ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

Α-λέκτορες

 


Α-λέκτορες

 

Οι εμπορίσκοι λέκτορες

διαλαλούν την πιο φτηνή πραμάτεια

διαρηγνύοντες ενίοτε τα ιμάτια

κραδαίνουν το λειρί ωσάν αλέκτορες

και προαλείφονται για εκλέκτορες

γράφουν διαπρύσια συγγράμματα

με πλήθος ανοησίες και παροράματα

προσφύονται ψοφοδεώς σε κόμματα

δοξολογούν τα περιττώματα

και περπατούν πάνω σε πτώματα

συχνά εν τέλει αναρριχώνται

και ούτε καν διερωτώνται

αν όντως ουρανόθεν ψιχαλίζει

ή κάποιος με τα πτύελα τους χρίζει.

 

© Δημήτρης Φιλελές


Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Μίλτος Σαχτούρης - Ο καθρέφτης

 #διαβάζω_για_σένα



Ο καθρέφτης

 

Στη Νόρα Αναγνωστάκη

 

Σα γύρισε ο καθρέφτης μου

στον ουρανό

φάνηκε

ένα φεγγάρι μισοφαγωμένο

 

από τα κόκκινα μυρμήγκια

της φωτιάς

κι ένα κεφάλι πλάι του

να καίει κι αυτό μέσα σε πύρινη

βροχή

να λάμπει το κεφάλι

 

να φέγγει

καθώς το έπαιρνε το έκανε κάρβουνο

η φωτιά

να ψιθυρίζει:

—Τα δέντρα καίνε φεύγουνε σαν τα μαλλιά

ο άγγελος χάνεται με καψαλισμένα

τα φτερά

 

κι ο πόνος

σκύλος με σπασμένο πόδι

μένει

μένει

 

Μίλτος Σαχτούρης

Από την ποιητική συλλογή «Τα στίγματα» (1962)

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

Μίλτος Σαχτούρης - Οι τρεις εραστές

 #διαβάζω_για_σένα



Οι τρεις εραστές

 

Στις βραδινές βρεγμένες στράτες

Αχνίζει ένα φως θαλασσί

Πλατύ χέρι στην καρδιά

Βήματα ερειπωμένα

Τρεις εραστές διαβαίνουν απ’ τα χέρια πιασμένοι.

                         

Ο πρώτος…

Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του

Τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο

Να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα

Να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων που λιώνουν

Τα δάκρυα του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος

Η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει

Το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας ο σκύλος

                             

Ο δεύτερος…

Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή

Ο τρελός την επήρε τραγούδι

Βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα

Αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί

Της αγάπης το τραγούδι το ‘χουν μάθει τώρα όλοι

Με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν

Μόνο αυτός δεν το ξέρει

                              

Ο τρίτος…

Έκανε την αγάπη του καράβι

Την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες

Τώρα έγινε πάλι παιδί

Σιάχνει πύργους με άμμο

Και μαζεύει χαλίκια κοχύλια

Και προσμένει να γυρίσει ξανά

Το καράβι η αγάπη

 

Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο

Ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θα τους τρελάνει

Κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια.

 

Μίλτος Σαχτούρης

Από την ποιητική συλλογή "Η Λησμονημένη" (1945)



Μίλτος Σαχτούρης

19 Ιουλίου 1919 - 25 Μαρτίου 2005


Σύντομη αναφορά στο ποιητικό του έργο 

«Η Μουσική των νησιών μου» (1941) 

(αποκηρυγμένη συλλογή δημοσιευμένη με το ψευδώνυμο Μίλτος Χρυσάνθης)

«Η Λησμονημένη» (1945)

«Παραλογαίς» (1948)

«Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952)

«Όταν σας μιλώ» (1956)

«Τα φάσματα ή Ή χαρά στον άλλο δρόμο» (1958)

«Ο περίπατος» (1960)

«Τα στίγματα» (1962)

«Σφραγίδα ή Η όγδοη Σελήνη» (1964)

«Το Σκεύος» (1971)

«Ποιήματα» 1945-1971 (Εκδόσεις Κέδρος, 1977)

«Χρωμοτραύματα» (1980)

«Εκτοπλάσματα» (1986)

«Καταβύθιση» (1990)

«Έκτοτε» (1996)

«Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια» (1998)

«Ποιήματα (1980-1998)» (Εκδόσεις Κέδρος, 2002)

«Ποιήματα (1945-1998)» (Εκδόσεις Κέδρος, 2014)

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Γιάννης Ρίτσος - Το εμβατήριο του ωκεανού (απόσπασμα I)

#διαβάζω_για_σένα


ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Ι)




 Το εμβατήριο του ωκεανού (Απόσπασμα Ι)


Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.

Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός

κι η μητέρα καθισμένη

στο χαμηλό σκαμνί

κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης

με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών

με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη

γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια…


Εσύ δεν είχες έρθει ακόμη.

Κοιτούσα την δύση και σ’ έβλεπα

 – μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου

 – ένα μειδίαμα σκιάς βαθειά στη θάλασσα.

 

Η μητέρα μου κρατούσε τα χέρια.

Μα εγώ

πίσω από τον τρυφερό της ώμο

πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά

στρωτά με ένα στρώμα υπομονής και ευγένειας

κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα.

 

Ένας γλάρος με φώναζε

στο βάθος της εσπέρας

εκεί στην γαλανή καμπύλη των βουνών.


Γιάννης Ρίτσος


Γιάννης Ρίτσος - Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (απόσπασμα)

 #διαβάζω_για_σένα


ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ

(Απόσπασμα)


Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (απόσπασμα)


ΣΗΜΕΡΑ μια μικρή κοπέλα, με θαλασσιά κορδέλα στα μαλλιά,

στάθηκε στην κορφή της λεύκας και κελαϊδάει.

 Απ’ το τραγούδι της πετούν μικρά πουλιά που γεμίζουν τις αυλές και

τις στέγες.

 Τα πουλιά κάθουνται στους ώμους των παιδιών.

 Οι άνθρωποι μπλέκονται στα δίχτυα των αχτίνων και τρεκλίζουν σαν

πρωτόβγαλτα πουλιά.

 Τα τριαντάφυλλα τρελάθηκαν και κάνουν τούμπες μέσα στο νερό.


 Θέ μου, το μεθυσμένο φως θα σπάσει τα τζάμια, θα πλημμυρίσει τις

κάμαρες και δε θ’ αφήσει μήτε έναν ίσκιο για να σκεπάσει η μάνα μου

τα μάτια της.

 Τότε θα τινάξει στον αέρα το μαντήλι της και θα χορέψει κείνο το

νησιώτικο χορό που χόρευε στα νιάτα της μαζί με τον πατέρα – ένα

χορό που μυρίζει θάλασσα και βάρκες φορτωμένες πορτοκάλια.

 Ο πατέρας θα κάνει πως ξέχασε τον χορό και θα χαμογελάει καθώς

θα κρούει τη φτέρνα στον αέρα.

 Κι εμείς ξοπίσω τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια και λιθάρια, θα

χορεύουμε στ’ αλώνι του ήλιου τραγουδώντας τις μέρες που δε

χάνουνται μες στο σκοτάδι, όταν οι μεγάλοι χορεύουν μαζί με τα παιδιά

τον ίδιο χορό της κάθε άνοιξης. 

………………..

ΕΝΑ ψηλό παράθυρο είναι το τραγούδι. Βλέπει στο δρόμο, βλέπει

και στον ουρανό.

 Απ’ αυτό το παράθυρο κοιτάμε τον κόσμο.

 Τα βράδια ανάβουν στις βουνοκορφές αγροτικές φωτιές σαν ανοιχτά

φωτισμένα παράθυρα στη μακρινή πολιτεία της γαλήνης.

 Εκεί κάθουνται οι άγγελοι μαζί με τους τσοπάνους και τα πρόβατα,

και ξαναλέν χαρούμενοι τα παραμύθια του περασμένου χειμώνα.

 Εμείς κουβαλήσαμε δω πέρα το χαμένο καλοκαίρι – κείνο το βράδυ

που όλοι κλαίγαν μες στον άνεμο και κρυώναν.

 Κι ο Θεός δεν είναι πια θυμωμένος με τους άγγελους που κλέψανε τα

μήλα, μήτ’ έχει μια μεγάλη χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια σαν τον

άλλον, που κάθεται ακαμάτης, καθημερινή και σκόλη, πάνου στο ταβάνι

της εκκλησιάς και γίνηκε γκρινιάρης γιατί ποτέ δεν πήρε το σκαμνί του

να βγει να κάτσει στη λιακάδα της αυλής, να ξεμουδιάσουν τα ποδάρια

του που μούχλιασαν απ’ το λιβάνι κι απ’ την υγρασία.

 Ο δικός μας Θεός γίνηκε πάλι ένα τζιτζίκι, και τραγουδάει μες στην

καρδιά μας την ώρα που κλαδεύουμε τα δέντρα του παράδεισου και

φυτεύουμε γεράνια και γαρίφαλα γύρω τριγύρω σ’ όλες τις αυλές και τα

περβόλια. 

Γιάννης Ρίτσος