ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ





ΔΟΞΑ ΣΟΙ, ΚΥΡΙΕ

Το γιορτινό μας το τραπέζι
η θεία χάρη το φροντίζει
μα ένα παιδί αντί να παίζει
δουλεύει για μια χούφτα ρύζι.

Στους δρόμους φώτα και στολίδια
λάμψη στη νύχτα μας χαρίζουν
μα της βιτρίνας τα παιχνίδια
δυο μάτια βλέπουν και δακρύζουν.

Μικρό καράβι η χαρά μας
που έχει άγκυρα σηκώσει
μα έξω απ' τα παράθυρά μας
τα όνειρα έχουν σκοτώσει.

Η περιέργεια μας καίει
πώς θα μοιράσουμε τα δώρα
μα μια ψυχή χωρίς να φταίει
γυμνή ξυλιάζει μες στη μπόρα.

Δόξα σοι, Κύριε, και πάλι
που φρόντισες το φτωχικό μας
μα του σπιτιού μας το τσουκάλι
δε φτάνει για τον διπλανό μας.

Δόξα σοι, Κύριε, ποιος ξέρει
του χρόνου αν ξαναβρεθούμε
πριν μας φωτίσει κάποιο αστέρι
και την ψευτιά μας σιχαθούμε.


© Δημήτρης Φιλελές

Κυριακή 23 Απριλίου 2017

Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ

Στη μνήμη του δικού μας Αη-Γιώργη, καβαλάρη και σπαθοφόρου, που ξεψύχησε προδομένος δίνοντας τη στερνή του πνοή για την Ελλάδα, σαν σήμερα, ανήμερα της γιορτής του, στις 23 Απριλίου 1827.



Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ

Μάνας τρελής απόκληρος, μπάσταρδος και χτικιάρης
στ’ Άγραφα, στην αϊτοφωλιά, ανίκητος μπροστάρης

αγριωπός, μαυριδερός, σίφουνας μανιασμένος
στον όλεθρο του τύραννου παντοτινά ταμένος

στη Ρούμελη της κλεφτουριάς ο πρωτοκαπετάνιος
δαίμονας καταχθόνιος, άγγελος επουράνιος

ίσκιος αλαφροπάτητος με το σπαθί στο χέρι
ορθός καβάλα στ’ άλογο, της λευτεριάς ξεφτέρι

λόγος κοφτός αθυρόστομος, ματιά καυτή, αστρίτης
αδίστακτος σ’ αποκοτιά, αίλουρος και πετρίτης

στ’ άδικο απροσκύνητος, του δίκιου του αφέντης
χιμούσε μέσα στη φωτιά, αψύς, αϊτός, λεβέντης

πάνω σε χιονοσκέπαστα απάτητα λημέρια
έστηνε νύχτα δόκανο στα φοβισμένα ασκέρια

η λευτεριά με το σπαθί δεν ξέρει παρακάλια
μονάχα στοίβα σα βουνό τα εχθρικά κεφάλια

ούτε λογιάζει αφεντικά ξενόφερτους προστάτες
μόνο σηκώνει το σταυρό σαν το Χριστό στις πλάτες

τα γκέμια αρπάζει ο σταυραϊτός και τ’ άτι του φρουμάζει
και στη θωριά του ο χάροντας κρύβεται και δειλιάζει

ντουφέκι ρίχνει ύπουλο και του τρυπά τα σπλάχνα
μ’ αυτός στη μάχη ρίχνεται δίχως να βγάλει άχνα

ψυχορραγεί ο στρατηγός μα δεν του πρέπει κλάμα
στον κάτω κόσμο συντροφιά θα ‘χει το Μάρκο αντάμα

ο Διάκος σέρνει το χορό, ο Φλέσσας κι ο Τζαβέλας
απάνω στα τσακίσματα της άσπρης φουστανέλας

σα γίγαντες ορθώνονται και σαν πλατάνια σμίγουν
σκίζεται το στερέωμα, οι ουρανοί ανοίγουν

με μια φωνή για ν’ ακουστεί σ’ ανατολή και δύση
ξένου ποδάρι τούτ’ τη γης δε θα ξαναπατήσει.


© Δημήτρης Φιλελές

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Η 21η



Ξημέρωμα 21ης Απριλίου 1967. Ο ξάδελφός μου ο Στέλιος εισβάλλει από την αυλόπορτα φωνάζοντας "Θεία! Θεία! Θεία!". Η μητέρα μου ξεκλειδώνει ανήσυχη την πόρτα και βγαίνει στο κεφαλόσκαλο. Ο Στέλιος συνεχίζει "Στρατιωτικός νόμος... Δικτατορία... Χούντα...". Η μητέρα μου μένει άφωνη. Από το απέναντι ταρατσάκι ανοίγει η πόρτα της σοφίτας και εμφανίζεται ο κύριος Κώστας, ο αδελφός της απέναντι γειτόνισσας, με τα σώβρακα, για πρώτη φορά στη ζωή του. Δε μιλάει, δεν κινείται. Ξαναμπαίνει μέσα και μετά από λίγο εξαφανίζεται κρατώντας ένα μικρό βαλιτσάκι. Από κείνη τη μέρα δεν τον ξαναείδαμε ποτέ...

Η 21η

Δοξαστικό στους αφανείς ήρωες
του αντιδικτατορικού αγώνα

Σωπαίνουν γύρω τα πουλιά και κλαίνε οι ραχούλες
πισωγυρίζουν ποταμοί, στερεύουν οι βρυσούλες

θεριά πατούν τον τόπο μας, στους κάμπους αλωνίζουν
ακρίδες μαύρες που πετούν και σπίτια ξεκληρίζουν

η καταχνιά μας τύλιξε, βουβές μας ζώσαν ώρες
στα τρίστρατα μοιρολογούν μανάδες πενθοφόρες

μαύρη απλώνεται η νυχτιά, μαύρη η αυγή χαράζει
μαύρο το χέρι του φονιά τους δίκαιους δικάζει

βαριά τα σήμαντρα χτυπούν, βαριές χτυπούν οι μέρες
βαριά πολέμου τύμπανα, αντάρα και φοβέρες

καρδιά, το αίμα πάγωσε, ατσάλι γίνε, πέτρα
το φόβο σου αμπάρωσε, με την οργή σου μέτρα

μιλήστε λιανοντούφεκα στα χέρια τ’ αντρειωμένα
και σεις μαχαίρια κοφτερά στο αίμα ευλογημένα

σε κορφοβούνια απάτητα σε μήνες και σε χρόνους
και σε κλεισούρες άπαρτες ξορκίστε τους δαιμόνους

ασπίδα στήστε το κορμί σε πέτρινα γεφύρια
στης μάχης μέσα τον αχό ξυπνούν τα πανηγύρια

σύρτε, αδέρφια, το χορό στου χάρου το καρτέρι
αντάμα με το θάνατο ας στρώσουμε νυχτέρι

να πιούμε κόκκινο κρασί και με σπονδές στο χώμα
ν’ αγιάσουμε τη μαύρη γης που παίρνουμε για στρώμα

και του παππού τα κόκαλα βάλτε για προσκεφάλι
ψηλά προστάζει η λευτεριά να ‘χουμε το κεφάλι

φύτρα γι’ αγριολούλουδα ας είναι η σπορά μας
παρά τα όρνια άσπλαχνα να τρών’ τα σωθικά μας

κι όσοι θα μείνουν από μας ας ιστορούν στον κόσμο
πως με της σάρκας τη φωτιά ανοίξαμε το δρόμο.


© Δημήτρης Φιλελές

Τρίτη 18 Απριλίου 2017

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - GUEVARA



ΑΚΟΥΣΤΕ...
ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία
γραμμένο για τον μεγάλο επαναστάτη
Τσε Γκεβάρα


GUEVARA

Στο Θανάση Καραβία

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: "Καμάρι μου, κοιμήσου".
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Πού μ' είδες και πού σ' είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το 'λεγε, ποιος το 'λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.
Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ' τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.

T' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ΄ ένα αλώνι).
απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.


ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ

Pieta (λεπτομέρεια) έργο του Μιχαήλ Άγγελου


ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ

Μνήμη Κωστή Παλαμά

Βουνά μου χαμηλώσετε, ποτάμια μου σωπάστε
αηδόνια μου γλυκόλαλα βαριά αναστενάξτε

γοργά βαρούν τα πέταλα του μαύρου καβαλάρη
που ‘ρχεται το λεβεντονιό μαζί του για να πάρει

νεράιδες φέρτε γιατρικό και ξωτικά βοτάνι
το στάχυ μη στα δυο κοπεί στου χάρου το δρεπάνι

γύφτο μου, χτύπα το σφυρί με δύναμη στ' αμόνι
ν' ατσαλοδέσει η ψυχή στον κόσμο που ‘ναι μόνη

παράθυρα σφαλίσετε, πόρτες αμπαρωθείτε
και σεις μανάδες με παιδιά να διπλοκλειδωθείτε

μη γελαστεί ο χάροντας και αλλαξοδρομίσει
με το δισάκι αδειανό στη νύχτα να σκορπίσει

τα μαύρα του κατάστιχα μετρά και λογαριάζει
ένας του λείπει, είν' εδώ, η ώρα πλησιάζει

σκυφτός διαβαίνει και βουβός, το χέρι του απλώνει
το παλληκάρι πολεμά στο νεκρικό σεντόνι

η μάνα στέκει στη γωνιά, τη νιότη του σπαράζει
ο ουρανός θρηνολογεί απόψε κι ανταριάζει

ποιος ένα λόγο να της πει, να την παρηγορήσει
που βλέπει να σωριάζεται στη γης το κυπαρίσσι

να ‘χα τ' αθάνατο νερό σε κρυσταλλένια βρύση
το χείλι του να δρόσιζα προτού να ξεψυχήσει

γυναίκες φτιάξτε βάλσαμο με ξίδι και με λάδι
να λάμπει το κορμάκι του στου Άδη το σκοτάδι

τα στήθια μη χτυπήσετε, μη μαυροφορεθείτε
μόν'  άσπρα να φορέσετε, τραγούδια να του πείτε

να 'χει στο δρόμο συνοδειά στα μαρμαρένια αλώνια
ως να λαλήσουν τα πουλιά στης άνοιξης τα κλώνια.


© Δημήτρης Φιλελές

Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

ΜΑΝΑ

Pieta (λεπτομέρεια) έργο του Μιχαήλ Άγγελου


ΜΑΝΑ

Στα πόδια σου απόθεσαν τα δάφνινα στεφάνια
και δάκρυσαν από χαρά και από περηφάνια

μπροστά στο γέρικο κορμί έσκυψαν το κεφάλι
που σαν δεντρί στην καταχνιά αλύγιστο προβάλλει

της λευτεριάς για ν' ακουστεί χαρμόσυνη καμπάνα
στα δυο κομμένη με σπαθιά, χαροκαμένη μάνα

έδεσες κόμπο την καρδιά στο μαύρο σου μαντίλι
και μάτωσες και δάγκωσες τα δυο στεγνά σου χείλη

πώς να τη δώσεις την ευχή, πώς να την ξεστομίσεις
παιδί μου, θέλω νικητής μια μέρα να γυρίσεις

με αίμα θέλω του εχθρού τη δόλια γης να βάψεις
μιας άλλης μάνας την καρδιά σαν κεραυνός να κάψεις

πώς να ευλογήσει το χαμό της ανθισμένης νιότης
που κάποια μάνα αλλού θρηνεί το σκοτωμένο γιο της

πώς να φωτίσει η γιορτή τις κόρες των ματιών της
που αλάλητο στέκει πουλί ο άγνωστος στρατιώτης

βαρύς στους ώμους ο σταυρός στου Γολγοθά το δρόμο
τα επινίκια βουβά, με φόβο και με τρόμο

μια χούφτα χώμα όλο το βιος από το σκοπευτήριο
κι ένα καντήλι ακοίμητο που καίει στο κοιμητήριο

απ' του πολέμου τον αχό, της μάχης την αντάρα
τα δόντια τρίζουν και ξερνούν την πιο βαριά κατάρα

ανάθεμα τους αίτιους που τους ανθούς θερίζουν
φίδια των σκύλων την ψυχή να τηνε ροκανίζουν

στάχτη να ιδούν το έχει τους, τους πύργους τους συντρίμμια
χαλάλι το κουφάρι τους στα όρνια και στ' αγρίμια

κι όσα σηκώσαν λάφυρα στου χαλασμού τη μπόρα
σάβανα νεκροσέντονα για τη στερνή τους ώρα.

© Δημήτρης Φιλελές