Κοντός, γεροδεμένος, μελαψός, φαινόταν
άλλης ράτσας άνθρωπος, γύρω στα πενήντα. Γιος καραβομαραγκού, ο Παναγής Χαρέμης.
Τα καλοκαίρια δούλευε σε ξενοδοχείο, το χειμώνα γραφόταν στο ταμείο ανεργίας.
Πιάνανε τα χέρια του, έκανε αρκετά μεροκάματα σε βαψίματα, μαραγκοδουλειές,
καθαρισμούς κήπων, κλαδέματα. Συμπλήρωνε καλά λεφτά και τον χειμώνα, για να
κουμαντάρει την οικογένεια.
Αποτελούμενη από τονίδιο, τη Στάσα τη γυναίκα του, τα δυο παιδιά
τους. Η Στάσα βοηθούσε στα οικονομικά της οικογένειας, καθαρίστρια σε
ξενοδοχείο το καλοκαίρι, γραφόταν στο ταμείο ανεργίας και αυτή τον χειμώνα.
Τουμεγάλου δεν του άρεσαν τα γράμματα, παράτησε το σχολείο σαν έμεινε στην
πρώτη τάξη στο γυμνάσιο. Τώρα στα δεκαοχτώ καραβομαραγκός, κληρονόμος στην
επιχείρηση και στο όνομα του παππού, Νικόλας Χαρέμης. Ο μικρός Βαγγέλης, με το
όνομα του άλλου παππού, μέτριος στα γράμματα, μαθητής στην τρίτη τάξη του
γυμνασίου, τζαναμπέτης, μηχανόβιος.
Ο Παναγής, σαν χόμπι στην αρχή, σαν
επάγγελμα κατόπιν, κυνηγούσε, έδερνε ξενόφερτους, με το αζημίωτο. Γράφτηκε στη
μεγάλη οργάνωση, από εκεί τα κανόνιζαν όλα. Σε κάθε του επιχείρηση, μόνος ή με
άλλους, εκτός από την αμοιβή που έπαιρνε,ανέβαζε το γόητρό του στην οργάνωση, ανέβαινε τα σκαλοπάτια της
ιεραρχίας.
Απόψε νύχτωσε νωρίς, πέντε η ώρα που
βραδιάζει, τέλη Νοέμβρη. Έστησε καρτέρι σε έναν κακοτράχαλο, απόμερο, αδιάβατο
κατσικόδρομο, σκοτεινό, απόκοσμο, ίδιο με την ψυχή του. Τι να πω; Σαν είδε
κάποιον να έρχεται από μακριά, βγήκε στο δρόμο, περίμενε με το τσιγάρο στο
στόμα, για να έχει τα χέρια του ελεύθερα, ζήτησε με νόημα φωτιά. Ο νέος, ψηλός,
γεροδεμένος, γύρω στα τριάντα, άπλωσε τον αναπτήρα. Ο Παναγής έτεινε το μαχαίρι
προς την καρδιά του ξένου. Πρόλαβε ο άλλος, κατέβασε το χέρι του, δέχτηκε τη
μαχαιριά πάνω στη λεκάνη.
Ταυτόχρονα κουδούνισε το κινητό τηλέφωνο
του Παναγή. Εκείνος τα έχασε προς στιγμή, αποσυντονίστηκε. Τράβηξε με δυσκολία
το μαχαίρι, τραυματίζοντας το αριστερό του χέρι. Πάγωσε, το είχε για κακό, είχε
ακούσει από τον πατέρα του, και εκείνος από τους παλαιότερους, πως αν το αίμα
σου αναμειχθεί με το αίμα του εχθρού σου, μεγάλο κακό θα σε βρει. «Α στο
διάολο» είπε, χωρίς να διευκρινίσει για ποιον το είπε. Για τον ξένο, για τη
γυναίκα του τη Στάσα που τον καλούσε στο τηλέφωνο ή για το ατύχημα της
ανάμειξης του αίματός του με το αίμα του ξένου; Τραβήχτηκε δυο μέτρα πιο πίσω,
άνοιξε τη συσκευή:
«Έλα Στάσα, δεν σου είπα να με παίρνεις
μόνο σε επείγον πράγματα;»
«Ποιο επείγον πράγματα δεν γίνεται, ο
Βαγγέλης καρφώθηκε με τη μηχανή σε μια κολόνα, χτύπησε βαριά στοκεφάλι. Το κράνος το είχε περασμένο στο δεξί
του χέρι. Γύρισε να δει μια πιτσιρίκα και έγινε το κακό. Έτσι λένε. Περιμένουμε
το ασθενοφόρο».
Συνομιλούσε με τη γυναίκα του όταν είδε
τον τραυματία να κρατάει με το αριστερό χέρι την πληγή του, να σηκώνεται και να
κατευθύνεται κουτσαίνοντας προς αυτόν.
«Φτηνά τη γλίτωσες, φίδι κολοβό. Εμένα
τώρα με ζώνουν άλλα φίδια. Θα τα ξαναπούμε», του είπε και απομακρύνθηκε. Το
ασθενοφόρο παρέλαβε τον τραυματία μισή ώρα αργότερα.
Έτρεξε, έτρεξε, έτρεξε, κάπου δυο
χιλιόμετρα. Κάτωχρος, κατάκοπος, λαχανιασμένος έφτασε στην πύλη του
νοσοκομείου. Ο στριγγλός ήχος του ασθενοφόρου σίγησε καθώς εισερχόταν την πύλη
και αυτό.
«Αγόρι μου, παλληκάρι μου» είπε με δάκρια
στα μάτια και άνοιξε την πόρτα του ασθενοφόρου. Έκπληκτοι τον κοίταζαν οι
τραυματιοφορείς.
«Αυτός είναι», είπε ο τραυματίας και
έδειξε τον Παναγή. Οι νοσοκόμοι είδαν τα αίματα στο αριστερό του χέρι,
πείσθηκαν. Τον παρέδωσαν στους αστυνομικούς που είχαν φτάσει για λήψη στοιχείων
του τροχαίου ατυχήματος και πιθανή ανάκριση. Καθώς του περνούσαν τις
χειροπέδες, είδε να πλησιάζει η Στάσα. Παρακάλεσε να τον λύσουν, υποσχόμενος
πως δεν θα δραπετεύσει. Ζήτησε να δει, να συνομιλήσει με τη γυναίκα του, να
μάθει για τον γιο του. Δεν του έβγαλα τις χειροπέδες, αλλά του επέτρεψαν να
απομακρυνθεί, κοντά δέκα μέτρα, για να συνομιλήσει με τη γυναίκα του.
«Καλά
λέγανε οι παλιοί πως άμα μπερδευτεί το αίμα σου με το αίμα του εχθρού σου,
μεγάλο κακό θα σε βρει. Τι κακό, πολλά κακά και όλα μαζεμένα. Τι κάνει ο
μικρός, πώς είναι;» είπε απευθυνόμενοςστη γυναίκα του.
«Δίνει τη μάχη του, μαζί με τους
γιατρούς», του απάντησε.
«Η ώρα η κακιά», είπε προσπαθώντας να
δικαιολογηθεί.
«Ποια ώρα μου λες; Εκείνη που έσφαζες τον
άνθρωπο, αντί να είσαι κοντά στο παιδί μας, να το επιβλέπεις; Εσένα σε τρέμει,
εμένα ούτε που με λογαριάζει», είπε η Στάσα, ενώ τον κοίταζε αγριεμένη.
«Από
την οργάνωση δεν θα φανεί κανείς. Προσωπική αντιδικία θα πουν, εμείς δεν έχουμε
καμία ανάμειξη. Θα βγάλουν έξω την ουρά τους, όπως κάνουν πάντα και όλα μια
χαρά και δυο τρομάρες. Αλλά να, εδώ έχω τα διακόσια ευρώ που μου δώσανε για τη
δουλειά. Τι λες, να τα πω στην αστυνομία; Αλλά άσε, καλύτερα να κάνω την πάπια,
δεν συμφέρει. Θα τους πω και εγώ το ίδιο παραμύθι, με έβρισε, τσακωθήκαμε και
έγινε το κακό. Ούτε χρήματα, ούτε προμελέτη, καλύτερα έτσι. Να, πάρε αυτά τα
λεφτά, εκεί που θα πάω δεν τα χρειάζομαι», της είπε τελειώνοντας.
Έξαλλη η Στάσα, τον έφτυσε κατάμουτρα.
«Ματωμένα χρήματα δεν κρατάω στα χέρια
μου. Πληρώθηκες, είναι δικά σου, τα δικαιούσαι, κράτησέ τα, θα σου χρειαστούν».
Ένας
νοσοκόμος πλησίασε τη Στάσα.
«Είναι καλά, συνέρχεται, ευτυχώς», είπε
και απομακρύνθηκε.
Μισό χαμόγελο έσκασε στα χείλη του
Παναγή. Τα μάτια του καρφώθηκαν στο πρόσωπο της Στάσας, προσπαθώντας εναγώνια
να αρμέξουν κάποια συγκατάβαση. Ανακουφισμένη εκείνη, του έριξε το τελευταίο
για απόψε χαστούκι.
«Α, ναι, δεν σου είπα το τελευταίο.
Χωρίζουμε. Δηλαδή, σε χωρίζω».
Κεραυνόπληκτος, ετοιμόρροπος, ακούμπησε
την πλάτη του στον τοίχο, να μην καταρρεύσει. Οι αστυνομικοί τον οδήγησαν στο
περιπολικό.
Κοσμάς Ηλιάδης
“Στα
παλιά λημέρια”, διηγήματα
Εκδόσεις
Αποστακτήριο, Οκτώβριος 2022
Το διήγημα δημοσιεύεται με τη συγκατάθεση του συγγραφέα. Δεν αποτελεί εμπορικό προϊόν και δεν χρησιμοποιείται για εμπορικό όφελος.
Ο Νίκος Μαγλούπας οδηγεί το αυτοκίνητό
του στην περιφερειακή οδό, συνοδηγός του είναι το κορίτσι του η Ρία Ματζίκη.
Στο πορτ-μπαγκάζ υπάρχει ένα παράξενο φορτίο, ένας νεκρός. Από το ραδιόφωνο
ακούει το τραγούδι Κι αν χιονίζει και αν
βρέχει, το αγριολούλουδο αντέχει.
«Για μένα το λέει. Α ρε Νεόφυτε Μουχλιάρη,
πότε θα σε δαγκώσω, κάθαρμα», λέει, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Ρε φίλε
Γιώργο, τι σου κάνανε, πώς σε φάγανε έτσι;» Ο φίλοςο Γιώργος Λαοκράτης,
κοντοχωριανός του, γνωστός σε όλη την περιφέρεια του Κιλκίς, παλιά καραβάνα στο
ΚΚΕ, πότε στα μπουντρούμια, άλλοτε στη Μακρόνησο, περνούσε τον καιρό του
κολλημένος στις ιδέες του και ανυποχώρητος.
Η φίλη του προσπαθεί να τον συγκρατήσει,
να του δώσει κουράγιο:
«Μην το βάζεις κάτω, Νίκο, στο τέλος θα
λάμψει η αλήθεια».
Προορισμός του είναι μια απόμερη
παραλιακή γωνιά, όπου θα ρίξει το πτώμα στη θάλασσα, ώστε να φανεί πνιγμός τού πριν
ώρες πεθαμένου. Λέει στη σύντροφό του, χαϊδεύοντας το γόνατό της:
«Όλα θα πάνε καλά»,με αδιευκρίνιστοσκοπό. Να δώσει ή να πάρει κουράγιο; Πριν
ξεκινήσει τη μακάβρια πορεία του, τηλεφώνησε στον φίλο του δημοσιογράφο Γιάννη
Βλασιάδη, ειδικευόμενο στο αστυνομικό ρεπορτάζ, να μη φύγει από την εφημερίδα,
έχει κάτι συνταρακτικό να του ανακοινώσει, σε κάνα δυο ώρες.Την πορεία του διακόπτει το σκάσιμο του πίσω
δεξιά λάστιχου. Στρίβει το όχημα στη λωρίδα κινδύνου, ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ,
για να πάρει γρύλλο και ρεζέρβα. Βλέπει έναν περίεργο να πλησιάζει, κλείνει
απότομα το πορτ-μπαγκάζ, λέει στον άγνωστο πως δεν έχει ρεζέρβα, μήτε γρύλλο. Ο
άγνωστος, χωρίςνα πει κουβέντα,
απομακρύνεται. Ανοίγει πάλι με προφύλαξη το πορτ-μπαγκάζ, παίρνει τα
χρειαζούμενα και το κλείνει. Το χαλασμένο λάστιχο το βάζει στο πίσω κάθισμα.
Κατηφορίζονταςδίπλα από το
Καυταντζόγλειο, βλέπει τον δρόμο προς Τούμπα κλειστό από κάποιο τρακάρισμα ή
άλλο τυχαίο συμβάν, παρόμοιο με το δικό του.
«Σώθηκα, σήμερα Μέρφι είσαι μαζί μου, όχι
με τους δολοφόνους», μονολογεί, στρίβει στην οδό Αγίου Δημητρίου, συνεχίζει την
πορεία του προς τον Εύοσμο.
Νύχτωσε για τα καλά. Ξεφορτώνει τον νεκρό
στην πρασιά πολυκατοικίας που απέχει γύρω στα πενήντα μέτρα από το αστυνομικό
τμήμα της περιοχής. Από ένα κάπως απόμακρο περίπτερο τηλεφωνεί πάλι στον
δημοσιογράφο:
«Έλα στην οδό Χρυσανθέμων αριθμός 35, το
λαβράκι τσίμπησε. Μη ζητάς πολλά, υπάρχει πτώμα, πάρε κανένα συνάδελφο μαζί
σου».
Σε είκοσι λεπτά φτάνει ο δημοσιογράφος με
έναν ιδιωτικό αστυνομικό. Του εξηγεί πώς του φόρτωσε τον νεκρό ο διοικητής του
αστυνομικού τμήματος, μη γίνει σκάνδαλο και χάσει την προαγωγή του. Τον είχε
«γλιτώσει» από δυο τρεις στημένες παραβάσεις και τον εκβίαζε. Ο Νίκος
Μαγλούπας, μικροβιοτέχνης, προσπαθούσε να τα έχει καλά με την αστυνομία, αλλά
δεν του βγήκε σε καλό.
Ο διοικητής περίμενε σήμα για την
προαγωγή του. Αντί αυτής, εμφανίστηκαν μπροστά του την επομένη μέρα, πριν
προλάβει να πιει τον καφέ του, το δίδυμο δημοσιογράφου και ντεντέκτιβ. Η
πλεκτάνη που σχεδίασε σε βάρος του νεκρού και του βιοτέχνη, αντιστράφηκε
εναντίον του απειλητική. Δεν πέρασαν ούτε οι απειλές του, ούτε τα παρακάλια
του.
«Δεν θα έχετε από εδώ και πέρα καμία
είδηση, για μένα είστε ανεπιθύμητοι σε αυτό το τμήμα». Αλλάζει ύφος˙ «Γι’ αυτό
το παλιοκομμούνι να χάσω τη θέση μου, δεν θα είναι κρίμα κι άδικο;»
Τελείωσε το λογύδριο του χωρίς
αποτέλεσμα. Μόλις έφυγε το ενοχλητικό δίδυμο από εκεί, έβαλε τον καφέ στην
άκρη, άρχισε να πίνει με το αριστερό του χέρι, το δεξί ήταν πάντα για
σπουδαιότερες δουλειές, και να τραγουδάει Έχε
γεια, καημένε κόσμε. Ο σκοπός υπηρεσίας που τον παραμόνευε, μπήκε στο
γραφείο του, προσπάθησε να αρπάξει το πιστόλι από τα χέρια του, το πέτυχε
μερικώς. Η σφαίρα πέρασε από την άκρη του δεξιού αυτιού,έξυσε τον κρόταφο και καρφώθηκε στην κάσα την
πόρτας του γραφείου του.
Η απόπειρα τον ωφέλησε, φόρτωσαν τα
βασανιστήρια και τον θάνατο που επακολούθησε, σε δυο κατώτερους αστυνομικούς.
Όλαγίνανε, λένε, παρά τις αντίθετες
διαταγές του κυρίου διοικητή και εν αγνοία του. Τους τιμώρησαν με μετάθεση στη
Μακρόνησο, εκεί θα είχαν πλήθος κομμουνιστών.
Ο Νίκος Μαγλούπας, που δεν άντεχε πλέον
αυτή την πνιγηρή κατάσταση, παραχώρησε τη βιοτεχνία στον συνεταίρο αδελφό του,
κλέφτηκαν με την Ρία Ματζίκη και φύγανε από τη χώρα. Κάποιοι λένε πως έφυγαν,
πως βρίσκονται στη Δυτική Γερμανία, άλλοι λένε πως πήγαν στην Αγγλία, στον θείο
του αδελφό της μητέρας του, άλλοι πως βρίσκονται στη Σουηδία ασφαλείς και
τακτοποιημένοι από δουλειά, όπου ζήτησαν και πήραν πολιτικό άσυλο.
Ασήμαντες λεπτομέρειες, που τις παρουσιάζει
ως αξιοσημείωτες εσκεμμένα ο γραφιάς, προκειμένου να φουσκώσει κάπως το ισχνό
γραπτό του. Έγραψε, χωρίς να το διασταυρώσει από κάποια βαρύνουσα πηγή, πως ο
διοικητής του τμήματος, μοίραρχος Νεόφυτος Μουχλιάρης, είναι ετεροθαλής αδελφός
του Αντώνη Ματζίκη, απλού χωροφύλακα στο ίδιο αστυνομικό τμήμα. Ο Ματζίκης δεν
συναίνεσε στον γάμο της κόρης του με τον βιοτέχνη, αλλάέκανε τα στραβά μάτια στην αναχώρησή της, σε
άγνωστη χώρα, με τον αγαπημένο της.
Γόνος φτωχής πολυμελούς οικογένειας ο
Γερβάσιος Γρύπηλος, δευτερότοκος γιος του Ευσέβιου Γρύπηλου και της Ευμορφίας
Παπαγιάννη. Ένας θεοσεβούμενος, ήρεμος, ήσυχος, αγράμματος ανθρωπάκος. Πολλοί
του προσάπτουν καιάλλα προσωνύμια,
αγαθός, χαζούλης ή χαζοχαρούμενος. Ας είναι, ο καθένας παίρνει ό,τι θέλει από
την εικόνα, ανάλογα με την ωριμότητα ή με τις ιδιοτροπίες του. Αγράμματος και
ήσυχος, δίχως να κατέχει από πολιτική ή να ανακατεύεται σε αυτήν, ο ίδιος ή
κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας του. Παρ’ όλα αυτά, τον κατέταξαν στο
ελληνικό στράτευμα ημιονηγό, δηλαδή μουλαρά. Ειδικότητα ζηλευτή για γιατρούς,
δικηγόρους, καθηγητές, δασκάλους και βάλε, αρκεί να ήσαν κομμουνιστές ή
συνοδοιπόροι.
Αλλά
τον Γερβάσιο Γρύπηλο; Γιατί; Σωστοί φιλήσυχοι νοικοκυραίοι οι γονείς του, το
ίδιο κι αυτός. Λες να έγινε κάποιο λάθος; Μπορεί. Μπορεί επίσης λόγω της
αγαθοσύνης του, χωριάτης και αγράμματος, μόνο μουλάρια να φροντίζει είναι
άξιος, έτσι έκρινε το σύστημα. Έμπλεξε εκεί με ζώα, μουλάρια και ανθρώπους
επιστήμονες. Ο καημένος ένοιωθε σαν ξυπόλητος, ανάμεσα σε τόσους σπουδαγμένους
– τόσους επιστήμονες. Έτσι προθυμοποιούταν να τουςβοηθάει στα πράγματα που ήταν έξω από το
μαθησιακό τους πεδίο, αυτούς τους αγράμματους και αμάθητους σε κτηνοτροφικές
εργασίες. Ο ίδιος με τα ζωντανά τα πήγαινα καλά, πολύ καλά δηλαδή. Μάθαινε
γρήγορα τα χούγια του κάθε ζώου και του φέρονταν ανάλογα, χαλαρά στα φιλικά
ζώα, προσεκτικά και με πρόσθετα μέτρα προσοχής και επιφύλαξης στα άλλα. Δυο
τρεις φορές κινδύνεψε, αλλά τον έσωσε την τελευταία στιγμή το χωριάτικο
ένστικτο του, αυτό της συνάφειας που είχε στο χωριό του με τα ζώα.
Στο
μήνα επάνω τον κάλεσε ο λοχαγός του Α2, του δευτέρου γραφείου, του γραφείου
πληροφοριών του συντάγματος. Εκεί, στην έδρα του συντάγματος συνυπήρχαν και
πεζικάριοι. Μπήκε αμήχανος στο γραφείο, με φόβο έκδηλο στο πρόσωπο. Τον είδε ο
λοχαγός να περιφέρεται σαν ζαλισμένο κοτόπουλο στουςδιαδρόμους, τον κάλεσε να περάσει στο γραφείο
του.
«Γερβάσιος Γρύπηλος λοιπόν, να εδώ τον
έχω τον φάκελό σου, είναι πεντακάθαρος. Εντάξει, είσαι δικό μαςπαιδί, αλλά αυτό δεν μου αρκεί, θέλω κάτι
παραπάνω από εσένα».
«Προσπαθώ να κάνω σωστά τη δουλειά μου
και με το παραπάνω. Βοηθάω τους ανήμπορους, τους ανήξερους από αυτά, τους
καλαμαράδες, όπως τους φωνάζουμε οι άλλοι, σαν και εμένα αγράμματοι. Τα ζώα τα
γνωρίζω καλά και εκείνα με γνωρίζουν, με καταλαβαίνουν απόμακριά, προτού να τα πλησιάσω».
«Γρύπηλος λοιπόν, πίλος ή πηλός;»
«Πού να ξέρω από αυτά, κυρ λοχαγέ. Γρί –
πηλός, σωστά το είπες. Γρι δεν σκαμπάζω εγώ από αυτά».
«Καλά, καλά. Αλλά πρόσεχε, όχι κυρ
Λοχαγέ, κύριε λοχαγέ και στον πληθυντικό θα μου μιλάς, όχι στον ενικό, τι το
περάσαμε; Έτσι θα μου απευθύνεις τον λόγο σου».
«Μάλιστα, κύριε λοχαγέ».
«Είπαμε πως είσαι καλό παιδί, είσαι δικός μας. Ακόμα
είπαμε πως αυτό δεν μας αρκεί. Μπορώ να σε φέρω εδώ μέσα, θα σου βρούμε μια
θέση σε αυτό εδώ το γραφείο. Θα σε γλιτώσω από τις αγγαρείες και από τις
βρωμιές».
«Αγράμματος είμαι, κύριε λοχαγέ, τι μπορώ
να κάνω σε αυτό το γραφείο;»
«Όλο και κάτι θα βρούμε να κάνεις, θα
σκουπίζεις τα γραφεία, θα καθαρίζεις, θα φτιάχνεις και κανένα καφέ. Αυτά τα
πολύ βαριά καθήκοντα σκέφτομαι να σου αναθέσω».
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτε στο γραφείο,
δεν κάνω για γραφεία, κύριε λοχαγέ. Καλύτερα είναι για μένα, έτσι χωριάτης και
αγράμματος που είμαι, τα ζώα με τις τρέλες τους, με τις ιδιοτροπίες τους και με
τιςβρωμιές τους. Αυτά τα κατέχω καλά
και από το χωριό μου, δεν δυσκολεύομαι ντιπ».
«Μπορείς, μπορείς. Άκου να σου πω, εκεί
που είσαι στους στάβλους με τα ζώα, σεπεριτριγυρίζουν αρκετά κακοποιά στοιχεία. Είναι επικίνδυνοι άνθρωποι, τι
να σου πω;»
«Αυτοί οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι,
κύριε λοχαγέ; Αυτοί είναιαρνάκια του
Θεού. Πιο ήμερους ανθρώπους από αυτούς δεν συνάντησα, είναι ευγενικοί και
καλομίλητοι, έχουν τρόπους, τι να σου λέω τώρα».
«Ε, Γρύπηλε, πληθυντικό είπαμε,
πληθυντικό. Παρανόησες τι θέλω να σου πω. Δεν είναι δικοί μας, δεν είναι εθνικόφρονες,
πώς να στο πω;»
«Είναι από καλά σπίτια και μορφωμένοι,
νοικοκυραίοι και όχι κατσαπλιάδες, άλλος είναι παντρεμένος, άλλος
αρραβωνιασμένος, επιστήμονες άνθρωποι».
«Ναι, αλλά βρίζουν τη μάνα μας».
«Δεν βρίζουν, ούτε τη μάνα μας, ούτε την
αδελφή μας, μήτε το σόι μας ολόκληρο».
«Πώς δεν βρίζουν αφελέστατε, δεν βρίζουν
τη μητέρα πατρίδα;»
«Α, τη μητέρα πατρίδα; Ούτε αυτό το
άκουσα».
«Ναι, αλλά κατηγορούν την Εθνική μας
Κυβέρνηση».
«Δεν άκουσα καμιά κατηγορία, κύριε
λοχαγέ. Αυτοί είναι μια χαρά παιδιά, με το χαμόγελό τους, με τα καλαμπούρια
τους. Άλλος παίζει κιθάρα, άλλοι τραγουδάνε, μια χαρά περνάμε».
«Γερβάσιος Γρύπηλος, είπαμε. Πίλος ή
πηλός;»
«Τι είναι το πίλος, κύριε λοχαγέ;»
«Ο πίλος, αγράμματε. Ο πίλος είναι το
καπέλο».
«Άμα ήμουν γραμματιζούμενος, κύριε
λοχαγέ, θα είχα μερικές σαρδέλες ή θα βολευόμαν κάπου αλλού. Τι σόι
εθνικόφρονες είμαστε. Πάντως δεν θα ήμαν μουλαράς. Το άλλο που είπατε, το
πηλός, τι είναι πάλι ετούτο;»
«Ο πηλός αστοιχείωτε, είναι η λάσπη, το
βρεγμένο χώμα».
«Α, αυτού είμαι και εγώ. Δώσε μου χώμα,
να σου κάνω λάσπη, δώσε μου λάσπη να γυαλίσω όλο τον στάβλο».
«Κοίταξε Γερβάσιε, από τη μια μεριά δεν
με καταλαβαίνεις, από την άλλη το παρατραβάς το σχοινί. Για να τελειώνουμε,
επειδή δεν μπορώ να ασχολούμαι άλλο μαζί σου, με περιμένει ο κύριος Διοικητής,
για να τελειώνουμε, δέχεσαι να έρθεις εδώ κοντά μας, σε κάποιο γραφείο;»
«Όχι».
«Καλά, θα σου δείξω εγώ, χωριάταρε.
Ξέρεις με τι κόπο πήρα αυτά τα τρία αστέρια, ξέρεις τι ανηφόρες έχω να ανέβω
για ένα ακόμα γαλόνι; Δεν ξέρεις. Ε, λοιπόν, μάθε πώς πρέπει να φέρεσαι στον
λοχαγό του Α2. Λοχία, κλείσε τον στο πειθαρχείο, δεν θα τον βγάλεις από εκεί,
μέχρι να σου διατάξω εγώ».
«Μάλιστα, κύριε λοχαγέ».
«Και που είσαι, θα αφαιρέσεις όλα τα
προσωπικά του αντικείμενα, θα τα περιλάβεις στην έκθεση που θα συντάξεις. Σαν
λόγο θα αναφέρεις πως φέρθηκε απρεπώς στον Λοχαγό του Άλφα δυο και πως του
αντιμίλησε. Την πρώτη μέρα θα του χορηγήσεις μόνο νερό, για αργότερα τα λέμε».
«Μάλιστα κύριε Λοχαγέ, όπως διατάξατε».
«Άκου, το τσογλάνι, να σου λέει πως είναι
καλά παιδιά. Πως ο έναςπαίζει κιθάρα
και οι άλλοι τραγουδάνε. Μια χαρά περνάνε τα κωλόπαιδα».
Κοσμάς
Ηλιάδης
“Στα
παλιά λημέρια”, διηγήματα
Εκδόσεις
Αποστακτήριο, Οκτώβριος
2022
Το διήγημα δημοσιεύεται με τη συγκατάθεση του συγγραφέα. Δεν αποτελεί εμπορικό προϊόν και δεν χρησιμοποιείται για εμπορικό όφελος.