Γιώργος Φαρσακίδης - Μακρόνησος
Ήσυχα και απλά
Αχ,
αυτό το κοριτσάκι μου! Αχ, αυτή η Μυρτούλα μου! Ώρες-ώρες πετάει κάτι έξυπνα,
που μου έρχεται να την αγκαλιάσω και να την πνίξω στα φιλιά. Κι άλλες φορές
πάλι, ρίχνει μια ξαφνική βόμβα, που μου έρχεται να… να… ούτε κι εγώ ξέρω τι
θέλω να την κάνω. Για να καταλάβεις, τις προάλλες, την Κυριακή, στα γενέθλιά
της, 17 του Νοέμβρη, αποφασίσαμε με τον Γιώργο να καλέσουμε τους παππούδες και
τις γιαγιάδες -δίπλα μας μένουν δα- να τους κάνουμε το τραπέζι και να σβήσουμε
τα κεράκια στην τούρτα της οικογενειακά. Δέκα χρονών έγινε, ολόκληρη κοπέλα
πια. Ο παππούς Κωνσταντίνος μάλιστα, ο πατέρας του Γιώργου, για να τιμήσει
ξεχωριστά την εγγονή του, είχε φορέσει και την επίσημη στρατιωτική στολή του. Εκεί,
που λες, που τρώγαμε, γυρίζει στον παππού της τον Μιχάλη και τον ρωτάει:
«Παππού, τι
σημαίνει εξορία;»
Κόκαλο ο
Γιώργος, παραλίγο να πνιγεί με τη μπουκιά στο στόμα. Ο παππούς Κωνσταντίνος και
η γιαγιά Ελισάβετ σκύβουν το κεφάλι και μόνο που δεν το χώνουν μέσα στα πιάτα
τους. Η γιαγιά Μυρτώ, η μητέρα μου, μένει ακίνητη με τα μάτια στυλωμένα στην
εγγονή της. Κάνω μια ύστατη προσπάθεια να αποσοβήσω την επερχόμενη καταιγίδα,
αλλά ο παππούς Μιχάλης, όπως πάντα, μου ανατρέπει τα σχέδια. Είναι ο μόνος που
παραμένει ατάραχος -μεγάλο προτέρημα, του το αναγνωρίζω- και ξεκινά τον διάλογο
με τη μικρή μας ανακατώστρα.
«Μυρτούλα μου,
το λέει η ίδια η λέξη˙ έξω από τα όρια, δηλαδή μακριά από τον τόπο που ζουν
όλοι οι άλλοι. Αλλά για να με ρωτάς, μάλλον σε κάποιο βιβλίο Ιστορίας
συνάντησες αυτή τη λέξη. Ή κάνω λάθος;»
«Ναι, παππού,
σωστά. Στο μάθημα της Ιστορίας ο δάσκαλος μας είπε ότι οι Αθηναίοι ανάγκασαν
τον Αριστείδη τον Δίκαιο να ζήσει στην εξορία, μακριά από την πόλη της Αθήνας,
στην Αίγινα.»
Ζούσα με την
ελπίδα ότι ο μεταξύ τους διάλογος θα σταματούσε εκεί, αλλά δυστυχώς είχα κάνει
λάθος. Γιατί η όρεξη της κορούλας μας για μάθηση είχε ανοίξει και ο πατέρας μου
είχε βρει ευκαιρία να μην κλείσει το στόμα του, καθώς η Μυρτούλα έκανε την
επόμενη ερώτηση:
«Μα αφού ήταν
Δίκαιος, όπως λέει το βιβλίο, γιατί τον εξόρισαν; Μήπως εκείνοι που τον
εξόρισαν είχαν άδικο;»
Ο πατέρας μου,
χωρίς να ρίχνει το βλέμμα του σε κανέναν στο τραπέζι, λες και δεν υπήρχαμε,
συνέχισε με άνεση τη συζήτησή του.
«Κοριτσάκι μου
καλό, τι όμορφες απορίες έχεις σήμερα! Φαίνεται πως κάθε μέρα που μεγαλώνεις,
το μυαλουδάκι σου γίνεται όλο και πιο κοφτερό. Ναι, λοιπόν, εκείνοι που τον
εξόρισαν είχαν άδικο. Αλλά ο Αριστείδης, πιστός στη δημοκρατία, δέχτηκε την
απόφασή τους, έκανε υπομονή, ανέχτηκε την προσβολή, γιατί πίστευε πως θα έρθει
η στιγμή που θα δικαιωθεί και θα επιστρέψει πάλι στην Αθήνα.»
Ανάσανα με
ανακούφιση, βλέποντας πως οι απαντήσεις του πατέρα μου είχαν χορτάσει την
ιστορική φιλομάθεια της Μυρτούλας, που για λίγο σταμάτησε να μιλάει. Βρήκα την
ευκαιρία να αρπάξω την καράφα με το κρασί για να βάλω στα ποτήρια όλων μας και
να τσουγκρίσουμε στην υγειά της όταν η ερώτησή της ακούστηκε σαν κρότος
πολιορκητικής μηχανής έξω από τα τείχη μιας πόλης που είναι έτοιμη να
παραδοθεί.
«Εσένα σε
έχουν εξορίσει ποτέ, παππού;»
Είναι αλήθεια
πως αυτή την ερώτηση ούτε ο παππούς Μιχάλης την περίμενε. Ξαφνιάστηκε τόσο, που
στριφογύρισε απότομα στην καρέκλα του, δεν είπε λέξη, σήκωσε μόνο το ποτήρι
του, τσούγκρισε με όλους μας και το κατέβασε μονορούφι. Λίγες κόκκινες στάλες
κρασιού είχαν απομείνει στο κάτω μέρος από το παχύ γκρίζο μουστάκι του, που
έμοιαζαν να κρέμονται στον αέρα σαν διάσπαρτες κηλίδες αίματος. Ευτυχώς είχα
προλάβει να τους σερβίρω όλους και να αφήσω την καράφα στο τραπέζι, γιατί
ένιωσα πως σίγουρα θα μου έφευγε απ’ τα χέρια και θα γινόταν θρύψαλα.
Πώς
μια αθώα ερώτηση μπορεί να ξυπνήσει μνήμες που μια ζωή προσπαθείς να αφήσεις πίσω,
να τις κρατήσεις βυθισμένες στη σιωπή!
Ήταν
ομορφάντρας ο πατέρας στα νιάτα του - ακόμα είναι, δηλαδή. Γεροδεμένος και με
κορμί σαν κυπαρίσσι. Φτωχόπαιδο, παραδουλεύτρα η μάνα του, ξενόπλενε, κι ο
πατέρας του οικοδόμος. Του άρεσαν πολύ τα γράμματα, τα ’παιρνε, το ’λεγε κι ο
δάσκαλός του, αλλά μόλις τέλειωσε το δημοτικό, ο πατέρας του τον πήρε μαζί στο
γιαπί. Να του μάθει την τέχνη. Να μπαίνει άλλο ένα μεροκάματο στο σπίτι. Να
πάψει πια η μάνα του να ξενοδουλεύει. Κι εκείνος υποτάχτηκε στην ανάγκη.
Φρόντισε να μάθει όσο πιο καλά μπορούσε τη δουλειά, γρήγορα έγινε τεχνίτης κι
έπιανε καλά λεφτά. Μα ποτέ του δεν έπαψε να διαβάζει. Κι αν δεν διεκδίκησε το
δίκιο του από τον πατέρα του, δεν έπαψε ποτέ να νοιάζεται για το δίκιο και τα
δικαιώματα των άλλων. Παλληκαράκι, από τους πρώτους μπήκε στους Λαμπράκηδες και
πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, όλο σε διαδηλώσεις και σε μυστικές συγκεντρώσεις
χανόταν. Μάταια καρδιοχτυπούσαν οι γέροι γονείς του, εκείνος έκανε το δικό του.
Έπειτα ήρθε ο
μεγάλος έρωτας της ζωής του, ο ένας και μοναδικός, η μητέρα μου η Μυρτώ.
Μοδιστρούλα στη γειτονιά, φτωχοκόριτσο κι αυτή, με τη βελόνα έβγαζε το ψωμί
της. Μαλλιά κατάξανθα ως τη μέση, μάτια σαν το πέλαγος, χείλια κερασένια, κορμί
λαμπάδα. Και μια ψυχή μάλαμα. Τι άλλο θέλει ο έρωτας για να σου ματώσει την
καρδιά! Μαζί το αποφάσισαν και κανένα δεν ρώτησαν. Αρραβωνιάστηκαν. Δυο χρόνια
θα περίμεναν να κάνει ο πατέρας το φανταρικό του και μετά ο γάμος...
Άλλα
λογαριάζει ο ζευγάς κι άλλα κάνουν τα βόδια. Πόσο σοφές είναι οι παροιμίες.
Τους πρόλαβε εκείνο το μαύρο ξημέρωμα της δικτατορίας του ’67. Από τη μια
στιγμή στην άλλη ο πατέρας βρέθηκε κυνηγημένος. Τον έψαχναν παντού τα κοράκια
της χούντας. Πόσες φορές δεν αναποδογύρισαν τα πάντα στο πατρικό του, πόσες
φορές δεν τρομοκράτησαν τους γέρους γονείς του, πόσες φορές δεν μπουκάρισαν στο
πατρικό της Μυρτώς με απειλές και βρισιές. Κι όσο δεν τον ξετρύπωναν, τόσο
σκύλιαζαν.
Μα όσο κι αν
ήξερε ο πατέρας να φυλάγεται, οι χαφιέδες είχαν πλοκάμια απλωμένα παντού. Μήνες
ολόκληρους τον κυνηγούσαν ανελέητα, μέχρι που ανακάλυψαν το κρησφύγετό του˙
ένας γείτονας τον κάρφωσε. Δεν πρόλαβε να το σκάσει. Τον έσυραν στα μπουντρούμια
της Ε.Σ.Α., τον έδερναν μερόνυχτα αλύπητα, δεν τον ρωτούσαν τίποτα, τον έδερναν
και τον βασάνιζαν μέχρι να τον δουν να λυγίζει. Κι όσο εκείνος έμενε όρθιος,
τόσο τον χτυπούσαν όπου έβρισκαν. Κάποτε χόρτασαν -μπορεί και να κουράστηκαν-
και του ζήτησαν να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Ο πατέρας μου να υπογράψει!
Προτιμούσε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή. Το πλήρωσε πολύ ακριβά, αλλά γι’ αυτό
ήταν ήδη αποφασισμένος.
Μπορούσαν να
τον στείλουν να υπηρετήσει τη θητεία του σε τάγμα ανεπιθυμήτων, να του κάνουν
κι εκεί τη ζωή κόλαση. Αλλά το διεστραμμένο μυαλό τους είχε βρει κάτι ακόμα πιο
εξοντωτικό. Τον φόρτωσαν κακήν κακώς σ’ ένα σαπιοκάραβο μαζί με άλλους
πολιτικούς κρατούμενους και τον έστειλαν γραμμή στη Μακρόνησο. Τα μαρτύρια του
Χριστού πέρασε, μα ποτέ του δεν άνοιξε το στόμα να μας πει έστω ένα τραγικό
περιστατικό. Τα έχει κρατήσει όλα βαθιά μέσα του. Εμείς βλέπουμε μονάχα τα
σημάδια παντού στο κορμί του όταν κυκλοφορεί ημίγυμνος τα καλοκαίρια. Εμείς
βλέπουμε μονάχα το κυπαρίσσι μας να γέρνει όταν περπατάει σέρνοντας με καμάρι
το αριστερό πόδι με το τσακισμένο γόνατο, το πιο μεγάλο παράσημο της ζωής του.
Κι όσα ξέρω,
μου τα είπε η μητέρα μου, παραλείποντας τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, όταν
πια πήγαινα στο γυμνάσιο, καταλήγοντας στη μόνιμη επωδό: «Κορίτσι μου, ο
πατέρας σου είναι ένας ήρωας». Πόσο είχα θαυμάσει τότε την πίστη και το
κουράγιο του!
Όλη τη μαύρη
εφταετία την πέρασε σ’ εκείνο το ξερονήσι, αποφασισμένος να κρατηθεί ζωντανός. Επέστρεψε
στο λιμάνι του Πειραιά μαζί με τους τελευταίους δεσμώτες μετά την πτώση της
χούντας, σκιά του εαυτού του. Η Μυρτώ είχε φροντίσει να μάθει, ποτέ δεν έπαψε
να τον σκέφτεσαι, και τον περίμενε αχάραγα στο λιμάνι. Προσπάθησε να την
αποφύγει, δεν ήθελε τον οίκτο της, δεν ήθελε να τον λυπούνται, δεν ήθελε να τον
συντηρούν, αλλά εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του κι από τότε δεν ξαναβγήκε ποτέ.
Εγώ
γεννήθηκα μερικά χρόνια αργότερα, όταν τα πράγματα έστρωσαν και μπορούσαν να
μου προσφέρουν όσα μου έδωσαν στη ζωή μου, και παραπάνω απ’ όσα μπορούσαν.
Σχολεία, ωδεία, σπουδές... Κι εγώ βρήκα κι ερωτεύτηκα τον Γιώργο. Έρωτας με την
πρώτη ματιά. Έρωτας αθεράπευτα τυφλός. Ο μεγάλος μου έρωτας παιδί στρατιωτικού.
Ο μεγάλος του έρωτας παιδί εξόριστου στα ξερονήσια. Τόμπολα! Άντε τώρα να το
ξεστομίσεις. Με τι καρδιά; Κομμένα τα πόδια απ' τα γόνατα.
Όχι, μη
φανταστείς πως ο πατέρας του Γιώργου είχε κάποια σχέση με όλα αυτά που έγιναν
τότε. Ήταν τότε φοιτητής στη Σχολή Ευελπίδων, δεν πήρε ποτέ το μέρος των
χουντικών και δεν είχε κάποια ανάμειξη. Τουλάχιστον, δεν πρόλαβε… Αλλά, πώς να
το κάνουμε, είναι άλλων απόψεων.
Το πήραμε μαζί
απόφαση. Το λέμε κι όπου βγει. Εμείς ορίζουμε τη ζωή μας κι εκείνοι τη δική
τους. Αν τους αρέσει, έχει καλώς. Αν δεν τους αρέσει, προχωράμε μόνοι μας.
Ο πατέρας με
κοίταζε μ’ εκείνο το πάντα γαλήνιο και γεμάτο κατανόηση βλέμμα του. Με άκουγε
να μιλάω ασταμάτητα, να προσπαθώ προκαταβολικά να εξηγήσω, να αγχώνομαι να τον
πείσω, μέχρι που εξαντλήθηκα κυριολεκτικά και σταμάτησα. Το στόμα μου είχε
στεγνώσει, τα μάτια μου αναζητούσαν τη σκέψη του μέσα από τους μορφασμούς του,
τα αυτιά μου αδημονούσαν να ακούσουν την ετυμηγορία του, η ανάσα μου είχε
κοπεί.
«Άκουσε, παιδί
μου. Αν διάλεξες τον Γιώργο και τον αγαπάς, μ’ αυτόν τον άνθρωπο να πορευτείς.
Αν σου φέρεται καλά, αν σ’ αγαπάει και
σου το δείχνει κάθε στιγμή με κάθε τρόπο, όπως μου λες, έτσι τον έμαθαν οι
γονείς του. Αγάπη του έδωσαν και αγάπη σου δίνει. Άρα είναι καλοί άνθρωποι. Τι
σημασία έχει που ο πατέρας του είναι στρατιωτικός. Ένα επάγγελμα είναι κι αυτό,
όπως όλα τ’ άλλα. Παντού υπάρχουν καλοί και κακοί επαγγελματίες. Ας μην το
συνεχίσουμε... Κι αν θέλετε την ευχή μας, την έχετε από την καρδιά μας.»
Ομολογώ ότι
αυτό δεν το περίμενα. Ήμουν έτοιμη να δώσω μάχη για την αγάπη μου κι εκείνος
ούτε που μ’ άφησε να τραβήξω το σπαθί από το ζωνάρι μου. Δεν ήξερα αν θέλω να
κλάψω ή να πετάξω από χαρά. Κατάφερα μόνο να τον φιλήσω τρυφερά στο μάγουλο.
Αλλά, ανακουφισμένη πια, μπήκα στον πειρασμό να τον ρωτήσω:
«Δεν τους
μισείς;»
«Χριστίνα μου,
εκείνοι οι άνθρωποι είχαν τόσο μίσος στις καρδιές τους, που δεν περίσσεψε για
κανέναν άλλον», μου απάντησε με την παροιμιώδη ηρεμία του.
«Τους έχεις
συγχωρήσει; Έχεις ξεχάσει;» Ούτε ξέρω πώς ανέβηκαν αυτές οι ερωτήσεις στα χείλη
μου.
«Θεός δεν
είμαι για να συγχωρώ. Άνθρωπος είμαι. Αν υπάρχει Θεός, ας τους συγχωρήσει
εκείνος κατά την κρίση του. Μα το πρόβλημά τους είναι άλλο. Αν εκείνοι
καταφέρουν κάποτε να συγχωρήσουν τον εαυτό τους... Και όχι, δεν έχω ξεχάσει,
ούτε θα ξεχάσω ποτέ. Περασμένα, ναι... Γιατί όποιος ξεχνάει, όποιος δεν θέλει
να ξέρει, είναι βέβαιο πως εκείνες τις μαύρες μέρες θα τις ξαναζήσει˙ εκείνος ή
τα παιδιά του.»
Στο σπίτι του
Γιώργου η εξέλιξη ήταν επίσης απρόσμενη. Ο ταξίαρχος Κωνσταντίνος έπεσε στα
μαύρα πανιά, γιατί σκεφτόταν με τι μούτρα θα αντικρίσει έναν άνθρωπο που οι
επίορκοι αξιωματικοί εξόρισαν, βασάνισαν, παραλίγο να του στερήσουν τη ζωή.
Ένιωθε σαν να κουβαλάει στους ώμους του ένα ιδιότυπο προπατορικό αμάρτημα. Με
τα χίλια ζόρια τον έσυρε στην πρώτη συνάντηση γνωριμίας η πεθερά μου, η
Ελισάβετ.
Όμως η
αρχόντισσα καρδιά του πατέρα μου έδωσε λύση και σ’ αυτό το πρόβλημα. Σηκώθηκε ο
ίδιος να ανοίξει την πόρτα, να τον καλωσορίσει σφίγγοντας θερμά το χέρι του
μέσα στο δικό του, να τον αγκαλιάσει και να του ευχηθεί «Να μας ζήσουν». Έσπασε
ο πάγος από την πρώτη στιγμή.
Πού τα
θυμήθηκα πάλι όλα αυτά τέτοια μέρα; Από ποια ρωγμή σύρθηκαν και βγήκαν πάλι
στην επιφάνεια; Ή μήπως βρίσκονται πάντα εκεί;
Η
Μυρτούλα μου όμως φρόντισε να με αποτραβήξει από τις σκέψεις μου. Βλέποντας πως
ο παππούς Μιχάλης δεν της απαντούσε, επανέλαβε με επιμονή την ερώτησή της:
«Εσένα σε
έχουν εξορίσει ποτέ, παππού;»
Ήμουν βέβαιη
πως ο πατέρας μου δεν επρόκειτο να μασήσει τα λόγια του, αλλά δεν ήμουν καθόλου
βέβαιη για το τι θα πει. Κάτι τέτοιες στιγμές με τόση φόρτιση, οι άνθρωποι
εύκολα χάνουν το μέτρο.
«Ναι,
κοριτσάκι μου. Έχω κάνει κι εγώ εξορία. Κι εγώ αδικήθηκα όπως ο Αριστείδης,
αλλά έκανα υπομονή, δεν τους έκανα τη χάρη να σκύψω το κεφάλι και ήρθε η ώρα
που βρήκα το δίκιο μου. Και να που σήμερα κουβεντιάζουμε ήσυχα και απλά, όπως
λέει και ο ποιητής. Να μεγαλώσεις λίγο ακόμα και θα τα πούμε όλα.»
«Και ποιοι σε
έστειλαν εσένα στην εξορία, παππού; Ποιοι σε αδίκησαν;»
Σιωπή... Δύσκολα
τα πράγματα. Όλα τα στόματα κλειστά.
Μέχρι που ο
παππούς Κωνσταντίνος σηκώθηκε με επισημότητα από την καρέκλα του, τους
πλησίασε, χάιδεψε το κεφαλάκι της Μυρτούλας μας και είπε:
«Κάποιοι
στρατιωτικοί σαν κι εμένα, κοριτσάκι μου, που δεν τίμησαν τη στολή τους και τον
όρκο τους να φυλάνε την πατρίδα μας από τους εχθρούς της. Τιμωρήθηκαν για τις
πράξεις τους, ίσως όχι αρκετά. Κι εμείς που ξέρουμε τι συνέβη τότε, αποφασίσαμε
να βάλουμε στην άκρη όσα μας χωρίζουν και να βρούμε όσα μας ενώνουν. Για να μην
ξανασυμβεί τέτοιο κακό στον τόπο μας. Να, κοίταξέ μας, πρώτοι εμείς, οι
παππούδες σου.»
Πόσες ακόμα
ερωτήσεις είχε στο μυαλό του το παιδί μας; Και γιατί έπρεπε να πάρει όλες τις
απαντήσεις σήμερα; Ένιωθα το χέρι του Γιώργου που σε κάθε ερώτηση μου έσφιγγε
τον ώμο να ζυγίζει εκατό κιλά. Τότε ήταν που ανέλαβαν τον ρόλο του από μηχανής
Θεού και οι δύο γιαγιάδες μαζί˙ σαν καλοκουρδισμένη ορχήστρα.
«Καλέ, και
σήμερα θα το ρίξουμε στο μάθημα; Φτάνει πια. Από αύριο στο σχολείο», είπαν με
ένα στόμα η γιαγιά Μυρτώ και η γιαγιά Ελισάβετ.
«Με την
κουβέντα ξεχάσαμε να φέρουμε την τούρτα, να πούμε το τραγουδάκι των γενεθλίων
του κοριτσιού μας και να σβήσουμε τα κεράκια. Καλέ, ακόμα να φέρετε την τούρτα;
Άντε, Μυρτούλα μου, να βοηθήσεις κι εσύ. Γιορτάζουμε σήμερα.»
Τέτοια
ευκαιρία δεν την αφήνεις να πάει χαμένη. Ξεκινήσαμε να μαζεύουμε τα πιάτα με
τον Γιώργο, ζητήσαμε και τη βοήθεια της εορτάζουσας -που συνεργάστηκε άψογα
έχοντας κατά νου το γλυκό- και σε λίγο βρεθήκαμε όλοι γύρω απ’ το τραπέζι με
τον αριθμό 10 να ακτινοβολεί πάνω απ’ τη σοκολατένια τούρτα. Τραγουδήσαμε,
ευχηθήκαμε, φιληθήκαμε και ο Γιώργος έκοψε την τούρτα και μοίρασε σε όλους από
ένα γενναίο κομμάτι.
Και
νιώσαμε όλοι αυτή τη γλύκα, που κύλησε από το στόμα σ’ ολόκληρο το κορμί μας κι
έφτασε ως την καρδιά μας κι έσπρωξε την πίκρα σε μια σκοτεινή γωνιά˙ να μείνει
εκεί και να παραμονεύει, πότε θα βρει πάλι ευκαιρία…
Δημήτρης Φιλελές
Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Ήσυχα και απλά - Literature.gr