Τα φώτα της ράμπας
Όταν
διαπράττεται και αποκαλύπτεται ένα έγκλημα - και διαπράττονται πολλά κάθε
δευτερόλεπτο κατά αθώων υπάρξεων, ενώ πολύ λίγα αποκαλύπτονται -, οι δικολάβοι,
προκειμένου να συνηγορήσουν υπέρ του φερόμενου, έως βέβαιου, θύτη πελάτη τους,
δεν διστάζουν, με πλήρη ασυνειδησία και ασέβεια προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια,
να εξευτελίσουν το θύμα και τους υπέρ αυτού μάρτυρες, υποβάλλοντας τέτοιες
ερωτήσεις στους ανθρώπους που βίωσαν το αδίκημα, ώστε βίαια να το επαναφέρουν
στη μνήμη τους και για δεύτερη φορά να απογυμνωθούν δημόσια, με την περιγραφή
ανατριχιαστικών λεπτομερειών, που κυριολεκτικά ροκανίζουν την ήδη ταλαιπωρημένη
ύπαρξη. Και αφού πάρουν το τρόπαιό τους, την ταπείνωση του θύματος στα
σαρκοβόρα μάτια της κοινής γνώμης, συνεχίζουν το αποτρόπαιο έργο τους με
ερωτήσεις «καθοριστικής» σημασίας, όπως : «πώς μπορείτε να περιγράψετε με τόση
ακρίβεια κάτι που συνέβη σε τέτοιο σκοτάδι;» ή «εκεί που βρισκόσαστε, σας
άκουσε κάποιος άλλος;» κτλ., υπερασπιζόμενοι το τεκμήριο αθωότητας του θύτη.
Και όταν αυτοί ολοκληρώνουν την προσφορά των νομικών τους υπηρεσιών, η σκυτάλη
παραδίδεται στους εισβολείς της εικόνας σε κάθε σπίτι, με τα «αποκλειστικά»
ρεπορτάζ, με τις διασταυρωμένες (;) «ειδήσεις» - από ποια πηγή άραγε - και τις
παραποιημένες ή αποκομμένες φράσεις, που μπορούν να προκαλέσουν ντελίριο στο
παραληρηματικό κοινό, που πάσχει από βαριάς μορφής οφθαλμοπορνεία.
Τις
τελευταίες μέρες έχουμε γίνει μάρτυρες, ίσως και με την κυριολεκτική έννοια του
όρου, ενός δράματος που ξεκίνησε από το χώρο του αθλητισμού και σύντομα
μετατοπίστηκε στο χώρο του θεάματος, που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας την
ώρα που τα φώτα της ράμπας είναι εδώ και πολύ καιρό σβηστά. Ενός δράματος που
πάντοτε υπήρχαν σοβαρές υποψίες ή και φήμες ότι υπέβοσκε, αλλά κανένα υγιές
κύτταρο του χώρου δεν τολμούσε ή δεν αποφάσιζε να φέρει στο προσκήνιο.
Κι εδώ
γεννιέται ένα ερώτημα, που χρειάζεται σαφή απάντηση από τους αρμόδιους φορείς :
Επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό στο χώρο του αθλητισμού και η κάθαρση, για
την οποία δεν έχουμε καμιά επίσημη ενημέρωση από την πολιτεία (επειδή αυτή
είναι η καθ’ ύλη αρμόδια), επήλθε ακαριαία; Ή μήπως ο χώρος του θεάματος, ως
πιο ελευθεριάζων, αποτελεί προσφορότερο έδαφος για «γαργαλιστικές»
προσεγγίσεις, που διεγείρουν το φιλοθεάμον κοινό και αυξάνουν τα έσοδα των ΜΜΕ,
αφού πρώτα τιτλοφορούν το θέμα «σε λίγο…» και μετά βρέχει διαφημίσεις;
Και ένα
δεύτερο ερώτημα, ασφαλώς ρητορικό και ήδη απαντημένο : Μήπως αυτό συμβαίνει
μόνο σ’ αυτούς τους χώρους και όχι οπουδήποτε αλλού υπάρχουν σχέσεις εξουσιαστή
και εξουσιαζόμενου; Δεν έχουμε ακούσει τίποτε για όσα επαίσχυντα
διαδραματίζονται σε άλλους χώρους εργασίας, στο χώρο της μουσικής ή της μόδας, στο
χώρο της εκπαίδευσης (ανώτατης κατά κύριο λόγο), στο χώρο της εκκλησίας και,
ακόμη χειρότερα, στο στενό ή ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον; Ποιο ποσοστό απ’
αυτά τα ειδεχθή εγκλήματα κατά της ψυχής έχουν έρθει στο φως, έχουν
παραδειγματικά καυτηριαστεί (τουλάχιστον), ώστε να αποτελέσουν, αν μη τι άλλο,
παραδείγματα προς αποφυγή ;
Ή έχουν ήδη
παραγραφεί, δυστυχώς, κατά νόμο, οπότε το θύμα μπορεί να διασυρθεί για μια
ακόμη φορά ως κοινός συκοφάντης;
Και
προφανώς δεν τίθεται θέμα ισχυρού ή ασθενούς, κατά την κοινή παραδοχή, φύλου…
Είναι αποκλειστικά θέμα εξουσίας.
Όλα αυτά
δεν είναι περίεργο, βέβαια, που συμβαίνουν σε μια περίοδο που οι κοινωνίες
πλήττονται από την παγκόσμια πανδημία. Που αφού για πολύ καιρό έχει μονοπωλήσει
την επιχείρηση «ανθρωποφοβία», τώρα τεχνηέντως μοιράζεται τα σκήπτρα με τον
παγκόσμιο εμβολιαστικό πόλεμο και την επιχείρηση «ανθρωποφαγία». Και δεν
αναφέρομαι τόσο στην ανθρωποφαγική διάθεση κατά των θυτών, αυτή είναι δεδομένη,
όσο στην κατασπαρακτική και καταβροχθιστική αντιμετώπιση των θυμάτων, που έχουν
ήδη θητεύσει ως θύματα και φαίνονται ως πλέον βρώσιμα για μια ακόμη φορά.
Προσανατολιζόμαστε
στην ελαττωματική μονόφθαλμη όραση από την κλειδαρότρυπα, την ίδια στιγμή που
πίσω από την πλάτη μας, σε επίπεδο εξουσίας, υπάρχουν ραγδαίες εξελίξεις σε
βάρος των κοινωνιών, που θα γίνουν, ως είθισται, αντιληπτές όταν η ανεμοζάλη
κοπάσει, όταν θα είναι πλέον πολύ αργά για την ανάπτυξη αντιστάσεων.
Διευκρινίζεται ότι η θέση είναι απολύτως κοινωνική και σχετίζεται αποκλειστικά
με τους τρόπους και τις μεθοδεύσεις που η κάθε λογής εξουσία, πέραν των
κυβερνήσεων και των πολιτικών τους αντιπάλων, λειτουργεί.
Αν κάποιος
εξακολουθεί να αναρωτιέται πώς φτάσαμε ως εδώ, μια μόνο απάντηση υπάρχει για τη
γενικευμένη σήψη˙ και αυτή
δίνεται αδιάψευστα από την αγαθή μητέρα
φύση : Το σκουλήκι γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα στο σάπιο μήλο, όχι στο
υγιές.
Ας πάψουμε,
επιτέλους, ως κοινωνία, να είμαστε φοβικοί με τη σκληρή αλήθεια και ας
πετάξουμε οριστικά τη μάσκα της υποκρισίας και της δήθεν άγνοιας με το
παραπλανητικό σαγηνευτικό χαμόγελο.
Ας αποφασίσουμε
τι είδους «μήλο» θέλει να είναι καθένας από μας˙ υγιές ή σάπιο. Τότε δυο πράγματα
μπορούν να συμβούν : Ή να φαινόμαστε, επειδή είμαστε, ψυχικά υγιείς ή να
φαινόμαστε, χωρίς να είμαστε, ψυχικά υγιείς και να παριστάνουμε τους έκπληκτους
και τους άμωμους κάθε φορά που ο βόρβορος ξεχειλίζει. Όπως εμείς, έτσι θα είναι
και ο κόσμος που ζούμε.