Κοσμάς Ηλιάδης
Άσπρη μπλούζα (συλλογή διηγημάτων)
Εκδόσεις «ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ», Θεσσαλονίκη
2024
Ο Κοσμάς Ηλιάδης, λογοτέχνης με
μακρά θητεία στην ποίηση και την πεζογραφία, επανεμφανίζεται στο λογοτεχνικό
προσκήνιο με τη νέα του συλλογή διηγημάτων «Άσπρη μπλούζα» (εκδόσεις
Σαιξπηρικόν, 2024). Έχοντας υπόψη την προηγούμενη εργογραφία του και ιδιαίτερα
τη συλλογή διηγημάτων «Στα παλιά λημέρια» (εκδόσεις Αποστακτήριο, 2022),
διαπιστώνουμε το προσωπικό στίγμα της μυθοπλαστικής δημιουργίας του συγγραφέα
μέσα από την επιλογή των ομοιογενών χαρακτήρων, τη θεματολογική συμπόρευση,
αλλά και τη λαϊκότροπη γλωσσική μορφολογία.
Οι ήρωες του Ηλιάδη είναι γήινοι,
τα προβλήματά τους υπαρκτά, οι αντιδράσεις τους άλλοτε αναμενόμενες και άλλοτε
απρόβλεπτες, όπως ακριβώς συμβαίνει στην καθημερινή ζωή. Τίποτα το εξεζητημένο,
τίποτα το απίθανο, τίποτα το αφύσικο, τουλάχιστον όπως εξελίσσονται συνήθως οι
ιστορίες των ανθρώπων. Όμως, σε δεύτερη ανάγνωση ανακαλύπτουμε ότι τα πράγματα
δεν είναι όπως φαίνονται στην επιφάνεια. Ο συγγραφέας με δεξιοτεχνία τρυπώνει
στις ζωές των χαρακτήρων του παρεμβάλλοντας προσωπικές σκέψεις και απόψεις
–είτε με τη μορφή εμβόλιμων σχολίων, είτε διά στόματος των ηρώων– που
προβληματίζουν τον αναγνώστη. Το γήινο τοπίο μεταμορφώνεται σε φαντασιακό, το υπαρκτό
πρόβλημα μεταπλάθεται σε υπαρξιακή αναζήτηση, οι αντιδράσεις μετατρέπονται σε
φιλοσοφικές περιπλανήσεις. Κάποτε, βέβαια, η περιπλάνηση μπορεί να οδηγεί και
στην παραπλάνηση.
Ήδη από το πρώτο διήγημα, την Άσπρη μπλούζα, που δίνει και τον τίτλο
στο βιβλίο,
το όμορφο κορίτσι που την φοράει είναι
μια αμφιλεγόμενη ύπαρξη ως προς την ιδιότητα αλλά και ως προς την ίδια την
ύπαρξή της.
Τα τυχερά παίγνια δεν είναι τόσο
«τυχερά» όσο φαίνονται, αφού, εκτός από τον παράγοντα τύχη, υπάρχει και η
υφαρπαγή από τον παραβατικό χαρτοπαίχτη που αρνείται να χάσει. «Κάτω από το
τραπέζι, πέντε έξι άσοι γελούσαν προκλητικά. Κανένας δεν άκουσε, κανένας δεν
είδε. Δεν ξέρω, δεν άκουσα, δεν είδα, είναι η επωδός των συνενόχων». (Παίγνια, σελ. 13)
Η ονειρική του διάθεση, πέρα από
τον ρομαντικό χαρακτήρα της, είναι ταυτόχρονα προσγειωμένη και συνυφασμένη με
την πραγματικότητα. «Αν δεις κάποιον με διθέσιο, στη γη ή στον αέρα, να κόβει
βόλτες στη γειτονιά σου, μη με υπολογίζεις, δεν θα είμαι εγώ. Αν δεις κάποιον
με γκρίζα φόρμα της δουλειάς, μα ξασπρισμένη κάπως, με λαμπυρίζουσα τσάπα στον
ώμο, να είσαι βέβαιη πως θα είμαι εγώ. Θα έρθω πάλι απρόσκλητος, στα ξαφνικά,
να κατοικήσω στα λευκά όνειρά σου». (Εφτά
πέπλα, σελ. 23)
Από τη σελ. 26 μέχρι και τη σελ. 52
της «Άσπρης μπλούζας» διαβάζουμε μια σειρά εννέα αφηγημάτων μεταξύ των οποίων
υπάρχει αλληλουχία και όλα μαζί πλέκουν ένα πρωτόγνωρο σκηνικό μιας άλλης
Οδύσσειας, όπου οι ήρωες διατηρούν κάποια από τα χαρακτηριστικά τους, αλλά ο
τρόπος που δρουν είναι εντελώς διαφορετικός, με αποτέλεσμα ο συγγραφέας να
δημιουργεί μια ανατρεπτική προσωπική εκδοχή.
Ο Οδυσσέας του είναι ένας
καλλιτέχνης, ίσως μια άλλη εκδοχή του Αρίωνα, που «Το κύμα άρπαξε τα πράγματά
του, έμεινε μόνος πάνω στην τάβλα. Την αγκάλιαζε σαν γυναίκα, τη χάιδευε σαν
μωρό. Έλεγε γλυκόλογα στο κύμα για να το εξευμενίσει. [...] Κουβαλούσε στην
καμπούρα βαριά στην πλάτη την απουσία δημοσιεύσεων και την έλλειψη αναγνώρισης
που πίστευε πως άξιζε». (Ο ξένος, σελ.
29)
Ο σύγχρονος Οδυσσέας του είναι
αγαθός και ονειροπόλος, πιστεύει στην ομορφιά και στην καλοσύνη. «Σου λένε δεν
υπάρχει παράδεισος. Υπάρχει. Στις ψυχές των αγαθών, στις καρδιές των σαλών και
στο πνεύμα των ποιητών». (Καρδιά και
βέλος, σελ. 41)
Αλλά δίπλα στους ονειροπόλους
ενεδρεύουν και οι άνθρωποι που επέλεξαν να ζουν στη λάσπη, να πράττουν το κακό,
οι «μνηστήρες» κάθε εποχής. «Η ατιμία είναι σαν τη μούχλα, απλώνεται παντού, με
προτίμηση υγροβιότοπους, όπως η περιοχή της καστροπολιτείας. Κάτι ξεχασμένοι μνηστήρες από τον καιρό της
Πηνελόπης, μετά από απανωτές αποτυχίες για την κατάληψή της, περιφέρονταν
περίλυποι γύρω από αυτήν. [...] Ήταν μπουλούκι αμέτρητο, αγέλη λύκων, έφευγε
ένας ή χανόταν, φύτρωναν άλλοι δέκα στη θέση του». (Καρδιά και βέλος, σελ. 42)
Ο σύγχρονος Οδυσσέας του δεν
επέστρεψε ποτέ στην Ιθάκη των ονείρων του, ούτε είναι βέβαιο ότι διακατέχεται
από τον διακαή πόθο της επιστροφής, αφού «εξόριστος και εμιγκρές» δεν παύει να παρασύρεται
από τις ονειροπολήσεις του. Στον ξένο τόπο, «Άφησε εκεί την τελευταία του πνοή,
σαν ψυχή πουλιού πέταξε η ψυχή του. Όλα μείνανε σε εκκρεμότητα, απαγγελίες,
βραβεύσεις, χαρές και λύπες ήταν για τους άλλους». (Άλλη ζωή, σελ. 49)
Και ενώ ο αναγνώστης είναι
απορροφημένος με μια αφήγηση που κινείται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας,
ο συγγραφέας, με μια απότομη στροφή, μας επαναφέρει στην αμείλικτη μετωπική
σύγκρουση με την καθημερινότητα. Ε, ναι, λοιπόν! Υπάρχουν ακόμα ευαίσθητοι και
εύθικτοι άνθρωποι ανάμεσά μας. Άνθρωποι που μια φράση είναι ικανή να τους
οδηγήσει στην –ακατανόητη για τους πολλούς– αυτοχειρία.
«Φτάσανε στην πλατεία, κατέβηκε,
χαιρέτησε, συνέχισε με τα πόδια για το σπίτι του. Έτριξε η καγκελόπορτα. Τον
χτύπησε πάλι στα μηνίγγια η φράση: “Να πας να παραδοθείς στην αστυνομία, δειλέ!
Ε, δειλέ!”. Ένα βήμα μέσα, ο θάνατός του, έξω η ελευθερία του (απελεύθερος
πια). “Ζήτω ο θάνατος” είπε κι έκλεισε με προσοχή την πόρτα». (Λειψό πόδι, σελ. 59)
Το λιτό ύφος παραμένει σταθερό σε
όλη τη διάρκεια της γραφής (και της ανάγνωσης) με τους ήρωες της καθημερινότητας
να εναλλάσσονται, πάντα όμως να μάχονται όχι μόνο για την επιβίωση, μα και για
την υποταγή των ατίθασων στοιχείων της φύσης και ιδιαίτερα της θάλασσας,
έχοντας ταυτόχρονα επίγνωση της κοινής μοίρας των ανθρώπων. «Εδώ είμαι ζωή και
θάλασσα κι αρμύρα. Εδώ είμαι θάλασσα κι αγριεμένο κύμα. Μη θαρρείς πως τελειώσαμε,
θα τα λέμε, ξανά και ξανά. Εσύ με τη δύναμή σου, εγώ με τα μπράτσα μου και το
μυαλό μου. Ώσπου να σε δαμάσω, να με αφήσεις ήσυχο, για ώσπου να με
αποτελειώσεις». (Εδώ είμαι ζωή, σελ.
75)
Με την πείρα της ζωής, ο συγγραφέας
τολμά να μας μιλήσει για την αξία της αγάπης, για τη βαθιά του πίστη σ’ αυτή
και να μας προτρέψει. «Αγάπη έδωσες, αγάπη θα λάβεις. [...] Να ενθαρρύνεις την
αγάπη, να εύχεσαι την αγάπη, δεν πρόκειται να σου ζητήσουν τον λόγο, οι ευχές
δεν έχουν εναντίωση σε καμιά τράπεζα». (Αγάπη,
σελ. 93)
Παράλληλα, ο σαρκασμός είναι
διάχυτος στη σκέψη και στη γραφή του Ηλιάδη και εύκολα μεταπηδά σε
αυτοσαρκασμό, ιδιαίτερα όταν ο ήρωας του αφηγήματος έχει λογοτεχνικές ανησυχίες
και ζει με τη βεβαιότητα ότι το έργο του αξίζει οπωσδήποτε να εκδοθεί και να
κληροδοτηθεί στις επόμενες γενεές. Πικρός ο συγγραφέας όπως η αλήθεια και
καυστικός όπως οφείλει με τα –αναπότρεπτα μάλλον– κακώς κείμενα στο εκδοτικό
γίγνεσθαι, αφού έτσι συμβαίνει με κάθε εμπορεύσιμο είδος στην παραδείσια
καπιταλιστική αγορά. Χωρίς όμως ποτέ να χάνει και την έμφυτη σκωπτική του
διάθεση. Χαρακτηριστικά τα δείγματα από το διήγημα Σαν τη γάτα γουργουρίζει:
«Που λέτε, ο Φουντουκίδης του ΠΑΟΚ,
κάποιοι τον λέγανε περίπτερο, κουνούπι δεν άφηνε να περάσει την άμυνά του. Ο εν
λόγω εκδότης εμποδίζει τα κουνούπια, δηλαδή γραφιάδες σαν κι εμένα, να
εισχωρήσουν στο τυπογραφείο του». (σελ. 111)
Και παρακάτω: «Μπορούμε να
περάσουμε κάποια κείμενά σου, αρκεί να στρογγυλέψουμε (εννοούσε να στρογγυλέψεις) τις υπερβολές, να
λειάνουμε (να λειάνεις) τις γωνίες,
να αποφύγουμε (να αποφύγεις) τις
ακρότητες. [...] Ας το κάνουμε (ας το
κάνεις) λίγο ανάλατο, δεν πειράζει, αρκεί να διαβάζεται από όλους, να είναι
ευχάριστο, ή εν πάση περιπτώσει ανεκτό από όλους». (σελ. 111-112)
Για να καταλήξει: «Πέστε κάτι στον
εκδότη, χριστιανοί, οθωμανοί, βουδιστές [...] και όποιοι άλλοι. Μεγάλη κατάντια
να ζητιανεύεις δόξα, σκέτο δράμα δηλαδή. Κάτι σαν δόξα Δράμας». (σελ. 113)
Δεν παραλείπει, βέβαια, ο
συγγραφέας τη σκληρότητα του κοινωνικού περιθωρίου και τα λούμπεν στοιχεία του,
τα οποία παρουσιάζονται εσκεμμένα με αποσπασματική γραφή, όπως ακριβώς είναι
και η ανερμάτιστη ζωή αυτών των ατόμων. Ο τζογαδόρος που αδίστακτα παίζει τις
εισπράξεις του μαγαζιού στη λαθραία χαρτοπαικτική λέσχη, ο απλοχέρης παπάς που
αγιάζει ομαδικά τα πολυτελή αυτοκίνητα, ο Μήτρος που ήπιε το «θαυματουργό» νερό
και θεραπεύτηκε ως εκ θαύματος, ο αρχηγός της συμμορίας, ο Πασχάλης Τούρνας,
νταβατζής και χασισέμπορος, και ο Γιώργης Καλόβολος που το παρελθόν στοιχειώνει
το παρόν του.
Με ματιά διεισδυτική και πένα
γλαφυρή ο συγγραφέας ανασύρει στην επιφάνεια στιγμιότυπα του βίου της
κοινωνικής μάζας β΄ κατηγορίας που, ηθελημένα ή αθέλητα, ζει στο ημίφως των
παρασκηνίων και κινείται εκεί που όλα απλώς συμβαίνουν, όλα ρέουν ήρεμα ή και
με απροσδόκητες δονήσεις, όλα μοιάζουν λογικά ή και δικαιολογημένα παράλογα,
όλα μπορεί να είναι έτσι ή και αλλιώς, μέχρι να τα καταβροχθίσει η αδηφάγος
χοάνη του χρόνου και της λήθης.
Δημήτρης Φιλελές
Λίγα
λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κοσμάς Ηλιάδης γεννήθηκε στο χωριό Κορομηλιά του Κιλκίς. Από το
1963 μέχρι σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε μέλος της βραχύβιας Νέας Κίνησης Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Έχει
εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Το Κτήνος
(2019), Έξω ψιχαλίζει νύχτα (2020), Ουτοπία για τους νεκρούς (2020) και Επιστροφή (2022), τις συλλογές
διηγημάτων Στα παλιά λημέρια (2022)
και Άσπρη μπλούζα (2024), και τη
νουβέλα Ο μαιτρ και το κορόιδο (2023).
Ποιήματα, πεζά κείμενα, θεατρικά έργα και άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε
συλλογικά έργα, εφημερίδες, περιοδικά και άλλα έντυπα της Θεσσαλονίκης και της
Βόρειας Ελλάδας.
Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Η "Άσπρη μπλούζα" στο fractal (τ. 188)