Το
Σουλιωτόπουλο
Ο ήλιος
κατακόκκινος κατέβαινε σιγά σιγά στο πέλαγος πίσω απ’ τα παλιά κάστρα και τα
κυπαρίσσια της Πάργας[1].
Είχε από ώρα αποχαιρετήσει τον πλατύ κάμπο του Φαναριού[2]
κι έδινε τώρα τα στερνά του γλυκοφιλήματα στις ψηλές κι ένδοξες κορφές του
Σουλιού. Ξερές κι ολόγυμνες οι κορφές αυτές, δίχως κλαριά, δίχως φυλλωσιές, σαν
τσουρουφλισμένες απ’ το πολύ μπαρούτι που κάηκε πάνω τους, ροδοβάφονταν, σαν να
κοκκίνιζαν παρθενικά στα φιλήματα του ερωτευμένου ήλιου, σαν να ‘νιωθαν κάποια
ζωή νεανική μέσα τους, σαν να ‘θελαν να δείξουν ότι ποτέ δε γερνούν τα βουνά
αυτά, ότι χτυπάει μέσα τους πάντα καρδιά λεβέντικη κι ανυπότακτη και βράζει
θυμός μεγάλος κι απάτητος. Και καθώς έσμιγε με το καθάριο, με το κρυστάλλινο
του λαμπρού ουρανού το όμορφο εκείνο φως της ύστατης αντηλιάς, τα δυο μαζί,
παρουσίαζαν ένα φως φανταστικό, μια λάμψη απερίγραπτη, που ‘λεγες ότι είναι
αθάνατο το φως και ιερή η λάμψη που περιχύνει η δόξα αυτά τα ηρωικά και
τιμημένα βουνά.
Ο Λάμπρος
Ζάρμπας, ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κοίταζε απ’
τον κάμπο του Φαναριού το φωτόλουστο Σούλι του, με μάτια ατάραχα και λογισμό
βυθισμένο σ’ απέραντες σκέψεις. Ήταν Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας από τα χωριά
της Λάκκας[3].
Κάθε Αλωνάρη[4] μόνο,
που μάζευε το ρύζι του, κατέβαινε στον κάμπο και το φθινόπωρο πάλι, που
‘σπερνε. Τώρα αλώνιζε.
Το σπίτι
του, χτισμένο από τα χρόνια του παππού του, ξερολιθιά[5]
απλή, δίπατο όμως και αρκετά ψηλό, πιάνει την όχθη της Γλυκής[6],
μέσα εκεί που κατεβαίνουν οι γκρεμοί απ’ το Σούλι και το Τσεκουράτι[7]
και που πηδάει ακράτητο στον κάμπο το ποτάμι, βγαίνοντας απ’ τα βαθιά φαράγγια[8]
των βουνών και σέρνεται τόσο δρόμο. Λες και φυλάει εδώ σαν πολεμικός πύργος το
μοναδικό πέρασμα της Λάκκας απ’ τη μεριά του Φαναριού. Βογκάει άγρια στο πλευρό
του το θυμωμένο ρέμα γεμάτο αφρούς και φοβέρα, κρέμονται από πάνω του οι
κόκκινοι βράχοι του γκρεμού σαν ατίναχτα αστροπελέκια, το περιζώνουν λίγα άγρια
πουρνάρια[9]
που συντροφεύουν τις τραχιές ρίζες και κάτω απλώνεται ολάνοιχτος ο παχύς και
καρπερός κάμπος ως την Πάργα και την Παραμυθιά[10]
πέρα.
Ο Λάμπρος
Ζάρμπας ήταν σαράντα ως σαράντα δύο χρόνων. Ψηλόλιγνος με μάτια αετού, ολόρθο
κορμί, μακριά ξανθά μαλλιά, μουστάκι γκριζωπό και περήφανα κατά πάνω στριμμένο.
Ολοζώντανη σουλιώτικη ομορφιά. Στεφανωμένος με παρόμοια Σουλιώτισσα, φυσικό
ήταν ν’ αποκτήσει και γιο τέτοιο, παλικάρι.
Την ώρα
εκείνη η γυναίκα του είχε τελειώσει το κουβάλημα των σακιών του ρυζιού από την
αυλή στο κατώγι και πήρε το άλογο να το ποτίσει στο ποτάμι. Το γιο του τον είχε
στείλει απ’ την αυγή στα Γιάννενα με δυο φορτώματα ρύζι. Κι αυτός ανέβηκε στο
σπίτι για να πιει ένα ρακί[11]
ύστερα απ’ το ολοήμερο μεροδούλι, ακούμπησε λίγο στο παραθύρι και, κοιτάζοντας
από κει τα βουνά τα ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάστηκε σιγά σιγά.
***
Ξαφνικά
ακούει μια φωνή στην αυλή˙
- Μάνα,…
πού ‘ναι ο Λάμπρος;
Ήταν η φωνή
του παιδιού του, φωνή ραγισμένη, βγαλμένη απ’ τα αναστατωμένα στήθη του.
- Τι
έπαθες, μωρέ Φώτο;
Ακούγεται η
φωνή της μάνας που έδενε το άλογο σ’ ένα ξύλο. Και ταυτόχρονα βιαστικά βήματα
ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του πάνω σπιτιού.
Ο Λάμπρος
χάνει μονομιάς τις προηγούμενες σκέψεις του, τραβιέται με αλλαγμένο πρόσωπο απ’
το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα. Στο πρώτο σκαλοπάτι συναντάει το γιο του,
που είχε ήδη ανεβεί. Είχε ανακατεμένα τα μαλλιά, δίχως σκουφί, φλογισμένα τα
μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο, κατάμαυρο απ’ τη σκόνη. Και κρατούσε στα χέρια του ένα
μαρτίνι[12]
και μια αρμαθιά φισέκια.
- Τι
έπαθες, μωρέ Φώτο; τον ρώτησε κι ο Λάμπρος.
-
Σκότωσα!... Σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο!
Είπε
βροντερά και άφοβα το δεκαοχτάχρονο παλικάρι και μπήκε με ορμή στο σπίτι. Έριξε
καταγής τ’ άρματα και ξάπλωσε σ’ ένα προσκέφαλο, σκουπίζοντας τον ιδρώτα του. Ο
πατέρας κι η μάνα του αμίλητοι, σαν βουβοί, τον ακολούθησαν μέχρι μέσα κι εκεί
σταμάτησαν ολόρθοι και τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι και παγωμένοι.
- Τι με
κοιτάτε; Σκότωσα, σας λέω, το Μπεϊλούλαγα. Σηκωθείτε να φύγουμε.
Φώναξε πάλι
σε λίγο ο Φώτος.
- Σκότωσες
το Μπεϊλούλαγα!
Είπε ο
Λάμπρος πηδώντας από τη θέση του, σαν τώρα να το πρωτάκουγε, σαν να μην το είχε
ακούσει από την πόρτα ακόμη. Η μάνα ούτε τώρα μίλησε˙ κατέβασε μόνο τα φρύδια. Ο Λάμπρος
ξαναρώτησε˙
- Σκότωσες
το Μπεϊλούλαγα! Και πώς το έκανες, βρε παιδί μου;
- Στη Σκάλα
της Παραμυθιάς, στον ανήφορο που ανέβαινα με τα φορτώματά μου, το βρήκα μπροστά
μου το βρυκόλακα. Πήγαινε καβάλα στ’ άλογό του για τα Γιάννενα κι αυτός. Είχε
πέσει η κάψα. Είχε γύρει ο ήλιος.
- Γεια σου,
Μπεϊλούλαγα, τον χαιρετάω.
- Καλώς το
Φώτο, μου λέει.
- Για πού,
ώρα καλή;
- Για τα
Γιάννενα.
- Κι εγώ
για τα Γιάννενα είμαι.
- Ε, μαζί
θα πάμε˙ καλή
συντροφιά θα ‘μαστε.
Ύστερα με
ρώτησε για σένα. Μετά μου γύρεψε καπνό απ’ το χωράφι. Του ‘δωσα καπνό και
πηγαίναμε έτσι κουβεντιάζοντας στο δρόμο, αυτός μπροστά κι εγώ παραπίσω. Δεν
περπάταγε γρήγορα τ’ άλογό του και κοντεύαμε να νυχτώσουμε στη στράτα.
- Βάρα το,
του λέω, αυτό το παλιάλογο, γιατί μας πήρε η νύχτα.
Αυτός
θύμωσε που είπα παλιάλογο το ψοφίμι του κι άρχισε να με βρίζει.
- Μη
βρίζεις, αγά[13], του
λέω, γιατί δε σου είπα κανένα βαρύ λόγο.
Εκείνος
τίποτε˙ δε
σταμάταγε τα βρισίδια του. Φούσκωσα τότε, Λάμπρο.
- Σώπα,
μωρέ βρωμόσκυλο, του λέω, γιατί σου τρώω το κεφάλι.
Ο αγάς
άρπαξε το μαρτίνι του. Εγώ δεν είχα άρματα πάνω μου, άλλο απ’ το σουγιά και το
σφυρί για το καλίγωμα[14]
του αλόγου. Χύνομαι πάνω του, του αρπάζω το τουφέκι απ’ τα χέρια και του ρίχνω
φωτιά. Μέσα στ’ αυτί τον πήρε. Έμπηξε μια δυνατή φωνή κι έπεσε κάτω απ’ τ’
άλογο. Του παίρνω τότε και τα φισεκλίκια κι εκεί που ξεψυχούσε, γυρίζω και του
λέω˙
- Ε, ορέ
αγά, πάρ’ τα τώρα εσύ τα ρύζια και τ’ άλογα και άιντε κατά διαόλου!
Και τ’
αφήνω όλα εκεί στην ερημιά και παίρνω μοναχός μου τον κατήφορο στα γρήγορα.
- Και τώρα;
- Τώρα θα
σηκωθούμε και θα φύγουμε. Θα γνωρίσουν τ’ άλογά μας και θα μας πιάσουν.
- Να
φύγουμε! Πού να φύγουμε και πού να πάμε; Τ’ ήταν αυτό που μας έκανες, βρε παιδί
μου; Εγώ δεν έχω τρεις μήνες που βγήκα απ’ τα σίδερα και τώρα πάλι για τα
μπουντρούμια[15] με
ξεκινάς, μωρέ Φώτο;
Κι ο δόλιος
ο πατέρας έκρυψε στα δυο του χέρια το πρόσωπο σαν να ‘κλαιγε.
Τότε η μάνα
τίναξε περήφανα το κεφάλι της σαν λιονταρίνα και του λέει με περιφρονητικό
πικρό γέλιο˙
- Κλαις,
ορέ χαντακωμένε[16] Λάμπρο,
κλαις; Δεν είσαι εσύ που ‘χεις φάει δέκα Τούρκους με τα χέρια σου, ορέ Λάμπρο;
Και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα, κλαις σαν το μικρό παιδί και μαλώνεις
το Φώτο; Αν μας σκότωνε το παιδί ο σκύλος, τι θα γινόμασταν εμείς τότε,
καημένε; Άντε να φύγουμε γρήγορα απόψε. Ειδεμή, ξεντύσου τη φουστανέλα κι έλα
να σου δέσω το μαντίλι μου στο κεφάλι, να σου βάλω και τα σιγκούνια[17]
μου, και κάτσε εδώ να φυλάξεις το ρημαδόσπιτό μας. Για γυναίκα σου πρέπει εσένα
σήμερα κι όχι γι’ άντρας. Εγώ σηκώνομαι με το Φώτο και φεύγουμε. Για κει που
είναι το ρωμέικο, όχι εδώ, στην Άρτα.
Τούτα τ’
αντρειωμένα λόγια της Βασίλως τον ζεμάτισαν το Λάμπρο, που τινάχτηκε δίχως
δάκρυ απ’ τη θέση του σαν λαβωμένο ελάφι.
- Να
φύγουμε, είπε. Να φύγουμε. Δεν έχει άλλη προκοπή εδώ. Να νυχτώσει και να
φύγουμε. Ετοίμασε, Βασίλω, να φορτώσουμε. Να φορτώσουμε ό,τι μπορούμε στ’ άλογο
και να φύγουμε.
Νύχτωσε.
Χαμηλά, στο βάθος του κάμπου, έπεφτε σκοτεινιά και κάπου κάπου ξεχώριζαν τα
σπιτάκια των Σουλιωτών γεωργών, μακριά το ένα από το άλλο. Σαν φίδι κυλούσε το
ποτάμι στα λιβάδια και σερνόταν σιγά προς το πέλαγος, σαν πεζοπόρος που
διαβαίνει γρήγορα τα κακοτράχαλα βουνά και πέφτει στον απλωτό κάμπο˙ κι όπου βλέπει καλύβι, κρατάει την
περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας[18]
και ξεϊδρώνοντας. Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια. Το σπίτι του Λάμπρου Ζάρμπα,
σαν να ‘νιωθε το δόλιο τη συμφορά που ερχόταν, τη μοναξιά, το κλείδωμα και την
ερήμωση που θα το ‘τρωγε, έστεκε στη βουνοπλαγιά ορθό, ατάραχο, σκυθρωπό,
παραπονεμένο, σαν χαροκαμένος ήρωας, που κι αν του στέρεψαν οι πολλές συμφορές
τα δάκρυα, νιώθει τη θύελλα να φουσκώνει στα στήθη του και το χαλασμό να του
πλακώνει βαριά την καρδιά. Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή.
Μονάχα το ποτάμι μούγκριζε δίπλα του, σαν να του ‘λεγε πως το μούγκρισμα αυτό
θα ‘χει από δω και πέρα συντροφιά, ώσπου ο χρόνος κι οι βροχές να το σωριάσουν
στα ρέματά του.
Ο Φώτος
είχε τραβήξει με τ’ άλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας. Ο Λάμπρος κι η
γυναίκα του κάθονταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να πέσει καλά
το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί.
Πέρασε
αρκετή ώρα. Ύστερα ακούστηκαν δυο τρεις δυνατοί κρότοι και λίγες πατημασιές
τάραξαν για τελευταία φορά την ερημιά. Ήταν τα στριφογυρίσματα του κλειδιού της
πόρτας του σπιτιού και οι πατημασιές του Λάμπρου και της Βάσως, που ‘φευγαν απ’
τα χώματά τους δίχως μιλιά, δίχως δάκρυα.
***
Ο δρόμος, λιθόστρωτος
κάπου κάπου απ’ τον καιρό του Αλή Πασά[19],
ακολουθεί το ποτάμι κι ανεβαίνοντας κατά τη Λάκκα, πέφτει μέσα στο βάθος των
στενών του Σουλιού. Εδώ βογκάει ο ποταμός σαν στοιχειό[20]
και χτυπάει απ’ τον ένα βράχο στον άλλο τ’ αφρισμένα νερά του. Λίγες λεύκες
χιλιόχρονες στολίζουν τις όχθες. Δεξιά κι αριστερά τα βουνά σηκώνονται απ’ το
γκρεμό ως τον ουρανό, όλο άγρια βράχια με πουρνάρια. Στ’ αριστερά στάθηκε ο
Φώτος με τ’ άλογο για να τους περιμένει. Μέσα εκεί, που φέρνει ολομόναχο, στενό
και δυσεύρετο μονοπάτι από τα χρόνια της παλικαριάς και του πολέμου, από το
ποτάμι στο Κακοσούλι πάνω, που τ’ ανέβαιναν τότε οι Σουλιώτισσες φορτωμένες με
βαρέλια νερό και τραγουδώντας.
Πίσσα
σκοτάδι. Κάτι λίγο ξεχώριζε μπροστά του το άσπρο ρέμα του ποταμιού και μούγκριζε
σαν να τον φοβέριζε να τον καταπιεί. Και ψηλά ψηλά, μες στα κράκουρα[21],
φαινόταν πάνω απ’ τα βουνά μια στενόμακρη κορδέλα ουρανού μ’ αστέρια. Έδεσε ο
Φώτος τ’ άλογο σε μια λεύκα κι ακούμπησε κι αυτός στη ρίζα ενός βράχου και
βυθίστηκε σε σκέψεις. Ούτε που φαινόταν αν ζούσε, χωμένος μέσα σ’ αυτό τον Άδη
του πάνω κόσμου.
Σε λίγη
ώρα, όμως, πετιέται ξαφνικά όρθιος σαν μαχαιρωμένος, αγκαλιάζει το λαιμό του
αλόγου του και του φιλάει το μέτωπο με δάκρυα και με λόγια θλιβερά ανάμεσα σε
λυγμούς˙
- Κακότυχέ
μου ντουρή[22], δε θα
δεις άλλη φορά τη Χάιδω την όμορφη, δε θα σου χαϊδέψει πάλι τη χαίτη σου με τα
μαρμαρένια της χέρια, δε θα σε ταΐσει άλλη φορά μέσα απ’ την πλουμισμένη[23]
την ποδιά της. Πάει, μας χάνει η Χάιδω απ’ απόψε. Πώς θα τον αντέξουμε αυτό το
χωρισμό; Κακότυχέ μου ντουρή, κακότυχέ μου ντουρή…
Πριν πέντε
χρόνια περνούσα απ’ την Άρτα.
Μέσα στο
προαύλιο της Πυργιορίτσας[24]
μου έδειξαν τον τάφο του κακότυχου του Φώτου. Και κλαίγοντας, ο ίδιος ο πατέρας
του μου διηγήθηκε την ιστορία του.
- Δε θα τον
λησμονήσω ποτέ το Φώτο μου, μου ΄λεγε, γιατί ο θάνατός του μου ‘χει κάψει την
καρδιά. Και, κατά την παραγγελία που μ’ άφησε στο ψυχομάχημά του, θα τα ξεθάψω
μια μέρα τα κοκαλάκια του και θα τα πάω στο Σούλι, γιατί ο καημός του Σουλιού
στάθηκε ο θάνατός του.
- Κι ο
καημός της Χάιδως, είπα εγώ από μέσα μου.
Κώστας Κρυστάλλης (1892)
Μεταγραφή -
σχολιασμός - ανάγνωση : © Δημήτρης Φιλελές
[1] Πάργα =
παραθαλάσσια πόλη του νομού Πρέβεζας στην Ήπειρο.
[2] Φανάρι =
περιοχή κοντά στην Πάργα.
[3] Λάκκα =
ομάδα περίπου 20 χωριών που βρίσκεται ανατολικά της οροσειράς των βουνών του
Σουλίου.
[4] Αλωνάρης
= ο μήνας Ιούλιος, που γίνεται το αλώνισμα των δημητριακών (ο διαχωρισμός του
καρπού από το περίβλημά του).
[5] η
ξερολιθιά = κατασκευή από πέτρες χωρίς άλλο συνδετικό υλικό.
[6] Γλυκή =
περιοχή της Θεσπρωτίας κοντά στις πηγές του ποταμού Αχέροντα.
[7]
Τσεκουράτι = ένα από τα χωριά του Σουλίου.
[8] το
φαράγγι = η βαθιά χαράδρα με τις απότομες πλαγιές.
[9] το
πουρνάρι = θάμνος με αγκαθωτά φύλλα.
[10]
Παραμυθιά = πόλη του νομού Θεσπρωτίας στην Ήπειρο.
[11] το ρακί
(τουρκικά rakı) = αλκοολούχο ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα.
[12] το
μαρτίνι = μακρύκαννο εμπροσθογεμές όπλο της εταιρείας Martini.
[13] ο αγάς
(τουρκικά ağa) = αξιωματούχος της
οθωμανικής αυτοκρατορίας.
[14] το
καλίγωμα = το πετάλωμα.
[15] το
μπουντρούμι (τουρκικά bodrum) = η υπόγεια φυλακή.
[16]
χαντακωμένος = καημένος, αξιολύπητος.
[17] το
σιγκούνι (αλβανική shegune < λατινική sagum) = χοντρό μάλλινο γυναικείο
πανωφόρι.
[18]
ξαποσταίνω = ξεκουράζομαι.
[19] Αλή
Πασάς Τεπελενλής (1740-1822) = ο πασάς των Ιωαννίνων, μουσουλμάνος αλβανικής
καταγωγής, γνωστός για τους πολέμους του με τους Σουλιώτες.
[20] το
στοιχείο = δαιμονικό πνεύμα με υπερφυσικές ιδιότητες.
[21] τα
κράκουρα (ρουμανικά creacuri) = οι απόκρημνοι βράχοι.
[22] ντουρής
= αυτός που έχει κοκκινωπό τρίχωμα.
[23]
πλουμισμένος = στολισμένος.
[24]
Πυργιορίτσα = προφανώς ο συγγραφέας εννοεί την εκκλησίας της Παναγίας της
Παρηγορήτισσας, τη μητρόπολη της Άρτας, βυζαντινή εκκλησία του 13ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου