Ρωγμή ελπίδας
Τρεις
νύχτες τώρα περπατούσαν μέσα από δύσβατα μονοπάτια σαν αγρίμια κυνηγημένα από
τον αμείλικτο θηρευτή τους. Και σαν έφτανε το ξημέρωμα, κρύβονταν στις πυκνές
φυλλωσιές και πρόσμεναν να πέσει πάλι το σκοτάδι για να κινήσουν. Ήταν η Όλγα,
μια τριαντάχρονη γυναίκα με το μερικών μηνών βρέφος της, και η Μυρτώ η παρακόρη
της, ένα κορίτσι που κόντευε τα είκοσι. Είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν το
σπιτικό τους όταν οι φωτιές είχαν πια φτάσει τόσο κοντά στο χωριό τους, που ο
καπνός έκανε τα μάτια τους να τσούζουν και χωνόταν στα ρουθούνια κόβοντάς τους
την ανάσα.
Όχι, δεν
ήθελαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, αλλά ο Αγγελής, ο άντρας της Όλγας, δεν
άφησε κανένα περιθώριο συζήτησης.
- Σώθηκαν
τα ψέματα, Όλγα, σώθηκαν κι οι ελπίδες μας. Τώρα πρέπει να σώσεις τη ζωή σου
και τη ζωή του γιου μας. Μόλις πέσει το σκοτάδι, θα φύγετε μαζί με τη Μυρτώ˙
έχεις και τούτη την ψυχή πάνω σου. Ούτε τούτο το δύστυχο πλάσμα πρέπει να πέσει
στα χέρια τους. Ξέρεις... και έκοψε τη φράση, μη τολμώντας να πει φωναχτά την
υπόλοιπη σκέψη του.
Η Όλγα
έκανε μια ύστατη προσπάθεια να τον μεταπείσει. Κάρφωσε το βουρκωμένο βλέμμα της
μέσα στα μάτια του άντρα της και η φωνή της ακούστηκε σαν θρυμματισμένο γυαλί.
- Ορκιστήκαμε
μπροστά στον Θεό να είμαστε μαζί ως το τέλος. Μαζί στις χαρές και στις λύπες.
Μαζί στη ζωή και στον θάνατο. Κανείς να μη μας χωρίσει ως το τέλος. Μη με αναγκάζεις
να πατήσω τον όρκο μου.
- Ο Θεός
που ορκιστήκαμε στ' όνομά του, της απάντησε εκείνος, μας ξέχασε. Πρώτα μας
ξέχασαν οι άνθρωποι κι ύστερα γύρισε κι εκείνος αλλού τη ματιά του. Μας άφησε
στην τύχη μας. Κι αν κάνω λάθος, το κρίμα στον λαιμό μου. Εσύ θα κάνεις αυτό
που σου λέω. Μόλις βραδιάσει, θα πάρεις τον γιο μας και τη Μυρτώ και θα
τραβήξετε κατά τη θάλασσα. Λίγα πράγματα να πάρετε μαζί σας για τον δρόμο.
Φροντίστε το νερό να μη σας λείψει, είναι φόνισσα η δίψα. Τον δρόμο τον ξέρετε
καλά. Θα σας πάρει τρεις τέσσερις μέρες, μα θα τα καταφέρετε. Τον νου σας στο
παιδί. Να το κρατάτε κοιμισμένο, το κλάμα του μπορεί να σας προδώσει. Κι όταν
φτάσετε εκεί, θα μπείτε σε μια βάρκα και θα περάσετε σε κάποιο από τ’ αντικρινά
νησιά. Έχω μάθει πως τον τελευταίο καιρό ο καπετάν Στεφανής, παράτολμος από τα
νιάτα του και πατριώτης από γεννησιμιού του, είναι εκεί κάθε βράδυ με τη βάρκα
του και προσμένει να βοηθήσει άναυλα όσους ξεριζώνονται απ’ τον τόπο μας. Ας
είναι καλά ο άνθρωπος… Άντε, τι κάθεστε, βιαστείτε, σουρουπώνει.
Όση ώρα
μιλούσε, το βλέμμα του ήταν στραμμένο αλλού. Δεν άντεχε να την κοιτάξει
κατάματα. Δεν άντεχε να της πει πόσο την αγαπάει -κι εκείνη και το παιδί τους-,
πόσο σκίζεται η καρδιά του που ξέρει πως δεν θα τους ξαναδεί, πόσο έχει χρέος
να πολεμήσει ως την τελευταία του πνοή για να κρατήσει όσο πιο μακριά και όσο
περισσότερο χρόνο μπορεί τους διώκτες τους. Μιλούσε και η φωνή του ακουγόταν
παγερή, ατσαλάκωτη, χωρίς κανένα ίχνος από τα συναισθήματα που ξεχείλιζαν και
απειλούσαν να τον πνίξουν κάθε στιγμή.
Η Μυρτώ,
κρατώντας στοργικά το βρέφος που κοιμόταν βαθιά στην αγκαλιά της, ήταν βουβός
μάρτυρας της σκηνής. Από τα μεγάλα μαύρα μάτια της κυλούσαν ασυγκράτητα καυτά
δάκρυα, ενώ το νεανικό στήθος της ανεβοκατέβαινε από τα αδιάκοπα αναφιλητά.
Ναι, ήξερε καλά τι την περίμενε αν έπεφτε στα χέρια τους. Τα μαντάτα τους
έφταναν πιο γρήγορα από τα ποδοβολητά των αλόγων τους. Δεν την ένοιαζε αν θα
την περνούσαν από μαχαίρι, την ατίμωση δεν μπορούσε ν’ αντέξει. Πριν
κατρακυλήσει σ’ αυτό το σκαλί, προτιμούσε από μόνη της να βάλει τέρμα στη ζωή
της.
- Μυρτώ,
έσπασε τη σιωπή η φωνή της Όλγας. Δώσε μου το μωρό και πήγαινε να γεμίσεις όσα
φλασκιά με νερό μπορούμε να σηκώσουμε. Άλλα πράγματα δεν θα κουβαλήσουμε μαζί
μας. Αν αξιωθούμε να φτάσουμε στον προορισμό μας, τότε έχει ο Θεός, έχει για
όλους κι ας λέει ό,τι θέλει ο Αγγελής. Λίγο ψωμί θα πάρουμε μονάχα για τον
δρόμο.
Η
παρακόρη σκούπισε τα δάκρυά της, σήκωσε το κεφάλι, απόθεσε το βρέφος με προσοχή
στην αγκαλιά της μάνα του κι έτρεξε να εκτελέσει την εντολή.
Κάθε
λεπτό που κυλούσε, έμοιαζε με αιώνα. Όσο η στιγμή του μοιραίου αποχωρισμού
ερχόταν ένα βήμα πιο κοντά, η ατμόσφαιρα βάραινε όλο και πιο πολύ. Τα βλέμματα
απέφευγαν να διασταυρωθούν, τα στόματα κρατούσαν σφιχτά τις λέξεις πίσω από τα
δόντια, τα κορμιά προσπαθούσαν να μην αγγιχτούν, μη θέλοντας να πιστέψουν πως
αυτό θα συνέβαινε για τελευταία φορά.
Η Όλγα
μάζευε αμίλητη όσα κομμάτια της ζωής τους μπορούσαν να χωρέσουν στις τσέπες του
φουστανιού της μέχρι που στάθηκε μπροστά στο εικονοστάσι, σταυροκοπήθηκε, το
άνοιξε, πήρε από μέσα τα στέφανα του γάμου της, τα φίλησε και τα έχωσε στο
κόρφο της. Τύλιξε το βρέφος με μερικά ρουχαλάκια και ετοιμάστηκε να
αποχαιρετήσει τον άντρα της. Μα δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο, ξέσπασε σε
λυγμούς και άφησε το κορμί της να κρυφτεί ολόκληρο μέσα στα στιβαρά μπράτσα του
Αγγελή. Εκείνος την έσφιξε πάνω του για στερνή φορά, της χάιδεψε και της φίλησε
τα πλούσια σγουρά μαλλιά, ανασήκωσε απαλά με τα δάχτυλά του το πηγούνι της και
κόλλησε τα χείλη του πάνω στα δικά της. Η ανάσα της τον έκαιγε ολόκληρο, καθώς
ένιωσε τα δάκρυα έτοιμα να γεμίσουν τις κόρες των ματιών του.
- Έχε γεια,
αγάπη μου, της είπε. Να προσέχεις εσένα και το παιδί μας. Σύντομα θ’
ανταμώσουμε.
- Θα σε
προσμένω, Αγγελή μου, κατάφερε κι εκείνη να ψελλίσει, αν και ήξερε πως σε τούτη
τη ζωή ήταν η στερνή φορά που τον έβλεπε.
Εκείνη τη
στιγμή μπήκε μέσα στην κάμαρα και η Μυρτώ κρατώντας τρία φλασκιά γεμάτα με
νερό.
- Να
προσέχεις και τη Μυρτώ. Κι εσύ, Μυρτώ μου, να προσέχεις τη γυναίκα μου και το
παιδί μου. Αδελφωμένες να είσαστε για μια ζωή.
Η Μυρτώ
άφησε τα φλασκιά πάνω στο τραπέζι, έτρεξε και χώθηκε ασυναίσθητα κι αυτή στην
αγκαλιά του˙ κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ ξανά όσα χρόνια ζούσε μαζί στο
σπιτικό τους. Έτσι βρέθηκαν και οι τέσσερις σφιχταγκαλιασμένοι για πρώτη και
τελευταία φορά.
Κίνησαν
να φύγουν και έφτασαν ως την εξώπορτα. Και τότε ο Αγγελής έκανε κάτι που καμιά
τους δεν περίμενε. Στάθηκε ανάμεσά τους, τις κοίταξε με ένα βλέμμα που ως τότε
δεν είχαν αντικρίσει, έβγαλε τα δυο μαχαίρια που φορούσε πάντα σταυρωτά στο
ζωνάρι του και έδωσε από ένα στην καθεμιά τους. Η φωνή του ακούστηκε απόκοσμη:
- Αν
χρειαστεί, ξέρετε τι πρέπει να κάνετε!
Άπλωσαν
τα χέρια τους αμίλητες, πήραν τα μαχαίρια και τα έκρυψαν στα φορέματά τους
δίχως να δευτερώσουν λέξη. Άνοιξαν την πόρτα και χάθηκαν στο σκοτάδι
αποφεύγοντας να κοιτάξουν πίσω τους.
Τρία
μερόνυχτα περπατούσαν με τη σκιά του θανάτου να βαραίνει στο κατόπι τους. Το
πρωί κούρνιαζαν στα σύδεντρα και η καρδιά τους σφιγγόταν καθώς έβλεπαν τους
πυκνούς καπνούς να σιμώνουν, πράγμα που σήμαινε πως η ανάσα του φονιά ζύγωνε.
Το βρέφος άρπαζε όλο και πιο σφιχτά το ρωγοβύζι της μάνας του, στεγνό πια από
γάλα, το δάγκωνε με μανία και το μάτωνε, προσπαθώντας να κρατηθεί στη ζωή. Κι
εκείνη άφηνε μικρά βογγητά, μα δεν το απόκοβε, γιατί έτσι το κρατούσε σιωπηλό.
Το βράδυ έστρεφαν πίσω το κεφάλι κι έβλεπαν τις φωτιές που έκαιγαν τα χωριά, η
μέγγενη του φόβου τους προκαλούσε ρίγη στο κορμί, αλλά η Μυρτώ έκανε κουράγιο
και βάδιζε μπροστά -ήξερε τα μονοπάτια σαν την παλάμη της- κι άνοιγε δρόμο προς
τη σωτηρία. Τα χείλη τους ήταν κομματιασμένα, η γλώσσα τους ξερή, το νερό είχε
πια σωθεί, έπρεπε πάση θυσία να φτάσουν στον προορισμό τους. Τα πρόσωπά τους
ήταν γδαρμένα, τα πόδια τους πληγιασμένα, τα φουστάνια τους σκισμένα από τ’
αγκάθια, μα δεν σταματούσαν, μικρή ήταν πια η απόσταση που χώριζε τις τρεις
σκιές από το θαύμα της διαφυγής.
Η θαλασσινή
αύρα έφτανε τώρα ως τα σκασμένα χείλη τους, ένιωθαν τη γεύση του αλατιού στον
ουρανίσκο τους, ένιωθαν χειροπιαστό το όνειρο του λυτρωμού. Είχαν φτάσει στην
απότομη πλαγιά που οδηγούσε στον μικρό κόρφο. Κατηφόριζαν γλιστρώντας στα
λειασμένα βράχια, σκίζοντας τις παλάμες τους κάθε φορά που προσπαθούσαν να
κρατηθούν όρθιες αρπάζοντας όποιο κλαδί βρισκόταν μπροστά τους. Όταν ξαφνικά
ακούστηκαν πίσω τους φωνές και ποδοβολητά. Κατάλαβαν πως οι διώκτες τους
πλησίαζαν απειλητικά. Τάχυναν το βήμα τους με κίνδυνο να κατρακυλήσουν και να
χάσουν τη ζωή τους πάνω στα βράχια. Γιατί ήξεραν πως αν προλάβαιναν να φτάσουν
ως την ακτή, οι καβαλάρηδες δεν θα μπορούσαν να τις ακολουθήσουν. Τα άλογα ήταν
αδύνατο να κάνουν μια τέτοια κατάβαση και η απόσταση που θα τις χώριζε, θα τους
προσέφερε την απόσταση ασφαλείας που χρειάζονταν.
Είχαν
σχεδόν φτάσει στην ακτή όταν οι καβαλάρηδες φάνηκαν στην κορυφή του βράχου.
Άναψαν πυρσούς και σε λίγο όλο το μέρος φωτίστηκε. Στο βάθος του κόρφου
ξεχώρισε η μικρή βάρκα και αμέσως ακούστηκαν πυροβολισμοί, κάτι που απαγόρευε
στον τολμηρό βαρκάρη να πλησιάσει πιο κοντά για να σώσει τις δυο γυναίκες και
το βρέφος. Κι εκείνες δεν τολμούσαν να εμφανιστούν στην ακτή και να γίνουν
εύκολος στόχος. Για μια στιγμή επικράτησε απόλυτη σιγή. Και τότε αντιλάλησε το απρόσμενο
κλάμα του μωρού. Οι καβαλάρηδες κατάλαβαν πως υπήρχαν άνθρωποι στην ακτή,
κάποιοι ξεπέζεψαν και άρχισαν μεμιάς να κατηφορίζουν. Τα χτυπήματα από τις
μπότες τους έρχονταν ορμητικά προς τις δύο γυναίκες.
Η Όλγα
και η Μυρτώ κοιτάχτηκαν δίχως να χάσουν την ψυχραιμία τους. Έσφιξαν η μια το
χέρι της άλλης και σαν να είχαν συνεννοηθεί από πριν, βγήκαν από την κρυψώνα
τους και άρχισαν να τρέχουν προς τη θάλασσα. Τα δαδιά φώτιζαν τον δρόμο τους,
αφήνοντάς τις ταυτόχρονα ακάλυπτες στα πυρά που ξεκίνησαν να πυκνώνουν.
Κόντευαν να βουτήξουν στη θάλασσα όταν μια σφαίρα πέτυχε την Όλγα στο πόδι και
μια δεύτερη σφηνώθηκε στα πλευρά της. Σωριάστηκε αιμόφυρτη, το βρέφος γλίστρησε
μέσα από τα χέρια της και κυλίστηκε στην άμμο και μια σπαρακτική κραυγή που
βγήκε από τα στήθη της έσκισε τη νύχτα:
- Μυρτώ,
σώσε το παιδί μου!
Η Μυρτώ
για μια στιγμή σάστισε, μα γρήγορα συνήλθε. Σύρθηκε στην άμμο και άρπαξε το
βρέφος πριν ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχό της. Στράφηκε στην Όλγα:
- Κουράγιο!
Έρχομαι να σε πάρω! Δεν σ’ αφήνω μόνη σου εδώ!
- Όχι!
Μην κάνεις βήμα πίσω, της φώναξε η Όλγα με όση δύναμη της είχε απομείνει. Σώσε
το παιδί μου! Για όνομα του Θεού! Πάρ’ το και πέσε στη θάλασσα! Εγώ ξέρω τι
πρέπει να κάνω…
Οι
διώκτες ήταν πια πολύ κοντά. Έπρεπε να αποφασίσει τώρα, να φύγει, να τρέξει
προς τη θάλασσα, μα η καρδιά της άλλα την πρόσταζε να πράξει. Όμως η Όλγα δεν
της άφησε περιθώριο επιστροφής. Τράβηξε από το φουστάνι το μαχαίρι της και με μια
αποφασιστική κίνηση το έμπηξε χωρίς δισταγμό βαθιά στα σωθικά της. Τώρα η Μυρτώ
έπρεπε να φροντίσει μόνο για τη σωτηρία του παιδιού.
Με τη
σβελτάδα της νιότης της κράτησε το παιδί σφιχτά την αγκαλιά της, κουλουριάστηκε
μαζί του για να το προστατέψει και στροβιλίζοντας το κορμί της βρέθηκε σε λίγο
μέσα στο νερό. Κρατώντας το κεφάλι του βρέφους έξω απ’ το νερό, κολυμπούσε με
το ένα χέρι προς τη βάρκα βάζοντας όλη της τη δύναμη. Ευτυχώς ο καπετάν
Στεφανής, είχε τολμήσει να πλησιάσει αψηφώντας τον κίνδυνο και σε λίγο το
αντρίκιο μπράτσο του άρπαξε πρώτα το βρέφος που, κατατρομαγμένο, σπάραζε στο
κλάμα και μετά την κοπέλα και τους ανέβασε στη βάρκα. Κάθισε στα κουπιά και με
δυνατές χεριές η βάρκα και οι επιβάτες της τυλίχτηκαν στο πέπλο της νύχτας, ενώ
πίσω τους ακούγονταν φωνές και βλαστήμιες.
Η Μυρτώ
έστρεψε δακρυσμένη το κεφάλι να δει για τελευταία φορά τη φιγούρα του άψυχου
σώματος της Όλγας, να κλείσει για πάντα στη μνήμη της την εικόνα της
αδικοχαμένης μάνας. Αμέσως μετά κοίταξε το βρέφος που κρατούσε στην αγκαλιά της
και έκανε ό,τι μπορούσε να σκεφτεί για να το ζεστάνει. Του έβγαλε τα βρεγμένα
ρούχα, το τύλιξε πρόχειρα σε μια κουβέρτα, του έτριβε το τρυφερό κορμάκι και με
το χνώτο της προσπαθούσε να το ηρεμήσει. Ώσπου από τα αθώα μάτια του σταμάτησαν
να κυλούν δάκρυα, το χτυποκάρδι του βρήκε τον κανονικό του ρυθμό και στα χείλη
του σχηματίστηκε ένα πλατύ χαμόγελο. Μια ρωγμή ελπίδας μέσα στη σκοτεινιά.
©
Δημήτρης Φιλελές
Πηγή δημοσίευσης : Literature.gr