Γραικός, Γενίτσαρος και Βενετσιάνος
Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα. Φωνή καμιά! Κανένα
ζωντανό δεν έβγαζε φωνή στα ρημαγμένα μέρη. Και αν κάπου κάπου κανένα τριζόνι
έκανε πως θ’ αρχίσει τον παραπονιάρικο σκοπό του, ως κι αυτό σώπαινε από το
φόβο του.
Μακριά ακούστηκε κι ένα πετεινάρι να λαλεί πίσω
από κάτι χαλάσματα, μα και αυτού η φωνή τρομαγμένη πνίγηκε στο λαρύγγι του.
Οι Τούρκοι κλεισμένοι στο Κάστρο. Οι
Βενετσιάνοι τριγυρίζουν σαν τ’ αγρίμια στη χώρα. Οι Αθηναίοι είναι τρυπωμένοι
στα σπίτια τους. Βρισκόμαστε στα 1687.
Σβηστό ήταν το καντήλι της Αγίας Γλυκερίας[1] στο
Γαλάτσι, κοντά στην Αθήνα. Κανείς δεν πηγαίνει να προσκυνήσει. Και μόνο το
κυπαρίσσι της εκκλησίας, που το φυσούσε ο άνεμος, πήγαινε και ερχόταν, και ο
ίσκιος του στον τοίχο έμοιαζε σαν καλόγερος τυλιγμένος στο ράσο του.
Το αγιασμένο νερό κατρακυλούσε μουρμουρίζοντας
τον κατήφορο και πότιζε ό,τι έβρισκε στο δρόμο του.
Να, που από κάτω από της όμορφης εκκλησιάς το
δρόμο κάποιος προβάλλει. Φτάνει σε κάτι χαλάσματα, βγάζει βαθύ αναστεναγμό κι
ακούει πέρα από το βράχο τον αντίλαλο του μόνο.
Έρχεται γύρω γύρω από τα χαλάσματα, κουνώντας
λυπημένα το κεφάλι του.
Ποιος άλλος από σένα, άμοιρε Αθηναίε, θα
μπορούσε να γνωρίσει το σπίτι του;
Χαϊδεύει το αγιόκλημα[2], που είχε
φυτεμένο με τη δύστυχη την αδελφή του, σκύβει, παραμερίζει τις πέτρες σαν κάτι
να γυρεύει. Ύστερα φεύγει από κει. Πάει κατά την εκκλησία, στέκεται, γονατίζει
σε ένα τάφο εμπρός και φιλάει το μάρμαρό του.
Χορτάριασε του γονιού ο τάφος!
- Μα γιατί κλαις σαν μικρό παιδί; Τάχα θα ζεις
και συ αύριο;
Τ’ αγριολούλουδα χύνουν γύρω τη μυρωδιά τους,
ξαπλώνεται στη γη, ακουμπά το κεφάλι του στον τάφο και, κοιτάζοντας τον ουρανό,
ρωτά τι έφταιξε κι έμεινε έρημος και μοναχός στον κόσμο!
Ξάφνου, από τα Τουρκοβούνια[3], κάποιος
άλλος προβάλλει. Οι νυχτερίδες τρελά φτερουγίζουν και τρίζουν γύρω του.
Κατεβαίνει απ’ το μονοπάτι, πηδά έναν έναν τους βράχους και κοιτάζει παντού σαν
κάτι να ζητάει.
Η αγριεμένη όψη του φαίνεται πιο άγρια μέσα στο
σκοτάδι. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα τον βρει στο δρόμο του! Μα όσο πλησιάζει
στην εκκλησιά κοντά, τόσο μερώνει.
- Γιατί κιτρίνισες και τρέμεις σαν κορίτσι,
άγριε Γενίτσαρε;[4]
Σε λίγο βλέπει ένα μαύρο πράγμα να έρχεται από
το κάτω μέρος. Βαθύ σκοτάδι και δεν διακρίνει τι να είναι. Μα σε μια ξαφνική
αστραπή βλέπει πως ήταν άνθρωπος. Ήταν Βενετσιάνος!
Ο Γενίτσαρος έγινε πάλι Γενίτσαρος, βγάζει το
χαντζάρι[5] του και
χύνεται καταπάνω του. Μα να, κι ο Βενετσιάνος δε χωρατεύει[6]. Πιάνει με
το αριστερό χέρι του το δεξί του Γενίτσαρου. Σκουντιούνται σαν αγρίμια και με
τα πολλά έρχονται κοντά στον τάφο.
Πετιέται ο Αθηναίος με το σπαθί στο χέρι και
βρίσκεται μπροστά τους.
- Εμένα βοήθα, πατριώτη, φωνάζει ελληνικά ο
Βενετσιάνος, να σκοτώσουμε τον Τούρκο τον άπιστο!
- Κανένα δε βοηθώ ! Τους Τούρκους και τους
Βενετσιάνους ας τους αγαπούν οι άμυαλοι λαϊκοί. Εγώ και τους δυο τους ξέρω
εχθρούς της πατρίδας μου. Όποιος είναι πιο γερός, ας φάει τον άλλο˙
και τους δυο ας τους φάνε τα σκυλιά και τα κοράκια. Μα τραβηχτείτε από δω! Δε
θ’ αφήσω να χυθεί αίμα ανθρώπινο στου πατέρα μου, του γερο-Χωραφά, τον τάφο!
Γιατί μια φωνή από δυο στόματα ακούγεται :
«Αδελφέ μου!»; Γιατί μεμιάς πέφτουν τ’ άρματα κάτω; Γιατί ανοίγονται τρείς
αγκαλιές;
Ποιος το ‘λπιζε, ο πρώτος, που μικρό τον πήραν
οι Γενίτσαροι, ο δεύτερος, που παιδάκι τον εξαγόρασαν οι Βενετσιάνοι, κι ο
μικρός, που στάθηκε πιο τυχερός, για πρώτη φορά να σμίξουν, και σαν εχθροί,
στου πατέρα τους τον τάφο;
Κοντεύει να ξημερώσει. Τα πουλάκια μέσα στα
χαμόκλαδα τινάζουν τα φτερά τους, βγάζοντας χαρωπή λαλιά.
Το νυχτοπούλι κρύφτηκε στα χαλάσματα, να μην το
βρει η μέρα. Τα άστρα τρεμοσβήνουν. Η νυχτερίδα έγινε άφαντη.
Πόσο θα σάστιζε ο διαβάτης, αν περνώντας έβλεπε
ένα Γραικό, ένα Γενίτσαρο κι ένα Βενετσιάνο, γονατισμένους πλάι πλάι, να χύνουν
μαύρο δάκρυ σ’ ένα τάφου λιθάρι!
Δημήτριος Καμπούρογλου (1914)
Μεταγραφή -
σχολιασμός - ανάγνωση : © Δημήτρης Φιλελές
[1]Αγία
Γλυκερία = μεσαιωνική εκκλησία στο Γαλάτσι, που χρονολογείται από τον 17ο
αιώνα.
[2] το
αγιόκλημα = αναρριχώμενο
καλλωπιστικό φυτό.
[3] τα Τουρκοβούνια = (ή Αγχεσμός (αρχ.) ή Λυκοβούνια) η ψηλότερη λοφοσειρά στο κέντρο του λεκανοπεδίου της Αττικής που πήρε το όνομά της είτε από τουρκικό νεκροταφείο που υπήρχε εκεί είτε από τα τουρκικά στρατεύματα που στρατοπέδευαν εκεί.
[4] ο
Γενίτσαρος (τουρκικά yeni-ceri) = επίλεκτος στρατιώτης της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας που προερχόταν από παιδιά χριστιανικών οικογενειών που αρπάζονταν
σε μικρή ηλικία και εξισλαμίζονταν.
[5] το χαντζάρι (τουρκικά hancer) = μακρύ κυρτό μαχαίρι σαν σπαθί.
[6] χωρατεύω
= αστειεύομαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου