ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΒΕΡΓΗΣ - ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ

#διαβάζω_για_σένα


 


Διήγηση του παππού

 

- Αν μια φορά το χρόνο, τακτικά, δε μας δείχνανε στις εκκλησιές τα πάθη και τα βάσανα του Χριστού, δε μου λέτε πόσοι από μας θα τον θυμόνταν;

Και η πατρίδα μας τάχα δεν έπαθε όσα κι ο Χριστός; Δε σταυρώθηκε, δε θάφτηκε, δε μισοαναστήθηκε; Γιατί τότε, μια φορά το χρόνο, να μη λέμε όσα τράβηξε κι αυτή, να τ’ ακούνε τα παιδιά μας και να βράζει το αίμα τους, να δακρύζουν τα μάτια τους, να χτυπά η καρδιά τους;

Αχ, καημένα παιδιά! Μην κοιτάζετε μερικούς από τους άλλους αδελφούς… Αυτοί… φτηνά αγοράσανε. Βρήκανε έτοιμη πατρίδα, έτοιμη λευτεριά. Δεν ξέρουν τι στοίχισε στους παππούδες τους και σ’ εμάς, που έχουμε το ένα πόδι στο λάκκο, και θαρρούν[1] πως τη βρήκανε στο δρόμο, πως η τύχη τους την έδωσε.

Καθίστε, παιδιά μου, γύρω μου, κι εσείς εγγόνια μου, πιο καλά ν’ ακούσετε. Αχ, και να ήταν κι άλλα αδέλφια σας εδώ!… Ό,τι θα πω σ’ εσάς, πρέπει να καρφωθεί περισσότερο στο νου σας, γιατί πολύ καιρό δε θα τον έχετε τον παππού, κι οι πατεράδες σας… ποιος ξέρει αν θα ΄χουν τίποτε τέτοιο να σας πουν.

Και να τα θυμάστε καλά. Ακούτε; Γιατί έχει πολύ να κάνει σ’ ένα τόπο, όπως και σ’ έναν άνθρωπο, το να ξεχνά τι τράβηξε˙ γιατί θα πει πως δε λογαριάζει τι μπορεί να τραβήξει ακόμη.

 

Α΄

 

Ξέρετε πώς πήγε ο δικός μου πατέρας και η μάνα μου; Ξέρετε τι βάσανα τράβηξαν όχι για να ευτυχήσουν, μόνο για να ξεψυχήσουν και να γλιτώσουν απ’ τα βάσανα;

Άκουσε εσύ, Γιωργάκη μου, που είσαι ο μικρότερος. Έλα να σε χαϊδέψω πρώτα. Αν με δεις, τώρα που θα σας λέω την ιστορία, ν’ αγριέψω μια στιγμή, να φωνάξω, να πεταχτώ με τις γροθιές ψηλά, με τρίχες σηκωμένες, μην τρομάξεις, γιε μου, μη σε πιάσουν τα κλάματα σαν και προχτές. Το κάνω… έτσι. Μ’ αρέσει… Δε θα σε πειράξω εσένα, Γιωργάκη μου, που σ’ αγαπώ σαν τα μάτια μου. Πήγαινε τώρα κάθισε στη θέση σου.

Τι τράβηξαν, αλήθεια! Και να μην αποστάσουν[2], να μη βαρυγκωμήσουν μια στιγμή; «Γίνε προδότης, πες μας τι ξέρεις για τη Φιλική Εταιρεία, και πασά[3], βεζίρη[4] θα σε κάνουμε». Έτσι του έλεγαν. Κι ο κύρης μου άχνα[5]˙ λέξη δεν έβγαζε απ’ το στόμα του. Τον είχαν πέντε μέρες σ’ ένα φρικτό υπόγειο, δεμένο με αλυσίδες, που δυο άνθρωποι δεν μπορούσαν να τις σηκώσουν. Ήταν ως τα γόνατα βουτηγμένος στο βούρκο, άνθρωπος αρχοντομαθημένος, νοικοκύρης, πλούσιος. Μόνο μια πέτρα ήταν δίπλα του, που μπορούσε να καθίσει μια στιγμή να ξεκουραστεί. Μα μόλις πήγαινε να καθίσει, δώσ’ του από πάνω από ένα φεγγίτη του ρίχνανε… Έφευγε και πήγαινε στο βούρκο πάλι, να σταθεί όρθιος, ώρες ολόκληρες, μέρες και νύχτες.

Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και να σου ένας Τούρκος να ρωτά, να λέει, να παρακαλεί :

- Πες μας τι ξέρεις.

- Τίποτε! Εκείνος να μιλήσει, να προδώσει;

Τον πήραν έπειτα απ’ το υπόγειο, τον έφεραν πάνω κι άρχισαν άλλα βάσανα, πιο φρικτά. Του έβαλαν τα τάσια στο κεφάλι, δυο σίδερα σαν τα πιατάκια του καφέ, το ένα με το άλλο ενωμένα με τέτοιο τρόπο, που αν έστριβες μια βίδα, πλησίαζαν κι  έσφιγγαν σαν τανάλια το κεφάλι του καημένου του πατέρα μου… Κοκκίνιζαν πρώτα τα μάτια του, έπειτα πετιόνταν έξω άγρια, έτριζαν τα κόκαλά του, έβγαζε αφρό και αίμα το στόμα του, λιποθυμούσε, έπεφτε… Ήταν πέντ’ έξι βασανιστές κι έκανε καθένας το δικό του, για να δείξει στους άλλους πως αυτός ξέρει καλύτερα να βγάζει τα μυστικά απ’ τα χείλη… Μα αυτά τα είχε σφραγίσει όρκος χριστιανού αληθινού. Τίποτε. Σκοινιά, μαχαίρια, αϋπνίες, τάσια, φωτιά, όλα μάταια˙ του όρκου η σφραγίδα δε λύθηκε. Κι ο Θεός ο ίδιος ξαφνιάστηκε με τέτοια δύναμη και υπομονή κι έστειλε έναν άγγελο να πάρει την ψυχή του. Και το σώμα του, όταν δεν μπορούσε να πονέσει πια, το πέταξαν οι Τούρκοι στη θάλασσα…

 

Β΄

 

Ήμουν τότε δέκα έξι χρόνων παλικαράκι. Γύριζα γύρω απ’ το έρημο σπίτι μας σαν το διωγμένο σκυλί και κοίταζα την πόρτα μας. Ήθελα να μάθω πρώτα τι απόγιναν οι γονείς μου, που τους άρπαξαν ένα πρωί χωρίς να τους δω, κι έπειτα να βγω από το Ρέθυμνο[6], να πάω μακριά, στην άλλη επαρχία, που δούλευε το τουφέκι. Μου είπαν κάτι γνώριμες χωριανές πως είδανε τη μάνα μου, με το μικρό βυζανιάρικο αδελφάκι μου, να τρέχει κατά το Άδελε[7]. Πήρα το δρόμο να πάω να τη βρω.

Εκεί που έβγαινα… αχ, ώρα θλιβερή, ώρα αλησμόνητη! Κάτω στην ακρογιαλιά βλέπω από τα κύματα ριγμένο έξω, ποιον; Εκείνο! Τον πατέρα μου! Αχ, πώς μου τον έκαναν οι Τούρκοι. Σαν ασκί[8] φουσκωμένο, μαυρισμένο, με σημάδια και πληγές αμέτρητες στο σώμα του. Πού να τον γνωρίσει άλλος; Μόνο εγώ, ο γιος του, τον γνώρισα! Τα φύκια και τα γένια του μπλεγμένα έκαναν ακόμη πιο φρικτή την όψη του. Γονάτισα, τον φίλησα σε κάθε του πληγή, έμπηξα μια φωνή, αγριμιού φωνή, τον αγκάλιασα, τον σήκωσα κι έτρεξα έξω, προς το βουνό, στην ερημιά, να βρω μνήμα να τον βάλω…

Έτρεχα και γύριζα σαν τρελός, σηκώνοντας πότε στην αγκαλιά και πότε στον ώμο μου το σώμα του. Μα έναν άνθρωπο δεν έβρισκα στο δρόμο μου. Σιωπή παντού κι ερημιά˙ μήτε φύλλο δεν κουνιόταν μήτε πουλί δεν κελαηδούσε πουθενά…

Ξαφνικά… ακούστε, ακούστε, παιδιά μου, ακούστε και φρίξτε, ακούστε και μην ξεχάσετε ποτέ… Αυτό ακόμη δεν το είπα σ’ εσάς τους μικρούς. Αχ, μακάρι να μην ήταν, να μην το ‘λεγα…

Ξαφνικά ακούω ένα κρότο δίπλα μου, κοντά μου. Κάθε άλλη ώρα δε θα μου ‘κανε εντύπωση, μα εκείνη τη στιγμή, όπως ήμουν, με τρόμαξε, μ’ αγρίεψε!... Θα ήταν σκύλος που κάτι ροκάνιζε… πήγα κοντά!... Τα χέρια μου ξυλιάζουν[9], κόβονται. Το φόρτωμά μου το άγιο, το τιμημένο, πέφτει και κυλιέται στα χορτάρια. Σηκώνονται οι τρίχες μου… Ωχ, Παναγία μου! Θεέ μου! Τι είναι αυτό! Πού είναι η δικαιοσύνη, η αγάπη σας, πού είναι ο πόνος σας για κάθε χριστιανό και πού τ’ αστροπελέκια σας;…

Μην τρομάζεις, Γιώργο μου. Τώρα θα τα λέω πιο σιγά. Ησύχασε κι άκουσε…

Αλήθεια, σκύλος ήταν, μα σκύλος με Τούρκου ψυχή, κι έτρωγε της μάνας μου το χέρι, αφού έφαγε τα τρυφερά χεράκια του μικρού μου αδελφού, που τον είχε σφιχτά στην αγκαλιά της καρφωμένο, όταν έπεσε νεκρή η μάνα μου απ’ την πείνα και το κρύο… Ακούτε; Ήταν η μάνα μου εκείνη! Η μάνα μου, τ’ αδελφάκι μου˙ παρακάτω ο πατέρας μου! Ο σκύλος, μόλις με είδε, έφυγε. Και μείναμε οι τέσσερις, όλη η φαμίλια[10], μ’ ένα ζωντανό και τρεις πεθαμένους!... Πώς δε σάλεψε το μυαλό μου τότε, πώς δε σκοτώθηκα, πώς δε ρίχτηκα απ’ το γκρεμό; Αχ, Τούρκοι, Τούρκοι!

Αφήστε με, παιδιά μου, λίγο να συλλογιστώ. Δε ντρέπεστε να κλαίτε; Μην κοιτάζετε εμένα το γέρο τον κακόμοιρο.

Ήμουν τρεις μέρες νηστικός κι έμεινα μια ακόμη να τους βλέπω και να τους φιλώ, να τους μιλώ και να τους κλαίω. Την άλλη μέρα είδα πώς κανένας δεν περνούσε, κανένας χριστιανός, κι έπρεπε μονάχος μου να γίνω νεκροθάφτης του πατέρα και της μάνας μου!

Μπορεί κανείς να σκάψει μνήμα μόνο με τα νύχια του; Εγώ το έσκαψα…

Έλα, μην κλαις, Γιωργάκη. Έλα πάνω μου, παιδί μου. Άλλη φορά την τελειώνουμε την ιστορία του παππού˙ για να την ξέρετε καλά και να θυμάστε τι χρωστάμε και πώς πρέπει να πληρώσουμε…

 

Ιωάννης Δαμβέργης (1898)


Μεταγραφή - σχολιασμός - ανάγνωση : © Δημήτρης Φιλελές

 



[1] θαρρώ = νομίζω.

[2] αποσταίνω = κουράζομαι.

[3] ο πασάς (τουρκικά paşa) = διοικητής περιφέρειας στο οθωμανικό κράτος.

[4] ο βεζίρης (τουρκικά vezir) = ανώτατος διοικητικός αξιωματούχος στο οθωμανικό κράτος.

[5] η άχνα = η αναπνοή, ο ψίθυρος.

[6] το Ρέθυμνο = πόλη της Κρήτης, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού.

[7] το Άδελε = χωριό του δήμου Ρεθύμνου στην Κρήτη.

[8] το ασκί = δοχείο υγρών από δέρμα ζώου.

[9] ξυλιάζω = παγώνω.

[10] η φαμίλια (λατινικά familia) = η οικογένεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: