Στη μνήμη του δικού μας Αη-Γιώργη, καβαλάρη και σπαθοφόρου, που ξεψύχησε προδομένος δίνοντας τη στερνή του πνοή για την Ελλάδα, σαν σήμερα, ανήμερα της γιορτής του, στις 23 Απριλίου 1827.
Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ
ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ
Μάνας τρελής απόκληρος, μπάσταρδος και χτικιάρης
στ’ Άγραφα, στην αϊτοφωλιά, ανίκητος μπροστάρης
αγριωπός, μαυριδερός, σίφουνας μανιασμένος
στον όλεθρο του τύραννου παντοτινά ταμένος
στη Ρούμελη της κλεφτουριάς ο πρωτοκαπετάνιος
δαίμονας καταχθόνιος, άγγελος επουράνιος
ίσκιος αλαφροπάτητος με το σπαθί στο χέρι
ορθός καβάλα στ’ άλογο, της λευτεριάς ξεφτέρι
λόγος κοφτός αθυρόστομος, ματιά καυτή, αστρίτης
αδίστακτος σ’ αποκοτιά, αίλουρος και πετρίτης
στ’ άδικο απροσκύνητος, του δίκιου του αφέντης
χιμούσε μέσα στη φωτιά, αψύς, αϊτός, λεβέντης
πάνω σε χιονοσκέπαστα απάτητα λημέρια
έστηνε νύχτα δόκανο στα φοβισμένα ασκέρια
η λευτεριά με το σπαθί δεν ξέρει παρακάλια
μονάχα στοίβα σα βουνό τα εχθρικά κεφάλια
ούτε λογιάζει αφεντικά ξενόφερτους προστάτες
μόνο σηκώνει το σταυρό σαν το Χριστό στις πλάτες
τα γκέμια αρπάζει ο σταυραϊτός και τ’ άτι του
φρουμάζει
και στη θωριά του ο χάροντας κρύβεται και δειλιάζει
Ξημέρωμα 21ης Απριλίου 1967. Ο ξάδελφός μου ο Στέλιος εισβάλλει από την αυλόπορτα φωνάζοντας "Θεία! Θεία! Θεία!". Η μητέρα μου ξεκλειδώνει ανήσυχη την πόρτα και βγαίνει στο κεφαλόσκαλο. Ο Στέλιος συνεχίζει "Στρατιωτικός νόμος... Δικτατορία... Χούντα...". Η μητέρα μου μένει άφωνη. Από το απέναντι ταρατσάκι ανοίγει η πόρτα της σοφίτας και εμφανίζεται ο κύριος Κώστας, ο αδελφός της απέναντι γειτόνισσας, με τα σώβρακα, για πρώτη φορά στη ζωή του. Δε μιλάει, δεν κινείται. Ξαναμπαίνει μέσα και μετά από λίγο εξαφανίζεται κρατώντας ένα μικρό βαλιτσάκι. Από κείνη τη μέρα δεν τον ξαναείδαμε ποτέ...
Η 21η
Δοξαστικό στους αφανείς ήρωες
του αντιδικτατορικού αγώνα
Σωπαίνουν
γύρω τα πουλιά και κλαίνε οι ραχούλες
πισωγυρίζουν
ποταμοί, στερεύουν οι βρυσούλες
θεριά
πατούν τον τόπο μας, στους κάμπους αλωνίζουν
ακρίδες
μαύρες που πετούν και σπίτια ξεκληρίζουν
η
καταχνιά μας τύλιξε, βουβές μας ζώσαν ώρες
στα
τρίστρατα μοιρολογούν μανάδες πενθοφόρες
μαύρη
απλώνεται η νυχτιά, μαύρη η αυγή χαράζει
μαύρο
το χέρι του φονιά τους δίκαιους δικάζει
βαριά
τα σήμαντρα χτυπούν, βαριές χτυπούν οι μέρες
βαριά
πολέμου τύμπανα, αντάρα και φοβέρες
καρδιά,
το αίμα πάγωσε, ατσάλι γίνε, πέτρα
το
φόβο σου αμπάρωσε, με την οργή σου μέτρα
μιλήστε
λιανοντούφεκα στα χέρια τ’ αντρειωμένα
και
σεις μαχαίρια κοφτερά στο αίμα ευλογημένα
σε
κορφοβούνια απάτητα σε μήνες και σε χρόνους
και
σε κλεισούρες άπαρτες ξορκίστε τους δαιμόνους
ασπίδα
στήστε το κορμί σε πέτρινα γεφύρια
στης
μάχης μέσα τον αχό ξυπνούν τα πανηγύρια
σύρτε,
αδέρφια, το χορό στου χάρου το καρτέρι
αντάμα
με το θάνατο ας στρώσουμε νυχτέρι
να
πιούμε κόκκινο κρασί και με σπονδές στο χώμα
ν’
αγιάσουμε τη μαύρη γης που παίρνουμε για στρώμα