Κανάρης
Η νύχτα ζώνει τους συντρόφους στην ακρογιαλιά. Ποιος ξέρει τι
ώρα είναι; Τίποτα δε φαίνεται στον ουρανό και στο πέλαγος. Και το καράβι τ’
αραγμένο, που περιμένει το ξεκίνημα, δε χαράζει πουθενά κι αυτό μες στα βαθιά
σκοτάδια˙ ίσως και δεν υπάρχει ολότελα... Μάταια τα μάτια των συντρόφων το αναζητούν. Νύχτα από την κόλαση βγαλμένη!
Απόγειος άνεμος φυσάει και μεγαλώνει αγάλι αγάλι. Βροχής
φοβέρισμα κρέμεται στον ουρανό. Το παλαμάρι[1],
το δεμένο απ’ το παλιό κανόνι, τρίζει αόρατο, βογκάει και φοβερίζει˙ θέλει να
λευτερωθεί. Μαντεύεται με τον τριγμό το τέντωμα της δύναμης και της οργής του.
Αρχίζει η θάλασσα βαθιά να μουρμουρίζει. Νομίζεις πως είναι
το ροχαλητό στοιχειού[2]
που αποκοιμήθηκε. Κι όμως τώρα είναι που ξυπνάει η θάλασσα. Κι είναι άγριο το
ξύπνημά της, όπως ο ύπνος της είναι βαρύς.
Ένα θρόισμα πιο δυνατό, κάτι σαν ανυπόμονων ψυχών αναταραχή,
σηκώνεται από τους ίσκιους που σβήνουν στο σκοτάδι, στην ακρογιαλιά. Φωνές σιγανές,
πρώτα πνιχτές, σαν παρακάλια ή παράπονα, ξεφωνητά ύστερα ασυγκράτητα, σαν να
φιλονικούν πολλοί ή να φοβερίζονται˙ κι άξαφνα ένας χτύπος βροντόφωνος, που
φέρνει αμέσως τη γαλήνη στην τρικυμία :
- Εμπρός! Κι όποιος θέλει, ας έρθει!
Είδες, ύστερα από τον κεραυνό, πώς μένει ο αγέρας τρεμάμενος
σαν να προσμένει κάτι, ίσως δεύτερο χτύπημα του θυμωμένου ουρανού; Έτσι, αφού
έσβησε κι ο ήχος της κραυγής εκείνης, λούφαξε[3]
κάθε ενάντιο μίλημα, σα να ΄θελε να ξανακούσει το τράνταγμά της. Όμως, σιωπή
και βουβαμάρα πια! Κανείς δε θα τολμήσει να σύρει πάνω του εκείνης της
ανθρώπινης βροντής το σκάσιμο μ’ ένα του λόγο.
Πρώτος, ήσυχος τώρα ο καπετάνιος, αφού σκόρπισε κάθε σκέψη
διστακτική - κι όχι δειλών γονάτισμα - από τους συντρόφους, μπαίνει στη βάρκα.
Κι αμίλητοι κι υπάκουοι μπαίνουν κι οι σύντροφοι.
Σε λίγο τους δέχεται το καράβι άφωτο, άλαλο. Σέρνουν τα
παλαμάρια˙ απλώνουν τα πανιά. Και με το κίνημά τους ξεσπάει το βροχοχάλαζο.
Αφού τους έδωσε κατακέφαλα κάμποση ώρα, έπαψε το κακό. Και τότε άρχισε ανεμοζάλη
να τους δέρνει αφάνταστη. Το άγριο κύμα τους ραπίζει πότε στα πλευρά πότε στην πλώρη[4]˙ πότε απατηλό ακολουθεί της πρύμνης[5]
τους τα χνάρια.
Σιγά το κύμα αρχίζει και μερώνει. Κάποιον ανασασμό μοιάζει να
παίρνει η τρικυμία. Όμως ο ουρανός πάνω μένει πάντα σκοτεινός, αόρατος ουρανός˙
άγνωστες φοβέρες κρύβει ακόμα μέσα του. Και πού τάχα θα φέρει τους νυχτοπόρους[6] η
απόφαση αυτή, η αλύγιστη, του καπετάνιου;
Μένει ατάραχος αυτός κοντά στο δοιάκι[7].
Ξέρουν οι σύντροφοι πως είναι κει, κι ας μην τον βλέπουν. Νιώθουν πως αγρυπνάει
πάνωθέ τους. Η ματιά του είναι άξια να τρυπήσει τα σκοτάδια της κόλασης και
πέρα να περάσει. Κι όμως η νύχτα τούτη είναι τόσο φοβερή, που κάθε ναύτης θα
‘ταν έτοιμος να διώξει την ελπίδα απ’ την καρδιά, για ν’ αγκαλιάσει όσα
φαντάσματα φριχτά θα του ‘φερνε η φαντασία του.
Άξαφνα μια φωνή υπόκωφη, τρεμουλιαστή, ακούγεται κοντά στην
πρύμνη. Όλοι οι σύντροφοι, οι άτρομοι, βουβοί λουφάζουν, σκορπισμένοι πάνω στο
κατάστρωμα˙ κι ο πιο δειλός είναι τώρα κι ο πιο άφοβος απ’ τους γενναίους εκεί
μέσα, αφού τολμάει στον καπετάνιο αντίκρυ να σταθεί. Κι ο δειλός μιλάει! Κι οι
σύντροφοι προσμένουν την απόφαση του καπετάνιου.
- Είναι η γνώμη ολονών μας, καπετάνιε, να γυρίσουμε... Με
στείλανε για τελευταία φορά να σου το πω. Με τέτοιο καιρό, με τέτοια νύχτα, δε
θα φέρουμε σε πέρας το σκοπό μας. Ή θα πέσουμε έξω να χαθούμε ή θα βρεθούμε στα
χέρια των εχθρών. Όπως είναι αραγμένοι βαθιά στον κόρφο[8],
δε θα τους βρούμε, με τέτοια νύχτα... Και πώς θα βγούμε κείθε αν μας πάρει η
μέρα; Και τι μας αναγκάζει να μην καταπιαστούμε άλλη φορά με ό,τι απόψε δεν
μπορούμε; Η παλικαριά μας δε μας άφησε. Και ξέρεις αν έχουμε το φόβο σύντροφό
μας˙ το θάνατο δεν τον λογαριάσαμε ποτέ. Όμως είναι και παράλογο να τρέχουμε να
τον ζητάμε... Αυτά λεν οι σύντροφοι.
- Εσύ τα λες αυτά, δειλέ! Δειλός κι όποιος συμφώνησε μαζί
σου!, βροντάει η τρανταχτή φωνή. Εσένα τώρα σε πιστεύω κι είσαι λεύτερος να
φύγεις αν μπορείς! Μα θέλω κι όποιος άλλος είναι με τη γνώμη σου, να ‘ρθει
μπροστά μου, εδώ, και να το πει κι αυτός. Κι ας μην το βλέπω εγώ το πρόσωπό
του! Κι ας γίνει αγνώριστη η φωνή του˙ να το πει και να φύγει ύστερα!
Νέκρα στο κατάστρωμα! Πρέπει να ‘ναι τρομερότερη η ματιά του καπετάνιου
τη νύχτα παρά τη μέρα και κανείς δε βγαίνει μπροστά της να σταθεί. Και το
καράβι ακολουθεί το δρόμο του.
Το κύμα ακόμα πέφτει και καταλαγιάζει. Κι ο άνεμος την οργή
του μαλακώνει. Κι η βροχή είχε πάψει ολότελα. Ο ουρανός απάνω ας φύλαγε την όψη
του μουτρωμένη κι ακάθαρτη. Φαινόταν να ξεθυμώνει ο δαίμονας της τρικυμίας.
Αυτό το ξέρει ο καπετάνιος˙ και ξέρει πως το καράβι τώρα ταξιδεύει μες στον
κόρφο.
Και τώρα δαίμονας άλλος βασανίζει του καπετάνιου την ψυχή.
Ενώ με χέρι ασάλευτο οδηγεί το πλοίο ανάμεσα σε δυο ακρογιάλια απότομα κι ενώ
περνάει νησιά και ξερονήσια, δε βλέπει πουθενά κανένα φως που να του δείχνει τ’
αραξοβόλι[9]
των εχθρών. Έπαθαν πολλά κι έμαθαν τώρα να φυλάγονται οι Αγαρηνοί[10].
Και βρήκαν τη νύχτα βοηθό τους και προστάτριά τους.
Πού να βάλει πλώρη; Και πού να ριχτεί και να χτυπήσει;
Η νύχτα, που την περιφρόνησε, τον εκδικείται. Ο ουρανός ο
αργοκίνητος τον περιπαίζει, βαρύς σαν δυνατός που είναι. Βράζει, φρουμάζει[11] ο
καπετάνιος. Βλέπει ζερβόδεξα[12],
βλέπει μπροστά˙ σκοτάδια των σκοταδιών!
Ο δρόμος του καραβιού γίνεται πιο ήμερος, πιο αργός ακόμα. Η
πλάση, κουρασμένη απ’ το μεθύσι της, έπεσε πάλι σε νάρκη βαθιά˙ σε λίγο ολότελα
θα κοιμηθεί. Κι η στρίγγλα η θάλασσα θα παραλύσει. Κι ο άνεμος, ο ξεφαντωτής,
θα ξεψυχήσει˙ και τότε, ξημερώνοντας, κακά την έχουν οι κουρσάροι!
Να ‘φεγγε κάπου! Μια χαραματιά... μια αχτίνα μισοσβησμένη!
Μια σπίθα μοναχή... και τ’ άλλα είναι δουλειά του καπετάνιου. Πλάι του είναι το
δαυλί σβηστό και περιμένει˙ κι αυτός θα κάνει το πλεούμενό του σε μια στιγμή
φωτιά μεγάλη, που ν’ απλώσει τα στριφτά γλωσσίδια της σαν τόσα φίδια στα μάτια
των εχθρών.
Μια αχτίνα! Μια σπίθα μοναχή... παρακαλεί και βρίζει ο καπετάνιος˙
καταριέται τον ουρανό με τ’ άστρα του. Θα ‘θελε, αν μπορούσε, να βάλει φωτιά ν’
ανάψει γύρω τον αγέρα, να φλογίσει και τη θάλασσα που τον τριγυρίζει. Ο καπετάνιος,
τέτοια στιγμή, βγαίνει έξω απ’ το λογισμό του˙ έχει κάτι από μια δύναμη θεϊκή.
Νιώθει τον εαυτό του άξιο να προστάξει ό,τι θέλει και να γίνει... Μια σπίθα!
Οργισμένος αρπάζει απ’ το ζωνάρι τα πρυόβολα[13].
Θ’ ανάψει το δαυλί, φωτιά θα βάλει στο πυρόσκαφο[14]˙ κι ας γίνει ό,τι κι αν γίνει!
Εκεί κάπου θα φωλιάζει ο Τούρκος ήσυχα, ντυμένος τη νύχτα
φυλαχτό του. Σίδερο και πυρολίθι[15]
σμίγουν σε φίλημα σκληρό˙ σπίθες πετιούνται! Κι άξαφνα έλαμψε διάπλατος ο
ουρανός˙ ο Θεός βοηθός! Είχε γίνει η προσταγή του καπετάνιου! Ένα πεφταστέρι
μεγαλόπρεπο έφεξε πίσω από τα σύννεφα, τα πέρασε σαν αργαλειού σαΐτα κι έπεσε
πέρα από τη ράχη.
Η θάλασσα σκόρπισε τη λάμψη της φλόγας της θεϊκής! Λίγα μέτρα
από την πλώρη του καραβιού μια ξέρα[16]
φάνηκε, που καρτερούσε να το συντρίψει. Κι αριστερά, και πιο βαθιά, σαν να
περίπαιζε τον κίνδυνο και να τον προκαλούσε, κοιμόταν ήσυχη η αρμάτα[17] η
εχθρική - με χέρι σιδερένιο έστριψε το δοιάκι ο καπετάνιος. Σκοτάδι πάλι είχε
χυθεί˙ και το πυρόσκαφο σαν φίλος γνώριμος πήγε και φίλησε το μάγουλο της
τούρκικης φρεγάτας[18].
Σε λίγο τα νερά του κόρφου και γύρω τα βουνά πήραν κι
ανάδωσαν το αντιφέγγισμα της φοβερής πυρκαγιάς.
Η βάρκα με τους συντρόφους τρέχει μ’ αντρίκειο κωπηλάτισμα
κατά το πέλαγος. Κοντά στο κανάλι[19]
το στενό του κόρφου έφτασε τους νικητές η μέρα, η μόνη που τους κυνηγούσε σαν
να ζήλευε το θρίαμβό τους. Κάποιος απ’ όλους έδειξε κοντά τους ένα κουφάρι[20]
πνιγμένου να επιπλέει. Τότε είδαν πως έλειπε ένας απ’ αυτούς, εκείνος που δε
θέλει κανένας τώρα να τον ονομάσει.
- Σταθείτε! φωνάζει ο Καπετάνιος. Δέστε τον απ’ το λαιμό. Και
τραβάτε... είναι το λάφυρό[21]
μας.
Γιάννης Βλαχογιάννης (1913)
[1] το
παλαμάρι = χοντρό σκοινί για το δέσιμο του πλοίου στη στεριά.
[2] το
στοιχείο = δαιμονικό πνεύμα με υπερφυσική δύναμη.
[3]
λουφάζω = κρύβομαι.
[4] η
πλώρη = το μπροστινό μέρος του πλοίου.
[5] η
πρύμνη = το πίσω μέρος του πλοίου.
[6] ο
νυχτοπόρος = αυτός που προχωρεί στο σκοτάδι της νύχτας.
[7]
το δοιάκι = το τμήμα του τιμονιού με το
οποίο γίνεται ο χειρισμός του πηδαλίου στις βάρκες.
[8] ο
κόρφος = ο κόλπος της θάλασσας.
[9] το
αραξοβόλι = χώρος κατάλληλος για να αγκυροβολήσουν πλοία.
[10]
οι Αγαρηνοί = μουσουλμάνοι, αλλόθρησκοι, Άραβες ή Τούρκοι.
[11]
φρουμάζω = ξεφυσώ αέρα απ’ τα ρουθούνια με δύναμη.
[12]
ζερβόδεξα = αριστερά και δεξιά.
[13]
τα πρυόβολα = σύνεργα για το άναμμα φωτιάς που αποτελούνται από ένα κομμάτι
ατσάλι, μια στουρναρόπετρα (τσακμακόπετρα) κι ένα κομμάτι ίσκα (φιτίλι).
[14]
το πυρόσκαφο = το μπουρλότο, το βαρκάκι που είναι γεμάτο με εύφλεκτα υλικά.
[15]
το πυρολίθι = η τσακμακόπετρα.
[16] η
ξέρα = βράχος που η κορυφή του προεξέχει στην επιφάνεια της θάλασσας.
[17] η
αρμάτα (ιταλικά armata)
= ο στόλος.
[18]
η φρεγάτα (βενετικά fregada)
= τρικάταρτο ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο
του 19ου αιώνα.
[19]
το κανάλι = το στενό θαλάσσιο πέρασμα.
[20]
το κουφάρι = το άψυχο σώμα.
[21]
το λάφυρο = αντικείμενο του αντιπάλου που κυριεύεται στη μάχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου