ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Μαύρο γιασεμί - της Μαρίας Εμ. Μαραγκουδάκη

 


Μαρία Μαραγκουδάκη

Μαύρο γιασεμί

Εκδόσεις Εύμαρος, Αθήνα 2019

 

Κριτική προσέγγιση του Δημήτρη Φιλελέ

 

«Τη Χημεία θα τη βρείτε παντού, είναι στην καθημερινότητά μας», είναι η φράση του καθηγητή χημείας από τα σχολικά χρόνια που επιβεβαιώνεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο στη σύντομη ζωή μιας κομμώτριας, της Σάντρας, μιας φιγούρας τραγικά κωμικής και κωμικά τραγικής, που με αριστοτεχνικό τρόπο υφαίνει η Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη στο θεατρικό της αφήγημα «Μαύρο γιασεμί» (εκδόσεις Εύμαρος, Αθήνα 2019, isbn: 978-618-5162-528).

Ένα πλάσμα χαρωπό και ανάλαφρο, ζωηρό και ερωτιάρικο, προσγειωμένο αλλά και ονειροπόλο, τραυματισμένο από τις άστοχες γονεϊκές επιλογές, με το μεράκι της ηθοποιίας που έμεινε απραγματοποίητο, αλλά δεν πειράζει, πάμε γι’ αλλά, με καλοσύνη και ανεξικακία, δέχεται το φαρμακερό δάγκωμα της κακίας, που χύνει το δηλητήριο στην άδολη ψυχή του.

Ένα αδυσώπητο ερωτικό τρίγωνο, μια ύπουλη αρπαγή του ερωτικού συντρόφου, μια απόρριψη που μαυρίζει τον ανέφελο ερωτικό ορίζοντα, μια κραυγή απελπισίας απέναντι στην κατάφωρη αδικία, μια διεκδίκηση που ξυπνά τα πιο άγρια ένστικτα -και κυρίως εκείνο της ατομικής ιδιοκτησίας- έρχεται για να πραγματοποιήσει μια σαρωτική αλλαγή. Και, πράγματι, όλα αλλάζουν, όλα μεταμορφώνονται, λες και ένα αόρατο χέρι κάνει προμελετημένες κινήσεις στη σκακιέρα των ανθρώπινων σχέσεων.

                         Η συγγραφέας Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη

Η ηρωίδα της ιστορίας γυρεύει εκδίκηση με κάθε τρόπο και γίνεται αυτή η αναζήτηση το κύριο μέλημα της καθημερινότητάς της. Το κορίτσι της διπλανής πόρτας γίνεται άλλος άνθρωπος -και να που, υπό προϋποθέσεις, όλα γίνονται- και ρίχνεται στη μελέτη της δολοφονικής ευρηματικότητας. Αστυνομικά μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες εγκλημάτων και τρόποι δράσης των δηλητηριωδών ουσιών αντικαθιστούν τα περιοδικά αστρολογίας, τις συναστρίες και κάθε λογής έντυπα ποικίλης ύλης.

Μέχρι που, ναι, καταλήγει στο τέλειο έγκλημα. Σ’ εκείνο που το σχέδιο είναι αλάνθαστο, το θύμα αποκλείεται να γλυτώσει, αλλά και ο δράστης αποκλείεται να μείνει ατιμώρητος. Γιατί αυτό το τελευταίο είναι εκείνο που την ενδιαφέρει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η ηθοποιός παραμερίζει την κομμώτρια, αυτοσκηνοθετείται,  το σχέδιο οργανώνεται και εκτελείται άψογα, για να αποδειχθεί περίτρανα ότι άλλο ένα τεράστιο ταλέντο χάθηκε άδικα, όπως συνήθως συμβαίνει σ’ αυτή τη ζωή, που δεν φημίζεται για τη δικαιοσύνη της.

Ας αφήσουμε μόνο τα ερωτήματα να αιωρούνται: Τι είδους «κακία» άραγε μπορεί να φωλιάσει σε μια αγαθή ψυχή; Σε ποια αυτοκαταστροφή ακρότητα μπορεί να φτάσει ένας απεγνωσμένος άνθρωπος;

Με γλώσσα λαϊκή και χειμαρρώδη  πρωτοπρόσωπη αφήγηση η πρωταγωνίστρια της ιστορίας, ένα μαύρο γιασεμί, μια μορφή ιλαροτραγική, ακροβατεί μεταξύ ψυχικής ισορροπίας και παράκρουσης, επιθυμίας και πραγματικότητας, ύπαρξης και ανυπαρξίας, αφήνοντας στο διάβα της ένα απαλό άρωμα που κυλάει σαν ακόμα ένα δάκρυ στο μάγουλο της ζωής των ταπεινών.

Αρκούν λίγες σελίδες για να διαπιστώσει ο ανάγνωσης ότι ουκ εν τω πολλώ το ευ και ότι μια συμπαγής πρωτότυπη ιδέα είναι ικανή να τον συμπαρασύρει και μέσα από ένα στιβαρό κείμενο να του προσφέρει ανεπανάληπτες στιγμές αναγνωστικής ηδονής.

Η Μαραγκουδάκη, μαθηματικός κατ’ επάγγελμα, με άριστη γνώση και χειρισμό του μέτρου και σε γλωσσικό επίπεδο, με επίγνωση της θεατρικής οικονομίας, με απέριττη καταιγιστική δράση, μας οδηγεί στο μοιραίο τέλος με το πόδι καρφωμένο στο γκάζι. Μια ιστορία απολαυστικά πικρή, και γιατί όχι αληθινή, που αξίζει να διαβαστεί.

Η ηθοποιός Κατερίνα Γκατζόγια

Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η συγγραφέας ευτύχησε να δει τη μεταφορά του κειμένου της ως θεατρικό μονόλογο σε ευάριθμες παραστάσεις εντός και εκτός Αθηνών να εισπράττει τον θαυμασμό του κοινού. Η πρωταγωνίστρια της παράστασης Κατερίνα Γκατζόγια, ηθοποιός με έντονο ταμπεραμέντο, με τη σκηνοθετική οδηγία του Γιώργου Τζαβάρα, εξωτερικεύει με λιτότητα την εσωτερική συγκίνηση, κυριαρχεί επί σκηνής με την πειστική εκφορά του λόγου ως «λαϊκό κορίτσι», με αυθεντικότητα μεταφέρει στον θεατή την αίσθηση του «δεν το χωράει ο νους μου, δεν το σηκώνει η ψυχή μου», παίζει με τις λειτουργικές παύσεις πριν το ξέσπασμα της θύελλας παγιδευμένων σκέψεων και λέξεων,  οι εκφράσεις απελπισίας φτάνουν στο κοινό με την αίσθηση ενός «γεμάτου» στόματος, το ύφος και η γλώσσα του σώματος συνοδοιπορούν με τα ερωτήματα που ταλανίζουν την ηρωίδα, οι εναλλαγές του κωμικού και του τραγικού στοιχείου διαθέτουν εντυπωσιακή αληθοφάνεια, η ένταση των συναισθημάτων κλιμακώνεται ρυθμικά, μέχρι που ο θεατής, στην κορύφωση του τέλους, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την απολαυστική ερμηνεία, την ευρηματικότητα αλλά και την κομψότητα των χειρισμών, και να αποδώσει τα εύσημα με ένα αβίαστο παρατεταμένο χειροκρότημα.

 

Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Το "Μαύρο γιασεμί" στο fractal


Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Δήμος Νέας Ιωνίας - Έκθεση Ζωγραφικής Ενηλίκων

 


Δήμος Νέας Ιωνίας

Έκθεση Ζωγραφικής Ενηλίκων

 

Χτες, 3  Ιουλίου 2024, άνοιξε τις πόρτες στης στο κοινό η θερινή Έκθεση Ζωγραφικής Ενηλίκων, που περνούν τον χρόνο τους στα καλλιτεχνικά εργαστήρια του Δήμου μας, στον περιποιημένο χώρο του Παναιτωλίου στη Νέα Ιωνία. Εντυπωσιακός ο αριθμός των συμμετεχόντων, εντυπωσιακή και η ποσότητα των έργων, αλλά ακόμη πιο εντυπωσιακό το επίπεδο των πινάκων ζωγραφικής που με την ποικιλία των τεχνικών και της θεματολογίας τους δεν υπολείπονταν σε τίποτα από μια επαγγελματική έκθεση ζωγραφικής.

Με την εικαστική καθοδήγηση του Δημήτρη Βάρβογλη, της Μαριάνθης Κουμαριανού και της Κωνσταντίνας Μπαρμπαρή το εργαστήριο ζωγραφικής του Δήμου Νέας Ιωνίας, από τα παιδικά τμήματα μέχρι και τους ενήλικες μαθητές, ανεβάζει πραγματικά πολύ ψηλά τον πήχη και βάζει τα θεμέλια για ένα ευοίωνο εικαστικό μέλλον. Οι δύο όροφοι του κτιρίου με τους τοίχους γεμάτους με ελαιογραφίες ποικίλης θεματολογίας, έργα με κάρβουνο, παστέλ και μεικτές τεχνικές δημιουργούν ένα αξιοπρόσεκτο αισθητικό σύνολο, ιδιαίτερα ελκυστικό για όλους τους επισκέπτες.

Η πολυκοσμία των εγκαινίων, οι ομιλίες και η παράλληλη μουσική παρέμβαση δεν μου επέτρεψαν να φωτογραφίσω τουλάχιστον από ένα έργο καθενός από τους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες στην έκθεση – κάτι για το οποίο απολογούμαι, αλλά δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ασφαλώς είναι όλοι και όλες άξιοι συγχαρητηρίων. Και βέβαια η παρουσίαση και ο σχολιασμός των έργων που ακολουθούν γίνεται μέσα από τη ματιά του φιλότεχνου και όχι του επαΐοντος.

Ξεχωριστό το φως που εκπέμπει το έργο της ΕΛΕΝΗΣ ΑΤΖΕΜΗ με το ψωμί, το βασικό αγαθό της ζωής, να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Άρτιο από κάθε άποψη, πόλος έλξης στα μάτια του επισκέπτη.


Οι θαλασσογραφίες αποτελούν αγαπημένο θέμα για τους περισσότερους ζωγράφους και η παράδοση συνεχίστηκε και σ’ αυτή την έκθεση με ελαιογραφίες, κατά κύριο λόγο, που απεικονίζουν βάρκες άλλοτε προβάλλοντας τις ακύμαντες αντανακλάσεις τους, άλλοτε ακίνητες σε γαλήνια θάλασσα και άλλοτε ριγμένες στη στεριά, ενώ πίσω τους το κύμα σκάει αγριεμένο, δημιουργώντας την αίσθηση της κίνησης




όπως τα παραπάνω έργα της ΟΛΓΑΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ, της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΜΕΪΜΑΡΟΓΛΟΥ και της ΣΟΝΙΑΣ Π. με πλούσια χρωματική παλέτα.

Συναντάμε όμως και τους ψαράδες την ώρα της δουλειάς



όπως στα έργα της ΜΑΡΙΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΕΛΗ και της ΝΤΑΝΙΕΛΑΣ ΣΟΦΙΑΝΟΥ, που διακρίνονται για τη ζωντάνια των χρωμάτων και την έντονη αίσθηση κίνησης που δημιουργούν στον θεατή.

Επιβλητικό το φορτηγό πλοίο που απεικονίζεται στο έργο της ΙΩΑΝΝΑΣ ΤΖΑΝΕΛΛΗ, δεμένο στο λιμάνι, αλλά αγέρωχο ανάμεσα στα δυο πανίσχυρα στοιχεία της φύσης, τον ουρανό και τη θάλασσα, που οι χρωματικοί τόνοι τους προϊδεάζουν για τις δυσκολίες του ταξιδιού.


Πάντα όμως υπάρχει ένας φάρος, όπως αυτός που εικονίζεται στο έργο της ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, όρθιος ανάμεσα στα αγριεμένα κύματα, άσβηστος μέρα και νύχτα, για να προστατεύει τους ναυτικούς, να τους δείχνει τον δρόμο μακριά από τις ξέρες και να φροντίζει να φτάσουν με ασφάλεια στον προορισμό τους, αλλά και σώοι στην αγκαλιά όσων περιμένουν την επιστροφή τους. Έργο λιτό αλλά με ιδιαίτερη ένταση.


Άλλο ένα αγαπημένο θέμα των καλλιτεχνών, τα τοπία, καταλαμβάνει τον δικό του χώρο και σ’ αυτή την έκθεση. Τα χρώματα του δειλινού έχουν μια ξεχωριστή γλυκύτητα και ξυπνούν μια ταξιδιάρικη διάθεση στο έργο που φέρει την υπογραφή ΜΑΓΚΑΝΟ ΓΡΑΖΙΑ.


ενώ το τοπίο αλλάζει, γίνεται βροχερό και μας παραπέμπει σε μια πόλη του ευρωπαϊκού ίσως βορρά με τη θλίψη που προκαλεί στους ανθρώπους και την αναζήτηση πρόχειρης προστασίας κάτω από τις ομπρέλες, όπως αποδίδονται στο έργο της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΜΠΕΚΑ.


Ελεύθερη καλπάζει η χρωματική αλλά και η θεματική φαντασία στα έργα του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΙΛΙΒΑΚΗ. Με μια αίσθηση συμπαντικής ζωγραφικής τα τρία μικρά σε διαστάσεις έργα έχουν διάθεση συνομιλίας με τον θεατή, τον κοιτάζουν κατάματα και ακτινοβολούν ευθυμία αλλά και πρωτοτυπία.


Μοντέρνα η αισθητική της ΣΟΦΙΑΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ, αφαιρετική και έντονα χρωματική, οδηγεί τον επισκέπτη σε μια ευχάριστη αναζήτηση.


Αφαιρετική είναι και η ζωγραφική αποτύπωση της ΒΑΣΩΣ ΠΕΡΓΑΜΑΛΗ, που μας μεταφέρει σε ένα χωριό σκαρφαλωμένο σε βράχια με έντονους χρωματικούς τόνους.


Ένα καφενείο με τους θαμώνες του, έργο της ΔΙΑΜΑΝΤΩΣ ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗ, μας μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, αποπνέοντας μιας αίσθηση ξεγνοιασιάς. Χρώματα και αρώματα λησμονημένα που έχουν χαθεί μέσα στη δίνη των μεγάλων ταχύρρυθμων πόλεων.


Κυβιστικής αντίληψης είναι το νησιώτικο τοπίο της ΔΙΟΝΥΣΙΑΣ ΚΟΥΡΜΕΝΤΑΛΑ, με χρώματα πρωτότυπα και ζωηρά και έναν ουρανό εντελώς μακριά από τα συνηθισμένα, που όμως δεν ξενίζει. Ιδιαίτερη ευχαρίστηση προκαλεί στον θεατή η καμπυλότητα και η συμμετρία των όγκων.


Μοιάζουν καρναβαλιστές οι έντονες ανθρώπινες φιγούρες της ΑΓΛΑΪΑΣ ΖΟΡΜΠΑ, ζωηρές, πολύχρωμες, αέρινες, ευλύγιστες, προκαλούν και προσκαλούν σε χορό των αισθήσεων.

Και ξαφνικά εμφανίζεται ένα άλογο που μοιάζει να καλπάζει μέσα σε ένα σύννεφο. Η ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΑΜΠΩΤΟΥ μας μεταφέρει με απαλές γραμμές την αίσθηση της φυσικότητας της κίνησης.


Στον δεύτερο όροφο της έκθεσης υπάρχει ένα έργο που μαγνητίζει το βλέμμα. Είναι το γυμνό σώμα της ΙΟΥΛΙΑΣ ΣΚΑΡΗ που αποτελεί αυτό που χαρακτηρίζουμε ως «αξιοθέατο». Μια συμβολική εικόνα που κάθε επισκέπτης μπορεί να αποσυμβολίσει με τον δικό του τρόπο. Πρόκειται για ένα ζωγραφικό κόσμημα από κάθε άποψη.


Το ανδρικό σώμα κυριαρχεί στα δύο αξιοπρόσεκτα έργα του ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΟΥ. Είτε με κλασική είτε με πιο μοντέρνα προσέγγιση, οι ζωγραφικές τους δημιουργίες είναι πόλος έλξης για τον επισκέπτη.


Τρυφερή και ιδιαίτερα αισθησιακή η γυναικεία φιγούρα στο έργο της ΜΑΡΙΑΣ ΑΝΤΩΝΟΛΟΥΚΑ, εικόνα βγαλμένη από άλλη εποχή, με λεπτές γραμμές και κινητικότητα.


Το ίδιο ισχύει και για το κορίτσι με τα κόκκινα που μας δίνει την αίσθηση του χορευτικού στροβιλισμού και του ερωτικού πάθους στο έργο του ΙΩΑΝΝΗ ΔΙΑΜΑΝΤΩΝΗ.


Στην έκθεση όμως συναντήσαμε και πολλά αξιόλογα πορτρέτα, ξεκινώντας από την ασκητική μορφή με το υποβόσκον χαμόγελο που εμφανίζεται στην ελαιογραφία της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΜΠΕΚΑ.


Ελκυστικό είναι όμως και το μοντέρνας τεχνοτροπίας πορτρέτο της ΜΑΡΙΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, με χρώματα πρωτότυπα και έντονα χαρακτηριστικά κίνησης.


Ιδιαίτερα ενδιαφέρον και το προφίλ της γυναικείας προσωπογραφίας, με άλλη τεχνική, της ΤΑΞΙΑΡΧΟΥΛΑΣ ΙΝΤΖΙΡΤΖΗ.


Αξιοπρόσεκτη και η γυναικεία μορφή, σαν παλιά φωτογραφία, που μας κοιτάζει με το αινιγματικό της βλέμμα στο έργο της ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ.


Πολύ αξιόλογα, όμως, ήταν και τα πολυπληθή έργα με κάρβουνο στον χώρο της έκθεσης – κυρίως πορτρέτα και σώματα. Δυστυχώς, οι συνθήκες φωτισμού δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για τη φωτογραφική αποτύπωση αυτών των έργων. Ωστόσο, στο μέτρο του δυνατού, γίνεται μια σύντομη αναφορά.

Γεμάτο ζωντάνια και κίνηση στα μαλλιά, στα μάτια και στα χείλη είναι το κοριτσίστικο κεφάλι της ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΜΠΑΛΑΣΗ.


Ιδιαίτερα συμβολικό και ερεθιστικό για το μάτι είναι και το γυναικείο προφίλ που αποτυπώνεται στο έργο του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΡΑΪΛΑ.


Με πολλή λεπτομέρεια και ξεχωριστή εκφραστικότητα είναι δουλεμένη η ώριμη γυναικεία μορφή διά χειρός ΕΛΕΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ.


Αξιοπρόσεκτη είναι και η σπουδή του ανδρικού σώματος όπως παρουσιάζεται μέσα από το έργο της ΜΑΚΡΙΝΑΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ.


Με πολύ όμορφη τεχνική και γλαφυρή χρωματική παλέτα μας παρουσιάζει η ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΜΑΡΟΥΛΗ τη νεκρή φύση του έργου της.


Τέλος, αξίζει να προσεχθεί και το ιδιαίτερο από κάθε άποψη έργο της ΚΑΛΛΙΡΟΗΣ ΜΑΓΕΙΡΑ, που συνταιριάζει διαφορετικά υλικά και καταλήγει σε ένα ωραίο αισθητικό αποτέλεσμα.


Πολλά τα έργα, πολλοί οι καλλιτέχνες, πολύς ο χρόνος που χρειάζεται για την περιήγηση στον χώρο με αλλεπάλληλες στάσεις μπροστά σε τόσες ενδιαφέρουσες εικαστικές δημιουργίες.

Οπότε, αν ξαφνικά εμφανιστεί μια καρέκλα από το πουθενά, είναι λογικό να θέλεις να καθίσεις για μια ανάσα.  Μπορεί όμως κάποιος να καθίσει ανενδοίαστα σε μια τέτοια καρέκλα;


Η Έκθεση, όπως είναι γνωστό, θα διαρκέσει μέχρι τις 14 Ιουλίου. Ένας απογευματινός περίπατος ως εκεί συνιστάται ανεπιφύλακτα στους λάτρεις του ωραίου –και όχι μόνο της Τέχνης– κάθε ηλικίας. Οι δημιουργίες των νέων καλλιτεχνών της Νέας Ιωνίας θα σας αποζημιώσουν.

Δημήτρης Φιλελές


Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

Αλύτρωτη Κύπρος - Από την Κατοχή στα Κατεχόμενα - Βιβλιοπαρουσίαση

 


Την Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024, στον φιλόξενο χώρο του LUX Athens (Ψαρών 26, Μεταξουργείο) έγινε η πρώτη επίσημη παρουσίαση του συλλογικού ποιητικού και πεζογραφικού έργου "Αλύτρωτη Κύπρος - Από την Κατοχή στα Κατεχόμενα", σε ποίηση Δημήτρη Φιλελέ και με τη συμμετοχή Κυπρίων και Ελλαδιτών συγγραφέων με κείμενα και διηγήματα. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από την τουρκική εισβολή και την παράνομη μέχρι σήμερα διχοτόμηση του μαρτυρικού νησιού. Κυκλοφορεί από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή. Διατίθεται στο διαδικτυακό πωλητήριο του εκδότη και σε όλα τα βιβλιοπωλεία.



Αλύτρωτη Κύπρος - Από την Κατοχή στα Κατεχόμενα

Άντρη Περικλέους-Ονουφρίου

εκπαιδευτικός – ποιήτρια

Μία τυχαία συνάντηση εδώ στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη που μας πέρασε με τον κύριο Δημήτρη Φιλελέ και μία πρόταση πνευματικής συνεύρεσης είναι η αιτία που βρίσκομαι σήμερα κοντά σας. Τίποτα όμως δεν με είχε προϊδεάσει για το μέγεθος και το βάθος αυτού του ταξιδιού. Έκανα μεγάλες βουτιές μέσα στο άβατο της μνήμης, μπήκα βαθιά στα λασπόνερα του πόνου που γέννησε η εισβολή του Αττίλα, έξυσα τις πληγές της παιδικής μου, τότε, καρδιάς και έγραψα με το αίμα από τις πληγές που ακόμα και σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, αιμορραγούν. Το ίδιο φυσικά έκαναν και οι φίλοι, λογοτέχνες από την Κύπρο που αποδέχθηκαν την πρόσκληση μας για σύμπλευση σε τούτο το ταξίδι, Τους ευχαριστώ από καρδιάς. Κυριάκος Στυλιανού λογοτέχνης-ποιητής-εκπαιδευτικός. Ειρήνη Τσελεπή εκπαιδευτικός-λογοτέχνιδα, Γεωργία Θεμιστοκλέους συγγραφέας παιδικών παραμυθιών, Λευτέρης Πλουτάρχου εκπαιδευτικός-λογοτέχνης-ποιητής- πρόεδρος της  Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, Κυριακή Στυλιανού εκπαιδευτικός.

Ξεφυλλίζοντας λοιπόν τα κιτάπια της μνήμης έκανα σταθμό στο μαζικό φευγιό από τις ρίζες μας, τις μανάδες των αγνοουμένων, το πιο τραγικό θαρρώ κομμάτι του μακελειού της εισβολής, το μαρτύριο των εκτοπισμένων και τον αγώνα τους για μία αξιοπρεπή ζωή. Μετά στάθηκα στα μικρά κιβώτια παράδοσης από το κράτος στους συγγενείς των αγνοουμένων. Το περιεχόμενο τους; Πότε ένα κόκαλο από τα δάκτυλα, πότε τα οστά του κρανίου και στην καλύτερη των περιπτώσεων ολόκληρος ο σκελετός συμπιεσμένος μέσα σ’ εκείνο το κουτί.

Ήμουνα μόλις οχτώ όταν έγινε η εισβολή. Ο πατέρας από το χάραμα είχε φύγει για την Κερύνεια. Έπρεπε να εφοδιάσει τα στρατόπεδα της περιοχής με κατεψυγμένο κρέας. Η εταιρία στην οποία εργαζόταν είχε αναλάβει. βλέπεις, αυτή την αποστολή. Οι σειρήνες ούρλιαζαν, οι άντρες έφευγαν για το μέτωπο άρον άρον. Θυμάμαι τον κύριο Ερωτόκριτο που, από την βιασύνη του, είχε φορέσει διαφορετικές κάλτσες. (θκιολλοήτικες όπως λέμε στην κυπριακή διάλεκτο) και του φώναζε η κυρία Μαρία να επιστρέψει πίσω να αλλάξει. Μα αυτός έτρεχε να προλάβει. Η πατρίδα τον Καλούσε. Τι κι αν δεν υπήρχαν όπλα να πάρουν κι επέστρεφαν πίσω; Βλέπεις μετά το προδοτικό πραξικόπημα τα κατέστρεψαν όλα.

Κι είχαμε απομείνει, θυμάμαι, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Έκλαιγα γοερά. Χωρίς να καταλαβαίνω τον λόγο, είχα πανικοβληθεί. Το έβλεπα στα μάτια των μεγάλων το κακό που έφτασε σαν χείμαρρος και στο πέρασμά του παράσερνε τα πάντα. Έσβυσε χαμόγελα, έσπειρε τον φόβο, ταπείνωσε ψυχές, τραυμάτισε παιδιά, σημάδεψε ανθρώπους. Γίναμε ένα μεγάλο μπουλούκι. Γέροι, γυναίκες, παιδιά φορτωθήκαμε στους ώμους ό,τι θεωρούσαν οι μεγάλοι απαραίτητο. Περπατούσαμε χωρίς σταματημό. Μόλις τα αεροπλάνα έκαναν βύθιση για να ρίξουν βόμβες τρέχαμε να κρυφτούμε σε σπηλιές, σε γκρεμισμένα σπίτια, κάτω από τα δέντρα. Ο παππούς άρμεγε τις κατσίκες, ζύμωνε λίγο ψωμί στο σπίτι όπου είχε απομείνει, και μας έφερνε να φάμε. Η κυρία Ζυνοβία, τραγουδούσε για να λιγοστεύει ο φόβος. Έπαιρνε χαρούμενα τραγούδια στα χείλια για να μας βοηθήσει να ηρεμήσουμε. Κι εγώ άφηνα το χέρι της μάνας που με κρατούσε σφιχτά για τα πάρω το δικό της. Αχ πόσο ασφαλής ένιωθα δίπλα της!

Τα παπούτσια μου άρχισαν να σκίζονται. Πατούσα πάνω σε πέτρες αγκάθια μα δεν ένιωθα τίποτε. Ο φόβος είχε νεκρώσει το σώμα μου. Φορούσα το ίδιο φουστανάκι περισσότερο από τριάντα μέρες. Κάποια στιγμή μας τέλειωσε το νερό που κουβαλούσαμε μέσα σε μικρά και μεγάλα παγούρια. Για φαγητό τα πράγματα ήταν καλύτερα. Περνούσαμε μέσα από χωριά και περιβόλια. Πάντα κάτι βρίσκαμε να βάλουμε στο στόμα μας. Αλλά δεν σκιαζόμασταν. Σε λίγες μέρες θα επιστρέφαμε πίσω στα σπίτια μας. Αυτό έλεγαν συνεχώς οι μεγάλοι. Ένα βράδυ μ’ έζωσε ο φόβος από παντού. Κοιμόμασταν μέσα σ’ ένα περιβόλι, κάτω από τις πορτοκαλιές. Σηκώθηκα, ξάπλωσα δίπλα στην μάνα κι έβαλα το κεφαλάκι μου πάνω στο στήθος της. Κάτι σκληρό όμως μ’ ενοχλούσε. Εκείνη την στιγμή ξυπνάει η μαμά. Με τα μάτια, στο φως του φεγγαριού την ρωτάω τι είναι αυτό που έχει στο στήθος. Τότε, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Βγάζει ένα πάνινο σακουλάκι γεμάτο με κάτι βαρύ. Πριν προλάβω να το ανοίξω μου λέει με φωνή που έφτασε εξωπραγματική στ’ αυτιά μου. «Είναι χώμα κόρη μου. Λίγο χώμα από το χωριό μας. Αν δεν επιστρέψουμε πίσω, θα φυτέψω γιασεμί όπως αυτό που είχαμε στην αυλή μας»

Τις τελευταίες μέρες όμως τα πρόσωπα των μεγάλων βουβάθηκαν, τα μάτια γέμισαν απογοήτευση, θλίψη, θυμό. Έμαθα. Οι Τούρκοι έκαναν συνεχώς προέλαση. Σε λίγο θα έκλειναν οι δρόμοι. Για μεγάλη μας τύχη συναντήσαμε άντρες των Ηνωμένων Εθνών. Φόρτωσαν τα κουρελιασμένα μας κορμιά μέσα σε φορτηγά  και μας μετέφεραν στο νότιο μέρος του νησιού. Στον δρόμο έβλεπα ανθρώπους στοιβαγμένους μέσα σε ιδιωτικά αυτοκίνητα, απάνω σε τρακτέρ, μέσα σε λεωφορεία. Ανθρώπινα κουρέλια που πάλευαν να βγουν στο ξέφωτο της ελπίδας. Ο καθένας έφευγε με όποιο μεταφορικό μέσο είχε στην διάθεση του. Κάποιοι όμως δεν ήθελαν να φύγουν από τις πατρογονικές τους εστίες. Τέτοιοι ήταν η θεία Κυριακή και θείος Παναγιώτης. Ούτε με τσιγκέλι δεν τους έπαιρνες μακριά από τις ρίζες τους. Έμειναν στην Αγία Τριάδα Γιαλούσας. Τάχθηκαν να προσέχουν Θερμοπύλες μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Το χωριό τους, ο τόπος τους, οι νεκροί τους, η περιουσία τους. Όλ’ αυτά τους κράτησαν εκεί και τους κρατούν ακόμη. Πενήντα χρόνια μετά συνεχίζουν να σηκώνουν το ανάστημά τους. Τι κι αν σκέβρωσε το σώμα; Η ψυχή διψά και μάχεται και παλεύει. Αντιστέκεται με σθένος απέναντι στον Τούρκο κατακτητή. Εγκλωβισμένοι στις τουρκοκρατούμενες πλέον περιοχές περιμένουν την μέρα που θα σημάνουν οι καμπάνες. Μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων τους επισκέπτομαι συχνά. Μου διηγούνται τα βάσανα και τις βιαιότητες των Τούρκων, ειδικά στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή του Αττίλα και διερωτώμαι πόση δύναμη και πίστη έχουν μέσα τους για να αντέχουν ακόμη. Εκεί έζησε και η κυρία Ελένη Φωκά. Η θρυλική δασκάλα της Αγίας Τριάδας. Μάζευε για χρόνια τα παιδιά των εγκλωβισμένων και τους μάθαινε γράμματα. Δίδασκε ιστορία. Μιλούσε στα παιδιά για τους μεγάλους Ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης και προσπαθούσε να κρατήσει άσβεστη τη μνήμη για λευτεριά. Αυτό είχε μεγάλο προσωπικό κόστος όπως καταλαβαίνετε. Οι Τούρκοι αγρίευαν. Την κτυπούσαν αλύπητα, την βίαζαν, την έβριζαν, της έσχιζαν τα λιγοστά βιβλία με τα οπαία δίδασκε τα παιδιά. Αλλά αυτή όταν επουλώνονταν λίγο οι πληγές, επέστρεφε στο σχολείο και συνέχιζε τον άγιο αγώνα της με περισσότερο πείσμα και δύναμη.

Λίγες μέρες μετά στεγάσαμε τα όνειρα μας μέσα σ’ ένα πάνινο σπίτι. Καταυλισμός Σταυρού στον Στρόβολο στην Λευκωσία. Κρύο, ζέστη, άνεμος, εμείς εκεί. Να παλεύουμε με τον Θεό. Ένα βράδυ, φύσαγε δαιμονισμένα. Κάποια στιγμή τα σκοινιά του σπιτιού μας δεν άντεξαν. Το σήκωσε ο άνεμος και το πήρε μαζί του. Μείναμε που λες, να κοιτάμε τ΄ αστέρια βουβοί και παγωμένοι. Τρέχαμε κόντρα στον άνεμο να το προλάβουμε. Η μάνα γονάτισε στο χώμα και έκλαιγε με λυγμούς. Εμείς κουλουριαστήκαμε απάνω της λες και μπορούσαμε να ζεστάνουμε την ψυχή της με την αγάπη μας.

Άντρη Περικλέους-Ονουφρίου
εκπαιδευτικός-ποιήτρια

Μέσα στον καταυλισμό γνώρισα και τα «μαύρα φαντάσματα» της παιδικής μου ηλικίας. Γυναίκες με χαραγμένα πρόσωπα από τον πόνο, μαυροφορεμένες, με μια φωτογραφία στο στήθος μαζεύονταν  κάθε πρωί σε συγκεκριμένο σημείο και ανέμεναν το λεωφορείο που θα τις μετέφερε στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας. Εκεί έβγαζαν τον πόνο που είχαν μαζέψει στα στήθια τους όλο αυτό τον καιρό. Άλλες είχαν αγνοούμενο γιο, πατέρα, σύζυγο, αδερφό. Φώναζαν, επιτίθεντο στους Τούρκους σκοπούς, ούρλιαζαν από το πρωί ως το βράδυ, μέχρι που αποκαμωμένες επέστρεφαν στον καταυλισμό ίδια φαντάσματα του εαυτού τους. Τις περισσότερες φορές ήμουνα μαζί τους. Είμαι ακόμα στις κηδείες των αγαπημένων τους. Είμαι ακόμα όταν παραλαμβάνουν από το κράτος εκείνο το κουτί που σας έλεγα. Είμαι ακόμα στις νεκρώσιμες ακολουθίες των ιδίων. Λίγες έχουν απομείνει τώρα πια. Οι περισσότερες πέθαναν νέες, πριν προλάβουν να θάψουν ούτε ένα οστό από τους αγαπημένους τους. Στον καταυλισμό είχα γνωρίσει και την γυναίκα σύμβολο της Κύπρου. Την κυρία Χαρίτα Μάντολες. Η Χαρίτα Μάντολες έχασε πατέρα, άνδρα, δυο γαμπρούς, τον θείο και νονό της, έναν ξάδερφο, ανάμεσά τους. Τα οστά τους βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο στο κατεχόμενο χωριό Ελιά της Κερύνειας. Στην Κύπρο, η Χαρίτα Μάντολες, κυρίως της γενιάς της δικής μου, είναι το σύμβολο των αγνοουμένων. Είναι η χαροκαμένη γυναίκα που με μια φωτογραφία στο χέρι, βρισκόταν μπροστά από ένα συρματόπλεγμα στην πράσινη γραμμή και ρωτούσε για τους αγνοουμένους της. Ήταν αυτή η γυναίκα που έμπαινε στις τάξεις μας κάθε χρόνο και μιλούσε για την τραγωδία της Κύπρου. Για την κτηνωδία που έζησε στο χωράφι των εκτελέσεων.

Είναι η γυναίκα που είδε τους Τούρκους στρατιώτες να σκοτώνουν εν ψυχρώ τους δικούς της, να τη χτυπούν, να την φτύνουν, να την κλωτσούν άγρια. Είναι η γυναίκα που χρειάστηκε να περάσουν 34 χρόνια για να καταφέρει να θάψει τα λείψανά τους.

 «Ήμασταν κάτω από τα λεμονόδεντρα. Τρέξαμε από τα σπίτια μας να γλιτώσουμε από τις βόμβες που έριχναν τα αεροπλάνα και από το στρατό που βγήκε από τη θάλασσα.

Άντρας με 3 παιδιά έψαχνε κοντά μας τη γυναίκα του και την πεθερά του, που ακόμα αγνοούνται. Αγοράκι 14 ετών έψαχνε τη μητέρα και τον πατέρα του, όταν τον σκότωσαν εκεί με τους 12 δικούς μας ανθρώπους. Ο σύζυγός μου ήταν έφεδρος κι έτρεξε στη Λυσιώτισσα. Μα δεν είχαν όπλα να τους δώσουν κ επέστρεψε πίσω, αντικρίζοντας εκείνο το μακελειό με τους αδικοσκοτωμένους στρατιώτες μας, τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Στις 5.20 μας βρήκαν οι Τούρκοι, μας έβαλαν στη βεράντα του σπιτιού και άρχισαν να χτυπούν τους άντρες. Τα μικρά παιδιά με μπιμπερά, τους πέταξαν το γάλα κάτω. Σκηνές που δεν μπορούν να ξεχαστούν. Είναι σαν ταινία που προβάλλεται κάθε μέρα. Μας είπαν ότι θα μας έπαιρναν αιχμάλωτους, 40 άτομα, μας πήραν σε ένα αγροτικό δρόμο και μας έβαλαν κάτω από μια ελιά. Εκεί διαπράχθηκε το έγκλημα, να πυροβολούν τον άντρα μου με το μωρό ενός χρόνου στην αγκαλιά του, κι εγώ με το δίχρονο. Ο αξιωματικός είπε ότι θα μας σκότωναν ως εκδίκηση για τους δικούς τους που σκότωσαν Ελληνοκύπριοι. Μας είπαν να περπατούμε δύο δύο στη γραμμή. Άρχισαν να πυροβολούν.

Εγώ έπεσα κάτω και όταν σηκώθηκα άρχισα να φωνάζω τον άντρα μου όταν με χτυπούσαν. Ήταν μπροστά μου μπρούμυτα. Μου πήραν το μωρό μου ήταν πληγωμένο και κρατούσε το κεφάλι του παπά του και φώναζε. Ο Τούρκος πήρε τα παιδιά μας και τα πέταξε μακριά».

Σε άλλο σημείο  θα πει ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ τον Τούρκο στρατιώτη με τα μπλε μάτια που όταν του ζήτησε να πάρει το παιδί της, που ήταν με τον νεκρό πατέρα του, εκείνος το πήρε και το πέταξε μακριά. «Μπαμπά, μπαμπά» φώναζε το βρέφος που έως τότε, είπε, δεν μιλούσε.

Ένα πάνινο σπίτι λίγο μεγαλύτερο από τα άλλα, έγινε το πρώτο μεταπολεμικό μας σχολείο. Καθόμασταν στο έδαφος πάνω σε κουρελιασμένα σεντόνια και γράφαμε σε χαρτόκουτα που τα κόβαμε και τα κάναμε τετράδια. Κάτι μολύβια που μας έδιναν οι κυρίες που μας επισκέπτονταν, ήταν τόσο πολύτιμα κι ας μην ήταν καινούρια. Η δασκάλα έγραφε θυμάμαι, πάνω σε ένα κομμάτι μαύρο ξύλο  χρησιμοποιώντας κομμάτια γύψο.

Ακολούθως η μνήμη σκαλώνει στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας και τις ουρές των λεωφορείων που μετέφεραν τους αιχμαλώτους μετά τις συμφωνίες ανταλλαγής. Κορμιά κρεμασμένα από τα παράθυρα, με απλωμένα χέρια ψάχνουν τους αγαπημένους τους. Ρακένδυτοι, γενειοφόροι με έντονα τα σημάδια της ταλαιπωρίας και των βασανιστηρίων. Κι ύστερα το αντάμωμα, οι αγκαλιές, τα κλάματα, η χαρά. Πάρα δίπλα η θλίψη και η απογοήτευση στα πρόσωπα αυτών που δεν επέστρεψαν ούτε μ’ αυτή την παρτίδα οι δικοί τους. Παιδιά με σκυμμένα κεφάλια και δακρυσμένα μάτια έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής με την ελπίδα ότι την άλλη βδομάδα θα είχαν στην αγκαλιά τον δικό τους πατέρα.

Τα χρόνια περνούσαν. Οι καταυλισμοί έγιναν παραγκούπολεις κι οι παραγκούπολεις προσφυγικοί συνοικισμοί. Εν ριπή οφθαλμού στάλθηκαν χρήματα από τις μεγάλες δυνάμεις που υποκίνησαν την εισβολή κι υψώθηκαν πρόχειρες πολυκατοικίες και σπίτια για να στεγάσουν τα όνειρα μας. Τόσο πρόχειρες που μέχρι σήμερα πολλές οικογένειες εκεί ζουν ακόμα. Στα σχολεία που φοιτούσαμε χωριζόμασταν σε δύο ομάδες. Πρόσφυγες και μη πρόσφυγες. Νιώθαμε παιδιά ενός άλλου Θεού, έτσι που μας είχαν καταντήσει. Παίζαμε όλοι μαζί αλλά όταν θα τάιζαν τα παιδιά τους μας έστελναν στα σπίτια μας. Κι άκουγες πολύ συχνά από τις μανάδες τους την φράση «Να φας όλο το φαγητό σου γιατί θα σου το φάνε τα προσφυγάκια»

Ήταν Χριστούγεννα, θυμάμαι, δυο τρία χρόνια μετά την εισβολή. Είχαν μόλις κάνει την εμφάνιση τους στις βιτρίνες οι πρώτες πάνινες κούκλες. Ζήτησα από τον πατέρα να μου πάρει μία. Βλέπεις οι φίλες μου τις κράταγαν και έπαιζαν τα απογεύματα. Ζήλευα. Ζήλευα πολύ. Δεν μου την παραχωρούσαν όταν την ζητούσα λίγο να παίξω. Ένα βράδυ την ζήτησα από τον μπαμπά. Με ρώτησε πόσο κοστίζει.

«Επτά λίρες, μπαμπά» του είπα δειλά. Κι αυτό που είδα στα μάτια του δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Θλίψη. Απέραντη θλίψη.

«Δύσκολο, παιδί μου. Αλλά θα προσπαθήσω».

Κατάλαβα. Δεν μπορούσε να μου την πάρει. Έπαψα και να ελπίζω. Όμως παραμονή Πρωτοχρονιάς η κούκλα έκανε θριαμβευτικά την εμφάνιση της κάτω από το φτωχικό δέντρο του σπιτιού μας. Η χαρά μου ήταν τεράστια.

Αγκάλιαζα τον πατέρα και τον φιλούσα. Του έλεγα ευχαριστώ με δάκρυα στα μάτια. Ήξερα ότι είχε κάνει αιματηρές οικονομίες για να την έχω στα χέρια μου. Την έχω ακόμα σε περίοπτη θέση στο σπίτι μου. Κι όταν με πιάνει το παράπονο, την αγκαλιάζω σφιχτά και μαλακώνει ο πόνος.

Διάβαζα πολύ στο σχολείο. Είχα βάλει σκοπό της ζωής μου να μορφωθώ και ν’ αποδείξω σε όλους αυτούς ότι τα προσφυγάκια έχουν μπέσα και μπορούν να πετύχουν στόχους στη ζωή τους. Έγινα δασκάλα με το βαρύ φορτίο της διδασκαλίας του Δεν ξεχνώ στους ώμους. Δίδασκα Ιστορία. Ήθελα τα παιδιά να γνωρίζουν τις ρίζες τους, τις καταβολές τους. Να έχουν ήθος, να μην σβήσει ποτέ η φλόγα για λευτεριά από την ψυχή τους. Πάλευα πολύ, όπως και όλοι οι εκπαιδευτικοί της γενιάς μου. Το τραγικό ήταν ότι κάθε φορά που άλλαζε η κυβέρνηση άλλαζε ο στόχος του Δεν Ξεχνώ, ανάλογα με τις κομματικές πεποιθήσεις των κυβερνόντων.

Όταν γνώρισα τον σύζυγό μου, η μοίρα του τόπου μ΄ ακολούθησε πάλι. Γεώργιος Ονουφρίου του Νικολάου ένας από τους μικρότερους αιχμαλώτους του πολέμου. Πιάστηκε κατά την διάρκεια της δεύτερης εισβολής σε ηλικία δέκα πέντε μόλις χρονών. Ζούσε στο χωριό Γιαλούσα, το κεφαλοχώρι της χερσονήσου της Καρπασίας. Μεγαλωμένος με ήθος, αρχές, και με την Ελλάδα στην καρδιά, φοιτούσε στο γυμνάσιο της Γιαλούσας και τα απογεύματα βοηθούσε τον πατέρα του στις επιχειρήσεις που διατηρούσε στο χωριό.  Ήταν ψηλός και γεροδεμένος γι’ αυτό στην δεύτερη διαλογή αιχμαλώτων το άρπαξαν. Τι κι αν φώναζε η μάνα ότι είναι παιδί; Τι κι αν τον τραβούσε προς το μέρος της; Την κτύπησαν με το υποκόπανο του όπλου και τον άρπαξαν. Μέσα από τις διηγήσεις του, έζησα ένα άλλο κομμάτι της τραγωδίας της Κύπρου. Οι Τούρκοι είχαν συλλάβει τον πατέρα του και τον θείο του, ο οποίος δεν επέστρεψε ποτέ γιατί είχε δολοφονηθεί μαζί άλλους δέκα συγχωριανούς του, μετά από άγρια βασανιστήρια. Βλέπεις φανατικοί Τουρκοκύπριοι των γύρω χωριών βρήκαν ευκαιρία να βγάλουν το μίσος που κουβαλούσαν μέσα τους τόσα χρόνια.

Ο Γιώργος δεν μεταφέρθηκε ποτέ στην Τουρκία όπως πολλοί άλλοι αιχμάλωτοι γιατί η πομπή που τους μετέφερε στο λιμάνι της Αμμοχώστου, εντοπίστηκε ενωρίς και καταγράφηκαν σε καταλόγους από τα Ηνωμένα Έθνη. Τον κρατούσαν πρώτα στην Αμμόχωστο και μετά στην κατεχόμενη Λευκωσία. Όταν έγινε και η τελευταία ανταλλαγή αιχμαλώτων ο Γιώργος δεν είχε επιστρέψει. Αφέθηκε ελεύθερος μαζί με άλλους τέσσερις συνομήλικους του, μετά από παρέμβαση του Γλαύκου Κληρίδη ο οποίος ζήτησε την απελευθέρωση τους ως προσωπική χάρη από τον Ραούφ Ντεκτάς. Μπήκε μάλιστα ο ίδιος στις φυλακές μαζί με τον Ντεκτάς και τους μετέφεραν στις ελεύθερες περιοχές με το προεδρικό του αυτοκίνητο.

Κατάφερε με δική μου βοήθεια και παρότρυνση, να καταγράψει το χρονικό της αιχμαλωσίας και πριν φύγει πρόωρα από την ζωή, μπήκε μέσα σε τάξεις σε δημοτικά σχολεία και μίλησε στα παιδιά για τον Γολγοθά της αιχμαλωσίας. Στόχος πάντα η ώθηση της νέας γενιάς και η παρότρυνση να μην λησμονήσουν τα χωριά και τις πόλεις μας. Να συνεχίσουν τον αγώνα για απελευθέρωση.

Τι κι αν το πολιτικό σκηνικό είναι μαύρο,

Εμείς θα παλεύουμε στο φως του πόθου για λευτεριά.

Εμείς, που λες, δεν χαιρετούμε τον ήλιο,

εμείς τον φτιάχνουμε τον ήλιο από πέτρα και φως ελληνικό.

Από μάρμαρο κι ατσάλι.

Κι αυτό το χώμα που καίει ακόμα, θα το φυτέψουμε

αγιόκλημα και δυόσμο, βασιλικό και γιασεμί

Μέσα σε δρόμους διάφανους θα γράψουμε τραγούδια

Λευτεριάς. Κι αν δεν προλάβουμε εμείς, έχουμε παιδιά,

εγγόνια, δισέγγονα κι αίμα ελληνικό που δεν δέχεται χαλινάρι

σκλαβιά και αφεντάδες.

 

Άντρη Περικλέους-Ονουφρίου



Η μουσικοσυνθέτις Άννα Καρλαύτη
μελοποιεί και ερμηνεύει το ποίημα "Φωτογραφία"
του Δημήτρη Φιλελέ


Η ηθοποιός Ντομένικα Ρέγκου
διαβάζει ένα απόσπασμα από το διήγημα
"Ο βιασμός της Αφροδίτης"
του Στρατή Γαλανού

Αλύτρωτη Κύπρος - Από την Κατοχή στα Κατεχόμενα

Χρίστος Γ. Ρώμας

φιλόλογος – συγγραφέας

Η μετάπλαση ενός ιστορικού γεγονότος σε λογοτεχνικό αφήγημα το καθιστά εξόχως συναρπαστικό, γιατί το λογοτέχνημα ως έντεχνος λόγος επηρεάζει τον αναγνώστη αισθητικά είτε άμεσα, με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στα γεγονότα, είτε έμμεσα, με το κάλλος της μορφής ή και με τη δραματική απόδοση όσων συνέβησαν.

Όμως, όταν το ιστορικό γεγονός από αφήγημα μεταπλάθεται σε ποίημα, τότε οι σκέψεις, τα συναισθήματα και το πάθος του ποιητή μεταβιβάζονται ως «λυρικό εγώ» του πομπού προς τον δέκτη και λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία των ίδιων συναισθημάτων και βιωμάτων. Η συμπύκνωση του νοήματος, η αφαίρεση, οι αμφισημίες με τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα και η πυκνή χρήση των σχημάτων του λόγου δημιουργούν το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα ως καλλιτεχνική έκφραση και περιεχόμενο.

Στον παρόντα τόμο ο πολυτάλαντος Δημήτρης Φιλελές, ο εκπαιδευτικός και λογοτέχνης, με ένα πλήθος από καλοδουλεμένα ποιήματα αισθητοποιεί από τη μια την απάνθρωπη βαρβαρότητα των επήλυδων εισβολέων και κατακτητών, καθώς και τον ανείπωτο ευτελισμό κάθε είδους ηθικής και δικαίου, και από την άλλη το ήθος των Κυπρίων αγωνιστών, το ηρωικό τους φρόνημα, την αφοβία μπρος στον θάνατο, καθώς και τον βαθύτατο πόθο για λευτεριά.

Εμείς, πάντως, με την παρούσα εισήγηση, θα σταθούμε, ενδεικτικά και μόνο, στο αφηγηματικό μέρος του έργου, προσεγγίζοντας κατά συνθήκη, με σύντομη περίληψη τα αφηγήματα τριών συγγραφέων: του Γιάννη Β. Κωβαίου, του Μιχάλη Γριβέα και της Σωτηρίας Τσέλιου-Παππά. Την απόλαυση των ποιημάτων θα την αφήσουμε στον επαρκή αναγνώστη.

* * *

 

Ο φιλόλογος και συγγραφέας Γιάννης Β. Κωβαίος στο πρώτο του αφήγημα, που αναφέρεται στην κατάληψη της Κύπρου από τον βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο το 1191, σκηνοθετεί δύο αληθοφανείς διαλόγους, που έχουν ως θέμα την ανακάλυψη και την πώληση του χαμένου χειρογράφου με την τραγωδία του Σοφοκλή «Τεύκρος». Ακόμη αναφέρεται και στον θρύλο για το Άγιο Δισκοπότηρο, που φυλάσσεται στη Λεμεσό. Κατά τα λοιπά, ακολουθεί τη σειρά των γεγονότων. Ο Ριχάρδος, αφού νίκησε τον Ισαάκιο Κομνηνό, που νωρίτερα είχε κυριεύσει την Κύπρο και την είχε λεηλατήσει, στη συνέχεια πούλησε την πολυπόθητη νήσο στους Ναΐτες ιππότες. Εκείνοι καλλιέργησαν τη γη της, ενδιαφέρθηκαν για τον πολιτισμό της, ανέπτυξαν την οικονομία της και αργότερα την πούλησαν στον Γάλλο Γκυ Ντε Λουζινιάν και στους ανθρώπους του, οι οποίοι κυβέρνησαν εδώ επί τριακόσια χρόνια και εγκατέστησαν στο νησί ένα πλήθος από ευγενείς και τυχοδιώκτες.

Η Κύπρος, ύστερα από τους Λουζινιάν, περιήλθε στους Ενετούς, κατόπιν στους Οθωμανούς – και τέλος στους Τούρκους και τους Βρετανούς. Οι Κύπριοι, ωστόσο, καθ’ όλη αυτή τη μακρά περίοδο δεν έπαψαν να επαναστατούν και να μάχονται για την ελευθερία τους.

*

Το δεύτερο αφήγημα του Γιάννη Β. Κωβαίου έχει ως θέμα τη θρυλική ιστορία του Γρηγόρη Αυξεντίου, του «Σταυραητού του Μαχαιρά», ο οποίος, ύστερα από την αποκατάσταση της υγείας του, πείθει τον ηγούμενο του Μοναστηριού, στο οποίο είχε καταφύγει για ανάρρωση, και με τις ευλογίες του ξαναβγαίνει στον αγώνα, μεταμφιεσμένος πλάι στους συντρόφους του στις κορφές του όρους Τρόοδος, τους πρώτους μήνες του 1957. Στο αφήγημα εντυπωσιάζουν: ο ακραίος ηρωισμός, η προδοσία των αγωνιστών από μέλη της ομάδας, η τονισμένη αρχηγική προσωπικότητα του Αυξεντίου και η μεγάλη θυσία του. Στην κρίσιμη ώρα του συγκλονιστικού αγώνα, ο αρχηγός διατάζει τους συντρόφους του να φύγουν – και αυτός μόνος στο μετερίζι δίνει την άνιση μάχη. Το αποτέλεσμα μάς καταπλήσσει. Σαράντα επτά Άγγλοι νεκροί και πολλοί τραυματίες. Παρ’ όλα ταύτα, ό,τι δεν έγινε με τις σφαίρες του εχθρού, έγινε με τη φωτιά. Οι Άγγλοι πυρπόλησαν το κρησφύγετο του μεγάλου πολέμαρχου με τριάντα γαλόνια βενζίνης και έκαναν να λαμπαδιάσει ο τόπος και να καεί ζωντανός ο ήρωας του Μαχαιρά, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, στις 3 Μαρτίου του 1957. Οι στίχοι του Κώστα Μόντη, του Κύπριου ποιητή, μας συγκλονίζουν:

Γρηγόρη, μεγάλε μας αδελφέ, άφησέ μας

να πάρουμε μια σταγόνα αίμα απ’ το αίμα σου

να βάψουμε το δικό μας.

* * *

Ο Δάσκαλος Χρίστος Γ. Ρώμας
Δίπλα του η συντονίστρια της παρουσίασης
Παναγιώτα Μπλέτα, συγγραφέας/διανοήτρια

Στη συνέχεια, δύο άλλα διηγήματα καταχωρισμένα στον τιμητικό τόμο, αυτά του Μιχάλη Γριβέα, μας εντυπωσιάζουν με την πρωτοτυπία τους, αλλά και με την πλοκή τους. Ο ήρωας διηγείται σε πρώτο πρόσωπο γεγονότα από τον αγώνα της Κύπρου το 1974 και από την εισβολή του «Αττίλα» στο νησί. Μας ενημερώνει ότι στην ιδιωτική του ζωή ασχολιόταν με το ψάρεμα, με την ψαρού του, το ψαροκάικό του. Στον αγώνα, όμως, της πατρίδας με τον εισβολέα είχε δώσει το «παρών», είχε πάρει μέρος και είχε χάσει τα δυο δάχτυλα της παλάμης του. Έμοιαζε, λοιπόν, η ανάπηρη παλάμη του, ιδιαίτερα στη σκιά της, με την ελεύθερη Κύπρο, έτσι όπως είχε μείνει μισή ύστερα από την εισβολή.

Στο αφήγημα εξιστορούνται τα γεγονότα με τους Έλληνες χουντικούς, η δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου, η απώλεια του σπιτιού του αφηγητή στη Λευκωσία, η κατόπιν αδείας των Τουρκικών Αρχών επίσκεψή του στα Κατεχόμενα, όπου αντίκρισε το ερειπωμένο σπίτι του και τη μισοκατεστραμμένη ψαρού του – και, τέλος,  η συνάντησή του με την Τουρκοκύπρια ερωμένη του, τη γοργόνα του, της οποίας έλειπαν τα τρία δάχτυλα της δική της παλάμης, εκείνα που ο ίδιος είχε ακέραια. Έτσι, λοιπόν, οι δυο εραστές, ο Ελληνοκύπριος και η Τουρκοκύπρια, ενώνουν τις ανάπηρες χούφτες τους, που μοιάζουν πια σαν να ξανασμίγουν και να μένουν ενωμένα τα δυο τμήματα της διαιρεμένης Κύπρου, της πολύπαθης νήσου της Αφροδίτης.

*

Στο άλλο του αφήγημα ο Γριβέας κάνει λόγο πάλι για τα αποτελέσματα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 και για τους αγνοούμενους Ελληνοκύπριους. Προφανώς ο ίδιος ως αγνοούμενος οραματίζεται ότι ζει μαζί με άλλους σε μία τάφρο στα Κατεχόμενα. Ύστερα από την περιγραφή με λεπτομέρειες των συνθηκών τής εκεί διαβίωσης, ο ήρωας αγωνίζεται να βγει από την τάφρο, αλλά δεν το κατορθώνει. Όμως κάποια στιγμή γίνεται σεισμός, η τάφρος γεμίζει χώματα και κλείνει – κι έτσι ο ίδιος χωρίς να το καταλάβει αναδύεται στην  επιφάνεια της γης.

Επισκέπτεται κατόπιν το καινούργιο του σπίτι στην ελεύθερη Κύπρο, αφού το πατρικό του ήταν ερειπωμένο στην πράσινη γραμμή, και συναντάει εκεί την αδελφή του, η οποία δεν τον αναγνωρίζει, γιατί θεωρεί τον αδελφό της νεκρό. Μάλιστα του τονίζει ότι τον αδελφό της τον έχουν θάψει στην αυλή του πατρικού τους σπιτιού.

Ο ήρωας, απογοητευμένος απ’ όλ’ αυτά, κάποια στιγμή αποκοιμιέται και ονειρεύεται ότι γκρεμίζουν το πατρικό του σπίτι, ότι τάφρος δεν υπήρξε ποτέ και ότι το νησί επανενώνεται. Τέλος, ότι σε ένα φέρετρο, που η σκαπάνη ξεσκέπασε, υπήρχε εγχάρακτο το όνομά του, αλλά όταν αφαίρεσαν το καπάκι του, διαπίστωσε ότι ο ίδιος δεν ήταν μέσα, γιατί το φέρετρο ήταν κενό.

* * *

Ωραιότατο, τέλος, και πολύ συγκινητικό είναι και το άλλο διήγημα, εκείνο της Σωτηρίας Τσέλιου-Παππά, που έχει τίτλο «Το σκάκι». Δύο αγόρια, ο Ομάρ, Τουρκοκύπριος, και ο Μάριος, Ελληνοκύπριος, ζουν στην Κερύνεια και μοιράζονται την ίδια αυλή, με τα σπίτια τους το ένα απέναντι στο άλλο. Είναι φίλοι αγαπημένοι, όπως και οι γονείς τους, και παίζουν σκάκι. Μια μέρα και σε κάποια φάση του παιχνιδιού ακούστηκαν κρότοι και πυροβολισμοί, ενώ το ραδιόφωνο ανακοίνωνε την εισβολή των Τούρκων στο νησί. Η οικογένεια του Μάριου, με λιγοστά πράγματα σε μια βαλίτσα, φεύγουν από την Κερύνεια, ενώ οι Τουρκοκύπριοι δεν εγκαταλείπουν το σπίτι τους. Έτσι ο Ομάρ και ο Μάριος μάχονται ο καθένας για τη δική του πατρίδα. Ο Ομάρ τραυματίζεται και χάνει το αριστερό του πόδι, ενώ ο Μάριος καταλήγει πρόσφυγας στην Ελλάδα. Ύστερα από τριάντα χρόνια ο Μάριος επισκέπτεται την Κερύνεια και το ερειπωμένο σπίτι του, που δεν είναι πια δικό του. Τότε ακούει από την άλλη άκρη της αυλής μια γνώριμη φράση από τις συνηθισμένες του παλιού παιχνιδιού. Ήταν του Ομάρ, που είχε επιστρέψει στην παλιά γειτονιά από την Αγγλία, που ζούσε με τη μητέρα του. Οι δυο φίλοι τρέχουν, ρίχνεται ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και μουσκεύουν τα πρόσωπά τους με άφθονα δάκρυα.

* * *

Τα πέντε αφηγήματα που αναφέρθηκαν, όπως και όλα τα άλλα της συλλογής, είναι εμπνευσμένα από τη διαχρονική ιστορία της Κύπρου – και κατά το πλείστον είναι ιστορίες αληθινές. Οι ήρωές τους υπήρξαν πρόσωπα υπαρκτά, που συγκινούν, γοητεύουν και συγκλονίζουν με τον ηρωισμό τους, το ήθος τους και ανδραγαθήματά τους.

* * *

Κατόπιν όλων αυτών, καταλήγουμε. Όμως αξίζει, νομίζουμε, να προστεθούν ως επιμύθιο και τα εξής: Οι Κύπριοι αδελφοί μας δεν έπαψαν ποτέ να αποτελούν έναν από τους επίλεκτους κλάδους του Ελληνισμού, του εγκατασπαρμένου στα πέρατα της οικουμένης από τα βάθη των αιώνων ως τις μέρες μας. Γνωρίσματά τους το υψηλό ελληνικό ήθος, το ηρωικό φρόνημα, ο πόθος για την ελευθερία και τη δημοκρατία, η ανεπτυγμένη παιδεία, η πνευματική καλλιέργεια, η βίωση του ωραίου και η ακατασίγαστη δημιουργική πνοή.

Αν και οι υποδουλώσεις του νησιού ήταν αλλεπάλληλες και συχνά πολυαίμακτες, οι Κύπριοι ουδέποτε αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα τη σκλαβιά, αλλά με μύριους τρόπους εξεγείρονταν κατά των εισβολέων. Ας τονιστεί δε ότι το αγωνιστικό ήθος δεν χαρακτήριζε μόνον τους άντρες, επώνυμους και ανώνυμους, αλλά και τις γυναίκες και τα παιδιά σε πολλές φάσεις των Κυπριακών αγώνων.

Τα ελάχιστα παραδείγματα που ακολουθούν είναι δηλωτικά του γεγονότος. Όταν η Μαρία Συγκλητική μεταφερόταν το 1570 στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με άλλες Κυπριωτοπούλες, για να κοσμήσουν όλες το χαρέμι του Σουλτάνου, η πανέμορφη κόρη πυρπόλησε την αποθήκη της πυρίτιδας του πλοίου και παρέσυρε στον υγρό τάφο μαζί τους και εκατοντάδες Τούρκους.

Στα γεγονότα των ετών 1955-59 ηρωίδες γυναίκες, σύζυγοι και μητέρες, όπως η Έλλη Χριστοδουλίδου, κρύβουν τα μαχόμενα παλικάρια στα σπίτια τους – και όταν κάποιες αποκαλύπτονται, προτιμούν τον θάνατο και την ατίμωση.

Την ίδια περίοδο, γυναίκες και γέροι, άντρες άμαχοι, συνεργάζονται μυστικά με την ΕΟΚΑ, μεταφέρουν όπλα και πυρομαχικά, παραπλανούν με πολλούς τρόπους τους Άγγλους, ενώ μαθητές όλων των σχολείων του νησιού σκορπούν φυλλάδια ενισχυτικά του αγώνα ή διαδηλώνουν ομαδικά. Ήταν όλες αυτές οι ενέργειες ηρωικές, που ανάγκασαν τους Άγγλους να κλείσουν τα σχολεία, τα οποία θεωρούσαν ως εργαστήρια τρομοκρατών.

Αλλά και κατά την τουρκική εισβολή τον Αύγουστο του 1974 η συμβολή των αμάχων ήταν εξίσου αγωνιστική και ηρωική.

Η Αρχόντισσα της Λαπήθου Ευφροσύνη Προεστού έκρυψε σε υπόγειο λαγούμι κοντά στο σπίτι της δώδεκα αγωνιζόμενα παλικάρια και τα φρόντιζε καθημερινά. Όταν όμως, ύστερα από κακή συγκυρία, προδόθηκε και συνελήφθη, υπέστη ανελέητο μαρτύριο, με ανακρίσεις, κακοποιήσεις, πληγές και διαρκή ψυχολογικό πόλεμο. Και όλ’ αυτά τα άντεξε αδιαμαρτύρητα ως το τέλος.

Ως ακροτελεύτιο λόγο, λοιπόν, στη σύντομη αυτή εισήγηση, παραθέτουμε τους στίχους του Ευαγόρα, του γενναίου παλικαριού, που κατέβασε την Αγγλική σημαία από το Γυμναστήριο της Πάφου και γι’ αυτό απαγχονίστηκε.

 

Θα πάρω μιαν ανηφοριά

θα πάρω μονοπάτια

να βρω τα σκαλοπάτια

που παν στη Λευτεριά.

 

Τώρα κι αν είναι χειμωνιά

θα ’ρθεί το καλοκαίρι

τη Λευτεριά να φέρει

σε πόλεις και χωριά.

 

Και η Λευτεριά θα έρθει με την επανένωση του διχοτομημένου νησιού και την επιστροφή των Ελληνοκυπρίων στις εστίες τους, στα σημερινά Κατεχόμενα.

 

Χρίστος Γ. Ρώμας


Η μουσικοσυνθέτις Άννα Καλαύτη
μελοποιεί και ερμηνεύει το ποίημα
"Ποιος είσαι συ;" του Δημήτρη Φιλελέ


Η ηθοποιός Ντομένικα Ρέγκου
διαβάζει ένα απόσπασμα από το διήγημα
"Ποιος είσαι συ που τη ζωή μου σημαδεύεις;"
της Κούλας Στυλιανού


Αλύτρωτη Κύπρος - Από την Κατοχή στα Κατεχόμενα 

Ομιλία του Γιάννη Β. Κωβαίου

φιλόλογου – συγγραφέα

 

Κατ’ αρχάς, να μεταλάβουμε –έστω εν τάχει, αλλά και εν ευλαβεία– τη βαρυσήμαντη ποίηση του Δημήτρη, πάνω στην οποία κεντήσαμε τα διηγήματά μας.

Ο ποιητής καταπιάνεται με τη μαρτυρική αλλά και περήφανη πορεία της Μεγαλονήσου στους αιώνες, αφιερώνει μεγαλυνάρια στον Αγώνα και τη Θυσία του Αυξεντίου, του Καραολή, του Δημητρίου και, φυσικά, εκείνου που θα μένει για πάντα κατά τον ποιητή φάρος τη νύχτα που φωτίζει! Αναφέρομαι στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, του οποίου την αδερφή –την κυρία Μαρούλα–  είχα προ ετών την τύχη να γνωρίσω και να μου αφηγηθεί κάποια γεγονότα στο βιβλιοπωλείο που διατηρεί απέναντι από τα Φυλακισμένα Μνήματα, στα οποία ο Δημήτρης αφιερώνει ένα άλλο σπαρακτικό ποίημα.

Ακολουθούν ποιήματα για τη μαρτυρική μετά «Αττίλα» Ιστορία της Κύπρου, στα περισσότερα από τα οποία αναβλύζει πηγαίος ο εθνικός μας στίχος: Χρόνους πενήντα στον σταυρό ανάσταση γυρεύει / κι η γη βογκά και σείεται, η τουρκοπατημένη  («Σειρήνες»). Σε παρόμοιο μοτίβο το μοιρολόι «Εισβολή»: Μαυρίζει, μάνα, ο ουρανός, μαυρίζει κι η καρδιά σου / βρέχει το σύννεφο φωτιά να κάψει τα παιδιά σου. Αλλά και κάποιου θαύματος μια αμυδρή προσδοκία για την ιστορική εκκλησιά της «Ασπροφορούσας Παναγιάς» στο Μπέλαπαϊς της Κερύνειας: Πότε θ’ ανοίξει το βουνό στα δυο σαν το βαγγέλιο / να ξεπηδήσει γάργαρο της λευτεριάς το γέλιο;

Και  μετά από αυτήν τη δειγματοληπτική αναφορά στα ποιήματα του Δημήτρη Φιλελέ, περνάω σε 5 από τα διηγήματα του τόμου, που ανήκουν σε 3 Ελλαδίτες συγγραφείς:

 

Δημήτρης Β. Προύσαλης,

Block 8 – Γαλάζιο το φως του ουρανού τον Μάη

Στις 10 Μαΐου του 1956 ο Μιχαλάκης Καραολής και ο Ανδρέας Δημητρίου σέρνουν πρώτοι τον χορό των 9 εκτελέσεων δι’ απαγχονισμού από τους Κατακτητές στις Φυλακές της Λευκωσίας. Ο Δημήτρης Προύσαλης μας ξεναγεί στην παιδική ηλικία του Μιχαλάκη και έπειτα στον ξεσηκωμό των νέων για αποτίναξη του Αγγλικού Ζυγού. Ο πρωτομάρτυρας του Κυπριακού Ελληνισμού είχε συλληφθεί και καταδικαστεί –με εντολοδόχο δικηγόρο των Άγγλων τον μετέπειτα Μακελάρη του «Αττίλα» Ραούφ Ντενκτάς– για τη δολοφονία ενός αστυνομικού. Βέβαια, οι σφαίρες που έπληξαν το θύμα δεν ήταν από το δικό του όπλο αλλά από του συναγωνιστή του, ο οποίος διέφυγε τη σύλληψη. Ωστόσο, οι Κατακτητές δεν απέσπασαν λέξη από τον Καραολή και του φόρτωσαν το έγκλημα.

Αντίστοιχα, ο δεύτερος ήρωάς μας, ο Ανδρέας Δημητρίου, καταδικάζεται για κλοπή όπλων από τις αποθήκες των Εγγλέζων, που τα προωθεί στους αγωνιστές.                                                                  

Ο ποιητής μας ζωγραφίζει με καμβά τον ουρανό της πόλης: Μεταξωτή κλωστή δεμένη / στου ουρανού το μπλε πιασμένη / από τα συναξάρια των μαρτύρων / με φως το δίχτυ πλέκει των ονείρων.

Και, με τη σειρά του, ο Δημήτρης Προύσαλης βιώνει, λες, και αφηγείται γλαφυρά την «Ανάληψη» του Καραολή: «Ο δήμιος τράβηξε τον μοχλό, το κορμί τραντάχτηκε για λίγο μετέωρο στον αέρα κι ένα περιστέρι βρέθηκε να πετά στο γαλάζιο του ουρανού». Τον ακολουθεί ο Δημητρίου. Έχουν λίγο πριν μεταλάβει, έχουν ψάλει «Τη Υπερμάχω» και αγέρωχοι μετουσιώνονται σε Ιδέα!


Γιάννης Β. Κωβαίος
φιλόλογος-συγγραφέας

* * *

Στρατής Γαλανός, Ο βιασμός της Αφροδίτης

Από το ποίημα του Δημήτρη «Κόρη της Αφροδίτης» εμπνέεται ο Στρατής Γαλανός το συναρπαστικό ξεδίπλωμα μιας από τις εκατοντάδες (υπολογίζονται σε 700 περίπου) τραγωδίες που διαδραματίστηκαν στην αθέατη πλευρά του διπλού «Αττίλα». Μιλάμε, φυσικά, για τους μαζικούς βιασμούς που υπέστησαν Ελληνοκύπριες από τους Τούρκους εισβολείς. Τον τίτλο «Ο βιασμός της Αφροδίτης» τον έχει δανειστεί ο συγγραφέας από την ομότιτλη κυπριακή ταινία του 1985, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Πάντζη, βραβευμένη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Επιτρέψτε μου να προσθέσω εδώ ότι και ο Μιχάλης Κακογιάννης είχε γυρίσει το 1975 το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Αττίλας ’74: Ο βιασμός της Κύπρου».

Ο Γαλανός παρακολουθεί το δράμα μιας οικογένειας από την Αμμόχωστο, που δεν τη χωρά ο τόπος ούτε στο ελεύθερο τμήμα του νησιού, αφού την αδερφή του αφηγητή, την Αφροδίτη, την είχαν βιάσει το ’74 όχι στρατιώτες του Κατακτητή αλλά δύο Τουρκοκύπριοι, αγόρια από το διπλανό χωριό, με τα οποία είχαν μεγαλώσει μαζί! Έμεινε έγκυος και, μη μπορώντας να γνωρίζει αν το παιδί είναι του άντρα της ή των βιαστών, κατέφυγε σε έναν αλμπάνη γιατρό που τη σακάτεψε διά παντός στην έκτρωση. Ο γάμος της διαλύθηκε και το ’77 η μητέρα της πήρε τον γιο και την Αφροδίτη και μετακόμισαν στην Αθήνα, για να χαθούν μέσα στην ανωνυμία. Με τον καιρό, η κοπέλα βρήκε δουλειά και άρχισε να ξεπερνάει τη βαριά της κατάθλιψη. Ώσπου μια μέρα, ο κινηματογράφος της γειτονιάς τους ανάρτησε τη μεγαλοπρεπή μαρκίζα με την ταινία της εβδομάδας: «Ο βιασμός της Αφροδίτης»!...

***

Στρατής Γαλανός, Το ράγισμα

Το ποίημα «Φωτογραφία» (διαβάζω 3 στίχους: ανάμνηση πικρού καλοκαιριού / ποιος πέταξε τα νιάτα σου στον δήμιο / και καίγομαι στη φλόγα του κεριού) είναι η αφόρμηση  για το δεύτερο διήγημα του Στρατή Γαλανού, ένα συγκλονιστικό «διήγημα σε δύο πράξεις», όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας.

Στην Α΄ Πράξη παρακολουθούμε in medias res το τελευταίο –όπως θα διαφανεί στη Β΄ Πράξη– βράδυ ενός ζευγαριού. Εξελίσσεται σε έντονα συγκρουσιακό κλίμα, με την κοπέλα να βρίζει τον Νικήτα και να του ζητάει παθιασμένα έρωτα, ενώ εκείνος ετοιμάζει τη βαλίτσα του και της υπόσχεται ότι θα πάει για λίγο καιρό (στην Κύπρο, από ό,τι καταλαβαίνουμε), αλλά σύντομα θα πάρει μετάθεση και θα επιστρέψει κοντά της.

Στη Β΄ Πράξη ξετυλίγεται διαχρονικά το κουβάρι της οικογένειας του Νικήτα και της αφηγήτριας αδελφής του, από τότε που χάθηκε ο πατέρας τους και βρίσκεται στη μακάβρια λίστα των 1.619 Αγνοουμένων της Εισβολής. Είναι επί δεκαετίες τέκνα και η μητέρα τους σύζυγος ενός Ελλαδίτη λοχαγού της ΕΛΔΥΚ, που ούτε ζωντανός είναι αλλά ούτε και νεκρός. Το μόνο ενθύμιο της ύπαρξής του μια φωτογραφία πάνω στο τζάκι. Και ο τίτλος του «ήρωα» για τους οικείους και τα σόγια.
Η αφηγήτριά μας, μέσα στο ασφυκτικό κλίμα όπου μεγαλώνει, θα εκραγεί κάποτε! Και θα τολμήσει την απομυθοποίηση του «ήρωα» πατέρα σπάζοντας την κορνίζα της φωτογραφίας και φωνάζοντας ότι απλώς ήταν ένας χουντικός, που τον έστειλε ο Ιωαννίδης στην Κύπρο για το Πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και πήρε κι αυτός στον λαιμό του τόσο κόσμο!  Το χαστούκι που ήρθε από τον αδερφό της έφερε και την οριστική ρήξη με τους δικούς της… Όσο για την αρραβωνιαστικιά του αδερφού, ακόμη τον περιμένει…

* * *  

Τέσυ Μπάιλα, Πενήντα χρόνια μετά

Στο πρώτο από τα δύο διηγήματα της Τέσυς Μπάιλα η αφηγήτρια παρακολουθεί την εγγονή της που διαβάζει ένα κείμενο στη γιορτή του σχολείου της για τα 50 χρόνια Κατοχής της Κύπρου. Μεταξύ άλλων, η γιαγιά ακούει και τους στίχους του Δημήτρη Φιλελέ «Χρόνια σκεβρωμένα μέσα στη σκουριά / χρόνια κλειδωμένα, φυλακή βαριά». Η ανατριχίλα της είναι απερίγραπτη, καθώς ξαναζεί τα λίγα ειρηνικά χρόνια της στο Βαρώσι, στο σχολείο της ή στο κτήμα τους με τις πορτοκαλιές, τις οποίες όμως στιγμές τις καταβροχθίζει η λαίλαπα του «Αττίλα»! Το ουρλιαχτό των σειρήνων, η εισβολή στο σπίτι τους, η τύχη του αγνοούμενου για πάντα άντρα της, ο ξεριζωμός της με ένα μωρό στην αγκαλιά και ένα μεγαλύτερο να το σέρνει, ο όλμος που έσκασε δίπλα τους, το πλοίο για την Ελλάδα… Το τέλος της γιορτής θα φέρει ανακούφιση σε όλους γύρω της που κοίταζαν συνεχώς το ρολόι τους και το κινητό τους, καθώς και στον κύριο μπροστά που έβλεπε όλη αυτήν την ώρα βιντεάκια. Το δε αγοράκι δίπλα στην αφηγήτρια, που έπαιζε πόλεμο στο κινητό, φεύγει ενθουσιασμένο με τόσους πόντους που κέρδισε σκοτώνοντας κακούς…

* * * 

Τέσυ Μπάιλα, Η Ανθή στην άκρη της θάλασσας 

Και από τα 50 χρόνια μετά –του προηγούμενου διηγήματος– πίσω, στο έτος Μηδέν της Εισβολής. Η αφηγήτρια Ζωή και ο πατέρας της βρίσκονται καθισμένοι δίπλα στον ανοιχτό λάκκο, όπου μόλις πριν από λίγο έθαψαν τη μανούλα της, την Ανθή, μέσα στο μπλε φόρεμά της με το λευκό γιακαδάκι. Με αυτό αρραβωνιάστηκε, με αυτό χόρευε στα ευτυχισμένα χρόνια και με αυτό τη βρήκαν έξω από το σπίτι της οι Τούρκοι, καθώς έτρεχε με τη μικρή να σωθούν. Τη χτύπησαν με τον υποκόπανο και ημιθανή τρία κτήνη τη βίασαν. Ο πατέρας τώρα ξετυλίγει προς την Ανθή του –σαν εκείνη να μπορεί να τον ακούσει– το ιστορικό της μέχρι χθες ρόδινης συμπόρευσής τους: πώς γνωρίστηκαν μικρά παιδιά, γειτονόπουλα δίπλα στη θάλασσα της Κερύνειας, πότε πρωτοφιλήθηκαν, πώς έλαμπαν στους αρραβώνες τους, πόση ευτυχία τούς έφερε η γέννηση της Ζωής… Την εξιστόρηση διακόπτει ένα μοιρολόι από γυναικεία φωνή: «Ο Χάρος που τις όμορφες διαλέγει να ’χει ταίρι / με το δρεπάνι σού ’στησε ένα πρωί καρτέρι» κ.λπ. Είναι στίχοι από το δημώδες μοιρολόι Τρέξε στο φως του Δημήτρη, από το οποίο εμπνεύστηκε το διήγημα η Τέσυ.

* * * 

Φίλες και φίλοι, άφησα για το τέλος, επειδή ο Δημήτρης το τίμησε δημοσιεύοντάς το στην αρχή του τόμου, το προ 50 ετών γράμμα της Αγγελικής Νικολακοπούλου, μαθήτριας της Δ΄ τάξης του Γυμνασίου Γαργαλιάνων, που συνέταξε και απηύθυνε εκ μέρους όλης της τάξης προς κάποια μαθήτρια στην Κύπρο από τους ξεριζωμένους των Κατεχομένων. Για την ακρίβεια, πρόκειται για την αρχική μορφή της επιστολής, την οποία η Αγγελική είχε κρατήσει στο αρχείο της, ταχυδρομώντας φυσικά την καθαρογραμμένη μέσα σε ένα δέμα με ρούχα.

Σας μεταφέρω 4-5 αράδες: […] Θέλομε να είσαι βεβαία κι εσύ και οι συμμαθήτριές σου ότι από τη μακρινή αυτή γωνιά της Ελλάδος η ψυχή μας βρίσκεται κοντά σας φίλος σας και συμπαραστάτης. Σαν ελάχιστο λοιπόν δείγμα της συμπαραστάσεώς μας, οι μαθήτριες της τάξεώς μου αγοράσαμε τα ρούχα αυτά, τα οποία σού στέλνομε μαζί με όλη την αγάπη μας, για να σε κάνουν να νοιώσης λιγώτερο πικρές τις δύσκολες ώρες που περνάτε. Ο Θεός ας ακούση τις προσευχές μας κι ας σας χαρίζη υγεία, θάρρος και δύναμι […]

Συγχωρήστε μου τον προσωπικό τόνο, φίλες και φίλοι, αλλά πώς να μην καμαρώνω για αυτήν τη 16χρονη μαθήτρια από αγροτική οικογένεια του χωριού Μουζάκι κοντά στους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας, που τη μεθεπόμενη χρονιά ήρθε για τους 2 μόνο θερινούς μήνες σε φροντιστήριο της Κάνιγγος, όπου είχε μεταξύ άλλων δάσκαλο και τον κ. Χρίστο Ρώμα, πέρασε όπως και εγώ στη Φιλοσοφική Ιωαννίνων, γνωριστήκαμε εκεί και από τότε είμαστε μαζί για 45 χρόνια!

Σας ευχαριστώ!

Αθήνα 27-6-24