ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΧΡΩΜΑΤΑ ΨΥΧΗΣ

 


ΧΡΩΜΑΤΑ ΨΥΧΗΣ - ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
ISBN 978-960-604-307-9

Η συμμετοχή μου με 2 ποιήματα
και ένα πεζό αφήγημα


ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Μου λένε καλημέρα το πρωί 
τα ρούχα στο απέναντι μπαλκόνι 
οι άνθρωποι σκυμμένοι και βουβοί 
στης θλίψης τυλιγμένοι το σεντόνι. 

Με μια θηλιά μας δένει το σκοινί 
προβάλλει τη ζωή μας στην οθόνη 
το χέρι που τα νήματα κινεί 
αθόρυβα μας σπρώχνει στην αγχόνη. 

Παγώνει στο φλιτζάνι ο καφές 
και κρέμεται στα χείλη το τσιγάρο 
ποια άνοιξη χαμένη πάλι κλαις 
ποιο δάκρυ σου κρυφό θέλεις να πάρω;

Βουλιάζουν στη σιωπή οι Κυριακές 
τα λόγια στην ομίχλη σκεπασμένα 
αόρατες μας κλείνουν φυλακές 
με τα φτερά του φόβου απλωμένα. 

Καράβια που πεθαίνουν στο βυθό 
και μια σκουριά που τρώει τα σωθικά τους 
οι μέρες καραβάνια στο κενό 
σαν τα πουλιά γοργό το πέρασμά τους.

Στους τοίχους ξεθωριάζουν οι στιγμές
καπνός οι αυταπάτες στο ταβάνι 
στο πάτωμα ανοίγουν οι ρωγμές 
στεγνώνει της ελπίδας το μελάνι. 

© Δημήτρης Φιλελές

ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ

Οι λέξεις μου
ωρίμασαν αυτοεξόριστες 
στο ορυχείο της σιωπής 

επιλογή συνειδητή, μακριά 
από των χειροκροτημάτων την οχλοβοή 
και των επιφωνημάτων την παραίσθηση 

μάρτυρες βουβοί παρέμειναν της αγωνίας 
όταν πλατάγιζαν οι σημαίες του πολέμου 
ηχούσαν οι σάλπιγγες των μελλοθάνατων 
κροτάλιζαν τα τύμπανα των εθελοντών νεκρών 
όταν κάλπαζαν οι αλαλάζοντες κίβδηλοι ηγεμόνες 
περιέφεραν ανερυθρίαστοι την υπεροψία τους 
υπόσχονταν ανέξοδη μεταθανάτια αθανασία 
όταν θρηνούσαν αλλόφρονες οι μανάδες 
στα ανώνυμα μνήματα σφαγιασμένων βρεφών 
για χάρη κάποιας Σαλώμης 

μακρύ ταξίδι σε σκοτεινές στοές 
επώδυνη αναζήτηση του φωτός 
αιματηρή κάθαρση, εξαγνισμός 

οι λέξεις μου 
μπορούν να στέκονται 
γυμνές μπροστά στο πλήθος 
απαλλαγμένες 
από την περιβολή της συγκατάβασης 
από την ανοχή στη μικροψυχία 
από τη φοβία της απαξίωσης 
έτοιμες να ζήσουν την περιπέτεια.

© Δημήτρης Φιλελές

ΜΙΑ ΣΟΒΑΡΗ ΥΠΟΘΕΣΗ

Ο γάμος είναι σοβαρή υπόθεση, αρκετές φορές σοβαρό πρόβλημα, πιο συχνά σοβαρός μπελάς, ενίοτε σοβαρή αιτία αποδημίας εν τόπω χλοερώ. Γι' αυτό οι σοβαροί άνθρωποι αποφεύγουν συστηματικά ν' ασχοληθούν μαζί του· έχουν πιο σημαντικά πράγματα να κάνουν, πιο ευχάριστα, πιο ωφέλιμα, που στο κάτω της γραφής αυξάνουν (επιστημονικά εξακριβωμένο) και το όριο ζωής. Οι λιγότερο σοβαροί, ας πούμε, ασχολούνται φανατικά με το γάμο και, κατ' επέκταση, με τη διαιώνιση του είδους. Παραμένει, βέβαια, ακατανόητο πώς συνδέεται ένα κοινωνικό συμβόλαιο με τη μητέρα φύση. Μάλλον αυτός είναι ο μόνος τρόπος απόδειξης της σοβαρότητας του πράγματος...
Τον Αλέξανδρο τον λες δεν τον λες σοβαρό. Σχεδόν εμφανίσιμος, σαραντάρης, γιατρός, οικονομικά ανεξάρτητος, εργένης από φοιτητής (πανεπιστημίου της αλλοδαπής) με διεθνούς ρεπερτορίου κατακτήσεις, αλλά... ελαττωματικός, τουτέστι μοναχογιός.
Όλες τις ξινίζανε κι όλες τις βρομάγανε της κυρίας Ευτέρπης, ντόπιες και ξένες. 
«Μα είν' αυτή για σένα, γιόκα μου; Αυτή ονειρευόμουν εγώ για σένα;» η μόνιμη επωδός. Στην πραγματικότητα καμιά δεν ονειρευόταν, δεμένο στη βρακοζώνα της τον ήθελε διά βίου. Αλλά επειδή ήξερε πως κάποια απ' όλες αυτές μπορεί να τον ξεμυάλιζε τον κανακάρη της, έπαιρνε τα μέτρα της. 
«Ένα κορίτσι από σπίτι. Μια κοπέλα για οικογένεια. Αυτό σου λείπει. Να δούμε κι εμείς ένα εγγονάκι πριν κλείσουμε τα μάτια μας. Και βέβαια θα τη διαλέξω εγώ». Το τελευταίο δεν τολμούσε να το ξεστομίσει, αλλά το μεθόδευε καθημερινά. 
Λες και τ' άλλα κορίτσια δεν ήταν από σπίτι ούτε ήταν κατάλληλα για οικογένεια.
Κι από τότε που ο κυρ Αντρέας, ο πατέρας του Αλέξανδρου, Θεός σχωρέσ' τον, έκλεισε τα μάτια του χωρίς να δει εγγονάκι, αλλά γλίτωσε από τη μουρμούρα της Ευτέρπης, ο κλοιός έγινε ασφυκτικός.
«Αμάν πια μ' αυτές τις ξετσίπωτες. Πότε επιτέλους θα βάλεις μυαλό; Σ' έχουνε ρουφήξει. Και καλά, τον εαυτό σου δεν τον υπολογίζεις. Εμένα δε με σκέφτεσαι; Ούτε εγώ θα παίξω στα πόδια μου εγγονάκι;» ξεσπάθωνε η κυρία Ευτέρπη.
Τώρα, γιατί πρέπει κάποιος να χάσει την ησυχία του, τον ύπνο του, την ελευθερία του και ποιος ξέρει τι άλλο, για να χαϊδέψει η κάθε κυρία Ευτέρπη ένα παιδικό κεφαλάκι και να ταχταρίσει ένα μωράκι στα πόδια της, είναι ερώτημα διαχρονικά αναπάντητο.
Ώσπου βρέθηκε η κατάλληλη στιγμή - όχι που δε θα βρισκόταν - την ώρα που ο Αλέξανδρος έπινε τον καφέ του. Του τον σερβίρισε  μαζί με την είδηση :
«Αγοράκι μου, τάξε μου!»
«Γιατί να σου τάξω; Θα κάνεις κάποιο θαύμα;»
«Κι έτσι μπορείς να το πεις!»
«Άσε μας, ρε μάνα» προσπάθησε ο Αλέξανδρος να ξεφύγει, καθώς ένιωσε ένα άσχημο προαίσθημα να τον ζώνει.
«Τάξε μου, που σου λέω. Δε θα μετανιώσεις.»
Είχε ήδη μετανιώσει που βρισκόταν εκεί, αλλά μάνα του ήταν, αδυναμία της είχε, να μην πάει να τη δει;
«Άντε, λέγε να τελειώνουμε.»
«Να, πέρασε τις προάλλες η θεία σου η Μαρίκα από δω...»
«Γέννησε η ξαδέλφη μου η Θεώνη; Τι έκανε;» προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά απέτυχε οικτρά.
«Άσε τη Θεώνη τώρα. Αυτή θα γεννήσει στην ώρα της. Άλλα κουβεντιάσαμε...»
«Καλά κάνατε.»
«Για σένα λέγαμε. Για το μέλλον σου.»
«Εσείς για το μέλλον μου;»
«Ναι, καλέ... Μου έλεγε για μια κοπέλα, την ξέρεις κιόλας, τη Φιλίτσα του κυρίου Νικολάου, του εργολάβου ντε. Όμορφη, χρυσοχέρα, νοικοκυρά, σεμνή, λιγομίλητη. Ό,τι πρέπει για...»
«Μάνα, τα είπαμε αυτά. Φεύγω! Βιάζομαι!» έκανε να σηκωθεί απ' την καρέκλα, αλλά τον πρόλαβε η κυρία Ευτέρπη με το τελευταίο προμελετημένο χτύπημα.
«Σκέψου το! Τέτοιες τύχες και τέτοιες προίκες δε μας χτυπάνε την πόρτα κάθε μέρα» και τον άφησε να φύγει. Κυρία Ευτέρπη - Αλέξανδρος : 1 - 0 !!!
Γιατί τον ήξερε καλά το γιόκα της. Θα το ξανασκεφτόταν. Γιατί ήταν και κομματάκι φιλοχρήματος∙ παραδόπιστο δεν τον λες. Κι εκείνη από κοντά. Στενό μαρκάρισμα έως πολιορκία. Τρεις ολόκληρους μήνες πρόβαλλε αντίσταση ο Αλέξανδρος, αλλά κάθε μέρα που περνούσε κάποιο νέο πειστικό επιχείρημα της μητέρας του συνηγορούσε υπέρ του απονενοημένου διαβήματος.
«Μια γυναίκα –νόμιμη– μου πέφτει κι εμένα» σκέφτηκε. Ας τη δούμε κι αν δε μου γεμίζει το μάτι, κάτι θα βρω να πω. Τι στο καλό, τόσες φορές… 
Αμ, δε! Το θέμα μ’ αυτά τα κορίτσια για σπίτι είναι να μην ξεστομίσεις το πρώτο «ναι». Το τελευταίο το λες μπροστά τον παπά ή στο δήμαρχο όταν σε ρωτάει αν τη δέχεσαι για γυναίκα σου.
Έτσι την πάτησε και ο Αλέξανδρος όπως και τόσοι άλλοι κοινοί θνητοί. Νόστιμη η Φιλίτσα, λιγομίλητη, τρυφερή, μετρημένη, εξαιρετική μαγείρισσα – ο έρωτας περνάει απ’ το στομάχι. Χωρίς πολλές ερωτήσεις – η αδυναμία κάθε λογικού άντρα. Έξι μήνες μέλι – και ήρθε ο αρραβώνας.
Έπειτα ήρθε η προίκα. Το καινούριο σπίτι των παιδιών· κουκλίστικο – ένεκα ο εργολάβος πεθερός. Το νέο ιατρείο του γαμπρού σε καθωσπρέπει περιοχή – ένεκα το παλιό και μικρό και στα Πετράλωνα.
Έξι μήνες προετοιμασίας και μπήκε η κουλούρα. Η ώρα η καλή! Τούμπα πλάκα τα πράγματα μετά τον μήνα του μέλιτος. Ο Θεός βοηθός! Πάτωσε ο κουβάς με το μέλι και πέσαμε στο σκ… Άτιμη κουλούρα! Αλέκος ο Αλέξανδρος και κομμένες οι γλύκες. Ύφος αυστηρό, ερευνητικό έως και ανακριτικό! 
Βροχή οι ερωτήσεις : «Πού ήσουν; Γιατί δεν απαντούσες στο κινητό; Ποια ήταν αυτή που ήρθε τόσο αργά στο ιατρείο;»
Σύντομα ακολούθησαν και οι υποδείξεις : «Να σου φτιάξει η μάνα σου μουσακά. Εγώ έχω παραγγείλει κινέζικο». Πάει και το σπιτικό φαγητό.
Αμίλητος ο «Αλέκος». Έψαχνε κοφτερή γωνία στους τέσσερις τοίχους του νέου ιατρείου να χτυπήσει το ξερό του το κεφάλι.
Τα φιλαράκια στο μεταξύ κάτι είχανε μυριστεί και η καζούρα πήγαινε σύννεφο. Ψιλή στον αρχή, χοντρό γαζί στη συνέχεια :
«Να του πούμε να έρθει το βράδυ μαζί μας;» λέγανε με νόημα.
«Άσ’ τον. Αυτός είναι πολύ παντρεμένος ακόμα» έπεφτε η ατάκα.
Το φύσαγε και δεν κρύωνε.
Μέχρι που κάποιο βράδυ (βράδυ συμβαίνουν πολλά κακά) η Φιλίτσα αποφάσισε να σκίσει οριστικά τη γάτα. Αφορμή στάθηκε η άρνηση του «Αλέκου» για ένα τριήμερο σε σαλέ της Αράχωβας όπου συναγελάζονταν όλες οι φίλες της Φιλίτσας, κόρες μεγαλοεργολάβων, υδραυλικών, επιπλοποιών και συναφών επαγγελματιών μετά συζύγων και τέκνων.
«Άκουσε να σου πω, Αλέκο. Εμένα αλλιώς με είχε μαθημένη ο πατέρας μου. Δε θα με σκλαβώσεις εσύ. Στο κάτω κάτω, αν δεν υπήρχε ο πατέρας μου με τις γνωριμίες του, εσύ δεν θα είχες δουλειά και τα Σαββατοκύριακα.»
Αυτή η τελευταία φράση έπεσε σαν κεραυνός μέσα στην ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Και ο Αλέκος, σε μια στιγμή, ξανάγινε Αλέξανδρος. Γιατί όλες οι μεγάλες μάχες χάνονται ή κερδίζονται σε μια στιγμή.
Σηκώθηκε αμίλητος, ως συνήθως, από την καρέκλα με μάτια που γυάλιζαν, έβγαλε τη βέρα και την ακούμπησε προσεκτικά –πάνω απ’ όλα η διακόσμηση– στο τραπεζάκι του σαλονιού. Φόρεσε το σακάκι του –παπούτσια ήδη φορούσε, κάτι ήξερε– πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από την εταζέρα του διαδρόμου και βρόντηξε επιδεικτικά την εξώπορτα πίσω του.
Κάτι άναρθρες κραυγές «Αλέκο, γύρνα τώρα πίσω», «Αλέκο, μη φεύγεις, θα μετανιώσεις πικρά», «Αλέκο, εδώ είναι το σπίτι σου» χάθηκαν σύντομα στο βάθος καθώς κατέβαινε τρέχοντας τα σκαλιά προς την έξοδο διαφυγής. 
Άνοιξε με αγωνία το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και είδε με αγαλλίαση να βρίσκονται ακόμα εκεί τα κλειδιά και του παλιού του σπιτιού και του παλιού του ιατρείου, που είχε τουλάχιστον την προνοητικότητα να κρατήσει.
Ο βραδινός του ύπνος ήρεμος, το πρωινό ξύπνημα απολαυστικό.
Το πρώτο τηλεφώνημα μετά τον καφέ το έκανε στην κυρία Ευτέρπη. Αυτή τη φορά δεν την άφησε να μιλήσει, βέβαιος ότι ήδη γνώριζε τα πάντα. Της ανακοίνωσε ότι από σήμερα ζει μόνος και δεν το συζητά. Ένα «αχ, η καρδιά μου» από την άλλη άκρη της γραμμής δεν τον ανησύχησε – γιατρός είναι, ξέρει.
Το δεύτερο τηλεφώνημα το έκανε σε μια εταιρεία courier. Έβαλε σ’ ένα φάκελο τα κλειδιά του σπιτιού και του νέου ιατρείου με παραλήπτη τον πατέρα της Φιλίτσας. Δικά του ήταν και τα δυο· και η κόρη του μαζί. 
Διέγραψε και από το κινητό του τον αριθμό της Φιλίτσας, αφού πρώτα φρόντισε για φραγή εισερχομένων κλήσεων απ’ αυτή.
Το απόγευμα άνοιξε το παλιό ιατρείο. Πολλοί παραξενεύτηκαν που το είδαν φωτισμένο μετά από τόσο καιρό. Μπήκαν μέσα, χαιρέτησαν. Δε ρώτησαν. Χάρηκαν.
Το βράδυ ο Αλέξανδρος κανόνισε να βγει έξω με τους φίλους για φαγητό. Μόνος∙ και ό,τι ήθελε προκύψει. Ούτε οι φίλοι ρώτησαν. Οι φίλοι δεν είναι για να ρωτάνε, είναι για να καταλαβαίνουν.
Ο Αλέξανδρος είναι πλέον σοβαρός, πολύ σοβαρός, τόσο που πια γνωρίζει πόσο ευχάριστη μπορεί να γίνει η ζωή όταν την πάρεις στα σοβαρά – και ευτυχισμένος, πραγματικά ευτυχισμένος  τώρα που μπορεί πλέον να ζει σαν άνθρωπος!
Όσο για την πρώην, ο Αλέξανδρος βρήκε χρόνο να της σκαρώσει ένα σατιρικό ποίημα και φρόντισε να πέσει δήθεν τυχαία στα χέρια της με τη βοήθεια ενός φίλου για να γελάσει όλη η αντροπαρέα με τις κραυγές υστερίας που ακούστηκαν από το βόρεια προάστια μέχρι την Αράχωβα κι ακόμα παραπέρα.
Για τους φίλους αναγνώστες που έφτασαν ως εδώ το παραθέτουμε αυτούσιο προς αποφυγή λαθών μελλοντικών ή και υποτροπών…

Όταν χωρίσαμε μου φάνηκε αστείο
κι ούτε περίμενα ποτέ πως θα συμβεί
μα όταν ζήτησες να πάρεις το ψυγείο
ένιωσα πως είχε ραγίσει το γυαλί.

Την πόρτα έκλεισες χωρίς να πεις μια λέξη
μια κουβέντα ίσως λίγο τρυφερή
και τώρα πρέπει ο καθένας να διαλέξει
το κατσαβίδι αν θα πάρει ή το σφυρί.

Μου πήρε χρόνια ο κουτός να καταλάβω
ότι με θέλεις να βαράω προσοχή
κι ότι στα πόδια σου ζητούσες ένα σκλάβο
να σε φροντίζει και να σε υπηρετεί.

Αυτή η σχέση πάσχει επί της ουσίας
είναι περίπτωση ανίατη θαρρώ
αποποιούμαι της κοινής περιουσίας
και άλλο τίποτε να κάνω δε μπορώ.

Κανένα πιάτο δε θ' αφήσω στο ντουλάπι
να τρως στο πάτωμα το σούσι μοναχή
με το τσεκούρι θα διαλύσω το κρεβάτι
για να κοιμάσαι με το γάτο στο χαλί.


© Δημήτρης Φιλελές



Δεν υπάρχουν σχόλια: