ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
Από πολύ
πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα[1]
όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν
αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν…
— Να τα
πούμε; Να τα πούμε;… Ως το μεσημέρι η βόλτα τους ήταν τελειωμένη. Και μην
έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια.
Ήταν ο
Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης – αυτοί που τραγουδούσαν — κι ο Γιώργος με το
τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα.
Είχαν
τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τους ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν,
τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα
—μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει…
Ως κι ο
μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του ’χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια,
έβγαλε και τους έδωσ’ ένα δίφραγκο…
Κατά τις
δυο τ’ απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και
σ’ άλλες γειτονιές.
Ο Κώτσος,
που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη βαραίν’ η τσέπη του,
να μαζέψει όλη τη γαζέτα[4]
και να την πάει σ’ έναν καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί[5]…
Δεν
τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ’ αυτές τις περιστάσεις, η πρόθεση είναι το
παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν’ ακούσουν και
Καρούζο[6]!
Έφτανε που τα ’λεγαν, απλώς, «για το καλό»…
Και το
βράδυ τους βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.
Βραχνιασμένοι,
κατακουρασμένοι, έκατσαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν. Η σοδειά ήταν
τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο έξω,
μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. Απ’ τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους
μπακλαβάδες και τα γαλατομπούρεκα — ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο…
Κι επειδή
ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ’ άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο.
Μπήκαν
μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι ταινία έπαιζε,
και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν αδειανές.
Η ταινία παρίστανε κυνηγητά,
απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί ήταν ο ήρωας. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος
σωτήρας κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς…
Η σάλα ήταν
γιομάτη κόσμο : Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι όλοι, φύρδην μίγδην[7],
παρακολουθούσαν την ταινία και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή
κατάφερνε κανένα νέο κόλπο σε βάρος των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει
με τη βία μια κοπέλα, για να μάθουν
κάποιο μυστικό…
Όταν
τελείωσε ο κινηματογράφος — επειδή ήταν νωρίς ακόμα — έμειναν και στη δεύτερη
παράσταση.
Ήθελαν να
ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν
πάλι, ξαναπερνώντας απ’ τις ίδιες περιπέτειες και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες
συγκινήσεις — ώσπου ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί[8]
τούς είπε «Καληνύχτα»…
Η ώρα ήταν
δώδεκα και τέταρτο.
Τότε
αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ’ αυτό το μεταξύ, είχαν
ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ’ ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες.
Και
ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία, βαρώντας
καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά…
Κι ενώ
προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως
είχαν χάσει το δρόμο…
Γύρω τους,
τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους
δεν τον είχαν ξαναδεί…
Σταμάτησαν
τις τρέλες τους μεμιάς και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ’ απορία…
Δεν
περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ’ από χωράφια και τα πόδια τους
βούλιαζαν μες στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ’ τις βροχές.
Δεν υπήρχε
γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός δέντρου. Τ’ άστρα έλαμπαν
ψηλά στον ουρανό κι η αστροφεγγιά τους ήταν τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μες
στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε…
Και στα
χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο ούτε τη φυσαρμόνικα. Αντί, όμως,
να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο, αυτό το πράμα, το
πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει…
Περπατούσαν
σιωπηλοί κι εκστατικοί[9],
με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, μ’ εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται… Μόνο
που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι
πέντε τους πιασμένοι απ’ τα χέρια.
Η ησυχία
ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους που χτυπούσαν, ακουγόντουσαν μ’ έναν
ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν, το σκοτάδι άρχισε να γίνεται
λιγότερο. Θα ’λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. Και τότε είδαν πως το φως
αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε
ανάμεσ’ από τ’ άλλα, σ’ ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί
μες στους άλλους ήχους της Ορχήστρας!
Και
προχωρούσαν προς το φως αυτό μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι, δίχως να
νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να
’χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί…
Αυτό το
πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.
Κι έπειτα
είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.
Ήθελαν δεν
ήθελαν, τα πόδια τους τους έφερναν εκεί.
Κι ενώ
πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που ’φτασε στ’ αυτιά τους ήταν σαν ένα πράο[10]
μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας…
Τότε
κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα στάνη — και στο
βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα.
Και καθώς
προχώρησαν να μπούνε μες στη μάντρα, γιατί μια δύναμη παράξενη τούς έσπρωχνε,
είδαν κόσμο συναγμένο[11]
μέσα. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το
κορμί του με προβιές κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά.
Τότε
θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ’ απ’ τους αμίλητους ανθρώπους,
που στέκονταν τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι – κι
έφτασαν ως την πόρτα της καλύβας.
Στην αρχή
δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το δυνατό το φως, που
’βγαινε απ’ τα βάθη της καλύβας. ‘Έπειτα, όμως, σιγά σιγά συνήθισαν κι άρχισαν
να βλέπουν καθαρά.
Η καλύβα
ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να φαίνεται ολότελα, στο
μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν
να τ’ ανακαλύψουν…
Είδαν τότε,
στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα. Το πρόσωπό της δε φαινότανε
διόλου. Στην αγκαλιά της είχε ένα μωρό.
Ήταν
καθισμένη χάμω, σ’ ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχυρα, κι ήταν προσηλωμένη[12]
στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.
Δίπλα της
στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια
προβιά στη μέση και ξυπόλυτος.
Κι οι δυο
κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.
Τότε η
γυναίκα σήκωσε τα μάτια και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος. Φαινόταν νέα και
πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα — μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη, που τα
παιδιά κατάλαβαν αμέσως πως έπρεπε κι αυτά να γονατίσουν…
Έγειραν και
τα πέντε στη σειρά κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ένιωθαν τώρα μια παράξενη
λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να πούνε λέξη,
σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!
Δεν
ακουγόταν τίποτ’ άλλο στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων προβάτων, που
πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους στα γόνατά
της και στη μαύρη της ποδιά.
Κι ήταν,
παντού, σαν μια πανώρια μουσική, σαν μια αόρατη, μεγάλη αρμονία, λες κι όλα
τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.
Και τα
παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.
Κι ενώ ήταν
σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν
ποδοβολητά αλόγων.
Σήκωσαν
τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην είσοδο της
μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι.
Φορούσαν ρούχα
βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ’ άστρα και στη μέση το
φεγγάρι. Στ’ αυτιά τους ήταν περασμένα σκουλαρίκια και κουβαλούσανε πολύτιμα
κουτιά, σκαλισμένα γύρω γύρω με σεντέφι[13].
Μόλις
ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις κι έφτασαν ως την πόρτα της καλύβας. Έπεσαν
τότε χάμω και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν, σηκώθηκαν
και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα κουτιά.
Κι όλος ο
τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που σκέπασαν τη μυρωδιά
του στάβλου και την αποφορά[14]
της κοπριάς — κι έκαμαν τη φτωχή μικρή καλύβα να μοσχοβολάει σα ναός…
Κι έβγαλαν
μέσ’ απ’ τα κουτιά φανταχτερά στολίδια — ρουμπίνια[15]
και τοπάζια[16] και
αμέθυστους[17] και
περιδέραια όλο μαργαριτάρια – και τ’ ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά…
Και τα
παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα…
Και καθώς
άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε το καθένα μες στα ρούχα του, στο φτωχικό
συνηθισμένο του κρεβάτι…
Τότε, το
καθένα χωριστά, είπε, μες στα βάθη της ψυχής του, πως όλ’ αυτά τα είχε δει μες
στ’ όνειρό του… Και γι’ αυτό, το βράδυ που ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα
κουβέντα.
Επειδή,
βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους, που φλυαρούμε
διαρκώς το καθετί και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο μας. Εκείνα δεν το
συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους.
Κι εξάλλου,
το ξεχνούν την ίδια μέρα…
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)
Το διήγημα γράφτηκε το 1929
Μεταγραφή πρωτότυπου
κειμένου – Επιμέλεια σχολίων
© Δημήτρης
Φιλελές, 2019
[1] παίρνω
σβάρνα = επισκέπτομαι διαδοχικά (από τη σβάρνα (σλαβικά barna), το γεωργικό
εργαλείο που σπάζει βόλους χώματος).
[2] φίνα (ιταλικά
fino) = τέλεια,
υπέροχα.
[3] το
φράγκο (ιταλικά franco)
= η δραχμή, το παλιό εθνικό μας νόμισμα.
[4] η γαζέτα
(βενετικά gazeta) = τα
κέρματα μικρής αξίας, τα ψιλά.
[5] χαρτί =
εννοούνται τα χαρτονομίσματα.
[6] Καρούζο Ενρίκο
(1873-1921) = σπουδαίος Ιταλός τενόρος.
[7] φύρδην
μίγδην = ανακατεμένοι.
[8] το πανί
= εννοείται η οθόνη του κινηματογράφου.
[9]
εκστατικός = αυτός που αισθάνεται βαθιά έκπληξη και συγκίνηση.
[10] πράος =
ήρεμος, απαλός.
[11]
συναγμένος = συγκεντρωμένος.
[12]
προσηλωμένος = αυτός που έχει στρέψει όλη την προσοχή του σε ένα αντικείμενο ή
μια εργασία.
[13] το
σεντέφι (τουρκικά sedef)
= το μαργαριτάρι.
[14] η
αποφορά = η πολύ δυσάρεστη οσμή, η βρώμα.
[16]το
τοπάζι = πολύτιμος λίθος κίτρινου χρώματος.
[17]ο
αμέθυστος = πολύτιμος λίθος μπλε χρώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου