Αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας μου
Η μητέρα ήταν εκ γενετής, θα μπορούσε κάποιος να πει χωρίς ίχνος υπερβολής, φύση υπέρμετρα αυστηρή και παραδοσιακή ταυτόχρονα – κυρίως με την εαυτό της. Ως Ορθόδοξη Χριστιανή δε θα μπορούσε παρά να τηρεί ευλαβικά τις περιόδους νηστείας όχι επειδή έτσι έλεγε ο παπάς της εκκλησίας, αλλά επειδή «έτσι τα βρήκαμε».
Με την είσοδο του Μεγαλοβδόμαδου, όλες οι μοναδικής γεύσης καθημερινές λιχουδιές εξαφανίζονταν από το τσουκάλι και από την ατμόσφαιρα του σπιτιού μας δια μαγείας. Τη θέση τους καταλάμβανε με το έτσι θέλω μια άλλη μαγειρική που θύμιζε κοινόβιο των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Το στομαχικό μαρτύριο ξεκινούσε από τη Μεγάλη Δευτέρα με ανήλαδη ντοματόσουπα συνοδεύομενη από μεγάλες ποσότητες βραστής πατάτας, ελιές, ψωμί και, ασφαλώς, χαλβά για επιδόρπιο.
Αλλά και η Μεγάλη Τρίτη δε διέφερε ουσιαστικά, αφού τα προηγούμενα εδέσματα παραχωρούσαν τη θέση τους στην ανήλαδη νερόβραστη φασολάδα με τα ίδια γαστριμαργικά συμπληρώματα.
Όταν, οδεύοντας προς τη Μεγάλη Τετάρτη, αντιλαμβανόταν πως τα πράγματα σκουραίνουν και είμαστε έτοιμοι να διαταράξουμε τη νηστευτική περίοδο εκτός σπιτιού με καμιά τυρόπιτα, έβαζε όλη της την τέχνη μαγειρεύοντας μοσχοχτάποδα με μακαρονάκι κοφτό, εννοείται χωρίς ψήγμα ελαιόλαδου και πάλι.
Κάπως έτσι φτάναμε ως τη Μεγάλη Πέμπτη, όπου οι νερόβραστες φακές έκαναν την ηρωική εμφάνισή τους στο πιάτο μας. Λίγο τουρσί, λίγες ελιές, πολύ ψωμί και χαλβάς για επιστέγασμα της πείνας μας, άντε και τη βγάλαμε κι αυτή τη μέρα.
Όσο για τη Μεγάλη Παρασκευή, μια από τα ίδια, μέχρι να φτάσει η ώρα να πάμε στην περιφορά του Επιταφίου, να πιάσουμε λίγο την κουβέντα με τους γείτονες στο δρόμο, να δούμε για πολλοστή φορά τα Πάθη του Κυρίου στην τηλεόραση, να βάλουμε στο στόμα μας κανένα κομμάτι χαλβά με ψωμί… Ε, μας είχε κοπεί πια η διάθεση για φαγητό και προτιμούσαμε να ξεχαστούμε με μια καλή μερίδα ύπνου.
Κι όλες αυτές τις μέρες το σπίτι να είναι γεμάτο με τα μοσχομυριστά κουλουράκια και τα κατακόκκινα πασχαλινά αυγά που μας έκλειναν πονηρά το μάτι σε κάθε ευκαιρία. Και τα κρέατα και τα τυριά στο ψυγείο να περιμένουν υπομονετικά και βασανιστικά να έρθει η ώρα τους.
Επιτέλους, Μεγάλο Σάββατο! Ανάσταση στη σκέψη μας απ’ το πρωί και αναμονή ως το «Χριστός Ανέστη» τα μεσάνυχτα, για κάθετη εφόρμηση στη μαγειρίτσα ή την κρεατόσουπα, που μας έσπαγε μεθοδικά τη μύτη στη διάρκεια όλης της μέρας. Κι όταν κάποια στιγμή η μητέρα διέβλεπε τις «άνομες» ορέξεις μας, αναχαίτιζε την επιθυμία μας με δυο λόγια μόνο : «Ε, καλά, τόσες μέρες άντεξες. Δε μπορείς να κρατηθείς μερικές ώρες; Θα σου πέσει το μωρό;».
Κι όταν ερχόταν πια η μεγάλη στιγμή της απόλαυσης, πάντοτε θύμιζε πως το στομάχι ήταν για μέρες άδειο, ξεσυνήθισε στα βαριά φαγητά και χρειάζεται προσοχή. Εξάλλου, πρέπει ν’ αφήσουμε και χώρο για αύριο (Κυριακή του Πάσχα).
Ενώ, όμως, επέβαλλε τη νηστεία στην οικογένειά μας, ποτέ δεν κατηγόρησε όσους γνωστούς ή γείτονες δεν άλλαζαν τις διατροφικές τους συνήθειες στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας. Φρόντιζε, μάλιστα, να τονίζει με κατάλληλο ύφος : «Δε βλάπτουν τα εισερχόμενα αλλά τα εξερχόμενα!». Κι έμεινε η φράση αυτή σαν φάρος να φωτίζει τις σκοτεινές στιγμές μέχρι σήμερα.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει…