Το φίλημα
Στο Μανιάκι[1],
στην κορυφή του λόφου, από τους τριακόσιους μαχητές δεν απόμεινε ούτε ένας
ζωντανός. Ο ήλιος που πρόβαλε από τα χιόνια των βουνών τους χαιρέτησε, όρθιους
όλους, φώτισε τις λευκές φουστανέλες, χάιδεψε τα μαύρα μαλλιά τους, άστραψε μέσα
στα φλογερά μάτια τους, καθρεφτίστηκε στο ατσάλι των σπαθιών τους, χρύσωσε τις
λαβές των αρμάτων τους. Και τώρα, καθώς δύει κάτω στο πέλαγος, τους αποχαιρετά
λυπημένος νεκρούς, σκορπισμένους πάνω στο χώμα, και χάνεται αργά αργά, σαν
μεγάλο κόκκινο μάτι που κλείνει, που σβήνοντας θέλει να ρίξει ένα τελευταίο
βλέμμα στους γενναίους. Όλη τη μέρα, χωρίς φαγητό και νερό, πάλεψαν με τη
θύελλα των σφαιρών, αντιστάθηκαν στο χαλάζι από τις βόμβες, ντρόπιασαν τη βροχή
από τα βόλια, περιγέλασαν την ορμή του σπαθιού και τη βία της λόγχης. Κι αφού
έφαγαν το μπαρούτι με τη χούφτα, αφού σώθηκε και το τελευταίο σπυρί του στις
παλάσκες[2]
τους, αφού ραγίστηκε και του τελευταίου όπλου η κάννη, αφού και το ύστατο
γιαταγάνι[3]
έσπασε μέσα στο χέρι τους, έπεσαν χάμω, άψυχοι ναι, νικημένοι όχι. Κι ανάμεσά
τους ο Παπαφλέσσας[4], ο
πρώτος που άρχισε τη σφαγή και ο τελευταίος που σταμάτησε, κάτωχρος,
ξαπλωμένος, με πλατιά πληγή στο στήθος, κρατάει ακόμη το σπασμένο κομμάτι,
καταματωμένο, με σφιγμένα δάχτυλα, με σπασμό έρωτα και λύσσας. Και ο Αιγύπτιος[5]
ανεβαίνει, με καλπασμό αλόγων και κλαγγή[6]
σπαθιών, με ήχους τυμπάνων και βοή σαλπίγγων, ενώ τα μπαϊράκια[7]
του ανεμίζουν στον αέρα του δειλινού και τα μισοφέγγαρα αστράφτουν στον καθαρό
ορίζοντα της δύσης. Μυρμηγκιάζει την πεδιάδα και τις πλαγιές ο στρατός και βαρύ
ακούγεται το βήμα του. Πάνω στην υγρή γη, την ποτισμένη με αίμα, οι Άραβες
βαδίζουν κοπιαστικά, γλιστρούν τα πέταλα των αλόγων τους. Αλλά είναι τόση η
χαρά για την ανέλπιστη νίκη, τόση η ανακούφιση μετά το φόβο, ώστε τραβούν γοργά
τον ανήφορο και φτάνουν στην κορυφογραμμή. Ήδη ο αρχηγός τους έφτασε στην
κορυφή του λόφου, ανέβηκε και στάθηκε, έριξε γύρω του το βλέμμα, κοίταξε το
κοκκινωπό χώμα, που πίνει λαίμαργα το αίμα των γενναίων, επιθεώρησε το στρατό
που ανηφόριζε, είδε γύρω τους νεκρούς. Και με μάτια ανοιχτά, έκπληκτα, βλέπει
τα ψηλά κορμιά τους, τα πλατιά στήθη τους και τα μπράτσα τους τα γεροδεμένα,
τις ωραίες μορφές τους, τα μέτωπά τους τα περήφανα. Ένα σύννεφο περνά από την
όψη του, το βλέμμα του θολώνει λίγο, μια ελαφριά σύσπαση σχηματίζεται στα χείλη
του.
- Κρίμα να
χαθούν τέτοιοι λεβέντες.
Και βλέπει,
βλέπει γύρω, βλέπει με θαυμασμό, βλέπει με απορία, σαν να μην πιστεύει πως
χάθηκαν τέτοιοι άντρες, πως είναι ξαπλωμένοι αναίσθητοι και δεν κοιμούνται
μόνο, για να ξυπνήσουν πάλι φοβερότεροι, πως και ο ίδιος ο θάνατος υπήρξε
ισχυρότερος απ’ αυτούς.
- Ποιος
είναι ο Παπαφλέσσας;
Οι οδηγοί
του έτρεξαν, του έδειξαν το πτώμα, καταμουσκεμένο απ’ τον ιδρώτα του αγώνα, με
σκισμένα τα ρούχα, μαυρισμένο απ’ τον καπνό.
- Σηκώστε
τον, μωρέ, πάρτε τον… Πάρτε τον, πλύντε τον… Πλύντε το παλικάρι…
Δυο άντρες
τον έπιασαν απ’ τις μασχάλες, τον σήκωσαν, τον έστησαν στα πόδια του και τον
πήγαν στην κοντινή πηγή. Εκεί του έπλυναν τα χέρια και το πρόσωπο, τον ξέπλυναν
απ’ τα χώματα και τον ιδρώτα, τον καθάρισαν απ’ τη σκόνη και το χώμα, απ’ τον
καπνό και το αθάνατο θεϊκό αίμα, τον στέγνωσαν, του τακτοποίησαν τα ρούχα και
τον έφεραν πίσω.
- Στήστε
τον εκεί από κάτω…
Οι άντρες
που τον κρατούσαν, πήγαν στο δέντρο, τον ακούμπησαν στη ρίζα του, τον σήκωσαν
και τον στερέωσαν στον κορμό, τον ισορρόπησαν σαν να ήταν ζωντανός. Έπειτα
τραβήχτηκαν, απομακρύνθηκαν και τον άφησαν να σταθεί μόνος στα πόδια του. Το
πτώμα απόμεινε ακίνητο, όρθιο, στηριγμένο με τη ραχοκοκαλιά στον κορμό, με το
θώρακα να προεξέχει και τα χέρια κρεμασμένα, κρατώντας ακόμη το σπασμένο
χαντζάρι[8],
με τα πόδια ανοιχτά, το κεφάλι ψηλά. Τότε ο Ιμπραήμ πλησιάζει αργά το δέντρο,
στέκεται και κοιτάζει σιωπηλός για πολλή ώρα το ξεψυχισμένο σώμα του αντίπαλου
και κάτω από το φως του φεγγαριού, που εκείνη την ώρα πρόβαλλε κατακόκκινο, σαν
κι αυτό να βάφτηκε από το αίμα που χύθηκε στη μάχη, κάτω απ’ τα κλαδιά που
θρόιζαν πένθιμα, σκύβει και τον φιλάει, παρατεταμένα, τον όρθιο νεκρό.
Μιχαήλ Μητσάκης (1892)
Μεταγραφή -
σχολιασμός - ανάγνωση : © Δημήτρης Φιλελές
[1] το
Μανιάκι = ορεινή τοποθεσία στο νομό Μεσσηνίας στην Πελοπόννησο.
[2] η
παλάσκα (τουρκικά palaska) = η φυσιγγιοθήκη.
[3] το
γιαταγάνι (τουρκικά yatağan) = πλατύ και καμπυλωτό σπαθί.
[4]
Γρηγόριος Δικαίος Παπαφλέσσας (1788-1825) = κληρικός, πολιτικός και οπλαρχηγός
της Επανάστασης του 1821.
[5] Ιμπραήμ
Πασάς (1789-1848) = ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου.
[6] η κλαγγή
= ο ήχος που ακούγεται από τη σύγκρουση μετάλλων.
[7] το
μπαϊράκι (τουρκικά bayrak) = η πολεμική σημαία.
[8] το χαντζάρι
(τουρκικά hançer) = μεγάλο κυρτό μαχαίρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου