες κι έκραζαν μαύρα κοράκια πάνω από τη
λευκή πόλη μοιρολογώντας την τελευταία μέρα του χρόνου.
Ο Σπύρος του
γερο-Λαχανά, του πασίγνωστου κηπουρού στα Σεπόλια[7], που
πρώτος καλλιέργησε φράουλες στην Αθήνα με σπόρο από τα ξακουστά περιβόλια του
Βοσπόρου, ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός της Αρφανούλας. Κι όσο ήταν αυτός πλαδαρός
και ξεβιδωμένος και άγαρμπος[8] σαν
κούτσουρο, τόσο επιδέξια και δραστήρια ήταν η Αρφανούλα, κερδίζοντας πάντα
συμπάθεια και επαίνους για ό,τι έκανε.
Μικρός ο Σπύρος
πήγαινε στο σχολείο και έδειχνε ότι θα έστρωνε, όπως εκείνα τα καχεκτικά
λουλούδια που ομορφαίνουν καθώς μεγαλώνουν. Όμως απότομα σταμάτησε στη δευτέρα
γυμνασίου χωρίς να το καταλάβει και ο ίδιος. Καθόταν έπειτα όλη τη μέρα στη
δροσερή εξοχή διαβάζοντας εφημερίδες και μυθιστορήματα και τρώγοντας τα πιο
ζουμερά φρούτα του πατρικού κήπου.
- Βρε Σπύρο μου, βρε
Σπυράκη μου, βρε Σπυρέτο μου! του έλεγε ο γερο-Λαχανάς, ένας χαρωπός γέροντας
με λαμπερή ψυχή σαν το λαμπερό πρόσωπό του, πνιγμένος στον ιδρώτα, με το
σκεπάρνι στα χέρια, χωμένος στα χώματα στα αυλάκια μέχρι τα γόνατα. Δεν κάνεις
καλά, βρε Σπυράκο μου! Αλλά μονάχα αυτό έλεγε˙ τίποτ' άλλο. Δεν έπαιρνε και
κανένα ξύλο από τον κήπο του. Και μετά ο γερο-Λαχανάς πήγαινε σε άλλα αυλάκια
και ο Σπύρος γύριζε σελίδα στο μυθιστόρημα που διάβαζε ή ανέβαινε σε άλλο
δέντρο. Τα λόγια του γερο-Λαχανά έμπαιναν από το ένα αυτί και έβγαιναν απ' το
άλλο, χωρίς να έρθουν σε επαφή με το χοντροκέφαλό του. Ώστε μετά το θάνατο του
πατέρα ο Σπύρος βρέθηκε είκοσι δύο χρονών άνεργος και ανεπάγγελτος. Κι αυτός
πάλι δεν κατάλαβε πως συνέβη αυτό το παράδοξο.
Η μητέρα των δύο
παιδιών είχε πεθάνει πριν πολύ καιρό. Τότε ένας θείος τους φρόντισε να μισθώσει
το περιβόλι σ’ ένα ξένο κηπουρό και να βρει δουλειά για τη δεκαπεντάχρονη
Αρφανούλα στο μεγάλο εργοστάσιο, στο καπελάδικο.
Ο θείος τους,
αδελφός της μητέρας τους, ο μπαρμπα-Σταυρής ο ξυλοπόδαρος, ήταν ένας
τετραπέρατος άνθρωπος.
Με το ξύλινο ποδάρι
του και με δυο ξύλινα ραβδιά για στήριγμα έφερνε βόλτα τους δρόμους της Αθήνας
κάθε μέρα, μάθαινε όλα τα νέα και έβλεπε όλα τα περίεργα, έχοντας τετράγωνο
μυαλό στο μικρό τριγωνικό κεφάλι του - με τη βάση προς τα πάνω και την κορυφή
προς τα κάτω - έκρινε έξυπνα και σίγουρα εκεί έξω στα Σεπόλια ο Ξυλόσοφος, όπως τον αποκαλούσαν για τα ξύλα που είχε
πάνω του - το πόδι και τα ραβδιά του. Είδε πολύ καιρό πριν πως ο ανιψιός του ο
Σπύρος δεν έκανε για τίποτε. Τον έβλεπε να ψηλώνει σαν λεύκα του περιβολιού
χωρίς την παραμικρή ελπίδα να καρποφορήσει, κρεμανταλάς[9] και
ανάξιος, κι έλεγε στο γερο-Λαχανά :
- Δε φύτευες,
καημένε, κανένα πεύκο, να σου κάνει τουλάχιστον κουνέλια για το ρετσινάτο[10],
να τα ρίχνεις στα βαρέλια να μοσχοβολούν;
Γι' αυτό ο
μπαρμπα-Σταυρής ο ξυλοπόδαρος φρόντισε και βρήκε ένα καλό κηπουρό, εργατικό και
δραστήριο, που του μίσθωσε το περιβόλι μετά το θάνατο του αγαθού κηπουρού.
Στους περιπάτους του
στην Αθήνα ανακάλυψε επίσης ότι το νεοσύστατο εμπόριο γυναικείων καπέλων και
ψεύτικων στεφανιών θα έκανε προκοπή σε μια πόλη που τα παιχνίδια και τα ψέματα
εκτιμώνται πολύ περισσότερο από την αλήθεια και τη σταθερότητα. Έτσι έβαλε την
Αρφανούλα στο καπελάδικο, όπου η δροσάτη εύστροφη Σεπολιώτισσα, με δυο μαύρα
μάτια σαν αστρίτης, έγινε μετά από λίγα χρόνια αρχιεργάτρια, φτιάχνοντας όλα τα
σχέδια των καπέλων και των στεφανιών.
Από μικρή η
Αρφανούλα βλέποντας τους θαυμάσιους συνδυασμούς των χρωμάτων στα αγριολούλουδα
στα Σεπόλια, μελετώντας τα ωραία καλλιτεχνικά συμπλέγματα και τις περικοκλάδες
των κισσών και των γιασεμιών, του αγιοκλήματος και της αγράμπελης, παρατηρώντας τα μυστήρια των ανθισμένων
κλαδιών του κήπου τους, έφτιαχνε θαυμάσια ψεύτικα στεφανάκια και πανέμορφα
ανθοστόλιστα καπελάκια, με μικρή βοήθεια από ευρωπαϊκά φιγουρίνια[11].
Και σχεδίαζε η Αρφανούλα, σύμφωνα με τις ιδέες του μπαρμπα-Σταυρή, ν' ανοίξει
με τον καιρό δικό της εργοστάσιο, για να μην κερδίζει άλλος από τη δική της
εξυπνάδα.
Αλλά ο Σπύρος ο
αδελφός της, αργόσχολος απ' το πρωί ως το βράδυ, γινόταν πάντα αξεπέραστο
εμπόδιο στα σχέδιά της.
Πώς να τον αφήσει;
Τον αγαπούσε. Τον προστάτευε. Είχε κληρονομήσει τη βλαβερή απλότητα του
γερο-Λαχανά και η Αρφανούλα και δε βαστούσε η ψυχή της να τα χαλάσει με τον
αδελφό της. Να μην τον πικράνει.
Ο θείος της όμως, ο
μπαρμπα-Σταυρής ο ξυλοπόδαρος, λυπόταν γι' αυτό και πρόβλεπε ατυχήματα.
- Βρε κορίτσι μου,
έλεγε. Γιατί χαλάς τα λεφτά σου;
- Και τι να κάνω;
- Να τον διώξεις!
- Και πού να πάει;
- Να βρει δουλειά!
Η φράουλα μετά από
μερικά χρόνια είχε διαδοθεί και σε άλλα προάστια. Το μεγαλύτερο κέρδος του
περίφημου κήπου του γερο-Λαχανά μειώθηκε. Μειώθηκε και το νοίκι. Μια δυο
πλημμύρες είχαν καταστρέψει μέρος του περιβολιού, η αφορία[12] και η
ξηρασία έβλαψαν τα λαχανικά. Εκείνη τη χρονιά ο μισθωτής δεν πλήρωσε το νοίκι.
Ένα ανοιξιάτικο πρωί ο Σπύρος καθόταν συλλογισμένος. Στην αυλή του μικρού
εξοχικού σπιτιού τους ξεχύνονταν μεθυστικά αρώματα λουλουδιών που έλαμπαν κάτω
απ' το φως του ήλιου με ανείπωτα χρώματα, τα έντομα ζουζούνιζαν σαν χορωδία και
τα πουλάκια κελαηδούσαν πάνω στα δέντρα. Ο Σπύρος αναπολούσε[13]
διάφορα διηγήματα που είχε διαβάσει βλέποντας τη χαρά της φύσης γύρω του.
- Ποιος ντύνει με
τόση μεγαλοπρέπεια τα κρίνα του αγρού, που ούτε ο μέγας Σολομώντας με όλη τη
σοφία του δε μπόρεσε να ντυθεί με τόση λάμψη; Ποιος τρέφει τα μικρά πουλάκια;
Γιατί και ο άνθρωπος να μην είναι στολισμένος σαν τα κρίνα του αγρού; Γιατί να
σκάβει τη γη; Γιατί να ιδρώνει και να κρυώνει; Να πεινάει; Να κλαίει; Γιατί να
μην τραγουδάει πάντοτε σαν τα πουλιά; Ποιος έκανε τον άνθρωπο, το πιο λαμπρό
δημιούργημα, σκοτεινό, χωρίς άρωμα, χαμερπή[14], γυμνό,
πειναλέο...;
Ο μπαρμπα-Σταυρής ο
ξυλοπόδαρος καθώς ερχόταν άκουσε τις τελευταίες λέξεις του Σπύρου, προχώρησε με
το ξύλινο πόδι του, κάθισε δίπλα του, τον χάιδεψε πατρικά στους ώμους και είπε
:
- Να σου πω εγώ,
Σπύρο μου, ποιος έκανε τον άνθρωπο γυμνό και πειναλέο. Τον έκανε ο ίδιος ο
άνθρωπος. Ξέρεις τι λέγανε οι παππούδες μας; Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γύμνια και
πείνα τη Λαμπρή[15]!
Ο Σπύρος γέλασε και
είπε :
- Καλά σε λένε
ξυλόσοφο!
- Το ξέρεις λοιπόν,
κατεργαράκο μου, συνέχισε ο μπαρμπα-Σταυρής ο ξυλοπόδαρος. Λυπάσαι που χάλασε
το μισό περιβόλι και ζηλεύεις τα πουλιά και τα λουλούδια. Μόλις έπαθες μια
μικρή ζημιά και κάθεσαι και συλλογιέσαι. Και πού ν’ ακούσεις τι δυστυχίες
μεγαλύτερες μας περιμένουν. Ήμουνα σήμερα, παιδί μου, στο βιβλιοπωλείο του Νάκη
και ήταν εκεί ένας ροδοκόκκινος γέρος με γελαστά μάγουλα και γελαστά μουστάκια
και γελαστά γένια και τους διάβαζε τον Χρονογράφο και τους έλεγε για την Πόλη,
ότι πλησιάζει ο καιρός της και τους έκανε όλους να συλλογίζονται. Και τους είπε
ύστερα ότι στην Αθήνα θα 'ρθουν ακρίβειες μεγάλες, θα 'ρθουν δυστυχίες, θα
'ρθει πείνα και κακιά αρρώστια. Θα 'ρθουν, έλεγε ο Χρονογράφος, από την Πόλη
και τη Λόντρα[16]
οι «ομογενείς» στην Αθήνα και θα μας φέρουν ακρίβεια και την κακιά αρρώστια και
θα μας φέρουν πείνα και θ’ ακριβύνουν όλα τα πράγματα. Θ’ ακριβύνουν τα αυγά,
θ’ ακριβύνουν οι κότες. Θα μαζέψουν από τον κόσμο τα «υπέρπυρα[17]»
και θα τον φορτώσουν με «πτυκτά[18]».
Και την κακιά αρρώστια που έλεγε ο Χρονογράφος, εκείνος ο γελαστός γέρος την
εξηγούσε ότι είναι τα λούσα[19]
τα μεγάλα που θα μας φέρουν οι «ομογενείς», γιατί τα λούσα είναι κακιά
αρρώστια, κολλητική σαν την πανούκλα.
- Και τι είναι τάχα
αυτοί οι «ομογενείς»; ρώτησε ο Σπύρος κάπως συγκινημένος και ακούγοντας με
προσοχή.
- Ποιος ξέρει,
απάντησε ο μπαρμπα-Σταυρής. Ο γελαστός γέρος που εξηγούσε τον Χρονογράφο δεν
είπε τίποτε. Μα εγώ θαρρώ πως είναι άνθρωποι. Θηρία αρπακτικά δεν πιστεύω να
είναι οι ομογενείς. Θα 'ναι τίποτε φαγάδες, τίποτε μπερεκετλήδες[20],
και θα ‘ρθουν στην Αθήνα και θα μας πάρουν τα «υπέρπυρα», δηλαδή τις λίρες, το
χρυσάφι, που λάμπει πιο πολύ κι απ’ τη φωτιά και θαμπώνει τα μάτια των Ελλήνων,
και θα μας φορτώσουν με τα «πτυκτά», τις μετοχές και τα χρεόγραφα[21],
που είναι χαρτιά όμορφα διπλωμένα. Έτσι τα εξηγώ αυτά. Γιατί ούτε ο Χρονογράφος
τα ξεκαθαρίζει ούτε ο γέρος ο γελαστός ήξερε να τα εξηγήσει.
- Και γιατί μου τα
λες αυτά, μπαρμπα-Σταυρή; παρατήρησε λιγάκι πειραγμένος ο Σπύρος.
- Ο νοών νοήτω[22]!
απάντησε ο ξυλοπόδαρος χτυπώντας δυνατά το ξύλινο ποδάρι του στη γη.
- Ο έχων ώτα ακούειν
ακουέτω[23]!
επανέλαβε ο ξυλοπόδαρος θείος και χτυπώντας το ξύλινο πόδι του πήρε τα δυο
ξύλινα ραβδιά του και έφυγε για τη συνηθισμένη βόλτα του στις γειτονιές της
πόλης, ενώ τα πολύχρωμα λουλούδια του κήπου σκορπούσαν το μεθυστικό άρωμά τους
γύρω από τον αποσβολωμένο[24]
γιο του γερο-Λαχανά και τα πουλιά κελαηδούσαν πάνω στα δέντρα την αδιάκοπη
μελωδία τους στον Πλάστη. Και ενώ ο μπαρμπα-Σταυρής έκλεινε την αυλόπορτα,
στάθηκε και είπε :
- Καλό είναι, παιδί
μου, το καθισιό, αλλά η ξάπλα είναι ακόμη καλύτερη!
- Δεν θα σ' ενοχλώ
πια, Αρφανούλα μου, είπε χαρούμενος ένα απόγευμα μετά απ' αυτή την κουβέντα ο
Σπύρος. Με σύστησαν στον κυρ Νίκο, τον υποψήφιο βουλευτή, να διαβάζω τους
εκλογικούς καταλόγους τις ημέρες των εκλογών και να σημειώνουν οι κομματάρχες[25]
ποιοι είναι ζωντανοί και ποιοι είναι πεθαμένοι. Θα τρώω μεσημέρι βράδυ στο
σπίτι του. Κι όταν γίνει βουλευτής, θα με διορίσει.
Η Αρφανούλα χάρηκε
και δόξασε τον Θεό. Πρώτη φορά έβλεπε αυτό το θαύμα, που δημιουργός του ήταν
βέβαια ο μπαρμπα-Σταυρής ο ξυλοπόδαρος, ο νέος θαυματουργός στα Σεπόλια με το
ξύλινο πόδι και με την ξύλινη φιλοσοφία του που χτυπούσε σαν ραβδί.
- Μου είπε να με
διορίσει από τώρα, συνέχισε ο Σπύρος, τελωνοφύλακα[26]. Αλλά
πού να τρέχω να ξενυχτάω με τους λαθρέμπορους. Μου είπε να με βάλει στο
Καπνοκοπτήριο[27],
αλλά ο καπνός μου μυρίζει και δεν τον αντέχω καθόλου. Εγώ του είπα ότι προτιμώ
να με στείλει επόπτη εκεί που φορτώνουν τη σταφίδα στην Πάτρα, να στέκομαι και
να βλέπω. Αυτή τη δουλειά, κυρ Νίκο, του είπα, σου υπόσχομαι να την κάνω
καλύτερα από κάθε άλλον.
Δυστυχώς όμως ο
Νίκος δεν τα πήγε καλά στις εκλογές και ο Σπύρος έμεινε πάλι χωρίς δουλειά,
φόρτωμα στην αδελφή του. Αλλά όταν μια καταστροφική πλημμύρα του Κηφισού, που
κατέστρεψε σχεδόν όλες τις εξοχές της Αθήνας, εξαφάνισε ολότελα και το περίφημο
περιβόλι του γερο-Λαχανά και τα δυο παιδιά μόλις σώθηκαν πάνω στη στέγη του
σπιτιού τους, ο Σπύρος άρχισε να συλλογίζεται όπως παλιά και να θέλει να φιλοσοφήσει
για τις καταιγίδες και τις πλημμύρες.
- Τώρα τι θα
κάνουμε; ρώτησε η Αρφανούλα τον αδελφό της.
- Λες να γλίτωσε η
Βουλή απ' αυτόν το φοβερό καταποντισμό[28]; είπε ο
Σπύρος, που περίμενε πάντα τις εκλογές.
- Η κυβέρνηση έχει
γερά θεμέλια, Σπύρο μου, μη νοιάζεσαι, δεν πέφτει, έλεγε ο μπαρμπα-Σταυρής.
Μόνο κοίταξε να πιάσεις την τσάπα του γερο-Λαχανά, σου λέω!
- Και τι να σκαλίσω;
Τα χαλίκια που μου χάρισε το ποτάμι;
- Αυτό που σου λέω!
Είχε γίνει μαλθακός[29] ο
δύστυχος από την αναδουλειά. Το δέρμα του ήταν απαλό, τα μάγουλά του σαν
προζύμι, τα χέρια του σαν ξεβιδωμένα. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει κι αυτά. Τι
να κάνει; Η αδελφή του, μετά από την επιμονή του μπαρμπα-Σταυρή, είχε σκληρύνει
λιγάκι.
- Τον παίρνεις στο
λαιμό σου, άφησέ τον, της έλεγε ο ξυλοπόδαρος. Όποιος δε δουλεύει, δεν τρώει!
Θα σου βάλει κάνονα[30] ο
παπα-Μεθόδιος. Δεν πας να τον δεις; Σ' αυτό τον κόσμο όλα γίνονται χέρι χέρι.
Πάρε δουλειά, να το φαΐ...
Σε κατάσταση έσχατης
ανάγκης ο Σπύρος βρήκε δουλειά σε συμβολαιογραφείο, να αντιγράφει συμβόλαια για
μια δραχμή απ' το πρωί μέχρι το βράδυ. Το βράδυ, όταν η Αρφανούλα επέστρεφε από
το εργοστάσιο, έβλεπε λυπημένη τον αδελφό της, κατάκοπο σαν να έσκαβε, με τα
δάχτυλα του δεξιού του χεριού πληγωμένα και μελανιασμένα. Αλλά δε μιλούσε,
μήπως το συνηθίσει. Ούτε ο Σπύρος μιλούσε, μήπως το συνηθίσει. Αλλά μετά από
μια βδομάδα η Αρφανούλα άκουσε ξαφνικά τα παράπονά του :
- Τι να σου κάνω,
Αρφανούλα μου; Εσύ πιστεύεις τον μπαρμπα-Σταυρή και δεν πιστεύεις εμένα. Με
κυνηγάει η ατυχία, καημένη. Τι να σου κάνω! Το συμβολαιογραφείο το έκλεισαν,
γιατί ο συμβολαιογράφος έκανε μια κατάχρηση[31]!
Τότε ο
μπαρμπα-Σταυρής, που περισσότερο λυπόταν την Αρφανούλα, τον σύστησε σε άλλο
συμβολαιογραφείο. Αλλά μετά από δυο μέρες ο Σπύρος γύρισε στο σπίτι έξω φρενών.
- Μ' έβαλες σ' αυτόν
το μασόνο[32],
σ' αυτόν τον άθεο!
Το τετράγωνο μυαλό
του μπαρμπα-Σταυρή, το κλεισμένο μέσα στο τριγωνικό κεφάλι του, κατέβασε άλλη
φαεινή[33]
ιδέα.
- Δεν πέφτει η
κυβέρνηση, παιδί μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να διαλυθεί η Βουλή. Άνοιξε ένα
καφενείο, εκεί κατά τη Βάθη[34].
Περνώ κι εγώ από κει και βλέπω πως υπάρχει μεγάλη ανάγκη. Δεν υπάρχει καφενείο
στη γειτονιά κι αναγκάζονται οι νοικοκυραίοι να φεύγουν μακριά, στα Χαυτεία[35],
και φωνάζουν οι γυναίκες τους, γιατί αλαργεύουν[36] πολύ οι
άντρες τους κι έχουν καρδιοχτύπι μεγάλο τη νύχτα, μην πάθουν τίποτα οι
καημένοι...
Αφού ήταν μάλιστα
ιδέα του μπαρμπα-Σταυρή, ο Σπύρος βρέθηκε σύντομα και εύκολα διευθυντής ενός
ωραίου καφενείου στη Βάθη με μια μεγάλη λεύκα εμπρός του. «Στη Λεύκα» με τ' όνομα. Ο ταμπής[37]
έψηνε καφέδες, ο σερβιτόρος τους μοίραζε και ο Σπύρος καθόταν απ' το πρωί ως το
βράδυ στον πάγκο διαβάζοντας εφημερίδες και συζητώντας για τις εκλογές. Κι
όποτε γινόταν λόγος για δουλειές ή θέσεις, έλεγε του μπαρμπα-Σταυρή, που τον
επισκεπτόταν συχνά :
- Ωχ, αδερφέ,
βαρέθηκα να κάθομαι απ' το πρωί ως το βράδυ εδώ στον πάγκο. Επόπτης στη
σταφίδα. Αυτή η δουλειά μ' αρέσει. Γλυκιά σταφιδένια θεσούλα. Μα πού θα μου
πάει. Δεν θα πέσει η κυβέρνηση; Θα πέσει, πού θα πάει;...
Ας παραπονιόταν ο
Σπύρος. Έτσι το έκανε. Για να δείξει στον μπαρμπα-Σταυρή ότι ενδιαφέρεται για
τα σοβαρά ζητήματα της ημέρας, για τον εαυτό του, για την αποκατάσταση[38]
της αδελφής του.
Ήταν πολύ
ευχαριστημένος με τη διεύθυνση του καφενείου. Και η Αρφανούλα χαιρόταν μαζί
του. Κάθε βράδυ στις έντεκα τις έφερνε πότε δέκα, πότε είκοσι δραχμές κέρδος.
Αλλά, ξαφνικά, μετά από τρεις μήνες, έρχεται θυμωμένος ο Σπύρος και της λέει :
- Πες του
χαιρετίσματα του μπαρμπα-Σταυρή, Αρφανούλα μου, ο Σπύρος δεν είναι τεμπέλης.
Έχω τρεις μέρες να πιάσω δεκάρα και χρωστάω τα μεροκάματα του σερβιτόρου και το
νοίκι. Δε σ’ αφήνει η ζήλεια των ανθρώπων, Αρφανούλα μου. Ήρθε δίπλα μου ένας
άλλος και άνοιξε καφενείο και μου πήρε όλους τους μουστερήδες[39].
- Δεν πήγαινες,
κακομοίρη, λίγο παρακάτω; του είπα. Μέλι έχει εδώ και ήρθες;
Είναι αλήθεια πως
κάποιος άλλος, εργατικός και δραστήριος, βλέποντας την ανάγκη της γειτονιάς,
βλέποντας και τον Σπύρο απ’ το πρωί ως το βράδυ ακίνητο και χωρίς να
περιποιείται τους πελάτες, άνοιξε άλλο καφενείο δίπλα του, ξεκίνησε να σερβίρει
πρόθυμα μόνος του τους πελάτες και πήρε όλη την πελατεία του Σπύρου, που
αναγκάστηκε να κλείσει τελικά το καφενείο του, να πουλήσει τα έπιπλα σε εξευτελιστική
τιμή και να ζημιώσει την Αρφανούλα πάνω από χίλιες δραχμές.
Τότε άρχισε η
Αρφανούλα να ξυπνάει. Όσα ξόδευε για το φαγητό και το ντύσιμο του αδελφού της,
δεν τα λογάριαζε. Αλλά να πετάξει χίλιες διακόσιες δραχμές στο πηγάδι… αυτό την
ξύπνησε πια από το λήθαργο[40].
- Έχει δίκιο ο
μπαρμπα-Σταυρής, είπε.
Μα αυτή τη φορά ο
μπαρμπα-Σταυρής ίσως έφταιγε, γιατί η ιδέα του ήταν αιτία για τη μεγάλη ζημιά
της ορφανής κόρης.
- Τι να σου κάνω,
Αρφανούλα μου, προσπαθούσε να δικαιολογηθεί ο ξυλοπόδαρος. Πρώτη φορά που
γελάστηκα. Αλλά και πάλι δε γελάστηκα. Η θέση εκείνη ήταν ό,τι πρέπει για
καφενείο. Αλλά το καφενείο θέλει και καφετζή. Ο Σπύρος νόμιζε ότι ο καφετζής
πρέπει να κάθεται˙ και εδώ είναι που την έπαθε. Κανένας δεν πρέπει να κάθεται,
Αρφανούλα μου, όταν έχει δουλειά. Θαρρεί ο Σπύρος πως ο επόπτης της σταφίδας
κάθεται; Δεν το πιστεύω. Κάτι θα κάνει, κάτι θα σημειώνει, θα κουβαλήσει και
κανένα τσουβάλι σταφίδα, θα κουνηθεί, θα δουλέψει. Ήξερα ότι αδελφός σου δεν
κάνει για τίποτα, ούτε και για τη σταφίδα, αλλά έλεγα πως σε ένα δυο χρόνια θα
μπορέσει να κερδίσει κάτι στη Βάθη, να κάνει μια μαγιά[41]. Αλλά
βλέπεις, σήμερα, Αρφανούλα μου, οι άνθρωποι στέκουν με ανοιχτό στόμα να χάψουν
τις ιδέες των άλλων. Χρειάζεται πια ταχύτητα. Όποιος πρόφτασε, τον Κύριο είδε.
Όλα σήμερα έγιναν «ηλεκτροπαραγωγά», είπε ο ξυλοπόδαρος, χτυπώντας και τα τρία
ξύλα του στη γη καθώς έλεγε αυτή τη νέα λέξη του συρμού[42].
- Και τώρα; ρώτησε
γεμάτη απορία η Αρφανούλα.
- Τώρα; Σαν τα
πολληώρα[43]!
απάντησε ο Σταυρής ο ξυλοπόδαρος ξύνοντας το πηγούνι του. Κάνε ό,τι θέλεις.
Μόνο μην ξεχάσεις τι προφητεύει ο Χρονογράφος για την Αθήνα. Να έχεις το νου
σου. Και κάνε γρήγορα˙ ν’ ανοίξεις το δικό σου εργοστάσιο. Γιατί θα πέσει
ακρίβεια στην Αθήνα, θα ‘ρθουν από την Πόλη και από τη Λόνδρα οι ομογενείς και
θα φέρουν στην Αθήνα την ακρίβεια και την κακιά αρρώστια, δηλαδή τα λούσα.
Έπειτα, δεν θα παντρευτείς κιόλας; Τον Σπύρο θα κάθεσαι να υπηρετείς; Μη τον
λυπάσαι. Η ανάγκη θα τον κάνει να κοιτάξει για δουλειά. «Άφες τους νεκρούς
θάψαι τους εαυτών νεκρούς…»
Ούτε η κυβέρνηση
όμως έπεφτε ούτε η Βουλή διαλυόταν. Μόνο τα ρούχα του Σπύρου είχαν γίνει
κουρέλια από την ντροπιαστική αεργία[44] του. Η
Αρφανούλα, που πείστηκε από τις συμβουλές του γερο-Νίκου απ’ τα Σεπόλια,
αποφάσισε πια να τον εγκαταλείψει. Μόνο φαΐ του έδινε. Ούτε για ρούχα του έδινε
δραχμή ούτε χαρτζιλίκι για το καφενείο. Στην αρχή εκείνος την απειλούσε και
ζητούσε να μοιράσουν την πατρική κληρονομιά, το παμπάλαιο σπιτάκι στα Σεπόλια,
που τον περίφημο κήπο του τον είχε μεταβάλει ο Κηφισός σε κοίτη ποταμιού.
Συμβιβαζόταν όμως, αν του έδινε ένα μικρό κεφάλαιο για ν’ ανοίξει ένα εμπορικό
προς την Αγία Μαρίνα. Υπήρχαν αρκετά μικρά παιδιά σ’ εκείνη την εργατογειτονιά
και είχε ο Σπύρος την ελπίδα πως θα κέρδιζε αρκετά από το μαγαζάκι με τα
ψευτοπράγματα. Αλλά η Αρφανούλα ήταν βράχος.
- Βάστα γερά! της
έλεγε και ο μπαρμπα-Σταυρής.
Βλέποντας ο Σπύρος
πως τίποτα δεν πετύχαινε με τις απειλές, αλλά περισσότερο θόρυβο έκανε,
αποφάσισε να το ρίξει στα παρακάλια. Σε κάτι τέτοια, παρακάλια και δάκρυα, οι
τεμπέληδες είναι θαυμάσιοι˙ μπορούν μέχρι και τον μπαρμπα-Σταυρή να κάνουν ν’
αλλάξει γνώμη, όχι το γυναικείο μυαλό της Αρφανούλας, που ήταν ευκολόπιστη σαν
μικρό παιδάκι.
- Μη βλέπεις, της
έλεγε σχεδόν κλαίγοντας ο Σπύρος. Μην ακούς κανέναν, Αρφανούλα μου, με κυνηγάει
η ατυχία. Ξέρω εγώ τη δουλειά μου. Ας μην άνοιγε το διπλανό καφενείο και θα
‘βλεπες σήμερα τον Σπύρο. Ας έπεφτε η κυβέρνηση, να διαλυθεί η Βουλή, και θα
‘βλεπες τον Σπύρο στην Πάτρα, στη σταφίδα, να γυρίζει πίσω με χρυσά ρολόγια.
Γυναίκα ήταν, αδελφή
του ήταν, σπλαχνική ήταν…
Έπεσε τελικά το
κάστρο της Αρφανούλας.
Και ο Σπύρος, μετά
από λίγες μέρες, εκεί στην Αγία Μαρίνα, χωμένος μέσα στο μικρό εμπορικάκι,
γεμάτο με ψιλικά, τετράδια, μολύβια και πένες για γράψιμο, με απομεινάρια από
το εργοστάσιο της Αρφανούλας για τα φτωχά κοριτσάκια, που τρελαίνονται για ένα
φτερό ή ένα ψεύτικο λουλουδάκι, πουλούσε χωρίς να ξέρει ούτε ίδιος τι κάνει.
- Πήγες καμιά μέρα
να δεις τι κάνει ο αδελφός σου; ρώτησε μετά από κάμποσους μήνες την Αρφανούλα ο
μπαρμπα-Σταυρής, θυμωμένος που δεν είχε ακούσει τη συμβουλή του.
- Είχα καιρό;…
απάντησε η Αρφανούλα.
Ο μπαρμπα-Σταυρής
όμως, που γύριζε κάθε μέρα όλες τις γειτονιές της Αθήνας, είχε καιρό. Και έμαθε
ότι στην Αγία Μαρίνα άνοιξε ένα εμπορικάκι που πουλάει φτηνά, πάμφθηνα, που δε
ζητάει βερεσέδια[45] ο
εμποράκος, που δε σημειώνει, που τον γελάνε τα αγοράκια και τα κοριτσάκια˙ που
του κλέβουν τα μολύβια και τις γόμες και τις κορδελίτσες μπροστά στα μάτια του
και άλλα πολλά.
Η Αρφανούλα τα είπα
αυτά στον αδελφό της χωρίς ν’ αναφέρει τον μπαρμπα-Σταυρή, αλλά ο Σπύρος τα
διέψευσε. Έλεγε ότι αυτά τα διαδίδει ο παραδιπλανός φούρναρης που αφού είδε ότι
το μαγαζάκι είχε δουλειά, παράγγειλε κι αυτός και έφτιαξαν μέσα στο φούρνο μια
βιτρίνα και έβαλε κάμποσα ψιλικά και κατέβασε τις τιμές και η αλήθεια είναι ότι
έκοψε την πελατεία του Σπύρου. Γιατί αυτός ο φούρναρης είναι κατεργάρης και σε
όσους δεν στέλνουν τα παιδιά τους να ψωνίσουν ψιλικά απ’ αυτόν, δεν τους δίνει
ούτε και ψωμί με πίστωση. Να, αυτή είναι η αλήθεια. Ότι δηλαδή, Αρφανούλα μου,
με κυνηγάει η ατυχία˙ και να πεις χαιρετίσματα στον μπαρμπα-Σταυρή ότι ο Σπύρος
είναι άτυχος, τεμπέλης όμως δεν είναι.
Η Αρφανούλα δε βρήκε
καιρό να φροντίσει το καινούριο πρόβλημα στην ώρα του, γιατί στο εργοστάσιο
υπήρχαν πολλές παραγγελίες˙ έτσι ζημιώθηκε άλλες χίλιες δραχμές από την
καινούρια επιχείρηση του αδελφού της.
Πήγε να σκάσει από
το θυμό του ο μπαρμπα-Σταυρής. Νόμιζε όμως πως η Αρφανούλα είχε βάλει πια
μυαλό. Αλλά όταν πήγε να τη χαιρετήσει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τη βρήκε
να ετοιμάζει ένα σωρό με παιχνιδάκια και ψιλικά.
Ο Σπύρος έλειπε.
- Τι είναι όλα αυτά,
Αρφανούλα; ρώτησε ο θείος. Πολλά δώρα θα κάνεις φέτος. Μήπως αρραβώνιασες τον
Σπύρο κρυφά απ’ τον μπαρμπα-Σταυρή; Να σου πω, δεν θα ήταν κακή ιδέα. Ο γάμος
είναι σαν το πιεστήριο και μπορεί να στρώσει και ο Σπύρος.
Η Αρφανούλα γέλασε
και διηγήθηκε στον θείο της όσα είχαν συμβεί.
- Τι να σου πω,
μπαρμπα-Σταυρή. Τον λυπήθηκα. Δεν βαστά η ψυχή μου. Δεν έχει παντελόνι να
φορέσει. Έπεσε στα πόδια μου με δάκρυα σαν μωρό και μου είπε: «Απ’ τον Θεό και
στα χέρια σου, αδελφούλα μου. Δεν θα σε επιβαρύνω άλλη φορά. Δάνεισέ μου ένα κατοστάρικο
να στήσω ένα τραπεζάκι στην Καπνικαρέα να πουλήσω πρωτοχρονιάτικα, να βγάλω
τουλάχιστον λεφτά για τα ρούχα μου. Σε λίγες μέρες θα πέσει η κυβέρνηση κι άλλα
λεφτά δεν θα ξαναζητήσω. Το βλέπω κι εγώ. Κοτζάμ άντρας ως εκεί πάνω να μένω
χωρίς δουλειά. Φταίει κι ο μακαρίτης ο γερο-Λαχανάς. Όταν μου έλεγε, βρε
Σπυράκι μου, βρε Σπυρέτο μου, βουτηγμένος μέσα στον ιδρώτα και στα χώματα,
έπρεπε να σηκώσει την τσάπα του να μου κάνει μια τρύπα στο ξερό μου, μήπως βάλω
μυαλό».
Και έκλαιγε ο
καημένος…
Τον λυπήθηκα,
μπαρμπα-Σταυρή. Έπειτα, να πούμε και του φτωχού το δίκιο. Τον κυνηγάει η
κακοτυχία. Δεν είναι μονάχα η κακομοιριά.
- Μα δεν ξέρεις,
κορίτσι μου, πως όπου υπάρχει κακομοιριά, υπάρχει και κακοτυχία;
Έτσι λοιπόν ο Σπύρος
του γερο-Λαχανά, με την πονηρία του και με τη φυσική αγαθότητα της Αρφανούλας,
τα κατάφερε πάλι˙ και τον είδαμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πρωί πρωί δίπλα
στο Ιερό της Καπνικαρέας, μπροστά σ’ ένα πάγκο γεμάτο φτηνά μικροπράγματα, να
γυρίζει μια ροκάνα, όπως τον συμβούλεψε ο θείος του, που έσκουζε θλιβερά και
σήμαινε εγερτήριο στο μεγάλο εμπορικό δρόμο εκείνη την τρελή μέρα.
Αλλά μόλις
εξαφανίστηκε ο μπαρμπα-Σταυρής με τα τρία ξύλα του, πυκνές χοντρές ψιχάλες
άρχισαν να πέφτουν.
Ο άνεμος
βορειοδυτικός και μετά από λίγο ξέσπασε το δυνατό ανεμοβρόχι. Θόρυβος και
ταραχή επικράτησε στους πάγκους των μικροπωλητών μαζί με φωνές και βλαστήμιες.
Άλλοι σκέπαζαν τα τραπεζάκια τους με λευκά σεντόνια σαν σάβανα κι άλλοι τα
στρίμωχναν στις στοές των κοντινών εμπορικών καταστημάτων. Οι έμποροι,
απελπισμένοι, χτυπούσαν τα χέρια τους σαν σταφιδοπαραγωγοί που τους βράχηκε η
σταφίδα, ενώ οι υπάλληλοί τους κρυφογελούσαν.
Τότε ο Σπύρος του
γερο-Λαχανά άνοιξε την ομπρέλα του – γιατί με όλη του την ανικανότητα ήταν
παμπόνηρος και είχε πάρει τα μέτρα του – περίμενε να σταματήσει η βροχή και
συνέχισε να στριφογυρίζει την τεράστια ροκάνα του.
Κανένας περαστικός
δεν τόλμησε να εμφανιστεί για ώρες και εκείνη η τελευταία μέρα του χρόνου
κινδύνευε να κηδευτεί ασυνόδευτη, μόνο με τα λυπητερά κρωξίματα της ροκάνας του
Σπύρου του γερο-Λαχανά.
Γιατί, στ’ αλήθεια,
μετά από λίγο ξέσπασε μια ορμητική θύελλα, λες κι έλουσε την πόλη ολόκληρος
καταρράκτης. Ο κατακλυσμός άνοιξε ένα βουερό ρεύμα νερού που κατέβαινε από την
Πλατεία Συντάγματος παρασύροντας ό,τι έβρισκε στο πέρασμά του. Οι
καταστηματάρχες έτρεχαν να μαζέψουν άρον άρον από τις πόρτες τα εμπορεύματά
τους. Και το τραπεζάκι του Σπύρου, που δεν προνόησε[46] να το
προστατέψει έγκαιρα σε κάποια στοά, αναποδογύρισε! Κι όλα τα παιχνίδια και τα
μικροπράγματα παρασύρθηκαν από τον ορμητικό χείμαρρο κι εξαφανίστηκαν στη
μεγάλη καταβόθρα[47]
της νεροποντής.
Και σώθηκε μονάχα ο
Σπύρος του γερο-Λαχανά, όπως ο τελευταίος άγγελος του Ιώβ, για να αναγγείλει τη
θλιβερή είδηση στην αδελφή του.
- Πες χαιρετίσματα
στον μπαρμπα-Σταυρή, είπε κλαίγοντας ο Σπύρος, πες του που ξέρει να κάνει τον
ξυλόσοφο, ότι ο Σπύρος δεν είναι τεμπέλης, αλλά τον κατατρέχει[48] η
ατυχία…
Αργότερα, μετά το
μεσημέρι, ο ουρανός της Αττικής, ο απατεώνας, ξαστέρωσε και ξεκίνησε η κίνηση
στα μαγαζιά. Και οι ουρές του κόσμου στους δρόμους ήταν τέτοιες, που
μεταμόρφωσαν την παρέλαση των Αθηναίων εκείνη την τελευταία μέρα του χρόνου σε διονυσιακή
γιορτή.
Δεν ξέρω τι να πω,
έλεγε ο μπαρμπα-Σταυρής ο ξυλοπόδαρος την επόμενη μέρα που ήρθε να χαιρετήσει
την Αρφανούλα, δεν ξέρω ποιος φταίει, ο αδελφός σου ή η ατυχία του. Σου το είπα
όμως και άλλες φορές. Όπου κακομοιριά, εκεί και ατυχία. Έπειτα, εσύ διαβάζεις
τόσα βιβλία. Δεν ξέρεις ότι «κακομοίρης» θα πει άτυχος; Το βέβαιο όμως είναι,
είπε τελειώνοντας ο μπαρμπα-Σταυρής, ότι αν ο Σπύρος πήγαινε από μικρός σε
κανένα μοναστήρι, μπορούσε σήμερα να είναι κάτι. Και χτύπησε το ξύλινο πόδι του
με δύναμη στο πάτωμα, σαν να χτυπούσε το κεφάλι του, γιατί δεν το είπε αυτό
πολλά χρόνια πριν, όταν έπρεπε!
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929)
Το διήγημα γράφτηκε το
1921
Μεταγραφή
πρωτότυπου κειμένου – Επιμέλεια σχολίων
© Δημήτρης
Φιλελές, 2019
[1] η
Καπνικαρέα = βυζαντινή εκκλησία του 11ου αιώνα στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό
Ερμού.
[2] ασπάζομαι
= προσκυνώ, φιλώ.
[3] πλαδαρός
= χαλαρός, άτονος, νερουλός.
[4] ο
αστρίτης = είδος δηλητηριώδους φιδιού με αστραφτερά μάτια.
[5] η ροκάνα
= πλαστικό παιχνίδι που παράγει διαπεραστικό ήχο.
[6] τα κάνω
ρόιδο = δημιουργώ μεγάλο μπέρδεμα.
[7] τα
Σεπόλια = συνοικία της Αθήνας, που τον προηγούμενο αιώνα ήταν γεμάτη περιβόλια
και οι παλιοί Αθηναίοι την θεωρούσαν εξοχή.
[8] άγαρμπος
= άξεστος, ασουλούπωτος, άτσαλος.
[9] ο
κρεμανταλάς = άνθρωπος ψηλός και άχαρος.
[10] το
ρετσινάτο = το κρασί που περιέχει ρετσίνι, η ρετσίνα.
[11] το
φιγουρίνι (ιταλικά
figurino)=
εικονογραφημένο περιοδικό μόδας.
[12] η
αφορία = η αδυναμία του εδάφους να καρποφορήσει.
[13] αναπολώ
= νοσταλγώ, ονειρεύομαι.
[14] χαμερπής
= τιποτένιος.
[15] η
Λαμπρή = το Πάσχα.
[16] η
Λόντρα ή Λόνδρα = το Λονδίνο.
[17] τα
υπέρπυρα = οι λίρες.
[18] τα
πτυκτά = αυτά που μπορούν να διπλωθούν, να έχουν πτυχές, τα χαρτιά.
[19] τα
λούσα (ιταλικά
lusso) = οι πολυτέλειες.
[20] μπερεκετλής
(τουρκικά
bereket) =
αυτός που ζει πλούσια, με όλα τα καλά.
[21] τα
χρεόγραφα = έγγραφο που βεβαιώνει τον δανεισμό και αντιπροσωπεύει χρηματική
αξία.
[22] ο νοών νοήτω
= όποιος μπορεί, ας καταλάβει.
[23] ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω = όποιος έχει
αυτιά, ας ακούσει.
[24] αποσβολωμένος
= έκπληκτος, άναυδος, άφωνος.
[25] ο
κομματάρχης = ο κομματικός παράγοντας.
[26] ο
τελωνοφύλακας = ο υπάλληλος του τελωνείου που ελέγχει τα εμπορεύματα και έχει
ευθύνη για την πάταξη του λαθρεμπορίου.
[27] το
Καπνοκοπτήριο = εργοστάσιο επεξεργασία καπνού που αποφασίστηκε από τη Βουλή των
Ελλήνων να χτιστεί στην Αθήνα το 1903, στην περιοχή των Σεπολίων.
[28] ο
καταποντισμός = η βύθιση, το βούλιαγμα, η ολοκληρωτική καταστροφή.
[29] μαλθακός
= μαλακός, απαλός, ασκληραγώγητος.
[30] ο κάνονας=
η ποινή που επιβάλλει ο ιερέας στους πιστούς μετά από εξομολόγηση, π.χ. νηστεία
για μερικές μέρες.
[31] η
κατάχρηση = η παράνομη χρησιμοποίηση χρημάτων που δε μας ανήκουν.
[32] ο
μασόνος = ο οπαδός του τεκτονισμού,
(μτφ.) άνθρωπος με ύπουλες διαθέσεις.
[33] φαεινός
= φωτεινός, έξυπνος.
[34] η Βάθη=
συνοικία της Αθήνας δυτικά της Ομόνοιας.
[35] τα
Χαυτεία = η περιοχή γύρω από την Πλατεία της Ομόνοιας στην Αθήνα.
[36] αλαργεύω
(ιταλικά
alla larga)
= απομακρύνομαι.
[37] ο ταμπής
(τουρκικά
tabi)= ο
ψήστης του καφέ.
[38] η
αποκατάσταση = εννοείται ο γάμος.
[39] οι
μουστερήδες (τουρκικά
müteri)= οι πελάτες.
[40] ο
λήθαργος = η πλήρης αδράνεια, ο βαθύς ύπνος.
[41] η μαγιά
= τα πρώτα χρήματα για το ξεκίνημα μιας επιχείρησης.
[42] του
συρμού = μοντέρνος αλλά όχι αξιόλογος.
[43] Τώρα;
Σαν τα πολληώρα! = γελαστήκαμε, την πατήσαμε.
[44] η
αεργία = η τεμπελιά.
[45] τα
βερεσέδια (τουρκικά
veresiye)
= τα χρωστούμενα.
[46] προνοώ
= φροντίζω προκαταβολικά.
[47] η
καταβόθρα = η δίνη, η ρουφήχτρα.