Ο Αντώνης Καρδούχος ήταν πολύ στενοχωρημένος. Την ταβέρνα που έχτισε με αίμα και ιδρώτα, απέναντι από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά, παραχώρησε από ανάγκη στον γιο του Βασίλη. Το ποτό, βλέπεις, τον είχε κάνει κουρέλι, τον παλιό μάγκα που τον έτρεμε ολόκληρη η λαχαναγορά στα λεμονάδικα, στην περιοχή Αντιγονιδών.
Κάτω από τα μνήματα της Αγίας Παρασκευής είναι η στάση Γέφυρα. Βρισκόταν εκεί το κακόφημο ουζάδικο του Παναγή Στάφκου, ψευτόμαγκα παλιοελλαδίτη. Μπήκε να ξεδιψάσει, ο Παναγής τον υποδέχτηκε ψυχρά. Ήταν τυχερός, μια παλιά του γνώριμη ήταν εκεί, η Νίτσα, γελαστή και αθυρόστομη. «Νίτσα μου, μουνίτσα μου, Νίτσα μου, Νίτσα, πουτανίτσα μου». Έτσι αυτοσυστηνόταν στους πελάτες και τους ξεπαράδιαζε. Έπινε τα τσάγια με τη σέσουλα, τους χρέωνε ουίσκι.
Μη υπάρχοντος άλλου πελάτη, η Νίτσα κάθισε στο τραπέζι του Αντώνη, έπινε ό,τι έπινε αυτός. Φτιάχτηκε ο Αντώνης, χούφτωνε τα μπούτια της Νίτσας. Περνούσαν καλά οι δυο τους μέχρι να πλακώσει πελατεία στο μαγαζί. Μόλις μπήκαν άλλοι πελάτες, η Νίτσα παράτησε τον παλιόφιλο Αντώνη, πήγε για το μεροκάματο, να βγάλει κάνα φράγκο. Αυτός ζορίστηκε, ήτανε στις μαύρες του και ήθελε λιγάκι να ξεδώσει. Γέμιζε το ποτήρι του, το εύρισκε άδειο, το ξαναγέμιζε ξανά και ξανά. Λύθηκε η γλώσσα του, άρχισε να λέει διάφορα.
«Έλα κατά ’δώ, Νίτσα. Έχω κάτι να σε πω, θα σ’ αρέσει. Καλά, αφού δεν έρχεσαι να τα ακούσεις, θα στα πω από μακριά. Σε πήγε ο Παναγής στην εξοχική του βίλα, στο Πόρτο Κουφό;»
«Όχι».
«Α, δεν ξέρεις τι χάνεις. Οι λαμαρίνες στάζουν μέσα στο σπίτι όταν βρέχει, όταν δεν τις παίρνει ο αέρας. Τα κουνούπια σε χαϊδεύουν, όργιο, τι να σου πω, όργιο σε λέω. Χάνεις, δεν ξέρεις τι χάνεις».
Ζορίστηκε ο Παναγής Στάφκος, αλλά έκανε υπομονή. Μετά από λίγη ώρα, μπήκε στο μαγαζί ο γιος του Παναγή, ο Λέανδρος. Είχε πάρει άδεια από το στρατόπεδο του Καρατάσου, όπου υπηρετούσε τη θητεία του.
Ο Παναγής αναθάρρησε, βγήκε από τον πάγκο, πήγε πίσω από την πλάτη του Αντώνη, σήκωσε μια καρέκλα και την κατέβασε στο κεφάλι του. Πίδακας αίματος ανάβλυσε από το κρανίο του Αντώνη, ο οποίος άδειασε σαν σακί στη διπλανή καρέκλα, εκεί που καθόταν η Νίτσα. Τον φόρτωσαν σε ένα Ντάτσουν, τον άδειασαν μπροστά στο σκυλάδικο, το διπλανό από το μαγαζί του Αντώνη.
Άκουσαν τα βογγητά του, ειδοποίησαν τον καταστηματάρχη, αυτός βρήκε τον Βασίλη, τον πήγανε στο κεντρικό νοσοκομείο. Κρανιοεγκεφαλική κάκωση, δυο ώρες εγχείρηση, είκοσι πέντε ράμματα, πάνω από μια εβδομάδα στο νοσοκομείο. Έμαθε τα σχετικά από τον πατέρα του ο Βασίλης, πέρασε από το ουζερί του Παναγή απόγευμα Σαββάτου, το βρήκε κλειστό. Την Κυριακή το απόγευμα εξακολουθούσε το μαγαζί να είναι κλειστό. Επανέλαβε την επίσκεψή του τη Δευτέρα το απόγευμα, πάλι κλειστό το βρήκε. Την επόμενη Τρίτη το βράδυ, γύρω στις δέκα η ώρα, με μια πέτρα με κοφτερή μύτη έσπασε τη βιτρίνα, έριξε ένα αναμμένο στουπί λουσμένο στο πετρέλαιο και έφυγε. Το μαγαζί έγινε στάχτη.
Την επόμενη Παρασκευή ο Αντώνης πήρε εξιτήριο. Ζαλιζόταν ακόμα, αλλά δεν έδωσε σημασία. Πέρασε από το ουζερί του Παναγή του Στάφκου, το βρήκε λειωμένο από τη φωτιά. Από ’κεί πήγε στο κατάστημα του γιου του. Τίποτα δεν του είπε ο Βασίλης, δεν ρώτησε τίποτα κι αυτός. Το βράδυ ευχαρίστησε τους ανθρώπους του σκυλάδικου που συνέβαλαν στη σωτηρία του.
Ο Παναγής ο Στάφκος χάθηκε από την πιάτσα. Κάποιοι είπαν πως πήγε και μένει στο εξοχικό του, στο Πόρτο Κουφό. Άλλοι είπαν πως γύρισε στην πατρίδα του, κάπου στην Πελοπόννησο. Ποιος να ξέρει. Δεν φάνηκε πάντως από τότε στο Βαρδάρη, μήτε στη Σαλονίκη ολόκληρη.
Κάναμε
κάποια γλωσσικά πειράματα στο Γυμνάσιο Κιλκίς. Στη δεκαετία του ’60, το
τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη για την «κακούργα
μετανάστευση» έκανε θραύση, ακούγονταν παντού, συνέχεια: «Στις φάμπρικες της Γερμανίας/και στου
Βελγίου της στοές/πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν/και κλαίνε οι μάνες αχ μοναχές.
/Κακούργα μετανάστευση/
κακούργα ξενιτιά/μας πήρες απ’ τον τόπο μας/τα πιο καλά παιδιά». Είχε βγάλει και ένα άλλο τραγούδι ο Στέλιος, όχι τόσο
ονομαστό, θέμα του ο θάνατος: «Θέλω να
πεθάνω, θέλω να πεθάνω/θέλω να πεθάνω, για να μην πονώ»… Πήραμε, οι
«αρχαιοκάπηλοι» συμμαθητές, τους στίχους του Βίρβου να τους μεταφράσουμε στην
αρχαία ελληνική γλώσσα: «Βούλομαι τεθνάναι, βούλομαι τεθνάναι/ίνα μην αλγώ/άπαντα
τα άλγη εμοί πεπτοκότα»… Κάποιοι άλλοι, πιο απαιτητικοί, πιο προχωρημένοι,
δοκίμασαν τη μεταφορά του άσματος στην αρχαία ιταλική, τη Λατινική γλώσσα. «Moleomorivi, moleomorivi/moleomorivi»…
Η προτελευταία χρονιά στο Γυμνάσιο του Κιλκίς. Προς το
τέλος της ηπρώτη δεκαετία μετά τον εμφύλιο.
Τα τραγούδια του Καζαντζίδη ήταν στην ημερήσια διάταξη. Τώρα μερικοί άσχετοι,
τυμβωρύχοι, στην αντίπερα όχθη ιδεολογικά ευρισκόμενοι, κερδοσκοπούν κάνοντας
λάβαρο τα τραγούδια του. Ένα σημαίνον πρόσωπο μάλιστα, φίλησε το άγαλμα τού από
καιρό νεκρού καιείπε: «Να είσαι γερός,
ρε μάγκα».
Το χωριό μας είχε αδειάσει από το κύμα φυγής στις
δυτικές χώρες, Γερμανία κυρίως. Μετανάστες κι εμείς, σε ξένο τόπο. Αφήσαμε τα
χωριά μας, μακριά από τους δικούς μας, εγκατασταθήκαμε στην μεγάλη πόλη, για να
μάθουμε γράμματα. Παίζοντας ο Γιώργος με τη λογική που διδασκόμασταν, έφτιαξε
το σχήμα: «Η μετανάστευση είναι αιμορραγία.
Η εσωτερική μετανάστευση είναι εσωτερική αιμορραγία».
Στο Γυμνάσιο Κιλκίς είχαμε
τις απαιτήσεις μας για εκδρομή. Μόλις βλέπαμε ήλιο στον ουρανό, ζητούσαμε με
μια φωνή την εκδρομή που μας χρωστούσαν, μετρούσαμε τις μέρες, βέβαια. Είδαν και απόειδαν οι καθηγητές,
ανταποκρίθηκαν στο καθημερινό αίτημά μας για εκδρομή. Ο γυμνασιάρχης Θάνος, εξαίρετος
άνθρωπος, μας έκανε τη χάρη. Ο μαθηματικός σκληρός, η φιλόλογος αυστηρή,
ο γυμναστής μηχανόβιος, είχε βέσπα. Ήταν και η καινούργια, η καθηγήτρια των
αγγλικών, σε αντικατάσταση της συνταξιοδοτηθείσας. Άγνωστη ανάμεσα σε
αγνώστους, άρα αδιευκρίνιστων προθέσεων. Μικροκαμωμένη, τρυφερή και εύθραυστη,
που φαινόταν κατά πολύ νεότερη από την πραγματική της ηλικία.Παρασκευή μεπολλές ώρες μαθήματος, καλή μέρα για εκδρομή. Στο άλσος του Αγίου
Γεωργίου, δίπλα του απλώνεταιο κάμπος.
Ήταν άνοιξη, στραφτάλιζε το πράσινο, ο κάμπος μια απέραντη πράσινη θάλασσα, τα
λουλούδια στις δόξες τους, μοσχομύριζε ο τόπος. Τέλη Απριλίου ο καιρός ζέστανε
για καλά. Τέτοια μέρα πού όρεξη για σχολείο.
Το κλίμα ζεσταινόταν όλο και πιο πολύ, λίγο η ξενοιασιά
και η ανεμελιά της εκδρομής, λίγο ο ανοιξιάτικος ήλιος. Το κέφι καλά κρατούσε,
ανηφόριζε στα όρια να διαρρήξει τους τύπους της καθημερινότητας,
καθηγητής–μαθητής, ελεγκτής–ελεγχόμενος, μικρός-μεγάλος κλπ.Η βέσπα του γυμναστή, φορτωμένημπύρες και μεζέδες, έσπρωξε τους καθηγητές να
συμμετέχουν πιο ενεργά στο γλέντι. Δυο χωράφια παρακάτω από τα όρια του άλσους
ήταν ένα ποτιστικό επίπεδο κτήμα, σπαρμένο με τριφύλλι. Μας άρεσε σαν ένα ωραίο και
μαλακό γήπεδο, να τρέχεις, να πέφτεις και να σηκώνεσαι χωρίς γρατσουνιές και
μώλωπες. Δεν γνωρίζαμε τότε ούτε το γκαζόν, ούτε τη λέξη. Καμιά δεκαπενταριά
ανυπόταχτοι πιονιέροι πήραν τον δρόμο που οδηγεί στο σαν γήπεδο χωράφι, να
παίξουνε και να χαρούνε στο γρασίδι του. Μαζί τους ο ακορντεονίστας,ο γυμναστής, παιδί κι αυτός μαζί με τους
άλλους. Χωρίς αποτέλεσμα αντέδρασαν ο μαθηματικός και η φιλόλογος. Ακολουθήσαμε
μπουλούκι ατελείωτο τους ταραξίες εχθρούς της κάθε πλήξης. Ήμασταν όλοι εκεί.
Οι καθηγητές πιο προσεκτικοί, κατέλαβαν το πράσινο χαλί του δρόμου, το κανάλι
που διαχωρίζει το κτήμα, κάνα δυο πιο τολμηροί, ακουμπούσαν τις παρυφές του
κτήματος. Ο μουσικός αφού εξάντλησε όλα τα δημοτικά τραγούδια που γνώριζε, το
γύρισε στα ευρωπαϊκά, αρχίζοντας με τα κύματα του Δούναβη.
Πώς έγινε ακριβώς,δεν το θυμάμαι. Βλέπω, σαν να συμβαίνει τώρα, να αρπάζω το χέρι της
καθηγήτριας των Αγγλικών, να στροβιλιζόμαστε μέχρι να την οδηγήσωστο κέντρο του κτήματος, εκεί όπου ο
διαιτητής στο γήπεδο τοποθετεί τη μπάλα για το εναρκτήριο λάκτισμα. Ίσως
ψάχνοντας για τον πυρήνα των πραγμάτων, ένα ψήγμα, ένα κουκούτσι αληθινής χαράς
σε όλα τα καθημερινά, τα περισσότερα μάλλον αρνητικά. Ενώ στροβιλιζόμασταν,
έβλεπα το πλήθος να περιστρέφεται ασταμάτητα γύρω μας.Χάθηκα, δεν ήμουνα εκεί, ήμουνα μέσα στον
Δούναβη που δεν γνώριζα. Τα κύματά του πότε με ανέβαζαν ψηλά, πότε με γκρέμιζαν
σε βάραθρο υγρό. Παρακάλεσα τότε να γινόταν νύχτα. Αυτά τα βλέμματα, άλλα
περίεργα, άλλα μοχθηρά, να γινόντουσαν αστέρια σιωπηρά. Να μπορούσα με πάθος να
σφίξω στην αγκαλιά μου αυτό το εξαίσιο πλάσμα.
Ο μουσικός ανέβαζε τους τόνους, δυο τρεις τόλμησαν, μας
χειροκρότησαν, ακολούθησαν άλλοι.
Δεν έγινε νύχτα, δεν υπήρχαν αστέρια. Παγερή σιωπή
απλώθηκε ξάφνου στο ανθρώπινο δάσος. Κατέφτασε οργίλος σίφουνας, παλιός αντάρτης, καβάλα στο
άλογό του, φωνάζοντας: ««Γαμώ τη
μουζίκα σου, φύγετε από το χωράφι μου, και εσείς όλοι βγείτε έξω από το χωράφι μου,
πάρτε δρόμο εμπρός». Προσγειώθηκα σε πεζά χειροπιαστά πράγματα από τα
κύματα του Δούναβη. Αστραπιαία βρέθηκαν όλοι στο κανάλι και στον δρόμο. Δαρμένο
σκυλί ακολούθησα την πανικόβλητη καθηγήτρια. Ειδοποίησε
τον αγροφύλακα, η ζημία ήταν πάνω από εκατόν πενήντα δραχμές, ο εκπρόσωπος του
νόμου την αποτίμησε σε ογδόντα έξι δραχμές. Ο ιδιοκτήτης του αγρού περιόρισε το
ποσό στις ογδόντα δραχμές.
Μαζέψαμε
τα χρήματα δραχμή–δραχμή. οι καθηγητές δενδέχτηκαν. Πλήρωσαν αυτοί αντί για μας τη ζημιά. Ο φόβος ήταν για την
άλλη μέρα. Βγήκε αληθινός, πού είσαι Μέρφι, η Βουτυρά είπε: «Για εκδρομές και
για παρανομίες είσαστε πρώτοι. Για μαθήματα πέρα βρέχει», άνοιξε τον κατάλογο,
κάλεσε πρώτο εμένα να πω το μάθημα, ακολούθησαν άλλοι ταραξίες ψυχών.
Μονάδα μέτρησης βάρους την εποχή εκείνη ήταν η οκά. Μια
οκά ψωμί στοίχιζε δυο δραχμές, ο χαλβάς τέσσερις, το τυρί έξι, το λάδι δέκα.
Αργότερα, από την οκά πήγαμε στο κιλό, μετά το κιλό στο λίτρο. Σήμερα όταν
αγοράζω ένα λίτρο νερό, αγοράζω ένα κιλό, όταν αγοράζω ένα λίτρο λάδι, αγοράζω
κάτι περισσότερο από εννιακόσια γραμμάρια. Τώρα αγοράζοντας ένα ψωμί, παίρνω
ψωμί τριακοσίων πενήνταγραμμαρίων.
Έμεινα μετεξεταστέος σταΜαθηματικά και στο μάθημα των Αγγλικών, «για
να μάθω καλύτερα τα Αγγλικά», είπε η καθηγήτρια.
Τέσσερα χρόνια μετά, απολυμένος στρατιώτης, άνεργος και
πικραμένος, καθώς πήγαινα με τα πόδια για το χωριό μου, παρεξέκλινα από τον
κεντρικό δρόμοκαι πήγα στο αγαπημένο από
παλιά κτήμα. Να αναπολήσω αν απέμεινε κάτι από εκείνο το φοβερό σκίρτημα
τηςεφηβείας μου. Ήθελα και κάτι ακόμα,
το αδύνατο, να μάθωπώς ένιωσε τότε η
συνοδός μου. Το βρήκα θερισμένο, είχε μπάλες. Όχι από χόρτο, αλλά από άχυρο.
Μπορεί ο ιδιοκτήτης του να αγανάκτησε από τις επαναλαμβανόμενες καταπατήσεις
του και να προέβη στην αλλαγή χρήσης γης.Μπορεί να μη ζει, μπορεί να το πούλησε, μπορεί, μπορεί...
Μετά από χρόνια
έμαθα πως η καθηγήτρια, συνταξιούχος πια, ζούσεμε την οικογένεια της μικρότερης αδελφής της. Δεν έκανε δική της.
Κοσμάς Ηλιάδης
Στα παλιά λημέρια (εκδ. Αποστακτήριο, 2022)
Το διήγημα δημοσιεύεται με τη συγκατάθεση του συγγραφέα. Δεν αποτελεί εμπορικό προϊόν και δεν χρησιμοποιείται για εμπορικό όφελος.