ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Η μέσα θάλασσα

 


Ζωγραφικό έργο της Αναστασίας Σακελλαρίου

Η μέσα θάλασσα

 

Η θάλασσα η μέσα μας ποτέ δεν γαληνεύει

και η γοργόνα ακοίμητη σιμά παραμονεύει

μέρα και νύχτα δέρνεται θολή κι ανταριασμένη

που την αλήθεια κάποτε να μάθει περιμένει.

 

Είναι μια κόκκινη γραμμή στον χάρτη η πορεία

ίσως του πάθους λύτρωση ή δίκαιη τιμωρία

ποιος δαίμονες απάντησε κι έτρεξε να γλιτώσει

ποιος άγιος δεν αμάρτησε προτού το μετανιώσει;

 

Βγάζει το κύμα στον αφρό του πειρασμού το μέλι

κι όποιος στη ρότα του το βρει να δοκιμάσει θέλει

να νιώσει τι του έφταιξε και τι τον βασανίζει

που ό,τι φτιάχνει το πρωί το βράδυ το γκρεμίζει

 

Ο νόστος σέρνει το κορμί όπου η καρδιά ορίζει

και ο καπνός του πατρικού στον νου του παιχνιδίζει

μα σαν ξυπνά η πεθυμιά να πιάσει αραξοβόλι

μανίζουνε οι άνεμοι μαζί και οι διαβόλοι.

 

Η θάλασσα τα μυστικά που πιο καλά γνωρίζει

στέλνει σειρήνες ξωτικές και πίσω μας γυρίζει

στην πλάνη καθρεφτίζεται ολόγυμνη η αλήθεια

χωρίς φτιασίδια και γλυκά του ύπνου παραμύθια.

 

Κι αν το καράβι μιαν αυγή αράξει στην Ιθάκη

σαν όλα τα πλεούμενα σαπίζει στη στεριά

τη λαμαρίνα της σκουριάς την τρώει το σαράκι

στερνό ταξίδι ο θάνατος, στερνή  παρηγοριά.

 

© Δημήτρης Φιλελές


Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Αγέλαστος καθρέφτης

 



Ζωγραφικό έργο της Ιουλίας Σκαρή



 Αγέλαστος καθρέφτης


Φουντάραμε την άγκυρα σ’ απάνεμο λιμάνι

καθώς μας πλάκωσε βαριά για τη στεριά μια τρέλα

κι έμοιαζε λύσσα που γοργά ζητά να ξεθυμάνει

ο νους σαν ψάρι σπαρταρά πιασμένο στην προπέλα.

 

Με την ανάσα βρωμερή και κόμπο στον λαιμό

στα στέκια τα κακόφημα ζητάμε καταφύγιο

στον βούρκο ποιος να φοβηθεί τον βέβαιο πνιγμό

Κύριε, δείξε έλεος πριν πέσει το μαστίγιο.

 

Γυναίκας άρωμα φτηνό ο δολερός μαγνήτης

σκέλια γυμνά ορθάνοιχτα για σπέρμα διψασμένα

ζωή ζητιάνα ρυπαρή που γλείφει την πληγή της

ολονυχτία αμαρτωλή πριν σπάσει η καδένα.

 

Στης νύχτας σαν φαντάσματα γλιστράμε την αφάνεια

απ' την ακτή σαλπάρουμε πριν η αυγή ροδίσει

ο τιμονιέρης άλαλος στρέφεται στα ουράνια

ίσως κι αυτός βοήθεια σε κάποιον να ζητήσει.

 

Ο ουρανός της θάλασσας αγέλαστος καθρέφτης

μας σπρώχνει σε νερά θολά και τα σκοινιά τεζάρει

σαν τον κοιτάς νιώθεις αργά στην άβυσσο πως πέφτεις

σαν μελλοθάνατος ζητάς την τελευταία χάρη.

 

Αν είναι τούτο το στερνό αγύριστο ταξίδι

χορτάτοι θα περάσουμε της κόλασης την πύλη

κι ο άνεμος που σέρνεται στα ρέλια μας σαν φίδι

κάλλιο μια ώρα αρχύτερα στην ξέρα να μας στείλει.

 

Κι αν μας ζητήσει όβολα ο μαύρος περατάρης

τα ρέστα θα του δώσουμε που ξέμειναν στην τσέπη

του άσωτου το έσχατο να ψάλει το τροπάρι

για το μεθύσι της ζωής που μούντζωσε τα πρέπει.

 

© Δημήτρης Φιλελές


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Από το μικρό εγώ στο μεγάλο Εμείς - Κριτική

 


Μαρία Σταματοπούλου

Από το μικρό εγώ, στο μεγάλο Εμείς

(μυθιστόρημα)

Εκδόσεις Οσελότος, Αθήνα, 2024

 

Με το μυθιστόρημα «Από το μικρό εγώ, στο μεγάλο Εμείς» (εκδόσεις Οσελότος, Αθήνα, 2024) εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική πεζογραφία η Μαρία Σταματοπούλου. Το μήνυμα του τίτλου είναι ξεκάθαρο, η συνειδητοποίηση της πραγματικής μας οντότητας ως μονάδων, η απαλλαγή από το υπερτροφικό εγώ και η ανακατεύθυνση των θετικών μας δυνάμεων για τη δημιουργία μιας κοινωνίας συνεργατικής, συμπεριληπτικής και πάνω απ’ όλα συγχωρητικής – ένα από τα επειγόντως ζητούμενα της σύγχρονης εποχής.

Αφορμή για την αφήγηση δίνει μια συντροφιά νέων ανθρώπων που απολαμβάνει την απόδραση για μερικές ημέρες στην εξοχή, μακριά από την πολύβουη πόλη αλλά και από τους εξοντωτικούς ρυθμούς της καθημερινότητας. Εννέα διαφορετικοί άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, με διαφορετικές καταβολές· η Μαρίνα, ο Εφραίμ, ο Αχιλλέας, η Μαργαρίτα, ο Οδυσσέας, ο Άγγελος, η Αντιγόνη και ο μικρός Νικόλας. Με φόντο το φυσικό περιβάλλον, οι φιλοσοφικές αναζητήσεις αναδύονται, τα διαχρονικά ερωτήματα για τη φύση του ανθρώπου και την ένθεη δημιουργία γίνονται αντικείμενο συζήτησης, όπως και η προσπάθεια διατήρησης της αγαθότητας ως προϋπόθεση για να μπορούμε να προσφέρουμε, αλλά και να εισπράττουμε αγάπη.

Η φύση κυριαρχεί, η συντροφιά αναγνωρίζει την ευεργετική της επίδραση, παίρνει βαθιές ανάσες ζωής και ανακούφισης ανάμεσα στα δέντρα και τα χορτάρια, και με καλοσύνη ψυχής ευχαριστεί τη μεγαλόψυχη μητέρα που απλόχερα προσφέρει όσα ο άνθρωπος της πόλης αγνοεί, υποτιμά ή και καταστρέφει, αφοσιωμένος στο εμμονικά  καθημερινό κυνήγι του κέρδους και της ατομικής «εξέλιξης» και «επιβεβαίωσης», αδιαφορώντας για καθετί που υπάρχει γύρω του.

Ένας έρωτας γεννιέται, της Μαρίνας και του Εφραίμ. Ένας έρωτας προσπαθεί να ζήσει αφήνοντας πίσω τις υπεκφυγές και τις αναστολές, του Αχιλλέα και της Ελπίδας. Ένας έρωτας βαδίζει σταθερά, της Ευδοκίας με τον αγαπημένο γιατρό της, τον Ξενοφώντα. Ένας έρωτας κυλάει σαν γαλήνιο ποτάμι από την κοίτη του, του Άγγελου και της Αντιγόνης, με τον Νικόλα, τον ευλογημένο καρπό του έρωτά τους.

Παράλληλα, καθένας του βυθίζεται στις σκέψεις που τον ταλαιπωρούν: η Μαρίνα αναστατώνεται από τα ψέματα του επαγγελματικού της περίγυρου. Η Μαργαρίτα αναρωτιέται γιατί οι άνθρωποι δεν ακολουθούν την αλήθεια της διαφάνειας που απελευθερώνει.

Και κάποιοι εξομολογούνται: ο Εφραίμ τον έρωτά του στη Μαρίνα, η Μαργαρίτα την αγωνία της για τον άγνωστο που αισθάνεται ότι την παρακολουθεί και την καταδιώκει. Και οι φίλοι προσφέρονται: να γίνουν κουμπάροι του νέου ζευγαριού, αλλά και να προστατέψουν την αιθέρια Μαργαρίτα από κάθε πιθανό κίνδυνο.

Καθένας, όμως, ζει και με τις δικές του ανεκπλήρωτες επιθυμίες, που αποφεύγει ή αρνείται, από ενδόμυχο φόβο και ανασφάλεια, να εξωτερικεύσει και να μοιραστεί με τους άλλους.

Μια εξαφάνιση, της Μαρίνας, δυναμώνει τους φιλικούς δεσμούς. Μια επανεμφάνιση μετά από μήνες χωρίς εμφανή σωματικά τραύματα, χωρίς άλλες εξηγήσεις, αλλά με πληγές του μυαλού και της ψυχής που υποβόσκουν και λειτουργούν όπως το σαράκι, λύνει την πολιορκία των ψυχών. Η ομάδα των φίλων ανοίγει την αγκαλιά της, οι δεσμοί παραμένουν ισχυροί και όλες οι δυσκολίες μπορούν με ευκολία να απωθούνται στο παρασκήνιο.

Ποιος είναι άραγε αυτός ο «ευγενικός» απαγωγέας; Τι τον έσπρωξε σε μια πράξη απελπισίας δίχως νόημα, για την οποία η ζωή θα του επιφυλάξει τη μεγαλύτερη της έκπληξη;

Τα χρόνια περνούν, οι δεσμοί φιλίας εξασθενούν, οι δρόμοι των ανθρώπων χωρίζουν και τα χρόνια της αθωότητας υποχωρούν, εκχωρώντας τη θέση τους στα χρόνια της δυσπιστίας και της συρρίκνωσης σε περιχαρακωμένες επικράτειες. Τα συνοδεύουν οι φυσικές απώλειες, οι αναπότρεπτοι χωρισμοί και η εκούσια απομόνωση. Οι παλιές αγάπες ξεθωριάζουν κάτω από το πέλμα της καθημερινής τριβής και της αμέλειας που προκαλεί η υποκειμενική βεβαιότητα.

Θα χρειαστεί να περάσουν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια για να δοθεί μια νέα ευκαιρία να σμίξουν οι παλιοί φίλοι, για να ανοίξουν και πάλι οι αγκαλιές, για να τους ενώσει ένας ακόμη γάμος όπως τότε, για να ξαναβρούν το εαυτό τους και μαζί (η Μαργαρίτα και η Μαρίνα) τη δύναμη της αγάπης που συγχωρεί και απελευθερώνει από την οργή που καταδυναστεύει την ανθρώπινη ψυχή.

Αυτό είναι το θαύμα της φιλίας, της επιστροφής στην θαλπωρή της οικογένειας που οφείλεται αποκλειστικά στην ελεύθερη προσωπική μας βούληση. Αυτή είναι η επιστροφή στην αρμονία όπως μας τη διδάσκει η ίδια η φύση.

Με λόγο γήινο αλλά και υπερβατικό, λιτό αλλά και γλαφυρό, ροή ήρεμη με κορυφώσεις χωρίς τεχνάσματα και πλοκή με ενδιαφέρουσα εξέλιξη, με επιδεξιότητα και χωρίς κραυγαλέες συμπτώσεις, η Μαρία Σταματοπούλου μάς ξεναγεί στον κόσμο των ισχυρών φιλικών δεσμών, της άδολης αμοιβαιότητας, της εκ των ένδον καλοσύνης, της αγάπης που έχει τη δύναμη να εκπορθήσει όλα τα οχυρά της σύγχρονης αποξένωσης και βαρβαρότητας. Και έτσι να χαράξουμε το νέο ελπιδοφόρο μονοπάτι στον δρόμο της ζωής μας.

Μια επιπλέον ιδιαιτερότητα του βιβλίου είναι ότι Αντί επιλόγου προτείνεται από τη συγγραφέα ένας ευάριθμος κατάλογος πρόσφατων  κινηματογραφικών ταινιών (κυρίως της τελευταίας δεκαετίας), που πραγματεύονται το ίδιο θέμα από τη σκοπιά της έβδομης τέχνης. Πράγμα που καταδεικνύει τόσο την ενότητα της Τέχνης όσο και τη διάθεση της Σταματόπουλου να δηλώσει ότι και το δικό της λογοτεχνικό δημιούργημα αποτελεί μέρος ενός κοινού στόχου και ενός μεγαλύτερου πλαισίου, μέσα στο οποίο μπορούμε να βιώσουμε το δώρο της ζωής κάτω από εντελώς διαφορετικό πρίσμα και να εκδηλώσουμε τόσο την αγάπη προς τον συνάνθρωπο όσο και την ευγνωμοσύνη προς τη μητέρα φύση με τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγηθούμε με ασφάλεια στο μονοπάτι της αμοιβαίας αγάπης, της αλληλοκατανόησης και της αλληλοσυμπλήρωσης. Για να φτάσουμε με βήματα σταθερά στο ποθητό αποτέλεσμα: Από το μικρό εγώ, στο μεγάλο Εμείς!

 

Δημήτρης Φιλελές


 

Γνωριμία με τη συγγραφέα:

Η Μαρία Σταματοπούλου είναι φύση πολυτάλαντη και πολυσχιδής με ποικιλομορφία γνώσεων και ασχολιών, με σπουδές στη διοίκηση επιχειρήσεων αλλά και ως τεχνολόγος ιατρικών εργαστηρίων. Παράλληλα, έχει παρακολουθήσει Ελληνική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ενώ ασχολείται και με την αρωματοθεραπεία σε χώρους ψυχολογικής υποστήριξης. Υπήρξε εθελόντρια νοσηλεύτρια του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και του μη κερδοσκοπικού οργανισμού «Παιδί  και Οικογένεια». Παίζει μουσική, κάνει μπαλέτο, αθλείται, διαλογίζεται στη φύση και γράφει ποίηση από την παιδική της ηλικία. Η πρώτη της ποιητική συλλογή «Ενθύμηση» εκδόθηκε το 2016 (εκδόσεις Όστρια).


Πηγή πρώτης δημοσίευσης : Από το μικρό εγώ, στο μεγάλο Εμείς


Ζωή και Νάμα - Κριτική παρουσίαση

 



Μαριαλένα Δισακιά

Ζωή και Νάμα (συλλογή διηγημάτων)

εκδόσεις Αττικός, Αθήνα, 2024

 

Η Μαριαλένα Δισακιά, συνεχίζοντας την πεζογραφική της δημιουργία (παράλληλα με την ποιητική), ύστερα από τη «Σκιά της μάνας» (εκδόσεις Αττικός, Αθήνα, 2021) επανεμφανίζεται στο αναγνωστικό κοινό με τη συλλογή διηγημάτων «Ζωή και Νάμα» (εκδόσεις Αττικός, Αθήνα, 2024).

Ήδη από την ανάγνωση του πρώτου διηγήματος (από τα συνολικά δώδεκα) νοηματοδοτείται ο τίτλος του βιβλίου. Η συγγραφέας, με ιδιαίτερη επιδεξιότητα και περισσή ανθρωπιά, εμβαθύνει στην απώλεια και στους τρόπους που οι περιλειπόμενοι «εφευρίσκουν», ώστε όχι να συμβιβαστούν με τη νέα –οδυνηρή ή μη– πραγματικότητα, αλλά να την ενσωματώσουν στην καθημερινότητά τους και να τη μεταμορφώσουν σε νέο τρόπο ζωής. Με τεχνάσματα που χαρακτηρίζονται από ευρηματική ευαισθησία και νοητική πρωτοτυπία, η συγγραφέας πλάθει ιστορίες ανθρώπων που ένας επιπλέον λόγος για να ζήσουν είναι να διατηρήσουν τις εικόνες και τις μνήμες –αγαπημένες ή μη– άσβηστες.

Οι ηρωίδες και οι ήρωες της Δισακιά μπορούν να ζουν σε κόσμους παράλληλους – έναν κόσμο που ορίζεται από τις εσωτερικές τους αναζητήσεις και επιθυμίες και έναν κόσμο που κινείται παράλληλα με αυτούς ή τους περιβάλλει, χωρίς όμως να ασκεί επιβολή πάνω τους. Και όχι, δεν επιχειρούν να αποδράσουν από την πραγματικότητα. Εξακολουθούν να είναι γήινοι, να βιώνουν την κάθε μέρα με την ιδιαιτερότητα της αλήθειας της, να πατούν με τον ξεχωριστό τους τρόπο και με τα δύο πόδια στη γη, να διακατέχονται από προσωπικά αναπάντητα ερωτήματα και να αναζητούν τη δική τους λογική απάντηση.

Και ενώ η αίσθηση και η παρουσία του θανάτου είναι παντού διάχυτη, περνώντας από την προηγούμενη ιστορία στην επόμενη μέχρι και το τέλος του βιβλίου, καθόλου δεν έχουμε την αίσθηση της επικράτησης του καταθλιπτικού συναισθήματος ή κατ’ ανάγκη του μελαγχολικού τοπίου. Αντίθετα, ο θάνατος εμφανίζεται ως φυσική συνέπεια ή ως αναγκαία συνθήκη που σε κάθε περίπτωση δεν αποτρέπει τις πρωταγωνίστριες και τους πρωταγωνιστές των ιστοριών να συνεχίζουν τη ζωή τους, σηκώνοντας ο  καθένας το φορτίο που του αναλογεί.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η συχνή χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης αλλά και οι ζωηροί διάλογοι είναι στοιχεία που προσφέρουν ένταση και αληθοφάνεια στα αφηγήματα και διατηρούν μέχρι τέλους το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δημιουργώντας του παράλληλα την έντονη επιθυμία αλλά και την περιέργεια να διαβάσει και την επόμενη ιστορία. Επιπλέον, ο λόγος είναι πηγαίος, καθημερινός και γι’ αυτό αληθινός. Η συγγραφέας δεν προσπαθεί να μας εντυπωσιάσει, αλλά μας καλεί να νιώσουμε, να συμπορευτούμε, να συμπονέσουμε ή και να συγχωρήσουμε τους ανθρώπους που άλλοτε βιώνουν τη σκληρότητα της ζωής και άλλοτε γίνονται ανελέητοι θύτες. Δεν μας προτρέπει, δεν μας καθοδηγεί, δεν καταφεύγει στον διδακτισμό, αλλά μας αφήνει την επιλογή της απόφασης με βάση τα προσωπικά μας περί ζωής ή κοινωνίας κριτήρια.

Καθένα από τα διηγήματα έχει ιδιαίτερα ελκυστικά στοιχεία:

Θα σου μαγειρεύω πάντα, λέει η χήρα στον μακαρίτη κάθε μέρα που του σερβίρει το φαγητό στο τραπέζι και τρώει κουβεντιάζοντας μαζί του πριν επισκεφθεί το μνήμα του στο κοιμητήριο.

Ένα κλικ του τηλεφώνου είναι εκείνο που σημαδεύει τη ζωή της γυναίκας που απρόσμενα αποχωρίστηκε τη μάνα της καρδιάς της, τη μάνα που τη μεγάλωσε και την αγάπησε, που ορφάνεψε από αγάπη και ένα βασανιστικό γιατί στοιχειώνει τη ζωή της.

Το στατί–στατί,  το ανατριχιαστικό έθιμο ύστερα από την εκταφή, οδηγεί τη χήρα του μακαρίτη στην εξομολόγηση του κοινού αμαρτωλού τους μυστικού αλλά ταυτόχρονα και στον θάνατο.

Η Άννα, μια ακόμα γυναίκα που έζησε τη ζωή της μέσα από τις ζωές των άλλων, χάνεται στα ταξίδια του μυαλού της, μέχρι να φτάσει η στιγμή της λύτρωσης του ταξιδιού πάνω στα φτερά των γλάρων.

Στο τσάι του βουνού και στην αποπνικτική οσμή του λιβανιού παγιδεύονται οι ζωές τριών ανθρώπων που είναι αλυσοδεμένοι στα ασφυκτικά δεσμά της επαρχιώτικης κοινωνίας. Μέχρι που ένας τους τολμά να δώσει την πιο ακραία λύση.

Το πέταγμα σε μια άλλη διάσταση και ένα τρυφερό τελευταίο φιλί απαλλάσσουν την εύθραυστη Μαρίνα από τον εξαναγκασμό και τη βίαιη καθημερινότητα.

Άκυρη καταδίκη και άδικη είναι η απόφαση του δικαστηρίου να μου «ρίξει» ισόβια, λέει η γυναίκα που αφηγείται την ιστορία της στις συγκρατούμενες την ώρα της μεταγωγής του, αφού έσφαξε ένα «γουρούνι» και ευχαρίστως θα το έκανε ξανά.

Η μηλόπιτα, η φρεσκοψημένη και μυρωδάτη, γίνεται αφορμή για να κλειδώσει ένα μυαλό σε λάθος αποφάσεις, να βιώνει τη σχιζοφρένεια ως ευφυΐα, να επιμένει να βλέπει τον κόσμο εντελώς αλλιώς.

Τα δελφίνια του ηλιοβασιλέματος αφηγούνται με τον τρόπο τους μια συγκινητική ιστορία αγάπης, έναν ανεκπλήρωτο έρωτα που έρχεται από το μακρινό παρελθόν και δεν πρέπει να επαναληφθεί με παρόμοιο τρόπο στο παρόν.

Η Φρύνη, η αδέσποτη γάτα, δεν αργεί να γίνει κυρίαρχη της καρδιάς και του σπιτιού, μέχρι να φτάσει σε μια απίθανη μετενσάρκωση.

Η θεραπεύτρια, ορατή ή αόρατη κατά περίπτωση, γίνεται ο υπερβατικός φύλακας άγγελος με αποστολή να απαλύνει τον πόνο, αλλά και την υποχρέωση να μεταλαμπαδεύσει το προσόν της πριν χαθεί στο σύμπαν.

Ζωή και Νάμα· ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί είναι ο κρίκος της αλυσίδας που ενώνει αξεχώριστα την Ελπίδα και την Έλλη, δύο αδελφές ψυχές που βιώνουν πολλαπλές εμπειρίες σε διαφορετικές ζωές μέχρι να φτάσουν στην άκρη του νήματος και στην ποθητή αλήθεια.

Δώδεκα ταχύρρυθμα διηγήματα με εναλλαγή συναισθημάτων, με έντονες αναζητήσεις τόσο στον ορατό κόσμο όσο και στη σφαίρα του αόρατου, με πηγαίες εκμυστηρεύσεις που λειτουργούν αναμφίβολα ως πόλος αναγνωστικής έλξης.

 

Δημήτρης Φιλελές



 

Γνωριμία με τη συγγραφέα:

Η Μαριαλένα Δισακιά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε λογιστική και εξάσκησε το επάγγελμα στην Αθήνα και στη Σύρο. Γράφει παντού, εκτός από το σπίτι της. Ασχολείται αποκλειστικά με τη γραφή και την ανάγνωση. Γράφει ποίηση, διηγήματα, θεατρικά έργα και αρθρογραφεί σε διάφορους ιστότοπους. Το θεατρικό της έργο Το βαλιτσάκι έχει βραβευτεί από τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός. Έργα της (προσωπικά και συμμετοχές): Ανθολογία μικρού διηγήματος (2017), Ιστορίες πάθους και μαγειρικής (2017), Παράξενες ιστορίες με γάτες (2018), Οι στροβιλισμοί της Αστάρτης (2018), Ασκήσεις επί χάρτου (2019), Ρευστά όρια (2019), Ανεμοδαρμένα ποιήματα (2020), Η σκιά της μάνας (2021) και Γραφές διεκδίκησης (2023).


Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Μαριαλένα Δισακιά - Ζωή και Νάμα


Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Άσπρη μπλούζα - Κριτική παρουσίαση

 

Κοσμάς Ηλιάδης

Άσπρη μπλούζα (συλλογή διηγημάτων)

Εκδόσεις «ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ», Θεσσαλονίκη 2024



Ο Κοσμάς Ηλιάδης, λογοτέχνης με μακρά θητεία στην ποίηση και την πεζογραφία, επανεμφανίζεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο με τη νέα του συλλογή διηγημάτων «Άσπρη μπλούζα» (εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2024). Έχοντας υπόψη την προηγούμενη εργογραφία του και ιδιαίτερα τη συλλογή διηγημάτων «Στα παλιά λημέρια» (εκδόσεις Αποστακτήριο, 2022), διαπιστώνουμε το προσωπικό στίγμα της μυθοπλαστικής δημιουργίας του συγγραφέα μέσα από την επιλογή των ομοιογενών χαρακτήρων, τη θεματολογική συμπόρευση, αλλά και τη λαϊκότροπη γλωσσική μορφολογία.

Οι ήρωες του Ηλιάδη είναι γήινοι, τα προβλήματά τους υπαρκτά, οι αντιδράσεις τους άλλοτε αναμενόμενες και άλλοτε απρόβλεπτες, όπως ακριβώς συμβαίνει στην καθημερινή ζωή. Τίποτα το εξεζητημένο, τίποτα το απίθανο, τίποτα το αφύσικο, τουλάχιστον όπως εξελίσσονται συνήθως οι ιστορίες των ανθρώπων. Όμως, σε δεύτερη ανάγνωση ανακαλύπτουμε ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται στην επιφάνεια. Ο συγγραφέας με δεξιοτεχνία τρυπώνει στις ζωές των χαρακτήρων του παρεμβάλλοντας προσωπικές σκέψεις και απόψεις –είτε με τη μορφή εμβόλιμων σχολίων, είτε διά στόματος των ηρώων– που προβληματίζουν τον αναγνώστη. Το γήινο τοπίο μεταμορφώνεται σε φαντασιακό, το υπαρκτό πρόβλημα μεταπλάθεται σε υπαρξιακή αναζήτηση, οι αντιδράσεις μετατρέπονται σε φιλοσοφικές περιπλανήσεις. Κάποτε, βέβαια, η περιπλάνηση μπορεί να οδηγεί και στην παραπλάνηση.

Ήδη από το πρώτο διήγημα, την Άσπρη μπλούζα, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, 

το όμορφο κορίτσι που την φοράει είναι μια αμφιλεγόμενη ύπαρξη ως προς την ιδιότητα αλλά και ως προς την ίδια την ύπαρξή της.

Τα τυχερά παίγνια δεν είναι τόσο «τυχερά» όσο φαίνονται, αφού, εκτός από τον παράγοντα τύχη, υπάρχει και η υφαρπαγή από τον παραβατικό χαρτοπαίχτη που αρνείται να χάσει. «Κάτω από το τραπέζι, πέντε έξι άσοι γελούσαν προκλητικά. Κανένας δεν άκουσε, κανένας δεν είδε. Δεν ξέρω, δεν άκουσα, δεν είδα, είναι η επωδός των συνενόχων». (Παίγνια, σελ. 13)

Η ονειρική του διάθεση, πέρα από τον ρομαντικό χαρακτήρα της, είναι ταυτόχρονα προσγειωμένη και συνυφασμένη με την πραγματικότητα. «Αν δεις κάποιον με διθέσιο, στη γη ή στον αέρα, να κόβει βόλτες στη γειτονιά σου, μη με υπολογίζεις, δεν θα είμαι εγώ. Αν δεις κάποιον με γκρίζα φόρμα της δουλειάς, μα ξασπρισμένη κάπως, με λαμπυρίζουσα τσάπα στον ώμο, να είσαι βέβαιη πως θα είμαι εγώ. Θα έρθω πάλι απρόσκλητος, στα ξαφνικά, να κατοικήσω στα λευκά όνειρά σου». (Εφτά πέπλα, σελ. 23)

Από τη σελ. 26 μέχρι και τη σελ. 52 της «Άσπρης μπλούζας» διαβάζουμε μια σειρά εννέα αφηγημάτων μεταξύ των οποίων υπάρχει αλληλουχία και όλα μαζί πλέκουν ένα πρωτόγνωρο σκηνικό μιας άλλης Οδύσσειας, όπου οι ήρωες διατηρούν κάποια από τα χαρακτηριστικά τους, αλλά ο τρόπος που δρουν είναι εντελώς διαφορετικός, με αποτέλεσμα ο συγγραφέας να δημιουργεί μια ανατρεπτική προσωπική εκδοχή.

Ο Οδυσσέας του είναι ένας καλλιτέχνης, ίσως μια άλλη εκδοχή του Αρίωνα, που «Το κύμα άρπαξε τα πράγματά του, έμεινε μόνος πάνω στην τάβλα. Την αγκάλιαζε σαν γυναίκα, τη χάιδευε σαν μωρό. Έλεγε γλυκόλογα στο κύμα για να το εξευμενίσει. [...] Κουβαλούσε στην καμπούρα βαριά στην πλάτη την απουσία δημοσιεύσεων και την έλλειψη αναγνώρισης που πίστευε πως άξιζε». (Ο ξένος, σελ. 29)

Ο σύγχρονος Οδυσσέας του είναι αγαθός και ονειροπόλος, πιστεύει στην ομορφιά και στην καλοσύνη. «Σου λένε δεν υπάρχει παράδεισος. Υπάρχει. Στις ψυχές των αγαθών, στις καρδιές των σαλών και στο πνεύμα των ποιητών». (Καρδιά και βέλος, σελ. 41)

Αλλά δίπλα στους ονειροπόλους ενεδρεύουν και οι άνθρωποι που επέλεξαν να ζουν στη λάσπη, να πράττουν το κακό, οι «μνηστήρες» κάθε εποχής. «Η ατιμία είναι σαν τη μούχλα, απλώνεται παντού, με προτίμηση υγροβιότοπους, όπως η περιοχή της καστροπολιτείας.  Κάτι ξεχασμένοι μνηστήρες από τον καιρό της Πηνελόπης, μετά από απανωτές αποτυχίες για την κατάληψή της, περιφέρονταν περίλυποι γύρω από αυτήν. [...] Ήταν μπουλούκι αμέτρητο, αγέλη λύκων, έφευγε ένας ή χανόταν, φύτρωναν άλλοι δέκα στη θέση του». (Καρδιά και βέλος, σελ. 42)

Ο σύγχρονος Οδυσσέας του δεν επέστρεψε ποτέ στην Ιθάκη των ονείρων του, ούτε είναι βέβαιο ότι διακατέχεται από τον διακαή πόθο της επιστροφής, αφού «εξόριστος και εμιγκρές» δεν παύει να παρασύρεται από τις ονειροπολήσεις του. Στον ξένο τόπο, «Άφησε εκεί την τελευταία του πνοή, σαν ψυχή πουλιού πέταξε η ψυχή του. Όλα μείνανε σε εκκρεμότητα, απαγγελίες, βραβεύσεις, χαρές και λύπες ήταν για τους άλλους». (Άλλη ζωή, σελ. 49)

Και ενώ ο αναγνώστης είναι απορροφημένος με μια αφήγηση που κινείται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ο συγγραφέας, με μια απότομη στροφή, μας επαναφέρει στην αμείλικτη μετωπική σύγκρουση με την καθημερινότητα. Ε, ναι, λοιπόν! Υπάρχουν ακόμα ευαίσθητοι και εύθικτοι άνθρωποι ανάμεσά μας. Άνθρωποι που μια φράση είναι ικανή να τους οδηγήσει στην –ακατανόητη για τους πολλούς– αυτοχειρία.

«Φτάσανε στην πλατεία, κατέβηκε, χαιρέτησε, συνέχισε με τα πόδια για το σπίτι του. Έτριξε η καγκελόπορτα. Τον χτύπησε πάλι στα μηνίγγια η φράση: “Να πας να παραδοθείς στην αστυνομία, δειλέ! Ε, δειλέ!”. Ένα βήμα μέσα, ο θάνατός του, έξω η ελευθερία του (απελεύθερος πια). “Ζήτω ο θάνατος” είπε κι έκλεισε με προσοχή την πόρτα». (Λειψό πόδι, σελ. 59)

Το λιτό ύφος παραμένει σταθερό σε όλη τη διάρκεια της γραφής (και της ανάγνωσης) με τους ήρωες της καθημερινότητας να εναλλάσσονται, πάντα όμως να μάχονται όχι μόνο για την επιβίωση, μα και για την υποταγή των ατίθασων στοιχείων της φύσης και ιδιαίτερα της θάλασσας, έχοντας ταυτόχρονα επίγνωση της κοινής μοίρας των ανθρώπων. «Εδώ είμαι ζωή και θάλασσα κι αρμύρα. Εδώ είμαι θάλασσα κι αγριεμένο κύμα. Μη θαρρείς πως τελειώσαμε, θα τα λέμε, ξανά και ξανά. Εσύ με τη δύναμή σου, εγώ με τα μπράτσα μου και το μυαλό μου. Ώσπου να σε δαμάσω, να με αφήσεις ήσυχο, για ώσπου να με αποτελειώσεις». (Εδώ είμαι ζωή, σελ. 75)

Με την πείρα της ζωής, ο συγγραφέας τολμά να μας μιλήσει για την αξία της αγάπης, για τη βαθιά του πίστη σ’ αυτή και να μας προτρέψει. «Αγάπη έδωσες, αγάπη θα λάβεις. [...] Να ενθαρρύνεις την αγάπη, να εύχεσαι την αγάπη, δεν πρόκειται να σου ζητήσουν τον λόγο, οι ευχές δεν έχουν εναντίωση σε καμιά τράπεζα». (Αγάπη, σελ. 93)

Παράλληλα, ο σαρκασμός είναι διάχυτος στη σκέψη και στη γραφή του Ηλιάδη και εύκολα μεταπηδά σε αυτοσαρκασμό, ιδιαίτερα όταν ο ήρωας του αφηγήματος έχει λογοτεχνικές ανησυχίες και ζει με τη βεβαιότητα ότι το έργο του αξίζει οπωσδήποτε να εκδοθεί και να κληροδοτηθεί στις επόμενες γενεές. Πικρός ο συγγραφέας όπως η αλήθεια και καυστικός όπως οφείλει με τα –αναπότρεπτα μάλλον– κακώς κείμενα στο εκδοτικό γίγνεσθαι, αφού έτσι συμβαίνει με κάθε εμπορεύσιμο είδος στην παραδείσια καπιταλιστική αγορά. Χωρίς όμως ποτέ να χάνει και την έμφυτη σκωπτική του διάθεση. Χαρακτηριστικά τα δείγματα από το διήγημα Σαν τη γάτα γουργουρίζει:

«Που λέτε, ο Φουντουκίδης του ΠΑΟΚ, κάποιοι τον λέγανε περίπτερο, κουνούπι δεν άφηνε να περάσει την άμυνά του. Ο εν λόγω εκδότης εμποδίζει τα κουνούπια, δηλαδή γραφιάδες σαν κι εμένα, να εισχωρήσουν στο τυπογραφείο του». (σελ. 111)

Και παρακάτω: «Μπορούμε να περάσουμε κάποια κείμενά σου, αρκεί να στρογγυλέψουμε (εννοούσε να στρογγυλέψεις) τις υπερβολές, να λειάνουμε (να λειάνεις) τις γωνίες, να αποφύγουμε (να αποφύγεις) τις ακρότητες. [...] Ας το κάνουμε (ας το κάνεις) λίγο ανάλατο, δεν πειράζει, αρκεί να διαβάζεται από όλους, να είναι ευχάριστο, ή εν πάση περιπτώσει ανεκτό από όλους». (σελ. 111-112)

Για να καταλήξει: «Πέστε κάτι στον εκδότη, χριστιανοί, οθωμανοί, βουδιστές [...] και όποιοι άλλοι. Μεγάλη κατάντια να ζητιανεύεις δόξα, σκέτο δράμα δηλαδή. Κάτι σαν δόξα Δράμας». (σελ. 113)

Δεν παραλείπει, βέβαια, ο συγγραφέας τη σκληρότητα του κοινωνικού περιθωρίου και τα λούμπεν στοιχεία του, τα οποία παρουσιάζονται εσκεμμένα με αποσπασματική γραφή, όπως ακριβώς είναι και η ανερμάτιστη ζωή αυτών των ατόμων. Ο τζογαδόρος που αδίστακτα παίζει τις εισπράξεις του μαγαζιού στη λαθραία χαρτοπαικτική λέσχη, ο απλοχέρης παπάς που αγιάζει ομαδικά τα πολυτελή αυτοκίνητα, ο Μήτρος που ήπιε το «θαυματουργό» νερό και θεραπεύτηκε ως εκ θαύματος, ο αρχηγός της συμμορίας, ο Πασχάλης Τούρνας, νταβατζής και χασισέμπορος, και ο Γιώργης Καλόβολος που το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν του.

Με ματιά διεισδυτική και πένα γλαφυρή ο συγγραφέας ανασύρει στην επιφάνεια στιγμιότυπα του βίου της κοινωνικής μάζας β΄ κατηγορίας που, ηθελημένα ή αθέλητα, ζει στο ημίφως των παρασκηνίων και κινείται εκεί που όλα απλώς συμβαίνουν, όλα ρέουν ήρεμα ή και με απροσδόκητες δονήσεις, όλα μοιάζουν λογικά ή και δικαιολογημένα παράλογα, όλα μπορεί να είναι έτσι ή και αλλιώς, μέχρι να τα καταβροχθίσει η αδηφάγος χοάνη του χρόνου και της λήθης.  

 

Δημήτρης Φιλελές



Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Κοσμάς Ηλιάδης γεννήθηκε στο χωριό Κορομηλιά του Κιλκίς. Από το 1963 μέχρι σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε μέλος της βραχύβιας Νέας Κίνησης Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Το Κτήνος (2019), Έξω ψιχαλίζει νύχτα (2020), Ουτοπία για τους νεκρούς (2020) και Επιστροφή (2022), τις συλλογές διηγημάτων Στα παλιά λημέρια (2022) και Άσπρη μπλούζα (2024), και τη νουβέλα Ο μαιτρ και το κορόιδο (2023). Ποιήματα, πεζά κείμενα, θεατρικά έργα και άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικά έργα, εφημερίδες, περιοδικά και άλλα έντυπα της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας.

Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Η "Άσπρη μπλούζα" στο fractal (τ. 188)


Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

Τρία "αμαρτωλά" διηγήματα του Γεωργίου Βιζυηνού

 


Τρία «αμαρτωλά» διηγήματα

του Γεωργίου Βιζυηνού

 

Κυκλοφορεί από τις «Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή»

 

Μεταγραφή στη δημοτική γλώσσα

Δημήτρης Φιλελές

 

Με την τριλογία των «αμαρτωλών» διηγημάτων του, Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και Ο Μοσκώβ Σελήμ, ο Γεώργιος Βιζυηνός χαράζει μια βαθιά τομή στη νεοελληνική λογοτεχνία. Όχι μόνο επειδή εισάγει την ηθογραφία, που θα ορίσει το μέλλον της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά κυρίως επειδή πρωτοτυπεί με την ψυχολογική σκιαγράφηση και την ενδοσκόπηση των χαρακτήρων του. Οι ήρωες των διηγημάτων του είναι υπαρκτοί όσο και τα παθήματά τους. Τα αφηγήματά του είναι αληθινές ιστορίες, στις οποίες συμμετέχει και ο ίδιος, κατορθώνοντας ταυτόχρονα να διατηρεί τις αποστάσεις που του επιτρέπουν να βλέπει καθαρά την πραγματικότητα, αλλά και να διεισδύει στην άλλη όψη της, την οποία οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι βιώνουν. Η τραγική μορφή της μητέρας του αδυνατεί να ξεπεράσει τον εξ αμελείας θάνατο της κόρης της, ο άκακος Κιαμήλ καταδικάζεται να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στην παράνοια και ο κακότυχος Σελήμ βρίσκει τη λύτρωση μόνο με την έλευση του θανάτου. Ο Βιζυηνός αξιοποιεί στο έπακρο τις επιστημονικές ψυχολογικές του γνώσεις για να δώσει στους αναγνώστες του μια τρισδιάστατη εικόνα της διπλής όψης της πραγματικότητας και να αποτυπώσει με τρόπο ανεπανάληπτο την αλήθεια της ζωής, που κατά πολύ ξεπερνά τα όρια της μυθοπλασίας. Τρία από τα σπουδαιότερα ελληνικά διηγήματα προσφέρονται στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό για πρώτη φορά σε μεταγραφή στη νεοελληνική γλώσσα!

 

Το βρίσκετε στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο του εκδότη

με ένα κλικ στον σύνδεσμο

Τρία "αμαρτωλά" διηγήματα του Γεωργίου Βιζυηνού



Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Α-λήθεια

 


Α-λήθεια

 

Τα φώτα σβήνουν

πάνω στο λευκό πανί της οθόνης

προβάλλεται η ταινία

με τους άνεργους τους άστεγους

τους άπορους τους ανήμπορους

τους αφανείς τους απολωλότες

τους α-

της αρχής του ορθογραφικού λεξικού

του τέλους της ανορθόγραφης ζωής

τα φώτα ανάβουν

οι ομιλητές ανοίγουν τα μικρόφωνα

 

ποιος θα τολμήσει να πει την α-λήθεια;

 

© Δημήτρης Φιλελές

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Απόγονοι

Σαν σήμερα, στις 26 Αυγούστου 1919 έφυγε από τη ζωή ο κορυφαίος σατιρικός μας ποιητής Γεώργιος Σουρής. Εκατόν πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του η ποίηση του παραμένει επίκαιρη και αποτελεί πηγή έμπνευσης για όλους όσοι ασχολούνται με το είδος.

Μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του το ποίημά μου με τίτλο «Απόγονοι» που ακολουθεί.


Απόγονοι

 

Απόγονοι κοιμώμενοι στις δάφνες των προγόνων

με όνειρα σκεπάζονται του βάθους των αιώνων

της λογικής υπόλογοι ασπάζονται νεφέλες

παντού της προσκολλήσεως, αιμοδιψείς σαν βδέλλες.

 

Μικρόνοες ημιμαθείς φωστήρες παντογνώστες

της τελευταίας της στιγμής δεινοί ναυαγοσώστες

στης αμμουδιάς τα κύματα σοφοί καπεταναίοι

στης μάχης τα μετόπισθεν εκ γενετής γενναίοι.

 

Του θώκου του αρχηγικού επίδοξοι μνηστήρες

του θρόνου διεκδικητές, μοιραίοι θεσιθήρες

μες στο μελίσσι το πυκνό ηδυπαθείς κηφήνες

των συμποσίων εραστές σε αδρανείας κλίνες.

 

Επιφανείς ατάλαντοι των κρατικών τροφείων

ανωφελείς ασπάλακες στις ράχες των πληβείων

ανεπαρκείς και αδαείς, φορείς ανομημάτων

και διά βίου τρόφιμοι ασύλου ανιάτων.

 

Της δόξας της αμάραντης τραβούν το μονοπάτι

σαν Δον Κιχώτες του σωρού ανάποδα στο άτι

κι ολοταχώς για τον γκρεμό χαράζουν την πορεία

μήπως ανοίξει και γι’ αυτούς μια πόρτα η ιστορία.

 

© Δημήτρης Φιλελές