#διαβάζω_για_σένα
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
«Αφήσετε τα Παιδάκια να Έρχονται σε Μένα»
Όπως και στην Ιουδαία, έτσι και πέρα από τον Ιορδάνη, στη νότια Περαία, βρήκαν οι διεστραμμένοι Φαρισαίοι τον Ιησού, και με κάθε τρόπο τον πείραζαν και του έκαναν ρωτήματα, με την ελπίδα πως η ηθική που δίδασκε, μπορούσε να έλθει σε αντιλογία με το νόμο του Μωυσή.
Οι Εβραίοι, από την αρχή της ιστορίας τους, παντρεύονταν, χώριζαν και ξαναπαντρεύονταν με τη μεγαλύτερη ευκολία, μα την ανήθικη εκείνη εποχή το είχαν παραξηλώσει. Άλλωστε, ο άρχοντάς τους πρώτος, ο τετράρχης Ηρώδης Αντίπας, είχε χωρίσει τη γυναίκα του και την ξαπέστειλε πίσω στον πατέρα της, τον Εμίρη της Αραβίας, για να στεφανωθεί τη χωρισμένη γυναίκα του αδελφού του, την Ηρωδιάδα.
Με την υστεροβουλία ίσως να βάλουν τον Ιησού σε
δυσκολία και απέναντι των αρχών ακόμα, μαζεύτηκαν μια μέρα γύρω του και τον
ρώτησαν:
— Επιτρέπεται
να χωρίζει κανείς τη γυναίκα του;
Ο Ιησούς τους ρώτησε:
— Τι
σας πρόσταξε ο Μωυσής;
Αυτοί είπαν:
— Ο
Μωυσής επέτρεψε να κάνεις έγγραφο διαζυγίου και να χωρίσεις.
Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε:
— Κατά τη σκληρή σας καρδιά σάς έγραψε την εντολή αυτή. Δε διαβάσατε πως εκείνος που έκανε από την αρχή τον άντρα και τη γυναίκα, τους έπλασε και τους είπε: «Γι αυτό το δεσμό θ' αφήσει ο άνθρωπος πατέρα και μητέρα, και θα ενωθεί με τη γυναίκα του και θα γίνουν ένα και οι δυο»; Λοιπόν εκείνο που ένωσε ο Θεός, ο άνθρωπος να μην το χωρίζει.
Αποστομώθηκαν οι Φαρισαίοι. Τα λόγια αυτά του Ιησού καταδίκαζαν τους άρχοντες και μεγαλουσιάνους, τους ιερείς και αυτούς τους ίδιους τους Φαρισαίους, τους υποκριτές, που ήταν οι πιο ανήθικοι, που παντρεύονταν και ξαναπαντρεύονταν και χώριζαν οπόταν βαριούνταν τη γυναίκα τους.
Οι μικροί όμως και ταπεινοί άκουσαν με
συγκίνηση τη διδασκαλία του, και η καρδιά τους πλημμύριζε αγάπη για τον
πονόψυχο εξαίσιο νέο προφήτη, το δίκαιο και ανεπηρέαστο κριτή, που χτυπούσε
αμείλικτα τους τυράννους. Γυναίκες πολλές μαζεύονταν ν' ακούσουν, και πολλές
τον ακολουθούσαν, και όσες είχαν παιδιά τού τα έφερναν και τ' ακουμπούσαν στα
πόδια του για να τα ευλογήσει.
Και μια μέρα, μαζεύτηκαν τόσα πολλά, που οι
μαθητές θύμωσαν με τις μανάδες, και γύρευαν να διώξουν τα παιδιά. Μα το
αντιλήφθηκε ο Ιησούς και αγανάκτησε. Μάλωσε τους μαθητές του και τους είπε:
— Αφήσετε
τα παιδάκια να έρχονται σε μένα, και μην τα εμποδίζετε. Γιατί σε όσους είναι
σαν και αυτά ανήκει η Βασιλεία του Θεού. Αλήθεια σας λέγω, όποιος δε δεχθεί σαν
παιδί τη Βασιλεία του Θεού, δε θα μπει μέσα σ' αυτήν.
Και, αγκαλιάζοντας τα παιδάκια, τα κατευλογούσε βάζοντας τα χέρια απάνω τους.
Ένας νέος άρχοντας, που είχε μεγάλα πλούτη,
άκουε και έβλεπε όλα αυτά, και συγκινήθηκε βαθιά. Καθώς πήγαινε ο Ιησούς στο
δρόμο, έτρεξε αυτός, και, πέφτοντας στα γόνατα μπροστά του, τον ρώτησε:
— Δάσκαλέ
μου αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω ζωή παντοτινή;
Του είπε ο Ιησούς:
— Γιατί
με λες αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά ένας μόνος, ο Θεός. Αν θέλεις να
μπεις στη ζωή των ουρανών, να φυλάγεις τις εντολές.
Τον ρώτησε ο νέος:
— Ποιες
εντολές, Κύριε;
Και ο Ιησούς του είπε:
— «Μη
σκοτώσεις», «μην ατιμάσεις», «μην κλέψεις», «μην ψευδομαρτυρήσεις», «τίμα τον
πατέρα σου και τη μητέρα σου», «αγάπα τον πλησίον σου σαν τον ίδιο τον εαυτό
σου».
Ο νέος αποκρίθηκε και του είπε:
— Δάσκαλε, όλα αυτά τα φύλαξα από τα μικρά μου χρόνια.
Ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια του απάνω του και τον
αγάπησε και είπε:
— Ένα
σου λείπει ακόμα. Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε ό,τι έχεις, και
δώσε τα στους φτωχούς, και θα βρεις θησαυρό στον ουρανό. Και έλα, ακολούθα με,
φορτώσου το σταυρό σου.
Μα ο νέος άρχοντας σκυθρώπασε με το λόγο αυτό,
και έφυγε λυπημένος, γιατί είχε κτήματα πολλά και ήταν πολύ πλούσιος.
Τον είδε ο Ιησούς που έφευγε, και γυρνώντας
στους μαθητές του είπε:
— Τι δύσκολα που θα μπουν στη Βασιλεία του Θεού εκείνοι που έχουν χρήματα!
Οι μαθητές απόρησαν με την αυστηρή αυτή
αποδοκιμασία των πλουσίων. Το είδε ο Ιησούς, και πιο γλυκά τους ξαναείπε:
— Παιδιά μου πόσο δύσκολο είναι για κείνους που πιστεύουν στα χρήματα, να μπουν στη Βασιλεία του Θεού. Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα από τρύπα βελόνας, παρά να μπει πλούσιος στη Βασιλεία του Θεού. Τ' άκουσαν οι μαθητές, και τρόμαξαν ακόμα περισσότερο. Ήταν αδύνατο να περάσει καμήλα από τρύπα βελόνας· λοιπόν κάθε πλούσιος ήταν άραγε καταδικασμένος να πάγει στην κόλαση;
Ανήσυχα τον ρώτησαν:
— Ποιος
άραγε μπορεί να σωθεί;
Σήκωσε ο Ιησούς τα μάτια του απάνω τους, και
είπε:
— Στους
ανθρώπους αδύνατο, αλλά στο Θεό όλα είναι δυνατά.
Τότε άρχισε ο Πέτρος να λέγει:
— Να, εμείς τ' αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε.
Όπως ο Ματθαίος είχε παρατήσει όλα του τα
πλούτη, έτσι και ο Πέτρος είχε πουλήσει τη βάρκα του και ό,τι είχε, για ν'
ακολουθήσει τον Ιησού. Το ίδιο είχε κάνει και ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και άλλοι.
Να του ήλθε άραγε απορία του Πέτρου, ακούοντας τα λόγια του Ιησού, μην πήγε
χαμένη η θυσία του αυτή, αφού ήταν τόσο δύσκολο να μπει στη Βασιλεία των
Ουρανών; Ήρεμη και ησυχαστική ήλθε η απάντηση του Ιησού:
— Αλήθεια
σας λέγω, κανένας που άφησε σπίτι ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή
γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια, για χατίρι μου και για το ευαγγέλιο μου, κανένας
δεν είναι που να μη λάβει εκατό φορές περισσότερα, και ζωή αιώνια.
Και, ως προειδοποίηση, τους επανέλαβε εκείνο
που τους είχε πει και άλλοτε:
— Πολλοί από κείνους που είναι πρώτοι θα γίνουν τελευταίοι, και οι τελευταίοι πρώτοι.
Και τους είπε μια παραβολή, για να νιώσουν καλά πως η Βασιλεία των Ουρανών δεν έχει υπολογισμούς και παζάρια, παρά πρώτα από όλα θέλει αγαθή καρδιά, απαλλαγμένη από ζήλια και φθόνο.
— Η Βασιλεία των Ουρανών, λέγει, μοιάζει με οικοδεσπότη που βγήκε, πρωί πρωί, να συμφωνήσει εργάτες στο αμπέλι του· και αφού συμφώνησε από ένα δηνάρι τον καθένα την ημέρα, τους έστειλε στον αμπελώνα του. Βγαίνοντας πάλι την τρίτη ώρα, είδε άλλους εργάτες που στέκονταν στην αγορά άεργοι, και σ' εκείνους είπε: «Πηγαίνετε κι εσείς στο αμπέλι μου, και ό,τι είναι δίκαιο, θα σας το δώσω.» Κι εκείνοι πήγαν. Πάλι βγήκε την έκτη ώρα και την ένατη και έκανε το ίδιο. Κατά την ενδέκατη ώρα βγήκε και βρήκε άλλους που στέκονταν άεργοι, και τους λέγει: «Γιατί κάθεστε όλη μέρα;» Του αποκρίθηκαν αυτοί: «Κανείς δε μας συμφώνησε.» Τους λέγει τότε κείνος: «Πηγαίνετε κι εσείς στο αμπέλι μου, και ό,τι είναι δίκαιο, θα το λάβετε.»
Σα βράδιασε, λέγει ο νοικοκύρης στον επιστάτη του: «Κάλεσε τους εργάτες, και δώσε τους το μισθό τους, αρχίζοντας από τους τελευταίους και πηγαίνοντας ως τους πρώτους.» Ήλθαν εκείνοι που έφθασαν την ενδέκατη ώρα, και πήραν ένα δηνάρι· ήλθαν και οι πρώτοι, και νόμιζαν πως θα πάρουν περισσότερα, μα έλαβαν και αυτοί ένα δηνάρι.
Το πήραν, και άρχισαν να μουρμουρίζουν εναντίον του νοικοκύρη, λέγοντας πως, «Αυτοί οι τελευταίοι μιαν ώρα μόνο δούλεψαν ίσα τους κάνει μ' εμάς, που φορτωθήκαμε όλο το βάρος της μέρας και την κάψα;» Μα εκείνος αποκρίθηκε σ' έναν απ' αυτούς και του είπε: «Φίλε, δε σε αδικώ. Δε σε συμφώνησα ένα δηνάρι; Πάρε το δικό σου και πήγαινε. Μα θέλω και του τελευταίου να δώσω όσα και σένα, ή μήπως και δεν είμαι κύριος να κάνω ό,τι θέλω με τα δικά μου χρήματα; Ή μήπως είναι το μάτι σου φθονερό, γιατί είμαι εγώ καλός;» Έτσι —πρόσθεσε τελειώνοντας ο Ιησούς— θα είναι οι τελευταίοι πρώτοι και οι πρώτοι τελευταίοι. Γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ