ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Κάλαντα Χριστουγέννων 2024

 


Κάλαντα Χριστουγέννων 2024

 

Καλήν ημέραν, άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας

φέτος θα πω τα κάλαντα ξανά στ’ αρχοντικό σας

 

κι ως η Μαρία γέννησε άγγελο της  ειρήνης

και πάλι σφάζονται παιδιά στη γη της Παλαιστίνης

 

άστρο τη φάτνη φωτεινό τη νύχτα δεν φωτίζει

σεργιάνι βγαίνει ο θάνατος και τις ζωές θερίζει

 

ούτε οι μάγοι κίνησαν με τ’ ακριβά τους δώρα

δρόμο δεν έχει να διαβούν στη ρημαγμένη χώρα

 

ηχούν αντί των ωσαννά σειρήνες του πολέμου

μη σ’ ανταμώσει φονικό πού να σε κρύψω, γιε μου;

 

ασπίδα βάζει το κορμί η μάνα στο μαχαίρι

το ματωμένο της κρατά στα χέρια περιστέρι

 

μη γελαστεί στο άγγιγμα του βάναυσου Ηρώδη

του Πλούτωνα να μη γευτεί φαρμακωμένο ρόδι

 

φλόγες λυγίζουν σίδερα και πέτρες κροταλίζουν

της ανθρωπιάς το άγγελμα με σάβανο στολίζουν

 

ανάλγητοι μισάνθρωποι άκαρδοι παιδοκτόνοι

μαυρίζουν του ορίζοντα το γαλανό σεντόνι

 

πώς να γιορτάσω, να χαρώ και τον χορό να σύρω

όταν η πλάση φλέγεται και λαμπαδιάζει γύρω

 

πώς την αλήθεια ν’ αρνηθώ και ν’ ασπαστώ το ψέμα

το κόκκινο το γιορτινό από αθώων αίμα

 

φωνή λαού οργή Θεού, δικάστε τους φονιάδες

ορθώστε το ανάστημα, κόψτε τους τεμενάδες

 

το βρέφος που γεννήθηκε στον ήλιο να γελάσει

να λουλουδίσει η ζωή, ν’ αναστηθεί η πλάση.

 

Εις έτη πολλά!

 

© Δημήτρης Φιλελές



Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

"Βρικόλακες" του Ίψεν στο θέατρο Radar - Κριτικό σημείωμα

 


«Βρικόλακες» του Ίψεν στο Θέατρο Radar 

Θεατρική κριτική του Δημήτρη Φιλελέ

 

Η υπόθεση:

Οι «Βρικόλακες» του Νορβηγού συγγραφέα Χένρικ Ίψεν, θεατρικό έργο γραμμένο το 1881, είναι ένα ρεαλιστικό κοινωνικό δράμα διαχρονικής αξίας. Με κεντρική ηρωίδα την Ελένα Άλβινγκ, χήρα του έκφυλου και αλκοολικού λοχαγού Άλβινγκ (όπως μαθαίνουμε καθώς εξομολογείται τη ζωή της), ο συγγραφέας τολμά να φέρει στην επιφάνεια και να καυτηριάσει τη χυδαιότητα και τη βαναυσότητα της κοινωνίας του καθωσπρεπισμού, που με χαρακτηριστική ευκολία σπρώχνει κάτω από το χαλί όσα απαράδεκτα διαδραματίζονται καθημερινά πίσω από τις ερμητικά κλειστές πόρτες του οικογενειακού περιβάλλοντος, αρκεί να διατηρήσει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Θύματα, ως συνήθως, οι γυναίκες-κόρες και στη συνέχεια γυναίκες-σύζυγοι (και οι γυναίκες γενικώς ως φύλο) που εκπαιδεύονται να υποτάσσονται στη μοίρα τους, στο καθήκον που ορίζεται ως υπακοή και αδιαμαρτύρητη προσφορά υπηρεσιών στους άντρες. Παράλληλα, όμως, τα θύματα εναλλάσσονται στον ρόλο του θύτη όταν, προκειμένου να αυτοπροστατευτούν, αναπτύσσουν ισχυρούς μηχανισμούς αφανούς αντίστασης, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο διαιώνισης του κοινωνικού μοντέλου.

Με την ευκαιρία της επιστροφής του γιου της Όσβαλντ, ζωγράφου που ζει επί σειρά ετών αποξενωμένος στο Παρίσι, και του πάστορα Μάντερς, διαχειριστή της περιουσίας για τη δημιουργία ορφανοτροφείου που θα εγκαινιαστεί στη μνήμη του συζύγου της, η κυρία Άλβινγκ θα βρεθεί απροσδόκητα μπροστά στην αναβίωση της σκληρής πραγματικότητας που έχει βιώσει και επιμελώς ως τώρα έχει αποκρύψει. Οι νεκρές λέξεις και οι απωθημένες συμπεριφορές θα ζωντανέψουν ύστερα από μια δεκαετία, οι «βρικόλακες» θα πάρουν σάρκα και οστά και θα απαιτήσουν για μια ακόμα φορά το μερίδιό τους στην καθημερινότητα. Τα πράγματα θα γίνουν ακόμα χειρότερα όταν η Ρεγγίνα, ψυχοκόρη της οικογένειας (κόρη στην πραγματικότητα του λοχαγού), αρνηθεί να ακολουθήσει τον πατέρα της Ένγκστραντ (συμμέτοχο στην απόκρυψη της αλήθειας έναντι αμοιβής) εξαιτίας του έρωτά της με τον νεαρό Όσβαλντ, που δεν γνωρίζει ότι είναι αδελφός της και προτίθεται να τον ακολουθήσει ως ερωμένη του στο Παρίσι. Όταν η αλήθεια βγαίνει αναγκαστικά στο φως, τα πάντα καταρρέουν, το παρελθόν εισβάλλει και διαρρηγνύει την ακύμαντη επιφάνεια. Η ιστορία κορυφώνεται με την αιφνιδιαστική αποκάλυψη της ανίατης ασθένειας του Όσβαλντ και το τραγικό δίλημμα της μητέρας για τη ζωή του παιδιού της. Οι «βρικόλακες» φαίνονται να ορίζουν όχι μόνο το βασανιστικό παρελθόν, αλλά και το οδυνηρό παρόν.

Η παράσταση ως συνολική εικόνα:

Η συνεπής απόδοση του αρχικού κειμένου και η σκηνοθετική ματιά της Αναστασίας Παπαστάθη είναι τα θεμελιώδη στοιχεία που δημιουργούν μια παράσταση με λόγο σύγχρονο, που θίγει όχι μόνο την κοινωνική ανισότητα των φύλων, αλλά και την πανταχού παρούσα διαφθορά που εδραιώνει την υποκρισία ως αποδεκτό κοινό τρόπο ζωής. Και όλα αυτά με ήχο φυσικό (καθοριστικό στοιχείο), ροή αδιάκοπη που εντείνει το ενδιαφέρον του θεατή και τον κρατά μέσα στην παράσταση μέχρι και την τελευταία σκηνή. Επιπλέον, ύστερα από το παρατεταμένο χειροκρότημα του φινάλε – απολύτως δικαιολογημένο, αναπόφευκτα αναδύονται ζητήματα επίκαιρα, δημιουργούνται ερωτηματικά και προκαλούνται σκέψεις που οδηγούν σε κοινωνικό προβληματισμό και συζήτηση μόλις πέσει η αυλαία.

Οι ερμηνείες:

Η Αναστασία Παπαστάθη, ως κυρία Άλβινγκ, είναι μια τραγική φυσιογνωμία. Φανερά παγιδευμένη τόσο από το κοινωνικό status όσο και από τις προσωπικές της επιλογές, επικοινωνεί στον θεατή τα αλλεπάλληλα συντριπτικά χτυπήματα που έχει δεχτεί –και εξακολουθεί να δέχεται– μέσα από τον τόνο της φωνής της, το βλέμμα και τη στάση του σώματός της χωρίς ψήγμα υπερβολής.

Ο Θοδωρής Σκούρτας, ως πάστορας Μάντερς, είναι υποδειγματικός. Με απόλυτη αίσθηση του χώρου, εξαιρετική συμμετρία κινήσεων και υποκριτική στιβαρότητα, μεταφέρει πειστικά την εκκλησιαστική δογματική στειρότητα, την καταπίεση των πιο όμορφων ανθρώπινων αισθημάτων, αλλά και τον φόβο που τον κάνει υποχωρητικό απέναντι στους συκοφάντες, που το «ανθρωπάκι» μέσα του αδυνατεί να αντιμετωπίσει.

Ο Νίκος Αναστασόπουλος, ως Ένγκστραντ, είναι η απτή προσωποποίηση της διαφθοράς, της υποκρισίας και της κουτοπονηρίας των ανθρώπων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, που δεν διστάζουν να συναλλαγούν προκειμένου να αποκομίσουν το ελάχιστο όφελος, μετατοπίζοντας τη χυδαία συμπεριφορά τους στην κακοτυχία και στα ανθρώπινα ελαττώματά τους. Αξιοθαύμαστη η κινησιολογία του (υποτιθέμενου) ανάπηρου ποδιού που διαχέεται σε ολόκληρο το σώμα του.

Ο Νεκτάριος Φαρμάκης, ως Όσβαλντ, στέκεται ισότιμα επί σκηνής, ανασύρει με επιδεξιότητα τα αντικρουόμενα αισθήματά του, αποδίδει χωρίς πλατειασμούς την εικόνα του παραιτημένου από τη ζωή νεαρού, βιώνει την παραλληλία της επιθυμίας για ζωή με τον φόβο του τρομακτικού μέλλοντος, ενώ υπηρετεί με υποκριτική συνέπεια τον ρόλο του αυτοκτονικού αρρώστου μέχρι τέλους.

Η Μαριλένα Λιακοπούλου, ως Ρεγγίνα, ενσαρκώνει με επιτυχία, από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης, το αδύναμο και ταλαιπωρημένο πλάσμα που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα «θέλω» και στα «πρέπει», ανάμεσα στην καρδιά και τη επιβεβλημένη λογική, που βρίσκει τελικά τη δύναμη να διεκδικήσει όσα της έχουν στερήσει, αποφασισμένη να πληρώσει το δικό της τίμημα.    


Η ταυτότητα της παράστασης:

Ερμηνεύουν αλφαβητικά:

Νίκος Αναστασόπουλος: Ένγκστραντ

Μαριλένα Λιακοπούλου: Ρεγγίνα

Αναστασία Παπαστάθη: κυρία Άλβινγκ

Θοδωρής Σκούρτας: πάστορας Μάντερς

Νεκτάριος Φαρμάκης: Όσβαλντ Άλβινγκ

Απόδοση – Σκηνοθεσία: Αναστασία Παπαστάθη

Σκηνικά – Κοστούμια: Κυριακή Πανούτσου

Μουσική Επιμέλεια: Πάνος Φορτούνας

Φωτισμοί: Αναστασία Παπαστάθη

Βοηθός σκηνοθέτη: Φρόσω Ανδριώτη

Φωτογραφίες: Τζούλια Χατζηκωστάκη

Video: Κώστας Σταμούλης

Επικοινωνία: Αντώνης Κοκολάκης

Θέατρο Radar / Home - Radar Theater

Πλ. Αγίου Ιωάννη & Πυθέου 93, Τ.Κ. 11744, Νέος Κόσμος,  Αθήνα,

Τηλ: 2109769294 (50 μέτρα από το Σταθμό Μετρό «Άγιος Ιωάννης») 

Ηλεκτρονική διάθεση εισιτηρίων: ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ | Εισιτήρια online! | More.com

 

 Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Βρικόλακες του Ίψεν στο Θέατρο Radar


Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Καλαβρύτων Σταύρωση και Ανάσταση

 


Καλαβρύτων Σταύρωση και Ανάσταση

 

13 Δεκέμβρη του ’43

φθονερός χειμώνας ζώνει τις αδούλωτες καρδιές

φάλαγγες μαύρες μπότες αντηχούν στα λιθόστρωτα

καρφιά πληγιάζουν την αγιασμένη γη των Καλαβρύτων

 

τέρατα ανθρωπόμορφα ξεχύνονται απ' τα καμιόνια

στον νου τους φωλιάζει των αθώων ο φόνος

στο αγριωπό τους βλέμμα ζωγραφισμένη η δίψα για αίμα

το πρόστυχο στόμα τους μια μαύρη τρύπα έτοιμη να ρουφήξει ζωές

τα ανόσια χέρια τους οπλισμένα με τα σύνεργα της σφαγής

τα πόδια τους οπλές σατανικές ξεχώνουν τα λιθάρια και ανοίγουν τάφους

 

από τις χαραμάδες στις σφαλιστές πόρτες και τα μανταλωμένα παράθυρα

τρυπώνει αόρατος ο φόβος και του θανάτου η καπνιά

σκυφτές και βουρκωμένες μοιρολογούν οι ανταρτοφωλιές του Χελμού

μαργωμένοι οι αϊτοί μαδούν τα φτερά τους

δακρυσμένος ο ήλιος κρύβεται πίσω από σύννεφα μαβιά

ανήμπορος να κόψει της καταιγίδας την ορμή

 

ολοένα ζυγώνει το θεριό και της μυλόπετρας τα δόντια ακονίζει

τους άντρες από τις γυναίκες ξεχωρίζει

τους αδερφούς από τις αδερφάδες

και τους αμούστακους τους γιους απ’ τις μανάδες

κι όλους στη ράχη του Καππή τους φράζει

ανάμεσα σε δυο φωτιές

από τη μια το βιος τους στις φλόγες παραδομένο

κι από την άλλη τα πολυβόλα να ξερνούν τον θάνατο

ώσπου με το δρεπάνι του όλα τα στάχυα να θερίσει

 

ποτάμι κόκκινο πηχτό κατηφορίζει την πλαγιά

ποτίζει το χώμα κι όθε περνά ανθίζουν παπαρούνες

που τη μαυρίλα διώχνουν και λευτεριάς αρώματα σκορπίζουν στον αγέρα

Παρασκευή Μεγάλη αν δεν ζήσουμε

Ανάστασης χαρμόσυνη καμπάνα δεν σημαίνει

 

απομεινάρια του χαλασμού

τα ρημαγμένα φτωχόσπιτα, καπνισμένα κι ολοχάσκωτα

σαν άσαρκα κρανία

να θρηνούν του κύρη τον χαμό

 

κι οι χαροκαμένες γυναίκες με τα μαύρα τσεμπέρια

που ξαπλώνουν τα βράδια το κούφιο τους κορμί σε παγερά σεντόνια

χρόνια ολάκερα άκαρπες, νεκροζώντανες,

στερημένες από τη σερνική σπορά στα σπλάχνα τους

μπήγουν τα νύχια βαθιά στα αδειανά προσκέφαλα

αχάραγα ξυπνούν από του ύπνου τους τον τάραχο

με τη γεύση του βραδινού ιδρώτα στα ξεραμένα χείλη

το καντήλι ανάβουν κάτω απ' το εικονοστάσι

τους αγίους προσκυνούν μαζί με των παππούδων τ’ άρματα

ζυμώνουν πρόσφορα και βράζουν στάρι

και μνημονεύουν τα Ψυχοσάββατα στην εκκλησιά τα ονόματα των νεομαρτύρων

 

πάντα βαρύ της λευτεριάς το τίμημα

για ν’ αντικρίζουν οι ζωντανοί τ’ ουρανού και της θάλασσας το γαλάζιο

 

Κι εσύ, μισάνθρωπε Χανς,

άνομε τρυγητή της ανθισμένης νιότης,

φονιά αρρωστημένε, σοφέ και πολυδιαβασμένε,

δεν έτυχε ποτέ σου του μπαρμπα-Γιάννη τ’ αντρειωμένα λόγια

στο διάβα σου να απαντήσεις;

 

«Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα,

όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε.

Τρώνε από μας και μένει και μαγιά».

 

© Δημήτρης Φιλελές


Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

Παλιάτσος

 


Παλιάτσος

 

Στης γειτονιές μας την πλατεία

ένας παλιάτσος κάνει αστεία

σαν μαριονέτα που χορεύει

για μεροκάματο παλεύει

κι όσο τυλίγεται στη σκόνη

να βγάλει το ψωμί ιδρώνει.

 

Στης γειτονιάς μας την πλατεία

μαζεύεται η πελατεία

του άρτου και των θεαμάτων

του τζόγου και των στοιχημάτων

με ήλιο, χιόνι ή χαλάζι

παλιάτσος μάς διασκεδάζει.

 

Στης γειτονιάς μας την πλατεία

δεν κάνουμε και αμαρτία

χρόνια την ώρα μας περνάνε

με τα προβλήματα γελάμε

μ' έναν παλιάτσο στο πλευρό μας

τροφή να δίνει στο εγώ μας.

 

Στης γειτονιάς μας την πλατεία

βρισκόμαστε σε απαρτία

με την απάθεια στο αίμα

βουλιάζουμε στο ίδιο ψέμα

στο έργο της ζωής κομπάρσοι

του εαυτού μας οι παλιάτσοι.

 

© Δημήτρης Φιλελές

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Η μέσα θάλασσα

 


Ζωγραφικό έργο της Αναστασίας Σακελλαρίου

Η μέσα θάλασσα

 

Η θάλασσα η μέσα μας ποτέ δεν γαληνεύει

και η γοργόνα ακοίμητη σιμά παραμονεύει

μέρα και νύχτα δέρνεται θολή κι ανταριασμένη

που την αλήθεια κάποτε να μάθει περιμένει.

 

Είναι μια κόκκινη γραμμή στον χάρτη η πορεία

ίσως του πάθους λύτρωση ή δίκαιη τιμωρία

ποιος δαίμονες απάντησε κι έτρεξε να γλιτώσει

ποιος άγιος δεν αμάρτησε προτού το μετανιώσει;

 

Βγάζει το κύμα στον αφρό του πειρασμού το μέλι

κι όποιος στη ρότα του το βρει να δοκιμάσει θέλει

να νιώσει τι του έφταιξε και τι τον βασανίζει

που ό,τι φτιάχνει το πρωί το βράδυ το γκρεμίζει

 

Ο νόστος σέρνει το κορμί όπου η καρδιά ορίζει

και ο καπνός του πατρικού στον νου του παιχνιδίζει

μα σαν ξυπνά η πεθυμιά να πιάσει αραξοβόλι

μανίζουνε οι άνεμοι μαζί και οι διαβόλοι.

 

Η θάλασσα τα μυστικά που πιο καλά γνωρίζει

στέλνει σειρήνες ξωτικές και πίσω μας γυρίζει

στην πλάνη καθρεφτίζεται ολόγυμνη η αλήθεια

χωρίς φτιασίδια και γλυκά του ύπνου παραμύθια.

 

Κι αν το καράβι μιαν αυγή αράξει στην Ιθάκη

σαν όλα τα πλεούμενα σαπίζει στη στεριά

τη λαμαρίνα της σκουριάς την τρώει το σαράκι

στερνό ταξίδι ο θάνατος, στερνή  παρηγοριά.

 

© Δημήτρης Φιλελές


Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Αγέλαστος καθρέφτης

 



Ζωγραφικό έργο της Ιουλίας Σκαρή



 Αγέλαστος καθρέφτης


Φουντάραμε την άγκυρα σ’ απάνεμο λιμάνι

καθώς μας πλάκωσε βαριά για τη στεριά μια τρέλα

κι έμοιαζε λύσσα που γοργά ζητά να ξεθυμάνει

ο νους σαν ψάρι σπαρταρά πιασμένο στην προπέλα.

 

Με την ανάσα βρωμερή και κόμπο στον λαιμό

στα στέκια τα κακόφημα ζητάμε καταφύγιο

στον βούρκο ποιος να φοβηθεί τον βέβαιο πνιγμό

Κύριε, δείξε έλεος πριν πέσει το μαστίγιο.

 

Γυναίκας άρωμα φτηνό ο δολερός μαγνήτης

σκέλια γυμνά ορθάνοιχτα για σπέρμα διψασμένα

ζωή ζητιάνα ρυπαρή που γλείφει την πληγή της

ολονυχτία αμαρτωλή πριν σπάσει η καδένα.

 

Στης νύχτας σαν φαντάσματα γλιστράμε την αφάνεια

απ' την ακτή σαλπάρουμε πριν η αυγή ροδίσει

ο τιμονιέρης άλαλος στρέφεται στα ουράνια

ίσως κι αυτός βοήθεια σε κάποιον να ζητήσει.

 

Ο ουρανός της θάλασσας αγέλαστος καθρέφτης

μας σπρώχνει σε νερά θολά και τα σκοινιά τεζάρει

σαν τον κοιτάς νιώθεις αργά στην άβυσσο πως πέφτεις

σαν μελλοθάνατος ζητάς την τελευταία χάρη.

 

Αν είναι τούτο το στερνό αγύριστο ταξίδι

χορτάτοι θα περάσουμε της κόλασης την πύλη

κι ο άνεμος που σέρνεται στα ρέλια μας σαν φίδι

κάλλιο μια ώρα αρχύτερα στην ξέρα να μας στείλει.

 

Κι αν μας ζητήσει όβολα ο μαύρος περατάρης

τα ρέστα θα του δώσουμε που ξέμειναν στην τσέπη

του άσωτου το έσχατο να ψάλει το τροπάρι

για το μεθύσι της ζωής που μούντζωσε τα πρέπει.

 

© Δημήτρης Φιλελές


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Από το μικρό εγώ στο μεγάλο Εμείς - Κριτική

 


Μαρία Σταματοπούλου

Από το μικρό εγώ, στο μεγάλο Εμείς

(μυθιστόρημα)

Εκδόσεις Οσελότος, Αθήνα, 2024

 

Με το μυθιστόρημα «Από το μικρό εγώ, στο μεγάλο Εμείς» (εκδόσεις Οσελότος, Αθήνα, 2024) εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική πεζογραφία η Μαρία Σταματοπούλου. Το μήνυμα του τίτλου είναι ξεκάθαρο, η συνειδητοποίηση της πραγματικής μας οντότητας ως μονάδων, η απαλλαγή από το υπερτροφικό εγώ και η ανακατεύθυνση των θετικών μας δυνάμεων για τη δημιουργία μιας κοινωνίας συνεργατικής, συμπεριληπτικής και πάνω απ’ όλα συγχωρητικής – ένα από τα επειγόντως ζητούμενα της σύγχρονης εποχής.

Αφορμή για την αφήγηση δίνει μια συντροφιά νέων ανθρώπων που απολαμβάνει την απόδραση για μερικές ημέρες στην εξοχή, μακριά από την πολύβουη πόλη αλλά και από τους εξοντωτικούς ρυθμούς της καθημερινότητας. Εννέα διαφορετικοί άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, με διαφορετικές καταβολές· η Μαρίνα, ο Εφραίμ, ο Αχιλλέας, η Μαργαρίτα, ο Οδυσσέας, ο Άγγελος, η Αντιγόνη και ο μικρός Νικόλας. Με φόντο το φυσικό περιβάλλον, οι φιλοσοφικές αναζητήσεις αναδύονται, τα διαχρονικά ερωτήματα για τη φύση του ανθρώπου και την ένθεη δημιουργία γίνονται αντικείμενο συζήτησης, όπως και η προσπάθεια διατήρησης της αγαθότητας ως προϋπόθεση για να μπορούμε να προσφέρουμε, αλλά και να εισπράττουμε αγάπη.

Η φύση κυριαρχεί, η συντροφιά αναγνωρίζει την ευεργετική της επίδραση, παίρνει βαθιές ανάσες ζωής και ανακούφισης ανάμεσα στα δέντρα και τα χορτάρια, και με καλοσύνη ψυχής ευχαριστεί τη μεγαλόψυχη μητέρα που απλόχερα προσφέρει όσα ο άνθρωπος της πόλης αγνοεί, υποτιμά ή και καταστρέφει, αφοσιωμένος στο εμμονικά  καθημερινό κυνήγι του κέρδους και της ατομικής «εξέλιξης» και «επιβεβαίωσης», αδιαφορώντας για καθετί που υπάρχει γύρω του.

Ένας έρωτας γεννιέται, της Μαρίνας και του Εφραίμ. Ένας έρωτας προσπαθεί να ζήσει αφήνοντας πίσω τις υπεκφυγές και τις αναστολές, του Αχιλλέα και της Ελπίδας. Ένας έρωτας βαδίζει σταθερά, της Ευδοκίας με τον αγαπημένο γιατρό της, τον Ξενοφώντα. Ένας έρωτας κυλάει σαν γαλήνιο ποτάμι από την κοίτη του, του Άγγελου και της Αντιγόνης, με τον Νικόλα, τον ευλογημένο καρπό του έρωτά τους.

Παράλληλα, καθένας του βυθίζεται στις σκέψεις που τον ταλαιπωρούν: η Μαρίνα αναστατώνεται από τα ψέματα του επαγγελματικού της περίγυρου. Η Μαργαρίτα αναρωτιέται γιατί οι άνθρωποι δεν ακολουθούν την αλήθεια της διαφάνειας που απελευθερώνει.

Και κάποιοι εξομολογούνται: ο Εφραίμ τον έρωτά του στη Μαρίνα, η Μαργαρίτα την αγωνία της για τον άγνωστο που αισθάνεται ότι την παρακολουθεί και την καταδιώκει. Και οι φίλοι προσφέρονται: να γίνουν κουμπάροι του νέου ζευγαριού, αλλά και να προστατέψουν την αιθέρια Μαργαρίτα από κάθε πιθανό κίνδυνο.

Καθένας, όμως, ζει και με τις δικές του ανεκπλήρωτες επιθυμίες, που αποφεύγει ή αρνείται, από ενδόμυχο φόβο και ανασφάλεια, να εξωτερικεύσει και να μοιραστεί με τους άλλους.

Μια εξαφάνιση, της Μαρίνας, δυναμώνει τους φιλικούς δεσμούς. Μια επανεμφάνιση μετά από μήνες χωρίς εμφανή σωματικά τραύματα, χωρίς άλλες εξηγήσεις, αλλά με πληγές του μυαλού και της ψυχής που υποβόσκουν και λειτουργούν όπως το σαράκι, λύνει την πολιορκία των ψυχών. Η ομάδα των φίλων ανοίγει την αγκαλιά της, οι δεσμοί παραμένουν ισχυροί και όλες οι δυσκολίες μπορούν με ευκολία να απωθούνται στο παρασκήνιο.

Ποιος είναι άραγε αυτός ο «ευγενικός» απαγωγέας; Τι τον έσπρωξε σε μια πράξη απελπισίας δίχως νόημα, για την οποία η ζωή θα του επιφυλάξει τη μεγαλύτερη της έκπληξη;

Τα χρόνια περνούν, οι δεσμοί φιλίας εξασθενούν, οι δρόμοι των ανθρώπων χωρίζουν και τα χρόνια της αθωότητας υποχωρούν, εκχωρώντας τη θέση τους στα χρόνια της δυσπιστίας και της συρρίκνωσης σε περιχαρακωμένες επικράτειες. Τα συνοδεύουν οι φυσικές απώλειες, οι αναπότρεπτοι χωρισμοί και η εκούσια απομόνωση. Οι παλιές αγάπες ξεθωριάζουν κάτω από το πέλμα της καθημερινής τριβής και της αμέλειας που προκαλεί η υποκειμενική βεβαιότητα.

Θα χρειαστεί να περάσουν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια για να δοθεί μια νέα ευκαιρία να σμίξουν οι παλιοί φίλοι, για να ανοίξουν και πάλι οι αγκαλιές, για να τους ενώσει ένας ακόμη γάμος όπως τότε, για να ξαναβρούν το εαυτό τους και μαζί (η Μαργαρίτα και η Μαρίνα) τη δύναμη της αγάπης που συγχωρεί και απελευθερώνει από την οργή που καταδυναστεύει την ανθρώπινη ψυχή.

Αυτό είναι το θαύμα της φιλίας, της επιστροφής στην θαλπωρή της οικογένειας που οφείλεται αποκλειστικά στην ελεύθερη προσωπική μας βούληση. Αυτή είναι η επιστροφή στην αρμονία όπως μας τη διδάσκει η ίδια η φύση.

Με λόγο γήινο αλλά και υπερβατικό, λιτό αλλά και γλαφυρό, ροή ήρεμη με κορυφώσεις χωρίς τεχνάσματα και πλοκή με ενδιαφέρουσα εξέλιξη, με επιδεξιότητα και χωρίς κραυγαλέες συμπτώσεις, η Μαρία Σταματοπούλου μάς ξεναγεί στον κόσμο των ισχυρών φιλικών δεσμών, της άδολης αμοιβαιότητας, της εκ των ένδον καλοσύνης, της αγάπης που έχει τη δύναμη να εκπορθήσει όλα τα οχυρά της σύγχρονης αποξένωσης και βαρβαρότητας. Και έτσι να χαράξουμε το νέο ελπιδοφόρο μονοπάτι στον δρόμο της ζωής μας.

Μια επιπλέον ιδιαιτερότητα του βιβλίου είναι ότι Αντί επιλόγου προτείνεται από τη συγγραφέα ένας ευάριθμος κατάλογος πρόσφατων  κινηματογραφικών ταινιών (κυρίως της τελευταίας δεκαετίας), που πραγματεύονται το ίδιο θέμα από τη σκοπιά της έβδομης τέχνης. Πράγμα που καταδεικνύει τόσο την ενότητα της Τέχνης όσο και τη διάθεση της Σταματόπουλου να δηλώσει ότι και το δικό της λογοτεχνικό δημιούργημα αποτελεί μέρος ενός κοινού στόχου και ενός μεγαλύτερου πλαισίου, μέσα στο οποίο μπορούμε να βιώσουμε το δώρο της ζωής κάτω από εντελώς διαφορετικό πρίσμα και να εκδηλώσουμε τόσο την αγάπη προς τον συνάνθρωπο όσο και την ευγνωμοσύνη προς τη μητέρα φύση με τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγηθούμε με ασφάλεια στο μονοπάτι της αμοιβαίας αγάπης, της αλληλοκατανόησης και της αλληλοσυμπλήρωσης. Για να φτάσουμε με βήματα σταθερά στο ποθητό αποτέλεσμα: Από το μικρό εγώ, στο μεγάλο Εμείς!

 

Δημήτρης Φιλελές


 

Γνωριμία με τη συγγραφέα:

Η Μαρία Σταματοπούλου είναι φύση πολυτάλαντη και πολυσχιδής με ποικιλομορφία γνώσεων και ασχολιών, με σπουδές στη διοίκηση επιχειρήσεων αλλά και ως τεχνολόγος ιατρικών εργαστηρίων. Παράλληλα, έχει παρακολουθήσει Ελληνική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ενώ ασχολείται και με την αρωματοθεραπεία σε χώρους ψυχολογικής υποστήριξης. Υπήρξε εθελόντρια νοσηλεύτρια του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και του μη κερδοσκοπικού οργανισμού «Παιδί  και Οικογένεια». Παίζει μουσική, κάνει μπαλέτο, αθλείται, διαλογίζεται στη φύση και γράφει ποίηση από την παιδική της ηλικία. Η πρώτη της ποιητική συλλογή «Ενθύμηση» εκδόθηκε το 2016 (εκδόσεις Όστρια).


Πηγή πρώτης δημοσίευσης : Από το μικρό εγώ, στο μεγάλο Εμείς


Ζωή και Νάμα - Κριτική παρουσίαση

 



Μαριαλένα Δισακιά

Ζωή και Νάμα (συλλογή διηγημάτων)

εκδόσεις Αττικός, Αθήνα, 2024

 

Η Μαριαλένα Δισακιά, συνεχίζοντας την πεζογραφική της δημιουργία (παράλληλα με την ποιητική), ύστερα από τη «Σκιά της μάνας» (εκδόσεις Αττικός, Αθήνα, 2021) επανεμφανίζεται στο αναγνωστικό κοινό με τη συλλογή διηγημάτων «Ζωή και Νάμα» (εκδόσεις Αττικός, Αθήνα, 2024).

Ήδη από την ανάγνωση του πρώτου διηγήματος (από τα συνολικά δώδεκα) νοηματοδοτείται ο τίτλος του βιβλίου. Η συγγραφέας, με ιδιαίτερη επιδεξιότητα και περισσή ανθρωπιά, εμβαθύνει στην απώλεια και στους τρόπους που οι περιλειπόμενοι «εφευρίσκουν», ώστε όχι να συμβιβαστούν με τη νέα –οδυνηρή ή μη– πραγματικότητα, αλλά να την ενσωματώσουν στην καθημερινότητά τους και να τη μεταμορφώσουν σε νέο τρόπο ζωής. Με τεχνάσματα που χαρακτηρίζονται από ευρηματική ευαισθησία και νοητική πρωτοτυπία, η συγγραφέας πλάθει ιστορίες ανθρώπων που ένας επιπλέον λόγος για να ζήσουν είναι να διατηρήσουν τις εικόνες και τις μνήμες –αγαπημένες ή μη– άσβηστες.

Οι ηρωίδες και οι ήρωες της Δισακιά μπορούν να ζουν σε κόσμους παράλληλους – έναν κόσμο που ορίζεται από τις εσωτερικές τους αναζητήσεις και επιθυμίες και έναν κόσμο που κινείται παράλληλα με αυτούς ή τους περιβάλλει, χωρίς όμως να ασκεί επιβολή πάνω τους. Και όχι, δεν επιχειρούν να αποδράσουν από την πραγματικότητα. Εξακολουθούν να είναι γήινοι, να βιώνουν την κάθε μέρα με την ιδιαιτερότητα της αλήθειας της, να πατούν με τον ξεχωριστό τους τρόπο και με τα δύο πόδια στη γη, να διακατέχονται από προσωπικά αναπάντητα ερωτήματα και να αναζητούν τη δική τους λογική απάντηση.

Και ενώ η αίσθηση και η παρουσία του θανάτου είναι παντού διάχυτη, περνώντας από την προηγούμενη ιστορία στην επόμενη μέχρι και το τέλος του βιβλίου, καθόλου δεν έχουμε την αίσθηση της επικράτησης του καταθλιπτικού συναισθήματος ή κατ’ ανάγκη του μελαγχολικού τοπίου. Αντίθετα, ο θάνατος εμφανίζεται ως φυσική συνέπεια ή ως αναγκαία συνθήκη που σε κάθε περίπτωση δεν αποτρέπει τις πρωταγωνίστριες και τους πρωταγωνιστές των ιστοριών να συνεχίζουν τη ζωή τους, σηκώνοντας ο  καθένας το φορτίο που του αναλογεί.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η συχνή χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης αλλά και οι ζωηροί διάλογοι είναι στοιχεία που προσφέρουν ένταση και αληθοφάνεια στα αφηγήματα και διατηρούν μέχρι τέλους το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δημιουργώντας του παράλληλα την έντονη επιθυμία αλλά και την περιέργεια να διαβάσει και την επόμενη ιστορία. Επιπλέον, ο λόγος είναι πηγαίος, καθημερινός και γι’ αυτό αληθινός. Η συγγραφέας δεν προσπαθεί να μας εντυπωσιάσει, αλλά μας καλεί να νιώσουμε, να συμπορευτούμε, να συμπονέσουμε ή και να συγχωρήσουμε τους ανθρώπους που άλλοτε βιώνουν τη σκληρότητα της ζωής και άλλοτε γίνονται ανελέητοι θύτες. Δεν μας προτρέπει, δεν μας καθοδηγεί, δεν καταφεύγει στον διδακτισμό, αλλά μας αφήνει την επιλογή της απόφασης με βάση τα προσωπικά μας περί ζωής ή κοινωνίας κριτήρια.

Καθένα από τα διηγήματα έχει ιδιαίτερα ελκυστικά στοιχεία:

Θα σου μαγειρεύω πάντα, λέει η χήρα στον μακαρίτη κάθε μέρα που του σερβίρει το φαγητό στο τραπέζι και τρώει κουβεντιάζοντας μαζί του πριν επισκεφθεί το μνήμα του στο κοιμητήριο.

Ένα κλικ του τηλεφώνου είναι εκείνο που σημαδεύει τη ζωή της γυναίκας που απρόσμενα αποχωρίστηκε τη μάνα της καρδιάς της, τη μάνα που τη μεγάλωσε και την αγάπησε, που ορφάνεψε από αγάπη και ένα βασανιστικό γιατί στοιχειώνει τη ζωή της.

Το στατί–στατί,  το ανατριχιαστικό έθιμο ύστερα από την εκταφή, οδηγεί τη χήρα του μακαρίτη στην εξομολόγηση του κοινού αμαρτωλού τους μυστικού αλλά ταυτόχρονα και στον θάνατο.

Η Άννα, μια ακόμα γυναίκα που έζησε τη ζωή της μέσα από τις ζωές των άλλων, χάνεται στα ταξίδια του μυαλού της, μέχρι να φτάσει η στιγμή της λύτρωσης του ταξιδιού πάνω στα φτερά των γλάρων.

Στο τσάι του βουνού και στην αποπνικτική οσμή του λιβανιού παγιδεύονται οι ζωές τριών ανθρώπων που είναι αλυσοδεμένοι στα ασφυκτικά δεσμά της επαρχιώτικης κοινωνίας. Μέχρι που ένας τους τολμά να δώσει την πιο ακραία λύση.

Το πέταγμα σε μια άλλη διάσταση και ένα τρυφερό τελευταίο φιλί απαλλάσσουν την εύθραυστη Μαρίνα από τον εξαναγκασμό και τη βίαιη καθημερινότητα.

Άκυρη καταδίκη και άδικη είναι η απόφαση του δικαστηρίου να μου «ρίξει» ισόβια, λέει η γυναίκα που αφηγείται την ιστορία της στις συγκρατούμενες την ώρα της μεταγωγής του, αφού έσφαξε ένα «γουρούνι» και ευχαρίστως θα το έκανε ξανά.

Η μηλόπιτα, η φρεσκοψημένη και μυρωδάτη, γίνεται αφορμή για να κλειδώσει ένα μυαλό σε λάθος αποφάσεις, να βιώνει τη σχιζοφρένεια ως ευφυΐα, να επιμένει να βλέπει τον κόσμο εντελώς αλλιώς.

Τα δελφίνια του ηλιοβασιλέματος αφηγούνται με τον τρόπο τους μια συγκινητική ιστορία αγάπης, έναν ανεκπλήρωτο έρωτα που έρχεται από το μακρινό παρελθόν και δεν πρέπει να επαναληφθεί με παρόμοιο τρόπο στο παρόν.

Η Φρύνη, η αδέσποτη γάτα, δεν αργεί να γίνει κυρίαρχη της καρδιάς και του σπιτιού, μέχρι να φτάσει σε μια απίθανη μετενσάρκωση.

Η θεραπεύτρια, ορατή ή αόρατη κατά περίπτωση, γίνεται ο υπερβατικός φύλακας άγγελος με αποστολή να απαλύνει τον πόνο, αλλά και την υποχρέωση να μεταλαμπαδεύσει το προσόν της πριν χαθεί στο σύμπαν.

Ζωή και Νάμα· ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί είναι ο κρίκος της αλυσίδας που ενώνει αξεχώριστα την Ελπίδα και την Έλλη, δύο αδελφές ψυχές που βιώνουν πολλαπλές εμπειρίες σε διαφορετικές ζωές μέχρι να φτάσουν στην άκρη του νήματος και στην ποθητή αλήθεια.

Δώδεκα ταχύρρυθμα διηγήματα με εναλλαγή συναισθημάτων, με έντονες αναζητήσεις τόσο στον ορατό κόσμο όσο και στη σφαίρα του αόρατου, με πηγαίες εκμυστηρεύσεις που λειτουργούν αναμφίβολα ως πόλος αναγνωστικής έλξης.

 

Δημήτρης Φιλελές



 

Γνωριμία με τη συγγραφέα:

Η Μαριαλένα Δισακιά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε λογιστική και εξάσκησε το επάγγελμα στην Αθήνα και στη Σύρο. Γράφει παντού, εκτός από το σπίτι της. Ασχολείται αποκλειστικά με τη γραφή και την ανάγνωση. Γράφει ποίηση, διηγήματα, θεατρικά έργα και αρθρογραφεί σε διάφορους ιστότοπους. Το θεατρικό της έργο Το βαλιτσάκι έχει βραβευτεί από τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός. Έργα της (προσωπικά και συμμετοχές): Ανθολογία μικρού διηγήματος (2017), Ιστορίες πάθους και μαγειρικής (2017), Παράξενες ιστορίες με γάτες (2018), Οι στροβιλισμοί της Αστάρτης (2018), Ασκήσεις επί χάρτου (2019), Ρευστά όρια (2019), Ανεμοδαρμένα ποιήματα (2020), Η σκιά της μάνας (2021) και Γραφές διεκδίκησης (2023).


Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Μαριαλένα Δισακιά - Ζωή και Νάμα