Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα
Στη σκηνή του Ομέρ
Βρυώνη[1]
οι πασάδες[2]
όλοι μαζεμένοι συζητούσαν.
Ήταν ν’ αποφασιστεί,
πριν ξημερώσει, αν σήμανε ή όχι η ώρα να πάρουν το Μεσολόγγι.
Η νύχτα ήταν σκοτεινή,
το κρύο δυνατό, η ώρα περασμένη. Μα ειδήσεις είχαν φτάσει και ο Ομέρ είχε
συγκαλέσει τους αρχηγούς, ανυπόμονος να τους ανακοινώσει τα μαντάτα[3]
και να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή τους.
Έντεκα χιλιάδες στρατός
έζωνε για δυο ολόκληρους μήνες το χωριό, που ήταν τότε το ερημωμένο Μεσολόγγι,
και δυο δοξασμένοι στρατηγοί, ο Κιουταχής[4]
και ο Ομέρ Βρυώνης, παράβγαιναν ποιος να το πρωτοπάρει. Τα οχυρώματα ήταν
χωματένια, μισογκρεμισμένα κι ελεεινά. Μέσα - πού να το ήξεραν τότε οι Τούρκοι!
- τριακόσια εξήντα παλικάρια όλα όλα διαφέντευαν[5]
τη μέρα και ξανάχτιζαν τη νύχτα τα χαλάσματα που άνοιγαν στον τοίχο τα τούρκικα
κανόνια.
Από καιρό επέμενε ο
Κιουταχής πως μόνο με το σπαθί και τη φωτιά θα βάλουν μυαλό στους γκιαούρηδες[6]
και θα φέρουν σε λογαριασμό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο[7]
και τον Μάρκο Μπότσαρη[8],
που πείσμωσαν στην τρέλα τους ή να
ελευθερώσουν τη χώρα ή να θαφτούν μες στα ερείπιά της. Μα ο Ομέρ Βρυώνης, που
μελετούσε την κατάκτηση του Μοριά και που ήθελε το Μεσολόγγι στρατιωτική του
βάση, επέμενε να το πάρει με το καλό.
Και λόγια βαριά
ανταλλάχτηκαν ανάμεσα στους δυο στρατηγούς.
Γιατί τους είχαν
ξεγελάσει οι γκιαούρηδες και πολύτιμος καιρός πήγε χαμένος σε συζητήσεις και
διαπραγματεύσεις ώσπου, ένα πρωί, ξαφνιασμένοι είδαν οι πασάδες τον περήφανο
στόλο του Ισούφ πασά[9]
να σκορπά και να χάνεται μπρος σε εφτά υδραίικα καραβάκια, που με απλωμένα τα
πανιά μπήκαν στη λιμνοθάλασσα και προκλητικά άραξαν στο Μεσολόγγι.
Κι όταν συνήλθαν από τη
σαστιμάρα τους οι πασάδες και παραπονέθηκαν κι αγρίεψαν και πρόσταξαν την πόλη
να παραδοθεί, τους αποκρίθηκε αυθάδικα ο Μάρκος Μπότσαρης :
- Αν θέλετε τον τόπο
μας, ελάτε να τον πάρετε.
Άφριζε ο Κιουταχής,
γιατί είχε μπει πια μέσα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης[10]
με εφτακόσιους Μανιάτες, μαζί και ο Ζαΐμης[11],
μαζί κι ο Δεληγιάννης[12].
Έβριζε και φώναζε ο οργισμένος πασάς πως ξεφόρτωσαν πια τα υδραίικα καράβια
όπλα και πολεμοφόδια και πως ποτέ πια δε θα παραδοθεί το Μεσολόγγι, αν δεν
χαθούν πρώτα πολλοί πιστοί κι αν δεν πνιγούν οι γκιαούρηδες στο αίμα.
Λόγια πικρά είχε
ξεστομίσει ο Κιουταχής και βαριά το έφερε ο Ομέρ Βρυώνης, τάχα πως αυτός είχε
ταπεινώσει το γένος των πιστών από πονοψυχιά για μια φούχτα σκύλους άπιστους.
Και το έφερε βαριά,
γιατί, μες στα τραχιά λόγια του Κιουταχή, διέβλεπε[13]
την άλλη κατηγορία, που δόλια την διέδιδαν κρυφά φθονεροί αντίζηλοί του, πως
τάχα γκιαούρικο αίμα έτρεχε και στις δικές τους φλέβες, και γι’ αυτό
λιποψυχούσε κάθε φορά που είχε να το χύσει σφάζοντας χριστιανούς.
Είχε περάσει νύχτες
άυπνες, ξαπλωμένος στη σκηνή του ο αγέρωχος[14]
Αρβανίτης, γιατί το έβλεπε κι αυτός πως η κατάσταση άρχιζε να γίνεται κρίσιμη
στο τούρκικο στρατόπεδο. Μετά την καταστροφή στο Πέτα[15],
σαν του έστειλαν οι Ρωμιοί τον Βαρνακιώτη[16]
για συνεννόηση, το νόμισε μεγάλο θρίαμβο που τον κατάφερε να προσκυνήσει και να
προδώσει εκείνους που τον έστειλαν. Κι όμως, από τότε, πολλοί οπλαρχηγοί
ξανάπιασαν τα βουνά κι έκοβαν τις συγκοινωνίες και όπλιζαν τους πληθυσμούς κι
έφερναν χίλιες δυσκολίες στους πιστούς˙ και το κρύο είχε πιάσει, οι βροχές
είχαν πλημμυρίσει το στρατόπεδο, το ψωμί σπάνιζε κι οι στρατιώτες άρχισαν να
γκρινιάζουν. Κι ύστερα από δυο ολόκληρους μήνες ούτε μια σπιθαμή[17]
δεν είχε προχωρήσει η επιχείρηση του περήφανου πασά.
Μα επιτέλους, τώρα είχαν
φτάσει οι ειδήσεις που με τόση αγωνία τις περίμενε! Η τύχη είχε γυρίσει, ο
Αλλάχ ήταν μαζί του. Τώρα ήρθε η ώρα να διαψεύσει το θρύλο της χριστιανικής του
καταγωγής. Αύριο θα πνίξει το Μεσολόγγι στο αίμα.
Ξημέρωνε παραμονή
Χριστουγέννων. Πλάι στη σκηνή, σπαρμένη πλούσια μαξιλάρια και χαλιά, όπου ο
Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τους πασάδες, σ’ ένα χωριστό διαμέρισμα, ανάμεσα
στις αποσκευές του στρατηγού, ένας δούλος έψηνε καφέδες.
Οι ταπεινώσεις είχαν
γείρει τις λιγνές του πλάτες και βαθιά χαράκια[18]
είχαν σκάψει οι σκέψεις ανάμεσα στα φρύδια και γύρω στο κλειστό του στόμα.
Σκυμμένος πάνω σ’ ένα μαγκάλι[19],
φαινόταν παραδομένος στη δουλειά του, τα μάτια καρφωμένα στο μπακιρένιο[20]
μπρικάκι.
Ο Ομέρ χτύπησε τα χέρια
του.
- Γιάννη, φώναξε, φέρε
καφέδες.
Και στο γραμματικό, που
παράμερα στεκόταν και περίμενε, έδειξε το τραπέζι και πρόσταξε :
- Εσύ, κάθισε αυτού και
γράφε.
Ο Γιάννης έχυσε με
προσοχή τον καφέ σε τέσσερα πέντε ζάρφια[21]
και τα έφερε με το δίσκο μέσα στη σκηνή. Ο Ομέρ Βρυώνης, περπατώντας πάνω κάτω,
υπαγόρευε ένα γράμμα προς τον Βαρνακιώτη :
«Μάθε», έλεγε, «πως
αύριο θα γευματίσω στο Μεσολόγγι».
- Αύριο, είπε μέσα του ο
Γιάννης, δε θα γευματίσεις στο Μεσολόγγι, πρώτα ο Θεός…
Μα το πρόσωπό του δεν
άλλαξε, ούτε φαινόταν να προσέχει εκείνα που έλεγαν γύρω του. Ένα ένα, με αργές
κινήσεις, ακούμπησε τα ζάρφια με τον καυτό καφέ μπροστά σε κάθε πασά,
προσέχοντας μη χυθεί ούτε κόμπος από το μυρωδάτο ποτό.
- Φέρε κι άλλους,
πρόσταξε ο Βρυώνης, δείχνοντας μ’ ένα νόημα των μαύρων φρυδιών του πως τα
ζάρφια ήταν λιγότερα απ’ τους πασάδες.
Και χωρίς να σταθεί, με
τα χέρια πίσω στη ράχη και τα μάτια χάμω, εξακολούθησε να υπαγορεύει τις
τελευταίες του διαταγές στον Βαρνακιώτη :
«Κοίταξε να μάθεις πού
πάει ο στρατός που φεύγει για την Ακαρνανία και βάσταξε τους αρματολούς που
έχουν προσκυνήσει, ώσπου να μάθεις πως πήρα το Μεσολόγγι. Είσαι υπεύθυνος για
το Βραχώρι[22].»
Απότομα στάθηκε μπροστά
στον Ισμαήλ Χατζημπέντο[23],
που, αργοκουνώντας το κεφάλι του, κάτι σιγομουρμούριζε στον Ισμαήλ Πασά[24].
- Φοβάσαι; τον ρώτησε
περιφρονητικά.
Οι δυο πασάδες σώπασαν.
Έριξε ο Αλβανός μια
πλαϊνή ματιά στον Κιουταχή, που σιωπηλά κι ακατάδεχτα παρακολουθούσε τα
κρυφομιλήματα των δυο Ισμαήλιδων, και με οργή, χτυπώντας το χέρι του στο
τραπέζι, φώναξε :
- Ή αύριο ή ποτέ.
Και γυρνώντας στον
Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε και είπε :
- Μη φοβάσαι, πασά μου.
Τώρα πια ο Αλλάχ είναι μαζί μας. Όλα μας έρχονται δεξιά!
Με το κεφάλι,
χαμογελώντας τον εγκαρδίωνε ο Άγος Βαστάρας.
- Πες τους, πες τους,
πασά μου, τα μαντάτα.
Και τους τα είπε ο Ομέρ
Βρυώνης. Έφευγε, λέει, στρατός από μέσα από το Μεσολόγγι για τα δυτικά παράλια
της Ακαρνανίας, όπου σκοπό είχε να σφάξει τους πληθυσμούς, ίσως και ν’ αρπάξει
το Βραχώρι που το φύλαγε ο Βαρνακιώτης, και να συλλάβουν τον Βαρνακιώτη ή να
τον πείσουν να γυρίσει μαζί τους.
Κρυμμένος μες στα βούρλα[25]
είχε δει κάποιος άνθρωπός του τις ετοιμασίες στα ελληνικά καράβια. Πεντακόσιοι
άντρες της φρουράς ετοιμάζονταν να φύγουν με τρεις από τους αρχηγούς. Θα
έφευγαν αύριο βράδυ, παραμονή των Χριστουγέννων. Τα ξημερώματα της μεγάλης τους
γιορτής, οι γκιαούρηδες θα μαζεύονταν όλοι στις εκκλησίες τους για τη
χριστουγεννιάτικη λειτουργία˙ αυτή ήταν η κατάλληλη ώρα...
Ο Κιουταχής τον διέκοψε
μ’ ένα νόημα κατά τον Γιάννη, που στο πλαϊνό διαμέρισμα, ανακούρκουδα[26]
μπροστά στο μαγκάλι, ανακάτωνε τον καφέ στο μπρίκι.
- Αυτός; έκανε ο Βρυώνης
χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή. Και μ’ ένα αρνητικό σήκωμα του κεφαλιού πρόσθεσε :
- Μπα, δε μιλάει αυτός!
- Μα είναι γκιαούρης,
ψιθύρισε ο άλλος.
Ο Ομέρ χαμογέλασε.
- Δε μιλάει αυτός, είναι
άνθρωπός μου, είπε με τρόπο που ν’ ακούσει ο Γιάννης. Έπειτα, έχω τη γυναίκα
του και τα παιδιά του στα χέρια μου. Το ξέρει πως αν ακουστεί τίποτα απ’ όσα
λέμε… με το χέρι του έκοψε τον αέρα. Έννοια σου!... Δε μιλάει αυτός.
Κάθισε στο ντιβάνι,
αντίκρυ στο δούλο του, κι εξακολούθησε τις εξηγήσεις του.
Το ανατολικό μέρος της
χώρας είναι το πιο αδύνατο˙ από κει θα γίνει το γιουρούσι[27]
όταν σημάνει το σήμαντρο που θα καλεί τους Χριστιανούς στις εκκλησίες. Συνάμα
όμως θα γίνει μια ψευτοεπίθεση από άλλο μέρος του οχυρώματος, έτσι που κι αν
μείνουν μερικοί φρουροί στους τοίχους, θα τρέξουν εκεί και θ’ αφήσουν αφύλαχτο
το ανατολικό μέρος…
Ο Γιάννης, με τα μάτια
καρφωμένα στο μπρικάκι του, άκουγε κάθε λέξη˙
φαινόταν παραδομένος στον καφέ που φούσκωνε, κανένα νεύρο του προσώπου του δεν
κούνησε. Κι όμως, στην καρδιά του ήταν χαλασμός.
Τη γυναίκα του, τα παιδιά του τα είχε
ξεχάσει˙ του τα θύμισε τώρα ο πασάς. Ναι, ήταν στην Άρτα, αιχμαλωτισμένοι σαν
κι αυτόν, όμηροι στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη. Και του ήταν γραφτό ν’ ακούσει όλες
τις ετοιμασίες και ν’ αφήσει την καταστροφή να συντελεστεί, αλλιώς η γυναίκα
του και τα παιδιά του…
Σιγανά έχυσε τον καφέ στα ζάρφια,
προσέχοντας μη σκορπιστεί το καϊμάκι. Την αγαπούσε πολύ την όμορφη γυναίκα του,
τρελαινόταν για τα παιδιά του. Για να μην κακοπάθουν αυτά δούλευε τόσο καιρό
τον Τούρκο˙ και τον δούλευε πιστά. Το ήξερε πως θα πλήρωναν με το κεφάλι τους
κάθε του πληροφορία˙ ώστε έπρεπε να καθίσει ήσυχος, να βουλώσει το στόμα του,
ν’ αφήσει το μοιραίο να συντελεστεί.
Μοίρασε πάλι τους καφέδες και πήρε τ’
αδειανά ζάρφια. Μα κι οι πασάδες τώρα σηκώνονταν, η συνεδρίαση είχε τελειώσει.
Όλοι ήταν πια σύμφωνοι, η επίθεση θα γινόταν τα Χριστούγεννα, την ώρα της
λειτουργίας των γκιαούρηδων.
Ένας ένας χαιρέτησαν το στρατηγό κι
αποτραβήχτηκαν να ξαναπάνε να κοιμηθούν, ώσπου να έρθει η ώρα της ετοιμασίας.
Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχτηκε στη
σαμουρένια[28]
κάπα του και ξαπλώθηκε στο σοφά[29].
- Όχι, είπε του Γιάννη,
που ρωτούσε αν θα γδυθεί. Δεν έχω καιρό σήμερα για πούπουλα˙ κλείσε τον μπερντέ[30]
και πήγαινε, δε σε θέλω πια.
Έσβησε τα κεριά ο
Γιάννης, κατέβασε το κρεμαστό χαλί που χώρισε τη σκηνή του αφέντη από το
διαμέρισμα με τις αποσκευές και ξαπλώθηκε κοντά στο μαγκάλι να ζεσταθεί.
Έτρεμε πολύ, τώρα που
δεν τον έβλεπαν πια, και τα δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο[31].
Έτσι, λοιπόν, είχαν
αποφασίσει οι πασάδες˙ αύριο, χριστουγεννιάτικα, θα
παίρνανε το Μεσολόγγι. Μα αυτός αποφάσιζε πως δεν θα το πάρουν… Ναι, αυτός, ο
δούλος του Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης απ’ τα Γιάννενα, έτσι το
ήθελε, να σωθεί το Μεσολόγγι.
Μα θα μπορέσει να το
σώσει;
Το ήξερε αυτός πως
βίγλες[32]
είχε παντού στους τοίχους πάνω. Τις έβλεπε σαν έβγαινε να κυνηγήσει πουλιά για
το τραπέζι του αφέντη του, που φύλαγαν μέρα και νύχτα άγρυπνα. Ούτε σκιά δεν
άφηναν να σιμώσει[33].
Και ούτε και σημείο δε μπορούσε να κάνει, γιατί θα τον ένιωθαν οι Τούρκοι
φρουροί. Δεν τον πείραζε που θα τον σκότωναν. Μια φορά πεθαίνει ο άνθρωπος και
γλιτώνει από την τούρκικη σκλαβιά. Μα που δε θα μάθαιναν οι πολιορκημένοι το
καταχθόνιο[34] σχέδιο
των πασάδων…
Σηκώθηκε στον αγκώνα
του, τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά. Τα κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές
κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στη θρακιά με κάθε πνοή που περνούσε.
Μα ο Γιάννης δεν τα
έβλεπε˙ έβλεπε τη γυναίκα του, νέα κι όμορφη, χλωμούλα η καημένη,
γιατί ήλιος δεν τη θωρούσε έτσι που ζούσε, μόνη, κρυμμένη πίσω απ’ τα κλειστά
παντζούρια της… Έβλεπε τα παιδάκια του, τα δυο του αγοράκια, όλο ζωή και
σκανταλιά - γελούσαν συχνά τα καημένα, γιατί ήταν μικρά και δεν είχαν καταλάβει
ακόμα, στην αγκαλιά της μάνας, το βάρος της σκλαβιάς. Και τώρα έπρεπε να τα
θυσιάσει…
Η καρδιά του ράγιζε.
Ήταν άραγε ανάγκη; Μπορούσε και να μην είχε ακούσει τα λόγια των πασάδων…
Έσπρωξε την κουβέρτα του
και σηκώθηκε αργά, ξεκρέμασε το τουφέκι του που κρεμόταν σ’ ένα καρφί και βγήκε
έξω.
Γλυκοχάραζε η παραμονή
των Χριστουγέννων, μα καμιά χαρά δεν ήταν στη φύση. Όλη την εβδομάδα είχε ρίξει
βροχή˙ το στρατόπεδο, μουσκεμένο, ήταν λίμνη απέραντη από λάσπη.
Και το Μεσολόγγι θα
γινόταν αύριο λίμνη απέραντη από αίμα χριστιανικό… γιατί έτσι το αποφάσισαν οι
πασάδες…
- Ε, μπαρμπα-Γιάννη, για
πού;
Ο Γιάννης σήκωσε τα
μάτια και γνώρισε το σταβλίτη[35]
του Ομέρ, που ετοιμαζόταν για την πρωινή του προσευχή.
Τον χαιρέτησε με το χέρι
χωρίς να σταματήσει.
- Πάω να σκοτώσω
θαλασσοπούλια, του αποκρίθηκε, για το μεζέ του αφέντη.
Του φώναξε ο Τούρκος :
- Μη σε δουν με το
τουφέκι οι γκιαούρηδες και σε πάρουν για πολεμιστή!
Και χαχανίζοντας
γονάτισε στην ψάθα του, γυρισμένος κατά την ανατολή.
Ο Γιάννης δεν αποκρίθηκε˙ με ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε για τη λιμνοθάλασσα.
Το βράδυ εκείνο της
παραμονής των Χριστουγέννων, ο γραμματικός του Μακρή[36],
ο Θανάσης, γύριζε, μονάχος μες στο μονόξυλό[37]
του, από το Ανατολικό[38],
το ηρωικό νησάκι στην είσοδο του κόλπου, που μόνο πια έμενε ελεύθερο σ’ όλη την
περιφέρεια, μαζί με το Μεσολόγγι. Η ξηρά ήταν όλη στα χέρια των Τούρκων, μόνη
συγκοινωνία έμενε πια απ’ τη θάλασσα.
Βιαζόταν να φτάσει στο
Μεσολόγγι, για να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του και για ν’
αποχαιρετήσει τους αρχηγούς Τσόγκα[39],
Γρίβα[40]
και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφευγαν με τα καράβια το ίδιο εκείνο βράδυ.
Πεντακόσιοι άντρες διαλεγμένοι έφευγαν μαζί τους για επιχείρηση μυστική.
Από τότε που είχαν
ξεφορτώσει τα υδραίικα καράβια άντρες, τουφέκια και τροφές, οι Τούρκοι είχαν
σταματήσει τις επιχειρήσεις τους. Το καταλάβαιναν πως από χορτασμένους δεν το
παίρνουν το Μεσολόγγι και τους άφηναν ήσυχους, ώσπου να πεινάσουν πάλι.
Χαμογέλασε ο Θανάσης.
Πείνα το Μεσολόγγι δε φοβόνταν πια όσο βαστούσαν τη θάλασσα τα υδραίικα
καράβια.
Μ’ αφού τους άφησαν οι
Τούρκοι ελεύθερα τα χέρια, καλό ήταν να δουν αν δεν γίνεται τίποτα από το
Βραχώρι…
Έξαφνα, στην ακρογιαλιά,
είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο που με το μαντίλι του έγνεφε να πλησιάσει.
Γύρισε τη βάρκα του κατά
την ξηρά.
- Ποιος είσαι; φώναξε,
και τι θέλεις;
- Έλα, μη φοβάσαι… είμαι
φίλος, του αποκρίθηκε ο άλλος.
Ο Θανάσης σίμωσε και
ξεχώρισε καλά τον άνθρωπο. Είχε σκυφτούς τους ώμους και φαινόταν κατάκοπος. Τα
ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα λάσπες, σαν να είχε κάνει μακριά πορεία, και στο
χέρι του βαστούσε τουφέκι κυνηγού.
Ο Θανάσης έσπρωξε το μονόξυλό
του στην αμμουδιά, κοντά του.
- Τι θέλεις; τον ρώτησε
από μέσα από τη βάρκα.
Ο άλλος έριξε πίσω του
μια ματιά, βεβαιώθηκε πως είναι μόνος και, σκύβοντας, είπε γρήγορα :
- Τρέξε στο Μεσολόγγι.
Πες τους πως τα χαράματα θα γίνει γιουρούσι. Ξέρουν πως φεύγουν οι αρχηγοί, πως
παίρνουν πεντακόσιους άντρες, και την ώρα της λειτουργίας θα σας ριχτούν οι
Τούρκοι.
Ο Θανάσης πήδηξε στην
ξηρά.
- Ποιος είσαι; ρώτησε
τον άγνωστο, και ποιος σου τα ‘πε όλα αυτά;
- Είμαι ο κυνηγός του
Ομέρ Βρυώνη και είμαι από τα Γιάννενα, Χριστιανός.
Ο Θανάσης τον έσπρωξε με
αηδία κι έκανε να ξαναμπεί στη βάρκα˙ μα ο άλλος τον βάσταξε από το
μανίκι.
- Μη με υποψιάζεσαι και
μη με αποδιώχνεις, είπε βραχνά. Τρέξε να τους τα πεις, αλλιώς πάει το
Μεσολόγγι.
Η φωνή του μαρτυρούσε
τέτοια αγωνία, που ο Θανάσης ταράχτηκε.
- Πώς τα ‘μαθες αυτά που
λες; ρώτησε.
- Τα λέγανε οι πασάδες
αναμεταξύ τους. Ήμουν εκεί και άκουσα.
- Ποιοι ήταν οι πασάδες;
Ο άγνωστος τους ονόμασε
και του εξήγησε με δυο λόγια σε ποιο μέρος θα χτυπήσουν οι Τούρκοι, γιατί
ήξεραν πως ήταν το πιο αδύνατο.
- Θα κάνουν ψεύτικο
γιουρούσι από αλλού, μην τους πιστέψετε.
Ο Θανάσης τον άκουγε,
αλλά δίσταζε ακόμα.
- Αν είσαι Χριστιανός,
γιατί δεν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις για τον Τούρκο; τον ρώτησε.
Εκείνος έκανε ν’
απαντήσει, το στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μα καμιά φωνή δε βγήκε, κι έσμιξε τα
χέρια.
Ο Θανάσης τον λυπήθηκε.
- Έλα μαζί μου, του
είπε. Τι ανάγκη τους έχεις; Έπειτα, αν γυρίσεις τώρα, θα σε σκοτώσουν.
Ο ξένος σήκωσε το
πρόσωπό του, η όψη του ήταν αναλυμένη…
- Το τι θα γίνω εγώ δεν
πειράζει, μα έχει στα χέρια του τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου…
Τα μάτια του ξαφνικά
γέμισαν δάκρυα. Τίναξε πάνω τα χέρια του και γύρισε και χάθηκε στο σουρούπωμα.
Ο Θανάσης δεν δίστασε
πια. Πήδηξε στο μονόξυλό του και βιαστικά έκανε για το Μεσολόγγι.
Ήταν νύχτα βαθιά σαν
έφτασε. Τρεχάτος πήγε στου Μακρή και του είπε όσα άκουσε κι ευθύς φώναξε κείνος
τους άλλους αρχηγούς, που αμέσως σταμάτησαν τα καράβια, έτοιμα να τα σαλπάρουν.
Κατά διαταγή του Μαυροκορδάτου, ο Γρίβας αποβίβασε βιαστικά εκατό του άντρες
και με τον Τσαλαφατινό[41]
και τον Κουμουνδουράκη[42]
έτρεξαν κι έπιασαν τα οχυρώματα. Την ίδια ώρα ο αρχιεπίσκοπος μάζεψε τους
παπάδες και διέταξε να κλείσουν όλες οι εκκλησίες και να ειδοποιηθούν τα
ποίμνια πως λειτουργία χριστουγεννιάτικη δεν θα γίνει, παρά θ’ αγρυπνήσουν οι
Χριστιανοί όλοι στους τοίχους πάνω.
Ο Μάρκος Μπότσαρης κι ο
Λόντος[43],
με τετρακόσια παλικάρια, είχαν πιάσει το κέντρο που ήταν η πύλη του οχυρώματος.
Ο Ζαΐμης με άλλους εξακόσιους πήραν τη δυτική μεριά και μεγάλη δύναμη από
χίλιους διακόσιους άντρες, με τον Γρίβα, τον Μακρή, τον Ραζηκότσικα[44]
και τον Δεληγιάννη, σκορπίστηκαν στο ανατολικό μέρος που ήταν να γίνει το
γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τα χαμηλά σπίτια μπροστά, κατά τον κάμπο, και
άλλοι, κρυμμένοι στη σκιά, στα πόδια του τοίχου, περίμεναν σιωπηλά.
Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν
τον ουρανό. Παντού σκοτάδι.
Από την άλλη μεριά του
τοίχου οχτακόσιοι Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι και γεροί,
με σκοινιά, μπήκαν σιωπηλά στο χαντάκι που περιτριγύριζε το οχύρωμα και
κρύφτηκαν μες στα βούρλα, στο ανατολικό μέρος, όπου τα φρούρια ήταν πιο ευκολοπήδηχτα.
Δυο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στα νύχια, σίμωσαν κρυφά, έτοιμοι να τους
υποστηρίξουν. Πίσω τους, άλλες οχτώ χιλιάδες, περίμεναν τη χαραυγή για να
ορμήσουν στα οχυρώματα με το πρώτο σύνθημα.
Όλη νύχτα, από τα δυο
μέρη του τοίχου, Έλληνες και Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς να
υποψιάζονται, ούτε τούτοι ούτ’ εκείνοι, πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. Οι
εκκλησίες ήταν κλειστές, τα κεράκια σβηστά.
Πάνω στα οχυρώματα, οι
παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογούσαν τους άντρες. Και σιωπηλά τους έδιναν
την ευχή τους.
Έξαφνα, στη νυχτερινή
σιωπή, όλα μαζί τα σήμαντρα σήμαναν τη λειτουργία.
Και τότε άρχισε το
πανηγύρι.
Απ’ τη μια άκρη του
τοίχου στην άλλη αλαλαγμοί[45]
σχίζουν τον αέρα. Με τα σπαθιά στα δόντια ορμούν του Ομέρ Βρυώνη οι
τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τις σκάλες, σκαρφαλώνουν στις επάλξεις, μπήγουν δυο
σημαίες.
Μα τα παλικάρια
αγρυπνούσαν.
Σαν τοίχο ζωντανό
προβάλλουν τα στήθη τους στο ανθρώπινο κύμα που ανεβαίνει με λύσσα. Σιωπηλά
αρπάζουν τους ξαφνιασμένους Τούρκους, τους σηκώνουν από το χώμα, τους
γκρεμίζουν στο χαντάκι, τρίζοντας τα δόντια τσακίζουν τις σημαίες, ρίχνονται
στους καινούριους που σκαρφαλώνουν, τους γκρεμίζουν κι αυτούς, τα σπαθιά
σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τα τουφέκια σκορπώντας όλεθρο και τρόμο,
τα πόδια γλιστρούν στο γλιτσιασμένο[46]
από το αίμα χώμα.
Τρεις ώρες βαστά το
πανδαιμόνιο.
Κουρασμένοι, πατώντας
στα πτώματα, αποτραβιούνται οι Τούρκοι. Αποδεκατισμένοι, νικημένοι,
αποθαρρημένοι, υποχωρούν και φεύγουν.
Πηδούν από τους τοίχους
οι δικοί μας, τους παίρνουν κατά πόδι[47]
και τους σκορπούν αλαλιασμένους[48]
στον κάμπο. Δώδεκα σημαίες κείτονται στη λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν
το χαντάκι.
Μετριούνται οι δικοί
μας, λείπουν έξι παλικάρια.
Η λειτουργία είχε γίνει,
αλλά με μπαρούτι και με αίμα. Τ’ ακούν οι οπλαρχηγοί πάνω στα βουνά και
κλείνουν το Μακρυνόρος[49].
Τ’ ακούν και οι Τούρκοι,
πως ο Μαυρομιχάλης κι ο Τσόγκας έπεσαν στην Κατοχή[50]
και χάλασαν[51] τους
δικούς τους και τρόμος τους πιάνει. Σαν
από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά το άκουσμα πως Καραϊσκάκης[52]
και Οδυσσέας[53] τραβούν
για το Μεσολόγγι και πανικός τους ταράζει. Παραμονή Αϊ-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν
οι πασάδες το στρατό και με τέτοια βιασύνη φεύγουν, που όλα τους τα κανόνια,
πολεμοφόδια, τροφές κι έπιπλα ακόμη των πασάδων μένουν στα χέρια των Ελλήνων,
που το άλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τον κάμπο έρημο από εχθρούς.
Έτσι γιόρτασε το
Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822.
Κάπου στην Κλεισούρα[54]
μέσα, όπου περνά ο δρόμος που από το Μεσολόγγι πηγαίνει στο Βραχώρι, άσπριζε
ένα ερημοκλήσι, η Παναγία η Ελεούσα[55].
Ο διαβάτης που κουρασμένος στεκόταν ν’ ανασάνει ή έμπαινε στο εκκλησάκι ν’
ανάψει ένα κεράκι, ήξερε πως θα βρει ένα ποτήρι κρύο νερό να σβήσει τη δίψα του
ή μια φωτιά να στεγνώσει τα ρούχα του αν τον είχε πιάσει μπόρα στο δρόμο.
Φτωχό ήταν το
ερημοκλήσι, φτωχό και το κελί του μοναχού που το φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν κι
οι Χριστιανοί που του είχαν δώσει από το υστέρημά τους για να τα χτίσει.
Μα φεύγοντας, ο διαβάτης
μελετούσε τη φιλοξενία του ερημίτη και απορούσε με τη θλιμμένη του ηρεμία και
τη σαν απόμακρη φωνή του.
Χρόνια πολλά καθόταν
εκεί μέσα ο μοναχός, μα κανένας δεν τον γνώριζε, γιατί δεν ήταν από τον τόπο.
Ούτε τον άκουσε ποτέ κανείς να πει από πού ήταν και ποιες φουρτούνες τον είχαν
ρίξει εκεί. Λόγια πολλά δεν ήξερε ο ερημίτης, τα είχε ξεμάθει στη μοναξιά του.
Σκυφτός πάντα και
σιωπηλός, καθόταν ώρες στην πόρτα του κελιού του, αφηρημένος σε βαθιά θλιμμένη
συλλογή ή βυθισμένος στην ατέλειωτη προσευχή του.
Μόνος κι αποτραβηγμένος
ζούσε εκεί μέσα, απείραχτος και άγνωστος, μνημονεύοντας την πεθαμένη του αγάπη
και τα σφαγμένα του αγγελούδια. Δάκρυα ποτέ δεν είδε κανείς στα μάτια του, τα
είχε χύσει όλα σαν έμαθε την εκδίκηση του αφέντη του, που με το αίμα της
καρδιάς του δούλου του είχε πληρώσει την απελευθέρωση του Μεσολογγίου.
Ήταν ο Γιάννης Γούναρης.
Πηνελόπη Δέλτα
[1]
Ομέρ Βρυώνης (τέλη 18ου - α' μισό 19ου αι.) = Τουρκαλβανός στρατηγός της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
[2]
πασάς (τουρκικά paşa) = ανώτερος διοικητικός και στρατιωτικός τίτλος στο
Οθωμανικό κράτος.
[3]
το μαντάτο = η είδηση.
[4]
Κιουταχής (Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς 1780-1839) = σημαντικός στρατηγός και Μέγας Βεζίρης
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
[5]
διαφεντεύω = υπερασπίζομαι.
[6]
γκιαούρηδες (τουρκικά gavur) = οι άπιστοι, υβριστική ονομασία για τους
χριστιανούς.
[7]
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791-1865) = Φαναριώτης πολιτικός και πρωθυπουργός
της Ελλάδας.
[8]
Μάρκος Μπότσαρης (1790-1823) = οπλαρχηγός
του 1821 και καπετάνιος των Σουλιωτών που σκοτώθηκε στη μάχη του Κεφαλόβρυσου του
Καρπενησίου (1823).
[9] Ισούφ
πασάς = ο υπεύθυνος για τον θαλάσσιο αποκλεισμό του Μεσολογγίου.
[10]
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1765-1848) = οπλαρχηγός του 1821 και πολιτικός, ο
τελευταίος Μπέης της Μάνης.
[11]
Ανδρέας Ζαΐμης (1791-1840) = αγωνιστής του 1821 που διετέλεσε πρωθυπουργός της
Ελλάδας με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης (1827).
[12]
Κανέλλος Δεληγιάννης (1780-1862) = πρόκριτος, οπλαρχηγός του 1821 και
πολιτικός.
[13]
διαβλέπω = συμπεραίνω από τις ενδείξεις.
[14]
αγέρωχος = περήφανος, ακατάδεχτος.
[15]
Μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822) = μάχη που δόθηκε στο χωριό Πέτα, κοντά στην
Άρτα, με αποτέλεσμα τη συντριπτική ήττα για τους Έλληνες, τον αποδεκατισμό των Φιλελλήνων που συμμετείχαν και μεγάλες
δυσκολίες στον αγώνα για τους οπλαρχηγούς της Ηπείρου.
[16]
Γεώργιος Βαρνακιώτης (1778 - 1842) = οπλαρχηγός του 1821 από τη Ρούμελη που
κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Τούρκους, αλλά η τιμή του αποκαταστάθηκε
στο τέλος της ζωής του από τον Ιωάννη Καποδίστρια.
[17] η
σπιθαμή = ανθρωποκεντρική μονάδα μέτρησης του μήκους, ίση με το άνοιγμα της
παλάμης ενός ενήλικα, περίπου 18 εκατοστά.
[18]
τα χαράκια = οι ρυτίδες.
[19]
το μαγκάλι (τουρκικά mangal) = μεταλλικό δοχείο που καίγονται κάρβουνα για
θέρμανση ή μαγείρεμα.
[20]
μπακιρένιος (τουρκικά bakır) = χάλκινος.
[21]
το ζάρφι (τουρκικά zarf ) = η μεταλλική θήκη που μέσα της τοποθετείται το
φλιτζάνι του καφέ.
[22]
Βραχώρι (Imbrahoar) = η πόλη του Αγρινίου (ονομασία από το αιτωλικό φύλο των
Αγραίων). Η ονομασία Βραχώρι εμφανίζεται τον 13ο αι. μ.Χ. και κατά
μία εκδοχή προέρχεται από το Βλοχοχώρι (χωριό που οι κάτοικοί του κατάγονταν
από τον Βλοχό της Θεσσαλίας), που μετεξελίχθηκε σε Βλαχοχώρι και, στη συνέχεια,
σε Βλαχώρι και Βραχώρι.
[23]
Ισμαήλ Χατζημπέντο = Τουρκαλβανός οπλαρχηγός που σκοτώθηκε στη μάχη του Αγίου
Βλασίου (1823) από τον Γεώργιο Καραϊσκάκη.
[24]
Ισμαήλ Πασάς = Τουρκαλβανός οπλαρχηγός που έδρασε στη Στερεά Ελλάδα και στην
Ήπειρο.
[25]
το βούρλο = υδρόφιλο φυτό που χρησιμοποιείται για ψάθινες κατασκευές.
[26]
ανακούρκουδα = κάθομαι με λυγισμένα γόνατα και το βάρος του σώματος πέφτει στις
άκρες των δαχτύλων των ποδιών.
[27] το
γιουρούσι (τουρκικά yürüyüş) = η επίθεση.
[28] σαμουρένιος
(τουρκικά samur) = φτιαγμένος από δέρμα ζιμπελίνας (ερμίνα, κουνάβι ή νυφίτσα).
[29] ο σοφάς
(τουρκικά sofa) = το χτιστό κρεβάτι του δωματίου, το μιντέρι.
[30] ο
μπερντές (τουρκικά perde) = η κουρτίνα.
[31] το
σύγκρυο = το ρίγος, η ανατριχίλα.
[32] η βίγλα
= το παρατηρητήριο, η σκοπιά.
[33] σιμώνω
= πλησιάζω.
[34]
καταχθόνιος = ύπουλος.
[35] ο
σταβλίτης = ο υπεύθυνος για τους στάβλους.
[36]
Δημήτρης Μακρής (1772 - 1841) =
οπλαρχηγός του 1821 που έδρασε στη δυτική Στερεά Ελλάδα.
[37] το
μονόξυλο = πλοιάριο που κατασκευάζεται από ένα μόνο κορμό δέντρου.
[38]
Ανατολικό = το νησί Αιτωλικό στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου.
[39] Γιώργος
ή Γιωργάκης Τσόγκας = οπλαρχηγός του 1821.
[40]
Θεόδωρος ή Θεοδωράκης Γρίβας (1797-1862) = οπλαρχηγός του 1821, στρατηγός και
πολιτικός.
[41] Ηλίας
Τσαλαφατινός (1780;-1858) = αγωνιστής και ήρωας του 1821 από το Οίτυλο της
Μάνης.
[42]
Σπυρίδων Γαλάνης Κουμουνδουράκης = οπλαρχηγός του 1821 από τη Μεσσηνιακή Μάνη,
πατέρας του μετέπειτα πρωθυπουργού της Ελλάδας Αλέξανδρου Κουμουνδούρου.
[43]
Ανδρέας Λόντος (1786-1845) = προεστός του Αιγίου με στρατιωτική και πολιτική
δράση στην Επανάσταση του 1821.
[44]
Αθανάσιος Ραζηκότσικας (1798-1826) = Μεσολογγίτης αγωνιστής του 1821 με
οικογενειακή καταγωγή από την Κεφαλονιά.
[45] ο
αλαλαγμός = κραυγή πολεμικής ορμής.
[46]
γλιτσιασμένος = αυτός που καλύπτεται από γλιστερό στρώμα λάσπης.
[47] παίρνω
κατά πόδι = κυνηγώ.
[48]
αλαλιασμένος = παραζαλισμένος.
[49]
Μακρυνόρος = βουνό της Αιτωλοακαρνανίας μεταξύ Αμφιλοχίας και Άρτας με
στρατηγική σημασία, επειδή αποτελεί τη μοναδική δίοδο σύνδεσης της Ηπείρου με
τη νότια Ελλάδα.
[50]
Κατοχή = χωριό της Αιτωλοακαρνανίας στις όχθες του Αχελώου, σε απόσταση περίπου
25 χιλιομέτρων από το Μεσολόγγι.
[51] χαλάω =
σκοτώνω.
[52]
Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782-1827) = από τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς της
Στερεάς Ελλάδας στην Επανάσταση του 1821, ο σταυραϊτός της Ρούμελης, που αγωνίστηκε
όπου η πατρίδα τον χρειάστηκε, σκοτώθηκε στη μάχη του Φαλήρου πριν δει την
Ελλάδα ελεύθερη.
[53]
Οδυσσέας Ανδρούτσος (1788-1825) = οπλαρχηγός της Στερεάς Ελλάδας, ο ήρωας της
μάχης στο Χάνι της Γραβιάς, που κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Τούρκους
και δολοφονήθηκε το 1825.
[54]
Κλεισούρα = περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας με φαράγγι που σχηματίζεται από το
όρος Ζυγός (Αράκυνθος).
[55]
Παναγία η Ελεούσα = εκκλησάκι χτισμένο μέσα στο φαράγγι της Κλεισούρας περί το
1700 μ.Χ. από τους κατοίκους του χωριού Χρυσοβέργι, όπου έζησε ο Γιάννης
Γούναρης το υπόλοιπο της ζωής του μετά τη σφαγή της οικογένειάς του από τον
Ομέρ Βρυώνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου