Μοιράζομαι μαζί σας ένα ανέκδοτο ποίημά μου, με τίτλο "Άνιση μάχη", που διαβάστηκε από την ηθοποιό Κατερίνα Γκατζόγια στην εκδήλωση για τα παιδιά της "Κιβωτού του Κόσμου", στις 28 Φεβρουαρίου 2021.
Στούντιο : A.D. 66 Μάνος Γεωργίου.
Βίντεο : ATW Productions - Παραγωγή LIVE Webinars
Παραγωγή βίντεο : Ευσταθία Κώστα
ΑΝΙΣΗ ΜΑΧΗ
Η
βάρκα έχασε τη μάχη με το κύμα
τα
σωσίβια δεν έφταναν για όλους
αρπάχτηκαν
απ' τη ζωή με τα δόντια
οι
πιο δυνατοί, οι πιο αποφασισμένοι γλίτωσαν
απ’
τη μανία της ατυχίας τους
απ’
τους καταποτήρες της μαύρης νύχτας
ώσπου
τους ξέβρασε η υγρή μήτρα ξέψυχα ερείπια
στα
γκρεμάρια της ακτής
από
κει τους περιμάζεψαν πάλι οι τρελοί ψαράδες
που
βάλθηκαν να σώσουνε τον κόσμο
δίχως
να τον ρωτούν αν θέλει να σωθεί
-
το χρέος είναι μονόδρομος -
ανοίξανε
τα φτωχικά τους
να
μοιραστούνε τη φτώχεια και την περηφάνια τους
κάτι
κουβέρτες ξεφτισμένες
κάτι
ψάρια παστωμένα
κι
ένα κομμάτι ψωμί από μέρες ζυμωμένο
κόψανε
την μπουκιά στα δυο, στα τρία,
στα
όσα να φτάσει για όλους
για
όλους έφτασε και με το παραπάνω
-
παράθυρα δεν έχει η κοιλιά -
κι
όλοι μαζί την άλλη μέρα είδαν τον ήλιο να ψηλώνει
είδαν
τη θάλασσα καταγάλανη και γαληνεμένη
είδαν
τη ζωή να 'ρχεται καταπάνω τους γελαστή
την
κλείσανε σφιχτά μέσα στα δυο τους χέρια σαν τρόπαιο
Ευχαριστώ
θερμά τον διαδικτυακό λογοτεχνικό τόπο ThessCultureγια την ευγενική φιλοξενία της ανάγνωσης του αποσπάσματος από το ποίημα
του Γιάννη Ρίτσου «Όνειρο Καλοκαιρινού Μεσημεριού» (Κέδρος, 1979), στο αφιέρωμα
για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, 21 Μαρτίου 2021.
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού
(Απόσπασμα)
Στον Βασίλη
Ρώτα
Τι
δυνατά που κουβεντιάζουν τα πουλιά όταν κοιμούνται.
Μοιάζουν
με τα μικρά παιδιά που ολονυχτίς παραμιλάνε λέγοντας το τραγουδάκι τους, που θ’
απαγγείλουνε στις εξετάσεις.
Εμείς
δεν κοιμόμαστε, κι ακούμε τα τραγούδια μας που βουίζουν σα μελίσσια γύρω στα
χαμομήλια των άστρων και γύρω στην καρδιά μας.
Οι
μεγάλοι μας λένε : τεμπέληδες.
Μα
εμείς ξέρουμε από δουλειά και καθόμαστε ξύπνιοι ως την αυγή δουλεύοντας στο
μεγάλο γαλάζιο χωράφι για να μη λείψει ο κήπος του ήλιου πάνου απ’ τους κήπους
των ανθρώπων.
Εμείς,
κι ας μας λένε τεμπέληδες, ξέρουμε τι είναι μόχτος, ξέρουμε τι είναι να
οργώσεις απ’ την αρχή τον πιο μεγάλο αγρό που κάθε μέρα τον σκεπάζουν οι
τσουκνίδες.
Εμείς
ξέρουμε πόσο κουράστηκαν τα χρυσά χεράκια των αχτίνων για να χτίσουν τούτες τις
χαρούμενες πολιτείες των λουλουδιών με τ’ ανοιχτά μπαλκόνια των τριαντάφυλλων,
με τα ψηλά καμπαναριά των κρίνων.
Οι
άλλοι βλέπουν μονάχα τις αχτίνες και τα λουλούδια.
Δεν
ξέρουν τίποτα για το δικό μας μόχτο και το δάκρυ.
Γιάννης Ρίτσος
Πάρνηθα,
1938
Πρώτη αυτοτελής έκδοση του ποιήματος : Κέδρος, 1979
Με την ευκαιρία της επετείου της 25ης Μαρτίου, μοιράζομαι μαζί σας το ποίημά μου "Ο γιος της καλογριάς", που περιλαμβάνεται στην ποιητική μου συλλογή "Αντι...σώματα) (Απόπειρα, 2020) και φιλοξενείται σήμερα στο επετειακό αφιέρωμα του λογοτεχνικού διαδικτυακού τόπου e-musa.gr.
Ο γιος της καλογριάς
Μάνας
τρελής απόκληρος, μπάσταρδος και χτικιάρης
στ’
Άγραφα, στην αϊτοφωλιά, ανίκητος μπροστάρης
αγριωπός,
μαυριδερός, σίφουνας μανιασμένος
στον
όλεθρο του τύραννου παντοτινά ταμένος
στη
Ρούμελη της κλεφτουριάς ο πρωτοκαπετάνιος
δαίμονας
καταχθόνιος, άγγελος επουράνιος
ίσκιος
αλαφροπάτητος με το σπαθί στο χέρι
ορθός
καβάλα στ’ άλογο, της λευτεριάς ξεφτέρι
λόγος
κοφτός αθυρόστομος, ματιά καυτή, αστρίτης
αδίστακτος
σ’ αποκοτιά, αίλουρος και πετρίτης
στ’
άδικο απροσκύνητος, του δίκιου του αφέντης
χιμούσε
μέσα στη φωτιά, αψύς, αϊτός, λεβέντης
πάνω
σε χιονοσκέπαστα απάτητα λημέρια
έστηνε
νύχτα δόκανο στα φοβισμένα ασκέρια
η
λευτεριά με το σπαθί δεν ξέρει παρακάλια
μονάχα
στοίβα σα βουνό τα εχθρικά κεφάλια
ούτε λογιάζει αφεντικά ξενόφερτους προστάτες
μόνο
σηκώνει το σταυρό σαν το Χριστό στις πλάτες
τα
γκέμια αρπάζει ο σταυραϊτός και τ’ άτι του φρουμάζει
και
στη θωριά του ο χάροντας κρύβεται και δειλιάζει
Ευχαριστώ
θερμά τον διαδικτυακό λογοτεχνικό τόπο ThessCultureγια
την ευγενική φιλοξενία της ανάγνωσης του ποιήματος του Οδυσσέα Ελύτη «Μικρή
πράσινη θάλασσα», από την ποιητική του συλλογή «Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη
Τέταρτη Ομορφιά» (Ίκαρος, 1971), στο αφιέρωμα για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης,
21 Μαρτίου 2021.
Ευχαριστώ θερμά τον διαδικτυακό λογοτεχνικό τόπο Thess Culture για την ευγενική φιλοξενία της ανάγνωσης του ποιήματος "Μαραμπού", από την ομότιτλη συλλογή του Νίκου Καββαδία, στο αφιέρωμα για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, 21 Μαρτίου 2021.
Μαραμπού
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο, πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπον ύπουλο μισώ κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό, πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο, κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές, σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ, που είν’ όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα, κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές κανείς δεν το ‘μαθε, γιατί δεν το ‘πα σε κανένα.
Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά, και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη, κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί, εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ’ ένα λαμπρό ποστάλ και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία. Τότε τη γνώρισα – σαν άνθος έμοιαζε αλπικό – και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική, κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου ‘χε αυτοκτονήσει, ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές, μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ, και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε, συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς, κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά, κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη, μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ’ το λαιμό κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης, όταν εφθάσαμε σ’ αυτήν που θα ‘φευγε, την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά, ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου, και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.
Νομίζω πως θε να ‘πρεπε να σταματήσω εδώ. Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει. Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν, κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!…ΜΙα βραδιά σε πόρτο ξενικό είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα, και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά, το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς, κάποια μ’ άρπαξ’ απότομα, γελώντας, το καπέλο (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών) κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή, οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια, κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά, με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί. Τα δάχτυλά μου καθρά μέτρααν τα κόκαλά της. Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές, «μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».
Όταν την είδα και στο φως τ’ αχνό το πρωινό, μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο, που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σα να ‘χα φοβηθεί, το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά…Μα έβγαλε μια φωνή, κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο, και μια το πορτοφόλι μου…Μ’ απόμεινα κι εγώ ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό, σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει, φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή, που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει, πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό. Μ’ αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συγχωρέσει…
Το χέρι τρέμει…Ο πυρετός…Ξεχάστηκα πολύ, ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω. Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά, νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω…
Ευχαριστώ θερμά τον διαδικτυακό λογοτεχνικό τόπο Thess Culture για την ευγενική φιλοξενία του στο αφιέρωμα για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, 21 Μαρτίου 2021.
ΧΡΕΟΣ
Οι άγγελοι της οδύνης
διαγράφουν χορευτικές τροχιές στο μουντό ουρανό
τραγουδούν μονότονες άριες που μαγνητίζουν τα
ανυποψίαστα πουλιά
κατευθύνονται ακάθεκτοι στο στόχο
αφήνουν την ύστατη πνοή
πάνω στα άψυχα κτίρια
φωταγωγώντας τις ερειπωμένες πολιτείες
μα πιο συχνά οσμίζονται την ανθρώπινη σάρκα
ηδονίζονται στο άκουσμα του ρόγχου της επιθανάτιας
συνεύρεσης
διαμελίζουν τα αθώα πλάσματα σε άπειρες κόκκινες
κηλίδες
βάφοντας ανεξίτηλα τον ορίζοντα
ποιος θεός τιμωρός οπλίζει το φονικό χέρι
ποιος θεός άσπλαχνος σπέρνει στο χώμα αμέτρητους
ανώνυμους σταυρούς
ποιος θεός πανόπτης αποστρέφει το βλέμμα από την
αιματηρή θυσία των αμνών
ποιος θεός παντογνώστης αδιαφορεί για τη διασάλευση
της τάξης του σύμπαντος
σώθηκε η άμμος στην κλεψύδρα της άγνοιας
ο ήλιος ο μαντατοφόρος της ζωής
ακονίζει κάθε αυγή το χρυσό δοξάρι του
με ακτίνες μαχαίρια κόβει σε ίσα κομμάτια το καρβέλι
του δίκιου
σηκώστε, συνάνθρωποι, τα μανίκια, ανασκουμπωθείτε
έχουμε χρέος να ταΐσουμε τα παιδιά όλου του κόσμου.
Ευχαριστώ θερμά τον διαδικτυακό λογοτεχνικό τόπο Thess Culture για την ευγενική φιλοξενία του στο αφιέρωμα για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, 21 Μαρτίου 2021.
Ο αϊτός
Δοξαστικό στον
Γρηγόρη Λαμπράκη
Ήσουν αϊτός περήφανος, φτερούγιζες στα
όρη
και της ζωής καμαρωτός τραβούσες τ’
ανηφόρι
σαν κυπαρίσσι το κορμί, ολόφωτη λαμπάδα
και στην καρδιά σου έλαμπε σαν ήλιος η
Ελλάδα.
Από τον Τύμβο κίνησες να μπεις στην Ιστορία
κι ας αλυχτούσαν τα σκυλιά και τ’ άνομα
θηρία
με περισσή την αφοβιά κι ανάστημα
αντρίκιο
νοιαζόσουν για την ανθρωπιά και των
φτωχών το δίκιο.
Ευχαριστώ θερμά τον διαδικτυακό λογοτεχνικό τόπο Thess Culture για την ευγενική φιλοξενία του στο αφιέρωμα για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, 21 Μαρτίου 2021.
Ευχαριστώ θερμά τον λογοτεχνικό διαδικτυακό τόπο e-musa.gr που συμπεριέλαβε το ποίημά μου "Νέα εποχή" στο φετινό αφιέρωμά του στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.