ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Κάλαντα Χριστουγέννων 2024

 


Κάλαντα Χριστουγέννων 2024

 

Καλήν ημέραν, άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας

φέτος θα πω τα κάλαντα ξανά στ’ αρχοντικό σας

 

κι ως η Μαρία γέννησε άγγελο της  ειρήνης

και πάλι σφάζονται παιδιά στη γη της Παλαιστίνης

 

άστρο τη φάτνη φωτεινό τη νύχτα δεν φωτίζει

σεργιάνι βγαίνει ο θάνατος και τις ζωές θερίζει

 

ούτε οι μάγοι κίνησαν με τ’ ακριβά τους δώρα

δρόμο δεν έχει να διαβούν στη ρημαγμένη χώρα

 

ηχούν αντί των ωσαννά σειρήνες του πολέμου

μη σ’ ανταμώσει φονικό πού να σε κρύψω, γιε μου;

 

ασπίδα βάζει το κορμί η μάνα στο μαχαίρι

το ματωμένο της κρατά στα χέρια περιστέρι

 

μη γελαστεί στο άγγιγμα του βάναυσου Ηρώδη

του Πλούτωνα να μη γευτεί φαρμακωμένο ρόδι

 

φλόγες λυγίζουν σίδερα και πέτρες κροταλίζουν

της ανθρωπιάς το άγγελμα με σάβανο στολίζουν

 

ανάλγητοι μισάνθρωποι άκαρδοι παιδοκτόνοι

μαυρίζουν του ορίζοντα το γαλανό σεντόνι

 

πώς να γιορτάσω, να χαρώ και τον χορό να σύρω

όταν η πλάση φλέγεται και λαμπαδιάζει γύρω

 

πώς την αλήθεια ν’ αρνηθώ και ν’ ασπαστώ το ψέμα

το κόκκινο το γιορτινό από αθώων αίμα

 

φωνή λαού οργή Θεού, δικάστε τους φονιάδες

ορθώστε το ανάστημα, κόψτε τους τεμενάδες

 

το βρέφος που γεννήθηκε στον ήλιο να γελάσει

να λουλουδίσει η ζωή, ν’ αναστηθεί η πλάση.

 

Εις έτη πολλά!

 

© Δημήτρης Φιλελές



Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

"Βρικόλακες" του Ίψεν στο θέατρο Radar - Κριτικό σημείωμα

 


«Βρικόλακες» του Ίψεν στο Θέατρο Radar 

Θεατρική κριτική του Δημήτρη Φιλελέ

 

Η υπόθεση:

Οι «Βρικόλακες» του Νορβηγού συγγραφέα Χένρικ Ίψεν, θεατρικό έργο γραμμένο το 1881, είναι ένα ρεαλιστικό κοινωνικό δράμα διαχρονικής αξίας. Με κεντρική ηρωίδα την Ελένα Άλβινγκ, χήρα του έκφυλου και αλκοολικού λοχαγού Άλβινγκ (όπως μαθαίνουμε καθώς εξομολογείται τη ζωή της), ο συγγραφέας τολμά να φέρει στην επιφάνεια και να καυτηριάσει τη χυδαιότητα και τη βαναυσότητα της κοινωνίας του καθωσπρεπισμού, που με χαρακτηριστική ευκολία σπρώχνει κάτω από το χαλί όσα απαράδεκτα διαδραματίζονται καθημερινά πίσω από τις ερμητικά κλειστές πόρτες του οικογενειακού περιβάλλοντος, αρκεί να διατηρήσει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Θύματα, ως συνήθως, οι γυναίκες-κόρες και στη συνέχεια γυναίκες-σύζυγοι (και οι γυναίκες γενικώς ως φύλο) που εκπαιδεύονται να υποτάσσονται στη μοίρα τους, στο καθήκον που ορίζεται ως υπακοή και αδιαμαρτύρητη προσφορά υπηρεσιών στους άντρες. Παράλληλα, όμως, τα θύματα εναλλάσσονται στον ρόλο του θύτη όταν, προκειμένου να αυτοπροστατευτούν, αναπτύσσουν ισχυρούς μηχανισμούς αφανούς αντίστασης, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο διαιώνισης του κοινωνικού μοντέλου.

Με την ευκαιρία της επιστροφής του γιου της Όσβαλντ, ζωγράφου που ζει επί σειρά ετών αποξενωμένος στο Παρίσι, και του πάστορα Μάντερς, διαχειριστή της περιουσίας για τη δημιουργία ορφανοτροφείου που θα εγκαινιαστεί στη μνήμη του συζύγου της, η κυρία Άλβινγκ θα βρεθεί απροσδόκητα μπροστά στην αναβίωση της σκληρής πραγματικότητας που έχει βιώσει και επιμελώς ως τώρα έχει αποκρύψει. Οι νεκρές λέξεις και οι απωθημένες συμπεριφορές θα ζωντανέψουν ύστερα από μια δεκαετία, οι «βρικόλακες» θα πάρουν σάρκα και οστά και θα απαιτήσουν για μια ακόμα φορά το μερίδιό τους στην καθημερινότητα. Τα πράγματα θα γίνουν ακόμα χειρότερα όταν η Ρεγγίνα, ψυχοκόρη της οικογένειας (κόρη στην πραγματικότητα του λοχαγού), αρνηθεί να ακολουθήσει τον πατέρα της Ένγκστραντ (συμμέτοχο στην απόκρυψη της αλήθειας έναντι αμοιβής) εξαιτίας του έρωτά της με τον νεαρό Όσβαλντ, που δεν γνωρίζει ότι είναι αδελφός της και προτίθεται να τον ακολουθήσει ως ερωμένη του στο Παρίσι. Όταν η αλήθεια βγαίνει αναγκαστικά στο φως, τα πάντα καταρρέουν, το παρελθόν εισβάλλει και διαρρηγνύει την ακύμαντη επιφάνεια. Η ιστορία κορυφώνεται με την αιφνιδιαστική αποκάλυψη της ανίατης ασθένειας του Όσβαλντ και το τραγικό δίλημμα της μητέρας για τη ζωή του παιδιού της. Οι «βρικόλακες» φαίνονται να ορίζουν όχι μόνο το βασανιστικό παρελθόν, αλλά και το οδυνηρό παρόν.

Η παράσταση ως συνολική εικόνα:

Η συνεπής απόδοση του αρχικού κειμένου και η σκηνοθετική ματιά της Αναστασίας Παπαστάθη είναι τα θεμελιώδη στοιχεία που δημιουργούν μια παράσταση με λόγο σύγχρονο, που θίγει όχι μόνο την κοινωνική ανισότητα των φύλων, αλλά και την πανταχού παρούσα διαφθορά που εδραιώνει την υποκρισία ως αποδεκτό κοινό τρόπο ζωής. Και όλα αυτά με ήχο φυσικό (καθοριστικό στοιχείο), ροή αδιάκοπη που εντείνει το ενδιαφέρον του θεατή και τον κρατά μέσα στην παράσταση μέχρι και την τελευταία σκηνή. Επιπλέον, ύστερα από το παρατεταμένο χειροκρότημα του φινάλε – απολύτως δικαιολογημένο, αναπόφευκτα αναδύονται ζητήματα επίκαιρα, δημιουργούνται ερωτηματικά και προκαλούνται σκέψεις που οδηγούν σε κοινωνικό προβληματισμό και συζήτηση μόλις πέσει η αυλαία.

Οι ερμηνείες:

Η Αναστασία Παπαστάθη, ως κυρία Άλβινγκ, είναι μια τραγική φυσιογνωμία. Φανερά παγιδευμένη τόσο από το κοινωνικό status όσο και από τις προσωπικές της επιλογές, επικοινωνεί στον θεατή τα αλλεπάλληλα συντριπτικά χτυπήματα που έχει δεχτεί –και εξακολουθεί να δέχεται– μέσα από τον τόνο της φωνής της, το βλέμμα και τη στάση του σώματός της χωρίς ψήγμα υπερβολής.

Ο Θοδωρής Σκούρτας, ως πάστορας Μάντερς, είναι υποδειγματικός. Με απόλυτη αίσθηση του χώρου, εξαιρετική συμμετρία κινήσεων και υποκριτική στιβαρότητα, μεταφέρει πειστικά την εκκλησιαστική δογματική στειρότητα, την καταπίεση των πιο όμορφων ανθρώπινων αισθημάτων, αλλά και τον φόβο που τον κάνει υποχωρητικό απέναντι στους συκοφάντες, που το «ανθρωπάκι» μέσα του αδυνατεί να αντιμετωπίσει.

Ο Νίκος Αναστασόπουλος, ως Ένγκστραντ, είναι η απτή προσωποποίηση της διαφθοράς, της υποκρισίας και της κουτοπονηρίας των ανθρώπων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, που δεν διστάζουν να συναλλαγούν προκειμένου να αποκομίσουν το ελάχιστο όφελος, μετατοπίζοντας τη χυδαία συμπεριφορά τους στην κακοτυχία και στα ανθρώπινα ελαττώματά τους. Αξιοθαύμαστη η κινησιολογία του (υποτιθέμενου) ανάπηρου ποδιού που διαχέεται σε ολόκληρο το σώμα του.

Ο Νεκτάριος Φαρμάκης, ως Όσβαλντ, στέκεται ισότιμα επί σκηνής, ανασύρει με επιδεξιότητα τα αντικρουόμενα αισθήματά του, αποδίδει χωρίς πλατειασμούς την εικόνα του παραιτημένου από τη ζωή νεαρού, βιώνει την παραλληλία της επιθυμίας για ζωή με τον φόβο του τρομακτικού μέλλοντος, ενώ υπηρετεί με υποκριτική συνέπεια τον ρόλο του αυτοκτονικού αρρώστου μέχρι τέλους.

Η Μαριλένα Λιακοπούλου, ως Ρεγγίνα, ενσαρκώνει με επιτυχία, από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης, το αδύναμο και ταλαιπωρημένο πλάσμα που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα «θέλω» και στα «πρέπει», ανάμεσα στην καρδιά και τη επιβεβλημένη λογική, που βρίσκει τελικά τη δύναμη να διεκδικήσει όσα της έχουν στερήσει, αποφασισμένη να πληρώσει το δικό της τίμημα.    


Η ταυτότητα της παράστασης:

Ερμηνεύουν αλφαβητικά:

Νίκος Αναστασόπουλος: Ένγκστραντ

Μαριλένα Λιακοπούλου: Ρεγγίνα

Αναστασία Παπαστάθη: κυρία Άλβινγκ

Θοδωρής Σκούρτας: πάστορας Μάντερς

Νεκτάριος Φαρμάκης: Όσβαλντ Άλβινγκ

Απόδοση – Σκηνοθεσία: Αναστασία Παπαστάθη

Σκηνικά – Κοστούμια: Κυριακή Πανούτσου

Μουσική Επιμέλεια: Πάνος Φορτούνας

Φωτισμοί: Αναστασία Παπαστάθη

Βοηθός σκηνοθέτη: Φρόσω Ανδριώτη

Φωτογραφίες: Τζούλια Χατζηκωστάκη

Video: Κώστας Σταμούλης

Επικοινωνία: Αντώνης Κοκολάκης

Θέατρο Radar / Home - Radar Theater

Πλ. Αγίου Ιωάννη & Πυθέου 93, Τ.Κ. 11744, Νέος Κόσμος,  Αθήνα,

Τηλ: 2109769294 (50 μέτρα από το Σταθμό Μετρό «Άγιος Ιωάννης») 

Ηλεκτρονική διάθεση εισιτηρίων: ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ | Εισιτήρια online! | More.com

 

 Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Βρικόλακες του Ίψεν στο Θέατρο Radar


Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Καλαβρύτων Σταύρωση και Ανάσταση

 


Καλαβρύτων Σταύρωση και Ανάσταση

 

13 Δεκέμβρη του ’43

φθονερός χειμώνας ζώνει τις αδούλωτες καρδιές

φάλαγγες μαύρες μπότες αντηχούν στα λιθόστρωτα

καρφιά πληγιάζουν την αγιασμένη γη των Καλαβρύτων

 

τέρατα ανθρωπόμορφα ξεχύνονται απ' τα καμιόνια

στον νου τους φωλιάζει των αθώων ο φόνος

στο αγριωπό τους βλέμμα ζωγραφισμένη η δίψα για αίμα

το πρόστυχο στόμα τους μια μαύρη τρύπα έτοιμη να ρουφήξει ζωές

τα ανόσια χέρια τους οπλισμένα με τα σύνεργα της σφαγής

τα πόδια τους οπλές σατανικές ξεχώνουν τα λιθάρια και ανοίγουν τάφους

 

από τις χαραμάδες στις σφαλιστές πόρτες και τα μανταλωμένα παράθυρα

τρυπώνει αόρατος ο φόβος και του θανάτου η καπνιά

σκυφτές και βουρκωμένες μοιρολογούν οι ανταρτοφωλιές του Χελμού

μαργωμένοι οι αϊτοί μαδούν τα φτερά τους

δακρυσμένος ο ήλιος κρύβεται πίσω από σύννεφα μαβιά

ανήμπορος να κόψει της καταιγίδας την ορμή

 

ολοένα ζυγώνει το θεριό και της μυλόπετρας τα δόντια ακονίζει

τους άντρες από τις γυναίκες ξεχωρίζει

τους αδερφούς από τις αδερφάδες

και τους αμούστακους τους γιους απ’ τις μανάδες

κι όλους στη ράχη του Καππή τους φράζει

ανάμεσα σε δυο φωτιές

από τη μια το βιος τους στις φλόγες παραδομένο

κι από την άλλη τα πολυβόλα να ξερνούν τον θάνατο

ώσπου με το δρεπάνι του όλα τα στάχυα να θερίσει

 

ποτάμι κόκκινο πηχτό κατηφορίζει την πλαγιά

ποτίζει το χώμα κι όθε περνά ανθίζουν παπαρούνες

που τη μαυρίλα διώχνουν και λευτεριάς αρώματα σκορπίζουν στον αγέρα

Παρασκευή Μεγάλη αν δεν ζήσουμε

Ανάστασης χαρμόσυνη καμπάνα δεν σημαίνει

 

απομεινάρια του χαλασμού

τα ρημαγμένα φτωχόσπιτα, καπνισμένα κι ολοχάσκωτα

σαν άσαρκα κρανία

να θρηνούν του κύρη τον χαμό

 

κι οι χαροκαμένες γυναίκες με τα μαύρα τσεμπέρια

που ξαπλώνουν τα βράδια το κούφιο τους κορμί σε παγερά σεντόνια

χρόνια ολάκερα άκαρπες, νεκροζώντανες,

στερημένες από τη σερνική σπορά στα σπλάχνα τους

μπήγουν τα νύχια βαθιά στα αδειανά προσκέφαλα

αχάραγα ξυπνούν από του ύπνου τους τον τάραχο

με τη γεύση του βραδινού ιδρώτα στα ξεραμένα χείλη

το καντήλι ανάβουν κάτω απ' το εικονοστάσι

τους αγίους προσκυνούν μαζί με των παππούδων τ’ άρματα

ζυμώνουν πρόσφορα και βράζουν στάρι

και μνημονεύουν τα Ψυχοσάββατα στην εκκλησιά τα ονόματα των νεομαρτύρων

 

πάντα βαρύ της λευτεριάς το τίμημα

για ν’ αντικρίζουν οι ζωντανοί τ’ ουρανού και της θάλασσας το γαλάζιο

 

Κι εσύ, μισάνθρωπε Χανς,

άνομε τρυγητή της ανθισμένης νιότης,

φονιά αρρωστημένε, σοφέ και πολυδιαβασμένε,

δεν έτυχε ποτέ σου του μπαρμπα-Γιάννη τ’ αντρειωμένα λόγια

στο διάβα σου να απαντήσεις;

 

«Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα,

όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε.

Τρώνε από μας και μένει και μαγιά».

 

© Δημήτρης Φιλελές


Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

Παλιάτσος

 


Παλιάτσος

 

Στης γειτονιές μας την πλατεία

ένας παλιάτσος κάνει αστεία

σαν μαριονέτα που χορεύει

για μεροκάματο παλεύει

κι όσο τυλίγεται στη σκόνη

να βγάλει το ψωμί ιδρώνει.

 

Στης γειτονιάς μας την πλατεία

μαζεύεται η πελατεία

του άρτου και των θεαμάτων

του τζόγου και των στοιχημάτων

με ήλιο, χιόνι ή χαλάζι

παλιάτσος μάς διασκεδάζει.

 

Στης γειτονιάς μας την πλατεία

δεν κάνουμε και αμαρτία

χρόνια την ώρα μας περνάνε

με τα προβλήματα γελάμε

μ' έναν παλιάτσο στο πλευρό μας

τροφή να δίνει στο εγώ μας.

 

Στης γειτονιάς μας την πλατεία

βρισκόμαστε σε απαρτία

με την απάθεια στο αίμα

βουλιάζουμε στο ίδιο ψέμα

στο έργο της ζωής κομπάρσοι

του εαυτού μας οι παλιάτσοι.

 

© Δημήτρης Φιλελές