ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

 


Ανθολογία Σύγχρονης Ερωτικής Ποίησης

Τόμος Β' - Εκδόσεις "Κύμα", 2017

ISBN 978-618-83069-6-7


Η συμμετοχή μου με 5 ποιήματα

 

Σ’ ΑΥΤΗΝ ΕΔΩ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ


Σ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά, σ’ αυτήν εδώ τη ρούγα

ένας αϊτός λαβώθηκε, έσπασε τη φτερούγα.


Δεν ήταν βόλι κυνηγού που στο κορμί του μπήκε

ήταν αγάπης μαχαιριά που στην καρδιά τον βρήκε.


Έγειρε, χαμοπέταξε εκεί που δεν του πρέπει

δυο μάτια που φεγγοβολούν ολημερίς να βλέπει .


Και κείνη περδικόστηθη και κείνη περιστέρα

σαν ξωτικιά τον τύλιξε στη μαγική της σφαίρα.


Τον τύφλωσε η ομορφιά, τον μάγεψαν τα κάλλη

λησμόνησε του ουρανού την ανοιχτή αγκάλη.


Έχτισ’ αϊτός φωλιά στη γη, δε θα ξαναπετάξει

μήτε τον ήλιο την αυγή στα μάτια θα κοιτάξει.


Η τάξη εταράχτηκε, τα πάνω ήρθαν κάτω

σαν κεραυνός ακούστηκε τ’ ανήκουστο μαντάτο.


Ποιος είδε αρχοντόπουλο με μπιστικούς να τρώει

αρχοντικό συμπεθεριό με μαύρο φτωχολόι;


Ποιος είδε νιο πολεμιστή τ’ άρματα να πετάει

και τον οχτρό να σκιάζεται, την πλάτη να γυρνάει;


Ποιος είδε αϊτό περήφανο ζευγάρι με τρυγόνα

χειμώνα στα κατώμερα χωμένο σε κρυψώνα;


Τα μάγια λύσε μάγισσα, σου το ζητώ για χάρη

που μια νυχτιά τον έδεσες μ’ ολόγιομο φεγγάρι.


Ανθρώπου λόγος δε φελά στης μοίρας το τεφτέρι

γινάτι μόνο συμφορές και κλάματα  θα φέρει.


Μα ειν’ η νιότη άμυαλη στου έρωτα τα βρόχια

θαρρεύει ορθή πως θα σταθεί στα μαύρα ανεμοβρόχια.


Θρήνος της μάνας, οδυρμός για το μοναχογιό της

λόγο φονιά ξεστόμισε μες στον πικρό καημό της.


«Κάλλιο στην κάσα ξέπνοο να τον νεκροφιλήσω

παρά γαμπρό στην εκκλησιά να πάω να τον στολίσω.»


Σαράντα μέρες πόλεμος με τη βαριά κατάρα

ο σταυραϊτός ξεψύχησε, απλώθηκε αντάρα.


Λύγισ’ η δόλια ξωτικιά, σαν καλαμιά, σαν στάχυ

κι από γκρεμό τσακίστηκε στην πιο ψηλή τη ράχη.


Κοιμούνται τώρα αγκαλιαστά σε σύννεφο μπαμπάκι

στο χώμα λιώνουν ταιριαστά κορμάκι με κορμάκι.


ΦΩΤΑ ΠΟΡΕΙΑΣ


Ο έρωτας σαν χάρτινο πλεούμενο

με τα φωτάκια της νυχτερινής πορείας

μια μάχη που δεν έχει προηγούμενο

και δεν τη γράφουν τα βιβλία ιστορίας.


Ένα ταξίδι με των αστεριών το φως

ούτε πυξίδα ούτε χάρτης ούτε στίγμα

γύρω μια θάλασσα και κάτω ο βυθός

δυο ακροβάτες πάνω απ' του σεισμού το ρήγμα.


Ο έρωτας σαν άνεμος ανήμερος

απλώνει τις φτερούγες του και σημαδεύει

κι αν φαίνεται αθώος και εφήμερος 

τα βέλη άστοχα ποτέ του δεν ξοδεύει.


Νύχτες καρφιά, φωτιά και απειλή

βλέμματα σμίγουν με φορτία  ηλεκτρισμένα

μοιάζει το τέλος με χαριστική βολή

αίμα το πλήθος περιμένει στην αρένα.


Εσύ τον ήλιο να φοράς στην παγωνιά

κι εγώ ν' ανάβω το φεγγάρι κάθε βράδυ

στην αγκαλιά μου φτιάχνω μια ζεστή γωνιά

να κοιμηθείς να μην τρομάζεις στο σκοτάδι. 


Εσύ στα χέρια μου κοιμήσου σαν παιδί

κι εγώ θα πλέκω τα όνειρά μου στα μαλλιά σου

κι ένα χαμόγελο θα γράφω στο χαρτί

κάθε πρωί που θα ξυπνάς για τη δουλειά σου.

 

ΤΟ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟ ΚΥΜΑ

 

Ξυπόλυτο στην αμμουδιά το κύμα σεργιανάει

το στόμα βρέχει με φιλιά και σιγοτραγουδάει


στα χέρια του δυο βότσαλα κρυφά σφιχταγκαλιάζει

αφρός με ροδοπέταλα κι ένα κρυφό μαράζι


το κύμα στην ακρογιαλιά στα σύννεφα μιλάει

με μια βουτιά απ’ τα βαθιά τα διπλοχαιρετάει


και το φεγγάρι τ’ αργυρό τα βράδια συνοδειά του

άγκυρα ρίχνει στο νερό και λούζει τα μαλλιά του


μια ρούσα, μια ομορφονιά του γύρισε τα προξενιά

κι είναι τα βράδια ορφανό μ’ ένα πικρό παράπονο. 

 

ΜΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΔΟΛΩΜΑ

 

Να είχα μια ψαρόβαρκα και πήχες παραγάδι

με το φεγγάρι δόλωμα που φέγγει κάθε βράδυ


να πήγαινα για ψάρεμα κάτω απ' τα παραθύρια

που δύο μάτια γαλανά λάμπουνε σαν ζαφείρια


πάνω στην αστερόστρατα να έστηνα  καρτέρι

ρόδα και κρινολούλουδα ν' ανθίσουν στο νυχτέρι


κι όλη τη νύχτα ως την αυγή να σου 'πλεκα τραγούδια

στα μεταξένια σου μαλλιά σκάλες για τ' αγγελούδια


και σαν φανεί ο αυγερινός και πριν το φως ροδίσει

το βλέφαρό σου άνοιξε τη μέρα να στολίσει


κι αν στο αγκίστρι έχει πιαστεί το άσπρο σου μαντήλι

πίσω αν το θέλεις, δώσε μου τα κοραλλένια χείλη


να τα φορέσω φυλαχτό στη μέρα που χαράζει

κι άμα μου πουν πως δε με θες, να σβήσω απ' το μαράζι.

  

ΕΧΕΙΣ…

 

Έχεις στα μάτια κάτι

απ’ τη λάμψη του θλιμμένου φεγγαριού

που κυλάει σαν δάκρυ στην ακύμαντη θάλασσα

κάτω απ’ τα τρεμάμενα λυχναράκια των αστεριών

έχεις το ρίγος του δέρματος

με τη γεύση του άγουρου αγριοκέρασου

- κάτι στυφό και γλυκό συνάμα –

που αφυπνίζει μεμιάς τις απωθημένες αναμνήσεις

έχεις τα λυτά μαλλιά που ξεχύνονται

στους γυμνούς ώμους

και ανεμίζουν ξέπλεκα στο σάλπισμα του ζέφυρου

σαν ανήμερου αλόγου χαίτη

έχεις στην περπατησιά

την αρχοντιά και το σκίρτημα της ελαφίνας

τη στιγμή που σκύβει να δροσίσει

τη διψασμένη ψυχή της στην ακροποταμιά

έχεις τα κρυστάλλινα χέρια

τα τόσο εύθραυστα και διάφανα

- και όμως τόσο δυνατά –

που χρόνια και χρόνια νανουρίζουν

τα πιο ευαίσθητα όνειρα

έχεις το κλειδί της ζωής κρεμασμένο

πάνω στο πλατύ αθώο χαμόγελο

που ανοίγει διάπλατα κάθε πρωί τα παράθυρα τον ήλιο

και πλημμυρίζει τις στιγμές με φως.


© Δημήτρης Φιλελές



Δεν υπάρχουν σχόλια: