ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Κρύο τσουχτερό
έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σαν να τα ‘νε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μα ο
κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με
το πετρέλαιο. Τα μαγαζιά στην αγορά φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ’ όλα τα καλά. Ο
κόσμος μπαινόβγαινε και ψώνιζε· από το ‘να μαγαζί έβγαινε, στ’ άλλο έμπαινε. Κι
όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.
Οι μεγάλοι
καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε[1].
Ο καφενές τ’ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δυο
σόμπες και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ’ έξω έβλεπες σαν ίσκιους τους ανθρώπους.
Οι μουστερήδες[2]
είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι
νοικοκυραίοι.
Κάθε τόσο άνοιγε η
πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα
βγαίνανε. Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα[3],
μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και
τώρα, που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα[4]
κι εκείνα παράφωνα.
Αντίκρυ στο μεγάλο
καφενέ τ’ Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια.
Ίσια ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενέ ήτανε ένα μικρό καφενεδάκι, το
πιο φτωχικό σ’ όλη την πολιτεία, μια ποντικότρυπα.
Ενώ ο μεγάλος
καφενές φεγγοβολούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη, η ποντικότρυπα
ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα, μια λάμπα τσιμπλιασμένη, μια άναβε, μια έσβηνε,
όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η φιτιλήθρα[5]
ήτανε στραβοβιδωμένη και τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή, του
μπαρμπα-Γιαννακού του Χατζή, το φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο από το
‘να μάγουλο και στην τρύπα είχε κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο[6].
Βάλε με το νου σου τι φως έδινε μια τέτοια λάμπα. Τα σανίδια ήτανε σάπια και
τρίζανε.
Στον τοίχο ήτανε
κρεμασμένα δυο τρία παμπάλαια κάδρα, καπνισμένα σαν αρχαία εικονίσματα : το ‘να
παρίστανε τον Μέγα Πέτρο[7]
που τον έδερνε η φουρτούνα, τ’ άλλο τον μάντη Τειρεσία[8]
που μιλούσε με τον Αγαμέμνονα[9]
και τ’ άλλο τον Παναγή τον Κουταλιανό[10]
που πάλευε με την τίγρη.
Η πελατεία ήτανε
συνέχεια με το καφενείο. Όλοι όλοι ήτανε πέντ’ έξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα,
με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε αγκίστρι. Δυο τρεις ήτανε
γιαλικάρηδες, δηλαδή είχανε καμιά σάπια βάρκα και βγάζανε θαλασσινά για
μεζέδες, που τα λέγανε γιαλικά, γιατί βρίσκονται στο γιαλό, δηλαδή στα ρηχά
νερά. Οι άλλοι ήτανε φροκαλάδες[11],
δηλαδή κάνανε φροκαλιές. Ήτανε και κανένας νεροκουβαλητής και κανένας
καρβουνιάρης. Να, αυτή ήτανε η πελατεία.
Ο βοριάς έμπαινε
μέσα από την τρόμπα[12]
και στριφογύριζε τη λάμπα που κρεμότανε από το μαυρισμένο ταβάνι κι αναβόσβηνε.
Από το κρύο τρέμανε οι γέροι και χουχουλίζανε[13]
τα χέρια τους, τα βάζανε κι από πάνω από το τσιγάρο, τάχα για να ζεσταθούνε.
Ο φουκαράς ο
καφετζής, για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο[14],
πηγαινοερχότανε από το τεζάκι[15]
ίσαμε την πόρτα, με την παλιά γούνα ριγμένη από πάνω του, και, για να δώσει
κουράγιο στην πελατεία, εκεί που σουλατσάριζε, τον έπιανε το σύγκρυο[16]
και χτυπούσανε τα κατωσάγονά του κι έσφιγγε απάνω του την παλιοπατατούκα[17]
του κι έλεγε :
- Εεεεεχ! Μωρέ,
ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας!...
Ύστερα γύριζε κι
έδειχνε το μεγάλο καφενέ, που καπνίζανε κάργα[18]
οι σόμπες, κι έλεγε :
- Αντίκρυ, σκυλί
ψοφά από το κρύο…, σκυλί ψοφά!
Ο καημένος ο
μπαρμπα-Χατζής!
Απ’ έξω περνούσε
κόσμος βιαστικός, με γέλια και με χαρές. Από δω κι από κει ακούγονταν τα παιδιά
που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά.
Η ώρα περνούσε κι
ανάριευε[19]
σιγά σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν[20]
ένα ένα. Μονάχα μέσα στα μπαρμπέρικα[21]
ξυρίζονταν ακόμα κάτι λίγοι.
Στην αγορά λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες[22]
γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε
ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι ήτανε
χαρούμενοι κι υποδέχονταν τους ψαλτάδες κι εκείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν
χοτζάδες[23] :
Καλήν εσπέρα,
άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία
γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται
σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
οι ουρανοί
αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…
Κι αφού εξιστορούσαν όσα λέει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους αγγέλους,
τους τσοπάνηδες, τους Μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των νηπίων και τη Ραχήλ που
έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια :
Ιδού όπου σας
είπαμε όλη την ιστορία,
του Ιησού μας του
Χριστού γέννηση την αγία.
Και σας
καλονυχτίζουμε, πέσετε, κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνο πάρετε
και πάλι σηκωθείτε.
Και βάλετε τα ρούχα
σας, όμορφα να ντυθείτε,
στην εκκλησία
τρέξατε, με προθυμία μπείτε,
ν’ ακούσετε με
προσοχή όλη την υμνωδία
και με πολλή
ευλάβεια τη θεία λειτουργία.
Και πάλι να
γυρίσετε εις το αρχοντικό σας,
ευθύς τραπέζι
στρώσετε, βάλτε το φαγητό σας.
Και τον σταυρό σας
κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε,
δώστε και κανενός
φτωχού, όστις να υστερείται.
Δώστε κι εμάς τον
κόπο μας, ό,τ’ είναι ορισμός σας
και ο Χριστός μας
πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Και εις έτη πολλά!
Μπαίνανε στο σπίτι
με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον
κουβαρντά[24]
το νοικοκύρη κι από τη νοικοκυρά λογιών λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί
ακόμα δεν είχε γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σ’ ένα καλάθι.
Αβραμιαία[25]
πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γίνηκαν σαν ξερίχια[26]
από τον πολιτισμό! Πάνε τα καλά χρόνια!
Όλα γίνονταν όπως
τα ‘λεγε το τραγούδι : Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου
αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησιές της χώρας. Τι
γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες τις ευρωπαϊκές, που θαρρείς πως είναι
ντενεκεδένιες! Στολίζονταν όλοι, βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε στην
εκκλησιά.
Σαν τέλειωνε η
Λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες
φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια
περιμένανε στρωμένα μ’ άσπρα τραπεζομάντιλα και είχανε πάνω ό,τι βάλει ο νους
σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι άρχοντες στέλνανε απ’
όλα στους φτωχούς. Κι αντί να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε. Η Παρθένος
σήμερον τον υπερούσιον[27]
τίκτει. Μυστήριον ξένον ορώ[28]
και παράδοξον». Αφού ευφραίνονταν[29]
όλοι, πλαγιάζανε ξέγνοιαστοι, σαν τ’ αρνιά που κοιμόνταν στο παχνί[30],
τότε που γεννήθηκε ο Χριστός, στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας.
Τώρα ας πάμε την
ίδια βραδιά στην αντικρινή στεριά, που τρεμοσβήνουνε ένα δυο μικρά φωτάκια,
πέρα από το πέλαγος, που βογκά από τον άγριο το χιονιά.
Είναι ένα μαντρί
πίσω από μια ραχούλα, κοντά στη θάλασσα, φυτρωμένη από πουρνάρια. Αυτό το
μαντρί είναι του Γιάννη του Βλογημένου. Τα πρόβατα είναι μαζεμένα κάτω από τη
σαγιά[31]
και ακούγονται τα κουδούνια, τιν-τιν, όπως αναχαράζουνε[32].
Επειδή γεννάνε, οι τσοπάνηδες παραφυλάνε και μόλις γεννηθεί κανένα αρνί, τ’
αρπάζουνε και το βάζουνε στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά να μην
παγώσει. Απ’ έξω φωνάζουνε οι μανάδες. Η φωτιά βγάζει φλόγες και το καλύβι
είναι σαν χαμάμ[33].
Εκεί μέσα βρίσκονται
έξι εφτά νοματαίοι, καθισμένοι γύρω από το σοφρά[34].
Πρώτος είναι ο αρχιτσέλιγκας Γιάννης ο Βλογημένος που άμα τον δεις, θαρρείς πως
βρίσκεσαι αληθινά στο μαντρί που γεννήθηκε ο Χριστός. Είναι αρχαίος άνθρωπος,
αθώος, με γένια μαύρα, σαν άγιος. Τα ρούχα που φορά είναι βρακιά ανατολίτικα,
στα ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά δεμένα με σκοινιά, στο σελάχι[35]
του έχει ίσκα[36]
και τσακμάκι. Κι οι άλλοι τσοπάνηδες είναι σαν τον Γιάννη, μονάχα που ο Γιάννης
κάθεται με το πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή βγαίνουνε έξω για να κοιτάζουνε
τα νεογέννητα, φοράνε προβιές προβάτων, με το μαλλί γυρισμένο από μέσα.
Αυτοί που κάθονται
στο σοφρά είναι μουσαφίρηδες[37].
Ο ένας είναι ο Παναγής ο Στριγκάρος, κοντραμπατζής[38]
ξακουσμένος για την παλικαριά του. Είχε πάει για κυνήγι και νυχτώθηκε στο
μαντρί. Με τον Γιάννη γνωρίζονταν από χρόνια κι είχε κοιμηθεί πολλές φορές στη
στάνη. Οι άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, που κάνανε κάρβουνα εκεί κοντά. Οι
άλλοι δυο ήτανε ψαράδες, ο γερο-Ψύλλος με το γιο του, τον Κωνσταντή.
Κάθονταν λοιπόν
γύρω στο σοφρά και τρώγανε. Απάνω στο τραπέζι ήτανε κρέατα, μυζήθρες ανάλατες,
μανούρια, αγίζια[39],
ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες κι άλλα πουλιά του κυνηγιού.
Ο ένας ο
καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια[40]
της Πόλης, από τη Μάδυτο[41],
κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκιά και βαριά, τζουράδικη[42].
Έψαλε το «Μεγάλυνον, ψυχή μου» με
τέτοιο μεράκι, που κλάψανε οι άλλοι που τον ακούγανε κι ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Το καλύβι γίνηκε σαν εκκλησιά, έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε ο Χριστός.
Απ’ έξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα
ρουπάκια[43].
Ο γερο-Στριγκάρος καθότανε στα σκοτεινά συλλογισμένος και μασούσε το μουστάκι
του. Φορούσε μια κατσούλα[44]
από αστραχάν[45],
μ’ όλο που έκανε ζέστη, κι είχε χωμένη την παλάμη του κάθε χεριού του μέσα στ’
ανοιχτό μανίκι του άλλου χεριού.
Για μια στιγμή
σωπάσανε να κουβεντιάζουνε. Ο Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε το χώμα. Κούνησε
κάμποσο το κεφάλι του κι άνοιξε το στόμα του και είπε :
- Βρε παιδιά, καλά
εσείς, γιορτάζετε τη χάρη Του, είσαστε καλοί άνθρωποι. Αμ εγώ, τι ψυχή θα παραδώσω,
που σκότωσα καμιά εικοσαριά ανθρώπους; Ακόμα και γυναίκες ξεκοίλιασα και μωρά
πράματα χάλασα[46]!
Κανένας δε μίλησε.
Ύστερα από ώρα, σα να ‘τανε μοναχός, ξανακούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε
και είπε :
- Άραγε υπάρχει
Κόλαση και Παράδεισος ;…
Και δάγκασε το
μουστάκι του. Ξανακούνησε το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα του, σαν να
μιλούσε με τον εαυτό του :
Δεν μπορεί! Κατιτί
θα υπάρχει…
Και δεν ξαναμίλησε.
Φώτης
Κόντογλου (1895-1965)
Μεταγραφή πρωτότυπου κειμένου – Επιμέλεια σχολίων
© Δημήτρης Φιλελές, 2019
[3]
μισοκούτελος = ο άμυαλος, ο χαζός.
[4]
μπρούμυτα κι ανάσκελα = επαναλαμβάνω το ίδια λόγια.
[5] η φιτιλήθρα
= η υποδοχή απ’ όπου ανεβαίνει το φιτίλι.
[6] το
ταραμαδόχαρτο = το χαρτί που τυλίγεται ο ταραμάς, η λαδόκολλα.
[7] Μέγας
Πέτρος (1672-1725) = τσάρος της Ρωσίας.
[8]
Τειρεσίας = Θηβαίος μάντης της αρχαιότητας, που πήρε το χάρισμα της μαντικής
από τον Δία.
[9]
Αγαμέμνονας = βασιλιάς των Μυκηνών και του Άργους, αρχηγός των Ελλήνων στον
Τρωικό πόλεμο.
[10] Παναγής
Κουταλιανός (1847-1916) = Έλληνας παλαιστής από την Κούταλη της Προποντίδας
(κατά μία εκδοχή), διάσημος για την υπερφυσική του δύναμη. Εξαιτίας αυτού του
χαρίσματος, δημιουργήθηκαν διάφοροι θρύλοι γύρω απ’ το όνομά του.
[11] ο
φροκαλάς = αυτός που φτιάχνει σκούπες από σκουπόχορτο (η φροκαλιά = σκούπα, το
φρόκαλο = σκουπίδι).
[13]
χουχουλίζω = φυσώ ζεστό αέρα μέσα στις παλάμες για να ζεσταθούν.
[15] το
τεζάκι ή τεζάχι (τουρκικά tezgâh) = ο πάγκος του
καταστήματος που χρησιμοποιείται για την έκθεση των προϊόντων του.
[16] το
σύγκρυο = η τρεμούλα που προκαλείται από το πολύ κρύο ή την έντονη ταραχή.
[19]
αναριεύω = αραιώνω.
[20] σφαλώ =
κλείνω.
[25]
αβραμιαίος (από τον Αβραάμ) = αρχοντικός.
[26] το
ξερίχι = το μαύρο σταφύλι.
[27] υπερούσιος
= αυτός που βρίσκεται πέρα από την ουσία και δε μπορούμε να τον κατανοήσουμε με
τη γνώση.
[28] ορώ
(αρχαία ελληνικά) = βλέπω.
[29]
ευφραίνομαι = ευχαριστιέμαι.
[30] το
παχνί = το μέρος που τοποθετείται η τροφή των ζώων στο στάβλο, η φάτνη.
[32]
αναχαράζω = αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω.
[35] το
σελάχι = η δερμάτινη ζώνη με θήκη για τα όπλα.
[36] η ίσκα
(λατινικά esca) = μύκητας
που αποξηραίνεται και χρησιμοποιείται για να ανάψουμε το τσακμάκι (τουρκικά cakmak = αναπτήρας).
[39] το
αγίζι = το πρωτόγαλα, το γάλα των πρώτων ωρών ή ημερών που τα θηλαστικά δίνουν
στα νεογνά τους.
[40] το
μπουγάζι (τουρκικά bogaz) = το στενό θαλάσσιο πέρασμα.
[41] η
Μάδυτος = αρχαία ελληνική πόλη της Θράκης, χτισμένη στα νερά του Ελλήσποντου.
[42]
τζουράδικος = αυτός που έχει το μελωδικό ήχο του τζουρά, του έγχορδου μουσικού
οργάνου που είναι συγγενικό με το μπουζούκι και το μπαγλαμά.
[43] το
ρουπάκι = η βελανιδιά.
[45]
αστραχάν (από τη ρωσική πόλη Astrakhan)
= τριχωτή γούνα που προέρχεται από πρόβατα της ράτσας Καρακούλ της κεντρικής
Ασίας.
[46] χαλώ =
εξοντώνω, σκοτώνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου