ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ - Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ

#διαβάζω_για_σένα

 

Ο τυφλός μοναχός

 

Η κατάσταση των πολιορκημένων στο κάστρο στο Χλεμούτσι[1] ήταν τραγική. Τα τρόφιμα τους είχαν σωθεί, μια σφαίρα όπλου που καρφώθηκε στη δεξαμενή τους στέρησε και την τελευταία ελπίδα˙ το νερό. Όλα όμως τα υπέμεναν αδιαμαρτύρητα, πέθαιναν από την πείνα, αλλά δεν παραδίνονταν.

Δίπλα στη μεγάλη πύλη του κάστρου μια κοπέλα, καθισμένη οκλαδόν κάτω απ’ τον καυτό ήλιο, κοιτούσε θλιβερά το τετράχρονο βρέφος στα γόνατά της, τη μόνη παρηγοριά που της άφησε ο άντρας της, που σκοτώθηκε στις επάλξεις[2] του κάστρου σε μια από τις εφόδους των Αράβων, που την απέκρουσαν γενναία οι πολιορκημένοι.

- Μάνα, κάηκα… νεράκι!, είπε ξαφνικά το παιδί, τρεμοπαίζοντας τα χείλη και τη γλώσσα του.

Η δύστυχη μητέρα, αντί για άλλη απάντηση, το έσφιξε τρυφερά στην αγκαλιά της και κολλώντας τα ξεραμένη χείλη της στα χείλη του μικρού, προσπάθησε να του σταλάξει τη δροσιά της μητρικής στοργής, αφού δεν είχε ούτε μια σταγόνα νερό.

Το παιδί καιγόταν απ’ τον πυρετό. Στριφογύρισε στα γόνατα της μητέρας του, την κοίταξε με ένα ανέκφραστο βλέμμα και κούνησε τα αδύνατα χεράκια του ζητώντας βοήθεια.

- Μάνα, νεράκι!..., είπε πάλι κι έκλεισε τα μάτια του.

Η δύστυχη μητέρα έβγαλε κραυγή απελπισίας, πλησίασε κάποιους πολεμιστές και αρπάζοντας έναν απ’ το μπράτσο˙

- Καπετάν Λάμπρο, νερό!... Το παιδί μου χάνεται! Μια σταλιά νεράκι, είπε έντρομη.

Οι πολεμιστές την κοίταξαν περίεργα.

- Νερό! Ποιος θα μου φέρει νερό;… Μια σταλιά θέλω για το παιδί μου. Δεν έχω άλλο… Να το σώσω και σου γίνομαι σκλάβα, είπε η μητέρα κοιτάζοντας ικετευτικά το Λάμπρο.

Την κοίταξε συγκινημένος, κοίταξε και το παιδί, σκέφτηκε για λίγο˙

- Σώπα, Κατερίνα, είπε με θάρρος. Εγώ θα σου φέρω νερό.

 

***

 

Είχαν ανάψει φωτιές στο εχθρικό στρατόπεδο και οι στρατιώτες δειπνούσαν. Η νύχτα ήταν σκοτεινή. Πυκνά μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό, προμηνώντας βροχή.

Ο καπετάν Λάμπρος, που κανένας δε θέλησε ν’ ακολουθήσει στην επικίνδυνη αποστολή του, πήρε μικρό ξύλινο κάδο, από κείνους που οι κάτοικοι των ορεινών χωριών χρησιμοποιούν για μεταφορά νερού, και μαθαίνοντας το σύνθημα από το φύλακα, βγήκε αθόρυβα απ’ το κάστρο.

Ο καπετάν Λάμπρος ήταν γενναίος πολεμιστής, το πρωτοπαλίκαρο[3] του καπετάν Μιχάλη. Οι εχθροί έτρεμαν όταν άκουγαν τ’ όνομά του. Όσοι βρίσκονταν στο κάστρο τον αγαπούσαν, γιατί τους βοηθούσε στις δυστυχίες τους, τους παρηγορούσε και πάντα πρόθυμα τους υπερασπιζόταν, και με το αίμα του στην ανάγκη, κατά των συντρόφων του, που κάποιες φορές παραστρατούσαν και φέρονταν βίαια και στις άλλες γυναίκες και στις γυναίκες τους, παίρνοντας παράδειγμα από τον αρχηγό τους Μιχαήλ Σινάνη[4].

Όπως είπαμε, ο καπετάν Λάμπρος ήταν γενναίος. Αλλά δείλιασε μόλις βγήκε απ’ το κάστρο κι έριξε πίσω το βλέμμα του με πόνο. Ο Λάμπρος δεν είχε γονείς και συγγενείς. Μέσα στο κάστρο όμως υπήρχε η Χρυσούλα, κοπέλα όμορφη, ορφανή, που την είχε αγαπήσει, την είχε αρραβωνιαστεί και την προστάτευε. Συλλογίστηκε την τύχη της αν αυτός έπεφτε στα χέρια των εχθρών και σκέφτηκε να επιστρέψει στο κάστρο. Αλλά το φιλότιμο δεν του το επέτρεψε.

- Ο Θεός ας βάλει το χέρι του, ψιθύρισε.

Κι άρχισε να κατεβαίνει το βουνό. Αλλά μόλις προχώρησε λίγο, στάθηκε κι έβαλε το χέρι στο σελάχι[5] του. Μια σκιά σηκώθηκε πίσω από ένα σωρό πέτρες και προχώρησε προς το μέρος του.

- Στάσου, ποιος είσαι; ρώτησε σιγανά ο Λάμπρος.

- Εγώ, καπετάνιε μου, απάντησε μια γυναικεία φωνή.

Έλαμψε από χαρά το πρόσωπο του Λάμπρου κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.

- Τι θες εδώ, Χρυσούλα; ρώτησε τρυφερά.

- Καπετάνιε μου, μην πας στο πηγάδι.

- Γιατί;

- Το ‘χουν πιασμένο τα σκυλιά. Ούτε ψύλλος δεν μπορεί να περάσει χωρίς ν’ ακουστεί.

- Μη φοβάσαι, Χρυσούλα. Εμένα δε θα μ’ ακούσουν… Έπειτα τι; Θες ν’ αφήσω να πεθάνει το παιδί της φτωχής; Μου βρέθηκε μια φορά και μένα… Ξέρεις, σαν σκότωσα τον αγά[6]. Μ’ έφερναν οι Λιάπηδες[7] κατά πόδι. Μια νύχτα μ’ έπιασε βροχή διαβολεμένη. Στα Λεχαινά[8] δεν μπορούσα να περάσω και μπήκα στο μύλο της˙ τότε ζούσε ο άντρας της φτωχής. Δεν πρόφτασε να με πάρει ο ύπνος κι ακούω χτυπήματα δυνατά στην πόρτα.

- Σήκω να φύγεις, μου λέει η Κατερίνα. Σε μυρίστηκαν τα σκυλιά και θα σε πιάσουν.

- Αχ, σας πήρα στο λαιμό μου, φτωχοί!, της λέω εγώ.

- Δεν πειράζει˙ άντε στο καλό, μου λέει.

Πήδηξα από το παράθυρο στον κήπο την ώρα που μπήκαν στο μύλο οι Λιάπηδες… Τράβηξαν πολλά βάσανα οι άμοιροι. Το μύλο τους τον έκαψαν. Είδαν κι έπαθαν για μένα… Τώρα είναι καιρός να το ξεπληρώσω κι εγώ… Γύρισε στο κάστρο εσύ, πρόσθεσε στοργικά.

- Όχι, καπετάνιε μου, δε σ’ αφήνω. Σαν θα πας, θα έρθω μαζί σου κι εγώ.

- Εσύ! Τι θα κάνεις εσύ;

- Ό,τι πάθεις, να πάθω. Τι θα κάνω μοναχή μου εδώ;

- Γύρισε στο κάστρο, Χρυσούλα, επέμενε ο Λάμπρος. Θα μας καταλάβουν και δε θα ξεφύγουμε.

- Δες εδώ, είπε η κοπέλα, δείχνοντας ένα κοφτερό δρεπάνι. Θα είμαστε δυο. Τι θαρρείς[9];

Ο καπετάν Λάμπρος, χωρίς να μπορέσει να πείσει την κοπέλα να επιστρέψει στο κάστρο, προχώρησε μαζί της στη μαύρη ζώνη των Αράβων, που είχαν κατασκηνώσει στους πρόποδες του βουνού.

Η νύχτα είχε προχωρήσει. Οι φωτιές του στρατοπέδου είχαν μισοσβήσει, γύρω οι στρατιώτες ροχάλιζαν, ενώ μερικοί μιλούσαν με τους σκοπούς.

Οι δυο τολμηροί νέοι άλλοτε στέκονταν, άλλοτε κρύβονταν πίσω από ψηλά δέντρα, άλλοτε έτρεχαν σαν λαγοί, μέχρι που πέρασαν μέσα  απ’ το στρατόπεδο του εχθρού κι έφτασαν σώοι ως το πηγάδι, εκεί κοντά που έδεναν τ’ άλογα.

 

***

 

Μετά από λίγη ώρα ο καπετάν Λάμπρος με τη Χρυσούλα, που κουβαλούσε στον ώμο γεμάτο τον κάδο, περνούσαν πάλι, αλλά από άλλη διαδρομή, μέσα απ’ το στρατόπεδο του εχθρού.

Στη μέση του σκοτεινού στρατοπέδου και κοντά στο Λάμπρο υψωνόταν, σαν φάρος φωτεινός στη μέση της θάλασσας, η σκηνή του Χαλίλ, που πάνω στην κορυφή της έλαμπε το μισοφέγγαρο. Ο Λάμπρος, βλέποντας τη σκηνή αφύλακτη, έκανε μια τολμηρή - μάλλον παράτολμη - σκέψη, που πολλές φορές η γενναιότητα προκαλούσε στους αγωνιστές, που όμως το τέλος της ήταν καταστροφικό. Λησμονώντας τη δύστυχη μητέρα που τον περίμενε σαν σωτήρα για το παιδί της, τη δυσκολία της πράξης του και την πολύτιμη ζωή της αγαπημένης του, μέσα στον ενθουσιασμό του σκέφτηκε με ένα αιφνιδιαστικό χτύπημα να απαλλάξει τους συμπατριώτες του απ’ την πολιορκία, σκοτώνοντας τον αρχηγό των άπιστων.

- Άμα σκοτωθεί αυτός, παύουν πια τα βάσανά μας, σκέφτηκε.

Και οπισθοχωρώντας ξαφνικά, τράβηξε το σπαθί του και μαχαίρωσε από πίσω το σκοπό, που κοιμόταν όρθιος μπροστά στη σκηνή.

Η δύστυχη Χρυσούλα έμεινε άναυδη από την παράτολμη κίνησή του, αλλά δεν έβγαλε μιλιά, για να μην ξεσηκώσει τους Άραβες.

Ο Λάμπρος όρμησε σαν βέλος μέσα στη σκηνή, αλλά ο Χαλίλ δεν ήταν εκεί. Βγήκε και μανιασμένος απ’ την αποτυχία του, όρμησε στους κοιμισμένους στρατιώτες. Ένας σκοπός πυροβόλησε, βλέποντάς τον από μακριά στο φεγγαρόφωτο. Η σάλπιγγα ήχησε τον κίνδυνο, το στρατόπεδο σηκώθηκε στο πόδι και οι Άραβες έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο, απ’ την τρομάρα και τη σύγχυση που δημιουργήθηκε.

 

***

 

Στην αρχή η Χρυσούλα κοκάλωσε, όπως η γυναίκα του Λωτ[10], έκπληκτη από τη φοβερή σκηνή που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια της. Συνήλθε όμως και βλέποντας τον αγαπημένο της ανάμεσα στις λόγχες και στα σπαθιά των εχθρών, πέταξε κάτω τον κάδο κι έτρεξε να τον βοηθήσει. Κραδαίνοντας[11] το κοφτερό δρεπάνι πάνω απ’ το κεφάλι της, χτυπούσε όπου έβρισκε, σκορπώντας το θάνατο στους άπιστους, που υποχώρησαν μπροστά της φοβισμένοι. Το ωραίο πρόσωπό της, ροδοκόκκινο ανάμεσα στις φλόγες των πυρσών, τ’ αστραφτερά της μάτια, τα πλούσια ξανθά μαλλιά πάνω στους ώμους της, την έκαναν να μοιάζει με άγγελο που μάχεται για την πίστη του Χριστού.

Κι ο Λάμπρος έδινε τη μάχη με γενναιότητα και αποφασιστικότητα. Αλλά οι εχθροί ήταν τόσοι πολλοί. Τα δαδιά τους φώτισαν τους δυο νέους, πήραν θάρρος κι άρχισαν να χτυπούν με λύσσα, τους περικύκλωσαν κι εμπόδιζαν τις κινήσεις τους. Ένας Άραβας ήρθε από πίσω και χτύπησε με το κοντάκι του όπλου του το κεφάλι του Λάμπρου, που τραντάχτηκε και σωριάστηκε λιπόθυμος.

Η Χρυσούλα βρυχήθηκε σαν λέαινα, έριξε μια φοβερή ματιά στον Άραβα και του έκοψε το λαρύγγι με το δρεπάνι. Δρασκελίζοντας μετά πάνω απ’ τον αγαπημένο της, για να εμποδίσει τους εχθρούς ν’ αρπάξουν και να βεβηλώσουν το σώμα του, συνέχιζε να μάχεται με θάρρος, αποφασισμένη να πουλήσει πολύ ακριβά το τομάρι της.

Αλλά δεν μπορούσε πια ν’ αντισταθεί στην ορμή των εχθρών. Την εγκατέλειψαν οι δυνάμεις της και παραδόθηκε.

- Θάνατος! Θάνατος!, φώναξαν έξαλλοι οι στρατιώτες.

- Όχι! Σταθείτε!, διέταξε ο Χαλίλ, που φάνηκε ανάμεσά τους.

 

***

 

Ο Χαλίλ είχε μόλις φτάσει. Είχε πάει στην Κυλλήνη[12] να υποδεχτεί τον Ιμπραήμ Πασά[13], που ερχόταν για να πολιορκήσει ο ίδιος το κάστρο.

Ο Χαλίλ ήταν τριανταπεντάχρονος, ψηλός, αρρενωπός κι ένας απ’ τους πιο καλούς αξιωματικούς του αραβικού στρατού. Καταγόταν απ’ τη Θεσσαλία, από γονείς χριστιανούς, τον άρπαξαν παιδί οι πειρατές, τον έριξαν στα μπουντρούμια[14] της Κωνσταντινούπολης. Αποφυλακίστηκε άντρας πια, έφυγε στην Αίγυπτο μετά τη σφαγή των Μαμελούκων[15], όπου με τα φυσικά του προσόντα και τις συνθήκες που επικρατούσαν  έγινε υψηλόβαθμος αξιωματικός, φανατικός οπαδός του Ισλάμ και πρώτος ακόλουθος του Μεχμέτ Αλή.

Ο Χαλίλ έμαθε τα γεγονότα. Βλέποντας τους δυο νέους που κοίταζαν με συγκίνηση  ο ένας τον άλλο για να πάρουν θάρρος, κοιτάζοντας με το ερευνητικό του βλέμμα βαθιά μέσα στην καρδιά τους, κατάλαβε τα τρυφερά τους συναισθήματα κι ευχαρίστησε την τύχη του, που τους έστειλε, αντί να ξεκινήσει να βρίζει το γένος των γκιαούρηδων, όπως θα έκανε κάθε άλλος μουσουλμάνος.

Το σχέδιο του Χαλίλ ήταν δαιμόνιο. Σκέφτηκε να χτυπήσει την πιο τρυφερή χορδή της καρδιάς τους, να τους υποσχεθεί μια πλούσια κι ευτυχισμένη ζωή, όπως τη θέλουν όλοι όσοι αγαπιούνται, να προσπαθήσει να μάθει το νυχτερινό σύνθημα του κάστρου και με ύπουλο τρόπο να το κυριέψει, εγκαταλείποντας τη βαριεστημένη ζωή της πολιορκίας, που τον ταλαιπωρούσε εδώ κι ένα μήνα.

Όμως η έκπληξή του ήταν μεγάλη, όπως και των αξιωματικών του, όταν και οι δυο νέοι απέρριψαν μ’ ένα στόμα τις προτάσεις του.

- Πείτε μου το σύνθημα, έλεγε με ήρεμο τρόπο ο Χαλίλ. Δεν το θέλω για κακό. Θα στείλω νερό και ψωμί στο κάστρο... Κι εγώ χριστιανός είμαι.

- Χριστιανός και πολεμάς την πατρίδα σου;

- Τι να κάνω, αφού έτσι ήρθαν τα πράγματα.

- Πες τα συμφέροντα καλύτερα… Α, όχι, πασά! Δεν είναι καλό πράγμα… Όποιος κοιτάζει το συμφέρον, δεν έχει πατρίδα.

Ο Χαλίλ χαμογέλασε με τα λόγια του παλικαριού κι άρχισε πάλι με επιδέξιο τρόπο τις προτάσεις του και τις παραπλανητικές υποσχέσεις του. Αλλά οι δυο νέοι ήταν ακλόνητοι σαν βράχοι.

- Εμείς το ‘παμε˙ αν δε σας διώξουμε απ’ τον τόπο μας, δε θα στεφανωθούμε[16], είπε αποφασιστικά ο Λάμπρος, κοιτάζοντας στα μάτια την αγαπημένη του.

Τότε όμως ο Χαλίλ έγινε πυρ και μανία και σκέφτηκε να καταφέρει με απειλές και βασανιστήρια όσα δεν κατάφερε με τις υποσχέσεις. Διέταξε να μεταφέρουν στη σκηνή του τη Χρυσούλα και να βασανίσουν το Λάμπρο με κάθε τρόπο.

Άρπαξαν την κοπέλα με τη βία μέσα από την αγκαλιά του αγαπημένου της.

- Στο καλό, Χρυσούλα!, της είπε αναστενάζοντας… Κοίταξε!... Μη φοβηθείς τίποτα!...

Και τα μάτια του άστραψαν στο σκοτάδι της νύχτας.

 

***

 

Έδεσαν το Λάμπρο απ’ τα πόδια απ’ το κλαδί μιας μουριάς, άναψαν από κάτω φωτιά με άχυρα, που ο καπνός της τον έπνιγε. Οι βασανιστές του κάπου κάπου τον παρακινούσαν να φανερώσει το σύνθημα και ν’ απαλλαγεί απ’ τα βάσανά του.

- Άντε να χαθείτε, στραβαραπάδες!, έλεγε αγανακτισμένος ο Λάμπρος.

Μετά από λίγο οι βασανιστές του, από φόβο μήπως πνιγεί απ’ τον καπνό, τον τράβηξαν απ’ τη φωτιά, τον έδεσαν όρθιο στον κορμό της μουριάς κι άρχισαν να τον μαστιγώνουν. Το μαστίγιο έσχιζε τον αέρα κι έσκαγε σφυρίζοντας με δύναμη στη ραχοκοκαλιά του Λάμπρου, σχηματίζοντας ματωμένα αυλάκια κάτω απ’ το πουκάμισό του. Ο Λάμπρος, με μάτια κατεβασμένα απ’ τη ντροπή, δεν έβγαζε κραυγή πόνου απ’ το στόμα του, αλλά μόνο βρισιές ξεστόμιζε στους βασανιστές του.

Ξαφνικά, μέσα απ’ τη σκηνή του πασά, ακούστηκε ένας πυροβολισμός κι ακολούθησε μια κραυγή απελπισίας. Ο άθλιος Χαλίλ, λυσσασμένος που η Χρυσούλα δεν παραδινόταν στις άνομες ορέξεις του, την πυροβόλησε κατάστηθα. Μετά έδωσε διαταγή να τη ρίξουν αιμόφυρτη και σπαρταριστή στα πόδια του Λάμπρου.

- Σκυλιά!, είπε ο Λάμπρος, προσπαθώντας να λύσει τα δεσμά του. Άπιστοι! Λύστε με και θα δείτε!... Αν σου βαστάει, έλα να μετρηθείς μαζί μου, Χαλίλ!...

Μανιασμένος ο πασάς όρμησε και χαστούκισε το Λάμπρο. Έδωσε τις διαταγές του και αποσύρθηκε στη σκηνή του. Τότε δυο Άραβες γέμισαν με μπαρούτι μόνο ένα πιστόλι με πλατιά κάννη και το άδειασαν πάνω στο πρόσωπο του Λάμπρου. Μια κραυγή οδύνης ακούστηκε˙ του έκοψαν τα σκοινιά και τον άφησαν να κυλιστεί δίπλα στο άψυχο κορμί της αρραβωνιαστικιάς του…

Η νύχτα πλησίαζε στο τέρμα της. Τα μαύρα σύννεφα που απ’ το απόγευμα σκέπαζαν τον ουρανό, πύκνωσαν και ακολούθησε μια νεροποντή…

Οι πρώτες λάμψεις της αυγής φάνηκαν στον ορίζοντα. Μετά από λίγο ο ήλιος θ’ ανατείλει λαμπερός, αλλά ο Λάμπρος δε θα τον δει ποτέ πια!...

 

***

 

Ανάμεσα στους σεβάσμιους μοναχούς της Μονής Βλαχερνών[17] υπάρχει ένας ασπρομάλλης γέροντας, που το πρόσωπό του, παρά τη φοβερή όψη, περιβάλλεται από θεϊκή λάμψη και παντοτινό στεφάνι, που στεφανώνει μόνο τους μάρτυρες της πίστης και της πατρίδας μας.

Είναι τυφλός και λέγεται πατέρας Λαυρέντιος.

Αλλά κάτω απ’ αυτή την αγαθότητα και το ράσο κρύβεται ο θαρραλέος αγωνιστής, ο καπετάν Λάμπρος.

Με την προτροπή του Μιχαήλ Σισίνη[18], οι πολιορκημένοι παραδόθηκαν την επόμενη μέρα και χίλια διακόσια γυναικόπαιδα πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Αλεξάνδρειας[19]. Οι Άραβες έφυγαν την ίδια μέρα για την Πάτρα και καμιά σημασία δεν έδωσαν στον τυφλό Λάμπρο, που παίρνοντας στην πλάτη το πτώμα της αγαπημένης του, περπάτησε με βήμα αργό και χάνοντας το δρόμο απ’ το κάστρο ως το μοναστήρι, όπου την έθαψε, και αφιέρωσε τη ζωή του στο Θεό, για να προσεύχεται για την ανάπαυση της ψυχής της.

Πέρασαν τα χρόνια. Τα σβησμένα μάτια του αρνούνται να του δείξουν τη γραφική κοιλάδα που είναι χτισμένο το μοναστήρι και τα αδύναμα πόδια του αρνούνται να τον μετακινήσουν. Μόνο ο τάφος της αγαπημένης του τον τραβά σαν μαγνήτης. Κάθε μέρα, μετά τη δύση του ήλιου, με βήμα σταθερό κι αδιάκοπο, χωρίς οδηγό, πηγαίνει στο μνήμα που μοιάζει με ολάνθιστο κήπο˙ μένει εκεί ώρες πολλές και νομίζει πως στο θρόισμα των φύλλων και στην ευωδιά των λουλουδιών βρίσκει την αθώα ψυχή της Χρυσούλας.

 

***

 

- Κακή ζωή… αραχνιασμένη[20], μου είπε μια μέρα που τον επισκέφθηκα και τον ρώτησα πώς περνά. Να σου πω την αλήθεια, είναι καλύτερο το μπαρούτι απ’ το λιβάνι… Ας ακουστεί πάλι το ντουφέκι και να δεις πώς θα ξανανιώσω, πώς θα βάλω φτερά στα πόδια μου.

Όμως το ντουφέκι πότε θ’ ακουστεί;…

 

Ανδρέας Καρκαβίτσας (1885)

 

Μεταγραφή - σχολιασμός - ανάγνωση : © Δημήτρης Φιλελές



[1] Χλεμούτσι = μεσαιωνικό φρούριο στο χωριό Κάστρο στο νομό Ηλείας στην Πελοπόννησο.

[2] οι επάλξεις = οι προεξοχές στο πάνω μέρος του τείχους του φρουρίου.

[3] το πρωτοπαλίκαρο = ο υπαρχηγός.

[4] Μιχαήλ Σινάνης (1801-1856) = οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821, φρούραρχος στο κάστρο Χλεμούτσι κατά την πολιορκία του Απριλίου 1827 από το στρατό του Αιγύπτιου Ιμπραήμ Πασά.

[5] το σελάχι (τουρκικά silâh) = δερμάτινη ζώνη που φοριόταν πάνω από τη φουστανέλα, με θήκη για τα όπλα.

[6] ο αγάς (τουρκικά aga) = Τούρκος τοπικός άρχοντας.

[7] οι Λιάπηδες = φυλή της νοτιοδυτικής Αλβανίας, που κατά τον 15ο αιώνα ένα μέρος της εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο και αργότερα στις Σπέτσες και στην Ύδρα.

[8] Λεχαινά = κωμόπολη του νομού Ηλείας στην Πελοπόννησο.

[9] θαρρώ = νομίζω.

[10] Λωτ = πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης, που η σύζυγός του Ιουδήθ μεταμορφώθηκε σε στήλη άλατος όταν, κατά τη φυγή τους, γύρισε το κεφάλι να δει τι συνέβαινε στα Σόδομα και τα Γόμορα.

[11] κραδαίνω = κουνώ απειλητικά το όπλο.

[12] Κυλλήνη = χωριό και λιμάνι του νομού Ηλείας στη βορειοδυτική Πελοπόννησο.

[13] Ιμπραήμ Πασάς (1789-1848) = αντιβασιλέας και αρχιστράτηγος της Αιγύπτου.

[14] το μπουντρούμι (τουρκικά bodrum) = η υπόγεια φυλακή.

[15] η σφαγή των Μαμελούκων = την 1η Μαρτίου 1811 ο Μεχμέτ Αλή (1770-1849), αντιβασιλέας της Αιγύπτου, κάλεσε στο παλάτι του 1.000 Μαμελούκους, με τους οποίους εχθρικές σχέσεις, τους παγίδεψε και τους έσφαξε όλους εκτός από ένα.

[16] στεφανώνομαι = παντρεύομαι.

[17] Μονή Βλαχερνών = βυζαντινό μοναστήρι του 9ου αιώνα στο νομό Ηλείας στην Πελοπόννησο.

[18] Μιχαήλ Σισίνης (; - 1856) = αγωνιστής της επανάστασης του 1821.

[19] Αλεξάνδρεια = η πόλη της Αιγύπτου που χτίστηκε στο δέλτα του Νείλου (Μεσόγειος θάλασσα) από τον Μέγα Αλέξανδρο το 331 π.Χ.

[20] αραχνιασμένος = ερειπωμένος, σκοτεινός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: