ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΝΕΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

 


Νέα Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2020 

ISSN 2654-1874


Η συμμετοχή μου με 7 ποιήματα


ΠΑΤΡΙΚΟ


Στο σπίτι μου το πατρικό ανθίζουν τα γεράνια

μοσχοβολάει γιασεμί, βασιλικός και δυόσμος

κάθε πρωί ροδοξυπνούν και ομορφαίνει ο κόσμος

κορίτσια τριαντάφυλλα με κόκκινα φουστάνια.


Στο σπίτι μου το πατρικό ο ήλιος ξεφαντώνει

τα πιατικά στα ράφια του γυαλίζουν από πάστρα

ψωμί κι ελιά, ζωής χαρά και μία χούφτα άστρα

στην κάμαρη κατρακυλούν στης νύχτας το σεντόνι.


Της νιότης διαμαντόπετρα στα μάτια δάκρυ φέρνει 

αλάλητο, ερημικό, απ’ όλους ξεχασμένο 

στ’ ανεμοβρόχι δέρνεται και λαβωμένο γέρνει 


στο χρόνο στέκει ακοίμητο, προσεύχεται το σώμα 

να ‘ρθει μιας νύχτας τ’ άγγιγμα, φίδι φαρμακωμένο 

στη γης να βρει ανάπαυση, να σωριαστεί στο χώμα.


ΧΑΘΗΚΑΜΕ ΣΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΙΑ


Κρύψαμε μες στον κόρφο μας μια χούφτα απ' τ' άγιο χώμα

κι απλώσαμε το μπόγο μας πάνω στη γη για στρώμα.

Τα όνειρα τυλίξαμε μ' ένα κλαδί βασιλικό

σε ξένα χέρια αφήσαμε το σπίτι μας το πατρικό.


Μας ξέβρασε στο Λαύριο η θάλασσα αφρισμένη

οι μέρες δίχως αύριο, γενιά τυραννισμένη.

Χαθήκαμε στην Κοκκινιά απ' του Θεού το μάτι

γιατί στον άδικο ντουνιά βασίλεψε η απάτη.


Τα Άδανα και τ' Αϊβαλί κι η Σμύρνη η Ελληνομάνα

αντί του μάννα ήπιαν χολή, βαριά χτυπά η καμπάνα.

Γυναίκες, άντρες και παιδιά χαθήκαν μες στη μπόρα

στα δυο μας κόπηκε η καρδιά, ερήμωσε η χώρα.


ΑΠΟΛΟΓΙΑ


Στην άμμο ανάψαμε φωτιά να πούμε παραμύθια

μα τα παιδιά ζητούσανε να μάθουν την αλήθεια.

Λόγια μονάχα ξέραμε που τα αυτιά χαϊδεύουν

και για καράβια στα βουνά που χρόνια ταξιδεύουν.


Απ' τα μαλλιά αρπάξαμε όμως την ευκαιρία

το τέλος για να γράψουμε στη φαρσοκωμωδία.

Ψέματα καβαλάρηδες μας τάισαν με σκόνη

τα φωτεινά ιδανικά κρεμάσαν στην αγχόνη.


Τα εθνικά συνθήματα με μίσος ποτισμένα

και τα οράματα φτηνά, τσίπουρα νοθευμένα.

Στο λάκκο μέσα μάθαμε να ζούμε με λιοντάρια

κι αν γεννηθήκαμε λαγοί, μοιάζουμε παλληκάρια.


Μας πνίγει το φιλότιμο, σηκώνουμε παντιέρα

με φουστανέλα του τσολιά και ιαχή "αέρα"!

Πουλήσαμε το κίνημα σε οίκο ευκαιρίας

το κήρυγμα γυρεύουμε σανίδα σωτηρίας.


Χώσαμε το κεφάλι μας κάτω από κεραμίδι

τη σάρκα μας προσφέρουμε στ' άλογα του Διομήδη.

Γράψαμε στα παπούτσια μας την αξιοκρατία

σαν τέρας αναθρέψαμε τη γραφειοκρατία.


Τυφλά υπηρετήσαμε τους νόμους των αρχόντων

κακώς υποτιμήσαμε τη γνώση των γερόντων.

Αφού ολοκληρώσαμε την αυτοκριτική μας

κι είπαμε πώς πουλήσαμε την επανάστασή μας.


Σβήσαν τα φώτα του μπερντέ και μείναμε μονάχοι

και τα παιδιά μας μάθανε πώς χάσαμε τη μάχη.

Κι αν δεν τους γίνει μάθημα, το φταίξιμο δικό τους

που άλλοι θα ορίζουνε το μαύρο ριζικό τους.


Ο ΓΗΤΕΥΤΗΣ


Ήτανε νιος ομορφονιός, ταξιδευτής του κόσμου

και γητευτής των αστεριών μ’ ένα κλαράκι δυόσμου.

Περνούσε θάλασσες, στεριές, χειμώνες, καλοκαίρια

και χάριζε την άνοιξη μέσ’ απ’ τα δυο του χέρια.


Προσκυνητής της ομορφιάς σε τόπους μαγεμένους

και της αγάπης τρυγητής σε χρόνους ξεχασμένους.

Κάτεχε ξόρκια μυστικά τους πόνους να γλυκαίνει

να ξεριζώνει το κακό που τις ψυχές βαραίνει.


Μια μουσική αλλιώτικη στο φτερωτό δοξάρι

με μαστοριά απ’ την καρδιά, χαρά στο παλληκάρι.

Μ’ αξιοσύνη ζηλευτή τα βάσανα σκορπούσε

και με γλυκόλαλη μιλιά τον ουρανό μεθούσε.


Μα ζήλεψαν οι άγγελοι κι οι μοίρες τον θυμώσαν

πάνω σε βράχο κοφτερό τα χέρια του καρφώσαν.

Όλης της γης οι μαχαιριές γίναν πληγές στο σώμα

και τα τραγούδια της χαράς πικρό φιλί στο στόμα.


Μόνο στην άκρη των ματιών δάκρυ καυτό σταλάζει

πάνω στο χώμα το γυμνό άλικα άνθη βγάζει.

Ένα τους έκοψα κι εγώ που φύτρωνε σε μι’ άκρη

και την αγάπη τραγουδώ σ’ όλης της γης τα μάκρη.


ΔΡΑΚΟΛΙΜΝΗ


Θυμώσανε οι άνεμοι και μπήκαν στο τσουβάλι 

το κύμα καταλάγιασε στου κόλπου την αγκάλη 

τα αφρισμένα τα νερά κηρύξαν απεργία 

τα όνειρα που κάναμε βγήκαν στην ανεργία 

τα σύννεφα στον ουρανό κάνουν περιπολία 

και μένουν αταξίδευτα του έρωτα τα πλοία 

κι αν το φεγγάρι ακοίμητο κάθεται σταυροπόδι 

τροχός της τύχης δε γυρνά να σπάσουμε το ρόδι 

καράβια που σαπίζουνε στο γέρικο μουράγιο 

τα γόνατα κοπήκανε, έσβησε το κουράγιο 

σκουριάζουνε οι άγκυρες στης θάλασσας τ' αλάτι

του καπετάνιου απόκαμε το άγρυπνο το μάτι 

στο πρώτο χάραμα ομίχλη στάζουν τα φουγάρα 

κι η μέσα τσέπη με βρεγμένα σπίρτα και τσιγάρα 

βουλιάζει ο ορίζοντας και τα πουλιά σωπαίνουν 

τα μπάρκα τα τρικούβερτα μικραίνουν και μακραίνουν 

η μέρα κόβει σαν γυαλί κι η νύχτα σαν ξυράφι 

τα λόγια κρίμα τα βαριά που ξέμειναν  στο ράφι 

απούλητη η πραμάτεια μας σε σκοτεινό αμπάρι 

μεσίστια τα χρόνια μας κρεμάμε στο κοντάρι 

με κάρα καρβουνιάρικα το βιος μας κουβαλάμε 

το θησαυρό μας κάψαμε και στη φωτιά γελάμε 

και βίρα μάινα το κουπί να πάμε αράδα αράδα 

στης δρακολίμνης τα νερά για τη στερνή βαρκάδα.


ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΕΣ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


Ένα πρωί Πρωτομαγιά κόκκινος ήλιος αίμα

απ’ τα βλαστάρια η σοδειά, μαλλιά σγουρά, στήθια πλατιά

της λευτεριάς η γέννα.


Ένα πρωί Πρωτομαγιά γιορτάζει ο προδότης

στο βάζο του τριαντάφυλλα, άλικα ροδοπέταλα

της μάνας για το γιο της.


Ένα πρωί Πρωτομαγιά άσπρο τοπίο χιόνι

τα χέρια τα ασάλευτα, τα χείλη τα αμίλητα

της Παναγιάς οι πόνοι.


Ένα πρωί Πρωτομαγιά γιορτάζει ο προδότης

μαυροφοριέται η γειτονιά, κατάρες κι αναφιλητά

ψάχνει τον αδελφό της.


Κόκκινο δάκρυ ο αγιασμός μου

Καισαριανές όλου του κόσμου

πίνω τη δίψα μου να σβήσω

ποτέ μου δεν θα γονατίσω.


Κόκκινο δάκρυ ο στεναγμός μου

στις θάλασσες του κάτω κόσμου

δεν κάνω ούτε βήμα πίσω

κι από το χώμα θα γυρίσω.


ΓΙΟΡΤΕΣ


Οι γιορτές 

είναι φιλόδοξες προσπάθειες επούλωσης 

της αναδυόμενης επώδυνης σιωπής 

οργανώνουμε με προσοχή την ευφρόσυνη  ατμόσφαιρα 

αγωνιούμε για την επιμελή ιεράρχηση επουσιωδών λεπτομερειών 

επενδύουμε στην ηχηρή παρουσία των προσκεκλημένων 

από φόβο στην επιδημική εξάπλωση της σιγής 

αναπαράγουμε το κληροδότημα της επιβεβλημένης ευφορίας 

καρπωνόμαστε τα εύσημα της επιτυχούς αναστάτωσης 

διαιωνίζουμε την υποτροπιάζουσα καθεστηκυία τάξη 

καθισμένοι αναπαυτικά πάνω στον εκρηκτικό μηχανισμό 

της βαλτώδους αταραξίας 

δεν αναρωτιέται κανείς ποτέ 

αν έστω ένα μικρό βότσαλο επέπλευσε

στην ακύμαντη υγρή επιφάνεια 

όλα, παρά τις απέλπιδες αναπηδήσεις, 

κείτονται αμετάκλητα στο βυθό 

καληνύχτα…


© Δημήτρης Φιλελές



Νέα Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2021 

ISSN 2654-1874


Η συμμετοχή μου με ένα πεζό αφήγημα


Τι ‘ναι η ζωή αλήθεια, αγαπημένη μου,

τι λίγα πράματα χρειάζεται ο άνθρωπος για να ‘ναι ευτυχισμένος!

Και πάει και χάνεται για τα μεγάλα φαντάσματα… 

Νίκος Καζαντζάκης «Αδερφοφάδες»

 

ΠΡΟΒΑΤΑ ΚΑΙ ΛΥΚΟΙ

 

A la manière de Kazantzakis

 

Πρόβατο έρχεται στον κόσμο ο άνθρωπος, πρόβατο κάτασπρο το μέσα του, με καρδιά ξέχειλη καλοσύνη, με ματιά που λαμπυρίζει αθωότητα, έτοιμη ν’ απλωθεί σα θάλασσα αρυτίδιαστη, να δώκουν όλοι γύρω μια γερή βουτιά να δροσερέψουν οι σκουριασμένες κλείδωσες του κορμιού τους, να λαγγέψουν οι ψυχές οι στερεμένες στο γλυκερό της χάδι, χορό λεβέντικο να σύρουνε καμαρωτές στο τρίστρατο της αγάπης, του δίκιου και της αδερφοσύνης.

Μα δεν καλαρέσει της αιμόχαρης αδερφοχτόνας αμάχης τούτη η ειρηνική σύναξη του σύμπαντος κόσμου, τρώγεται να φέρει του νου το ξεστράτισμα, να τον λοξοδρομήσει από της αγαθοσύνης το στρατί, να του ανακατώσει τα χνάρια, να τόνε τυφλώσει με της αμυαλιάς τη φουσκοδεντριά, να τόνε σπρώξει στανικώς στη λυκοφωλιά, όσο που να τόνε κάνει τσιράκι της και να του χεριάσει στην απαλάμη το αδερφοφάδικο μαχαίρι.

Κι ο άνθρωπος, παραντουρισμένος, το πρώτο που θα κόψει είναι της χούφτας του το τροφαντό πετσί, το πρώτο που θα δει ν’ αφανίζεται στης γης την άπατη ρουφήχτρα θἂναι το δικό του άλικο κοχλακιστό γαίμα, την πρώτη δαγκανιά του σουβλερού πόνου με τα ίδια του τα δόντια θα τήνε δώκει στο σουφρωμένο του τ’ αχείλι κι απέ θα σκύψει να πιει τούτο το πιοτό το μεθυστικό, θα το στροφογυρίσει ασάλιωτο με την άμαθη γλώσσα στον στυφό ουρανίσκο και θαρρεύει τότες και του μοιάζει πως λύκος κι ατός του γίνηκε κι ούλα τ’ άκακα πρόβατα απ' το μαχαίρι του το μαυρομάνικο ήρθε καιρός να τα περάσει.

Έτσι χαλνάει του κόσμου η τάξη που σοφά τἂχει μοιρασμένα και μονοιασμένα και ξεχωριστά τους λύκους απ' τα πρόβατα, κι αναμαλλιάζουνται και μπερδεύουνται κουβάρι αξεδιάλυτο ούλα της γης τα ζωντανά, κι ακονίζουνται τα λεπίδια και τροχίζουνται νύχια και δόντια κι όσο το γαίμα τ’ αδικοσκοτωμένο ποτίζει τη μάνα γης, τόσο από τη φύτρα της ξεπετιούνται μπάσταρδα νιόβγαλτα βλαστάρια, πρόβατα και λύκοι ανάμειχτα.

Κι έρχετ’ ο τσομπάνης ο πόλεμος τάξη δικιά του να βάλει στο ανθρωποκοπάδι, από τη μια τα πρόβατα -  για λύκοι τάχατες λογαριάζουνται, από την άλλη οι λύκοι - που κάποτες πρόβατα γεννήθηκαν, κι ανάμεσό τους τα τσομπανόσκυλα, ράτσα φκιασμένη απ' τον δικόνε του τον αναθεματισμένο σπόρο, κι όταν τελέψει το άνομο ξεχώρισμα, τότες βάνει ο τρισκατάρατος τα τσομπανόσκυλα ν’ αλυχτάνε ολημερίς κι ολονυχτίς, τόσο που πρόβατα και λύκοι αγριεύουνται και χιμάνε μανιασμένα να σπαράξουν σάρκα ολόφρεσκια και λιμπιστή, κι ούλοι σφίγγουν τις ατσαλένιες γροθιές και τινάζουνται τα μπράτσα ίδια χοντρόκαρφα που μπήγουνται άκαρδα στ’ ουρανού την αγαθοσύνη, κι ούλοι χτυπούν στο χώμα με μανία τα βασταγερά ποδάρια σα να βιάζουνται ν’ ανοίξουν του Άδη το ολοχάσκωτο στόμα, και το γαίμα κρούει δαιμονισμένο τα μηνίγγια και σκούζει ασυλλόγιστα και βροντοφωνάζει «ομπρός! ομπρός!», όσο που του χάροντα τ’ αστόμωτο δρεπάνι στοιβάζει άταφα τ’ άπνοα κουφάρια δώθε και κείθε.

Κι είν’ ο πόνος άγιατρος της γης από το ψυχομαχητό των λαβωμένων που αποζητούν του θάνατου τη χάρη κι από των αδερφοσφαγμένων τα ξεκοιλιασμένα κουρέλια, που τα σπλάχνα της απομένουν στέρφα κι άκαρπα και το γάλα στ’ αβύζαχτα μαστάρια της πετρώνει κι ακούγεται το βογκητό της ως τ’ ουρανού τα θέμελα και μπλαβίζουν τα σύγνεφα και γίνουντ’ ένα με τ’ αδικοχυμένο γαίμα και σταλάζουν δάκρυ μαύρο να ξεπλύνουν την καταχνιά και σκεπάζουν με το χιονάτο κρουσταλλένιο σάβανο της καπνιάς τ’ απομεινάρια.

Μα στου χρόνου το κύλισμα οι πληγές γιαίνουν κι αφήνουν ξέσκεπες μοναχά τις ουλές μπας και οι ανθρώποι αποξεχαστούν και λησμονήσουν τα ρημαδιασμένα σπιτικά και τις ξεθεμελιωμένες ζωές τους και ξαναριχτούν με τα μούτρα στο αντιπάλαιμα και στην αδερφοχτόνα μάνητα, κι ο ήλιος γυρνά το πύρινο ροδάνι του, λιώνει το νεκροσέντονο της θλίψης και της ορφάνιας και μαντατεύει στους ανθρώπους να ματαγυρίσουν στην αγκαλιά της δόλιας μάνας τους.

Κι αν του ανθρώπου η καρδιά ξεβρωμίζεται και μερεύει και γίνεται σα μπαμπακόμπαλα κάτασπρη και απαλή και σα σταφυλόψιχα ζουμερή, το μυαλό και τα μπράτσα του δεν ξαστοχούν πως είναι πολεμιστάδες θεριακωμένοι κι αδράχνουν τη ζωή σα βόδι τσινιάρικο απ’ τα κέρατα κι ανοίγει ο άνθρωπος αμάχη με την απανθρωπιά και με το άδικο και ζώνεται ο άντρας το αλέτρι σαν ζο πεισματικό και μπήγει βαθιά το υνί στης χέρσας γης τα σωθικά και σπάζει τους σβώλους και ανακατώνει το ξερό χώμα και το ποτίζει με τον ίδρο του και ρίχνει τον σπόρο του ξανά κι η μάνα γης νογάει και συμπονά και αφρατεύει και μπουμπουκιάζει και καρπίζει, έτσι κι η γυναίκα μπουμπουκιάζει μέσα στου αντρός τη στιβαρή αγκαλιά και καρπίζει τον σπόρο του και γεννοβολάει τρυφερούδια, κι όλο τούτο το σμάρι διαφεντεύει λεύτερο το βιος του και πληθαίνει και προκόβει και χαράζει ρότα στα νιόσκαφτα αυλάκια  της πανανθρώπινης ειρήνης.

Τα τσομπανόσκυλα, όλονε τούτο τον καιρό, κάθουνται παράμερα, απέθαντα και μακροζωισμένα, και ξεψαχνίζουν με τα σκυλόδοντά τους το μεράδι τους από τις σαπισμένες σάρκες κι αδιάντροπα λιανίζουν τα γυμνωμένα κόκαλα – ίδια γι’ αυτά όλα τα ψοφίμια – και φθονερά παραμονεύουν να γκρεμοτσακίσουν του  ανθρώπου τ’ ανηφόρισμα, ν’ αρπάξουν της τίμιας δούλεψης τα κόπια π’ αυγαταίνουν, στιμάρουν τις ψυχές τις αφορμισμένες, τις λιγωμένες για της φωτιάς τον σάλαγο, χώνουν τα σιχαμερό μουσούδια τους στη λάσπη και μ’ όση δύναμη έχουν γρουλίζουν «η γης ζητάει γαίμα για το γαίμα» – άμποτες η γης κάρπισε με γαίμα – κι όλο με κούφια λόγια μιλούν για γδικιωμό τυφλό κι αδίσταχτο, κι όλο χουγιάζουν την ανθρωποθάλασσα με συνθήματα πρόστυχα κι όλο με τη βουκέντρα τσιγκλίζουν της μνήμης τα σκελετόβραχα και ξουραφιάζουν τις βαθιές πληγές κι όλο κερνούν μέσα στα καύκαλα των παππούδων μίσος και χολή.

Όσο που οι ανθρώποι παραλοΐζουν, λες και τα τούμπανα τα μανιασμένα τους προσκαλούν σε χαροκόπι, λες κι οι σάλπιγγες που ηχούν ξέφρενες τους κράζουν σε γιορτάσι, Σειρήνες γλυκολάλητες στ’ αυτιά του άσκεφτου αμήχανου Δυσσέα, με μπούσουλα φάλτσο οι άντρες απαρνιούνται της γης το βύζαγμα, μεριάζουν γυναίκες και παιδιά και χύνουνται σα σφαχτάρια στου πόλεμου τη δίνη, με στήθια σαν του διάνου ολοφούσκωτα ορμούν στης Σκύλλας και της Χάρυβδης τις καταβόθρες, χτήνη ξεκαπίστρωτα παραδέρνουν οι σακάτικες συνείδησες στ' όνομα της μελλοντικής ειρήνης κι οι σημαίες οι πλαταγιστές οι ανεμόδαρτες, σαβάνα λερά χρυσοκέντητα, κουλουριάζουνται σαν όχεντρες φαρμακερές γύρω απ' της αστραποκαμένης νιότης τ’ αποκαΐδια.

Σαν ξεμοναχιαστούν απροφύλαχτα και ξενηστικωμένα τα γυναικόπαιδα και τ’ ανήμπορα γερόντια, ξαμολιούνται τα τσομπανόσκυλα – τ’ αληθινά λυκογεννήματα – παίρνουν τον πατριωτισμό εργολαβία, μαζώχνουν το φτωχολόγι στα εργοτάξια του πολέμου, το ταγίζουν με της ψευτιάς τ’ αφιόνι για να φκιάνει αδιάκοπα θεριά μεταλλικά κακομούτσουνα και οβίδες και φουσέκια και κανόνια και ντουφέκια και σπάθες και λόγχες – χαθήκανε μωρέ τα ξινάρια και τα φτυάρια; – για να γρηγορέψει, λένε τα μασκαρεμένα όρνια, το θανατικό και να γυρίσουν τα παλικάρια στον τόπο τους και να γιομίσουν τα σπίτια τους χαρά.

Κι αγκομαχούν οι βαριόμοιροι δουλευτάδες να ξορκίσουν το κακό και ψηλώνουν βουνά τα σύνεργα της σφαγής και φουσκώνουν τα κεμέρια των τσομπανόσκυλων, ανάφτει το πολεμόχαρο το γλέντι τους, κι αντίς για τα παλικάρια γράμματα συλλυπητήρια έρχουνται με το ταχυδρομείο μαζί με τα παράσημα της αντρειοσύνης για τους ηρώους της πατρίδας, οικτρά απονιφάδια της αμετάνιωτης ανθρωποθυσίας στον κάλπικο βωμό της αχρειότητας – ανάγκη της πατρίδας οι ζωντανοί κι όχι οι αποθαμένοι για τα όρνια και τα σκουλήκια θροφή.

Μασουλάνε δίχως σταματημό του χάροντα τα σιδερένια σαγόνια όσο τα πρόβατα κι οι λύκοι αδερφοσφάζουνται, τα δέντρα μαραζιάρικα και ζαρωμένα σωριάζουνται και τούτα καταγής μες στου πολέμου τον ολολυγμό, και τα ποτάμια στερεύουν κι οι νερομάνες μαρμαρώνουν κι η θάλασσα ανταριάζει, νεκρώνει η ζωή ολάκερη κι ο θάνατος βασιλιάς ορίζει τη μοίρα των ανθρώπων.

Κι όσοι λαχαίνει πίσω να γυρίσουν κάποτες με το σακατιλίκι στο κορμί και στο μυαλό και ηρώοι ονοματίζουνται και γράφουνται στης ιστορίας τα χοντρά βιβλία, τα βράδια πετάγουνται στου ύπνου τον εφιάλτη με τα γυαλωμένα μάτια των σκοτωμένων που τους κοιτούν απορεμένα και χαμόγελο ποτές δεν ανθεί στα χείλη τους – ποιος άνθρωπος φαγωμένος από της θανατίλας το σαράκι μπορεί στ’ αληθινά να περηφανεύεται πως ξεκεφάλιασε τον αδερφό του;

Και τούτο το ματοκύλισμα καλά κρατεί και κύκλους κάνει αρίφνητους απ' του ανθρώπου τα γεννοφάσκια. Και τούτος ο αλευρόμυλος γοργά γυρνά τη φτερωτή κι όλο αλέθει τ’ ανθρώπινα ονείρατα, και τούτο το καμίνι άσβηστο καίει μερόνυχτα και στάχτη σκορπάει στον άνεμο του ανθρώπου την ξόδεψη.

Σκλαβιά ο πόλεμος, αδέρφια, σα νυχτερίδα σκοταδερή ζυγιάζει πάνωθέ μας τα μαύρα του φτερά και ξερνά στις καρδιές τις σμπαραλιασμένες του φόβου το περιπλοκάδι, «μην πισωπατάς, μη δειλιάζεις», «σκότωσε πριν σε σκοτώσουν» μας κράζει – δουλειά του μοναχή να διαμετρά και να ξεδιαλέγει τα θρεφτάρια μες στα ξέσκεπα μνημούρια – ρίχνει τις σάρκες στα σκυλιά, τους πιστούς κι ανερώτητους υπηρέτες, και στο παζάρι του φονιά κρεμάζει τις γδαρμένες προβιές και διαλαλούν οι σταυρωτήδες τα τσομπανόσκυλα τη συμφερτική  πραμάτειά τους και συναμεταξύ τους μοιράζουνται τα ορφανεμένα ολόδροσα φυντάνια.

Κι εγώ καταμεσής, αδέρφια, με χέρια αδειανά στέκουμαι, τούτα τα γυμνά χέρια βάνω, άλλο δεν έχω, κόντρα στο ρέμα του ποταμιού τον αδερφοσκοτωμό να προκάμω, της λευτεριάς σας φέρνω το δώρο, ένα για ούλους, κι εσείς θρύψαλα τ’ ονειρευόσαστε κι απάνου στα κομμάτια του να ματώνετε – σε ποιανού τη μεριά να προστρέξω; ποιανής μάνας το σπλάχνο να ντουφεκίσω; δεν είναι δείλιασμα μήτε αφιλοπατρία η ανθρωπιά, αδέρφια.

Κι αν ξένος λογίζουμαι από τα χολιασμένα αδέρφια μου, ξένος άραγες κι αποπαίδι λογίζουμαι κι απ’ τον Θεό; Από την άκρια τ’ ουρανού ως της θάλασσας την άβυσσο γυρεύω του Θεού το μάτι, του Θεού που βλογάει τ’ άρματα του μιανού φονιά σάμπως και του οχτρού η μάνα δεν κοιλοπόνεσε, δε σφάδαξε σύγκορμη για του δώκει την πρώτη μεταλαβιά της ζωής ανάμεσα απ’ τα ορθάνοιχτα ματοβαμμένα σκέλια της, του Θεού εκεινού που καυκιέται πως τον άνθρωπο αγαπάει πιότερο απ' τ’ άλλα πλάσματά του, πως τον έπλασε από χώμα και νερό για να του μοιάζει, νἂναι σπλαχνικός και συμπονετικός – ποὔναι τούτος ο θεός αποξεχασμένος; ποιο θυμιατήρι με λιβάνι αιθέριο του βαραίνει τα βλέφαρα; – δεν τόνε θέλω πολέμαρχο ούτε τιμωρό, συντρέχτη μωρέ τόνε θέλω στου κατατρεγμού το φευγιό και στης μάνας της χαροκαμένης το μοιρολόγι, μια φωτιά να ρίξει, ν’ ανάψει και να κορώσει, να λαμπαδιάσει σαν αγιοκέρι πασχαλινό, να λιώσει μέσα στη χάψη της ούλα τ’ άρματα, να σωπάσει παντοτινά η κλαγγή τους η θανατερή στα ματοκυλισμένα χαρακώματα, και με τ’ ατσάλι τους να φκιάσει με τα χέρια του τ’ αφρόπλαστα ένα μαντρί, να φυλακώσει ούλα τα τσομπανόσκυλα να μη μαγαρίσουν ποτές πια τ’ ανθρώπινο το φύτρο, και τον χάροντα να τον αντροκαλέσει, και με ίδιο του το δρεπάνι να του πάρει το μαύρο του κεφάλι, κλάμα ανθρώπινο να μην ξανακουστεί στη γης.

Μ’ αγάπη θρέφεται τ’ ανθρώπινο σκαρί κι όλες τις φουρτουνιασμένες θάλασσες τις κουλαντρίζει και τους δαιμόνους γαληνεύει, αγάπη να ρίξει σα βροχή θέλω τούτος ο Θεός ο παντοδύναμος, ο αφανέρωτος, να σβαρνίσω τις πόρτες και τα παραθύρια του ντουνιά, να το φωνάξω να τ’ ακούσουν στα πέρατα του κόσμου : «Συναχτείτε, συνάνθρωποι, να μαζώξετε αγάπη, για όλους έχει δίχως σωσμό, για σας, τα παιδιά σας, τ’ αγγόνια και τα δισέγγονά σας, και πάλι άσωστη θἂναι. Τρεχάτε γυμνοί στους δρόμους με της καρδιάς τα φύλλα ορθάνοιχτα κι όλα τ’ αγαθά και τα πλούτια θἂμπουν στο σπιτικό σας».

Κι αν πάλι τόσο πια μας απαρνήθηκε που αλλού το βλέμμα του έστρεψε απ’ τα κρίματά μας, στα πόδια του να προσπέσω ικέτης ταπεινός, να τον παρακαλέσω να πάψει νἂναι πατέρας αυστηρός, γιατί ο γιος ο ξεπεσμένος ο άσωτος που τη συμβουλή του πατέρα ξαστόχησε για της επιείκειας τον λόγο και της στοργής το χέρι  και για του μόσχου του σιτευτού το τραπέζωμα είναι αναγκεμένος.

Κι αν αμαρταίνω, μες στη μεγαλοθυμία και τη μακάρια αιωνιότητά του ας με σχωρνάει, γιατ’ είμαι άνθρωπος κι ο χρόνος μου στη γης είναι ορισμένος και μικρός, κι αν διακονεύω, σωσμένη από γεννησιμιού των ανθρώπων η ελεημοσύνη, και δανεικό όσο κι αν ζητώ, κανείς δεν έχει περίσσεμα να μου χαρίσει – να τον ξεπλερώσω και με διάφορο αν είναι βολετό – και σε τούτο το τόσο λίγο και τόσο πολύ σύγκαιρα για την αγάπη και το δίκιο μονάχα νοιάζουμαι κι όσο λεύτερος, άλλο τόσο αχόρταστος φτάνω στο τέλος.


© Δημήτρης Φιλελές



Νέα Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2022 

ISSN 977-265-418-740-6


Η συμμετοχή μου με ένα διήγημα


Ο αυτοδημιούργητος

(διήγημα σαρκαστικό)

 

Καλό παιδί ο Στράτος αλλά άτυχο. Χάθηκε, δηλαδή, να γεννηθεί κι αυτός σ' ένα Λονδίνο, σε μια Νέα Υόρκη από πατέρα εφοπλιστή; Παρά πήγε και γεννήθηκε στον Φράγκο, ένα ορεινό χωριό της Καρδίτσας, από πατέρα γιδοβοσκό και μάνα που 'λιωνε καθημερινά στα χωράφια και στα ζωντανά. Κι όλη αυτή η ταλαιπώρια, ολοχρονίς, για ένα κομμάτι ψωμί.

Είπε κι αυτός να πάρει την τύχη στα χέρια του. Τι στον κόρακα; Τόσοι και τόσοι τα καταφέρανε. Αυτός δεν θα...

Σαν τέλειωσε το δημοτικό, άλλα γράμματα δεν ήθελε -φτάνουν και περισσεύουν- πήρε την ευχή των γονιών του, πήρε και κάτι ψιλά στην τσέπη που χρόνια τα μάζευε σπυρί σπυρί απ' τα μικροθελήματα και με δυο παπούτσια πάνινα, που λέει ο λόγος, βουρ για το Μεγάλο Χωριό, την Αθήνα.

Ξύπνιος ήτανε, καπάτσος ήτανε, σβέλτος στο ξεσήκωμα της κομπίνας ήτανε, το λέγανε όλοι στο χωριό, δε μπορεί, κάτι θα έβρισκε να κάνει, σε κάποια καλή τρύπα θα 'χωνε κι αυτός το κεφάλι του.

Οι πρώτες μέρες κύλησαν γοργά˙ μαζί και τα ψιλά του. Για δουλειά ούτε λόγος. Όλες οι πόρτες κλειστές, θεόκλειστες. Μικρός, χωριατόπαιδο, άσχετος. Ζορίστηκε. Χάλασε κι ο καιρός, αγρίεψε το ξεροβόρι, τον θέρισε η πείνα, του κοπήκανε τα ήπατα. Νυχτώθηκε στο δρόμο, άφραγκος και άστεγος. Βρήκε ένα απόμερο παγκάκι, κούρνιασε και περίμενε καρτερικά να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα του...

Ώρα δωδεκάμισι το βράδυ. Ο κυρ Κώστας, ιδιοκτήτης του ψητοπωλείου «Η Βοσκοπούλα», προς τιμή της μοναχοκόρης του Φανής, κατέβασε ρολά, κλείδωσε τα λουκέτα του μαγαζιού και με την είσπραξη της μέρας στην τσέπη, διόλου ευκαταφρόνητη, πήρε το δρόμο για το σπίτι. Πέντε τετράγωνα πιο κει˙ ένα τσιγάρο δρόμος.

Στο μικρό πάρκο είδε ζουργωμένο τον Στράτο στο ξύλινο παγκάκι. Τον λυπήθηκε. Πλησίασε. Τον σκούντηξε. Ξύπνησε˙ μαύρος ύπνος, αλαφιασμένος. Η ιστορία του με πέντε λόγια˙ δεν είχε και πιο πολλά να πει, τον συγκίνησε. Ξανάνοιξε το μαγαζί. Του 'βαλε να φάει, πάντα κάτι μένει, στυλώθηκε, λίγδωσε τ' άντερό του. Τον πήγε στη σοφίτα. Ένα κρεβάτι ζεστό, σουβλακίλα και των γονέων.

- Καληνύχτα. Θα τα πούμε αύριο το πρωί.

Ξανακλείδωσε. Ξαναπήρε τον δρόμο για το σπίτι με ήσυχη συνείδηση.

Η κυρα-Μαρίκα, γυναίκα θεοσεβούμενη, λιγομίλητη και υποτακτική, άκουσε και δάκρυσε.

- Να το συντρέξεις το βαριόμοιρο. Ο Θεός μας το 'στειλε. Απ' τον Θεό θα το 'βρεις! (Θα δείξει...)

- Καλά. Κοιμήσου τώρα, μουρμούρισε ο κυρ Κώστας, ψόφιος απ' την κούραση, και γύρισε πλευρό. Σε λίγο το ροχαλητό του αντανακλούσε αδιάκοπα σ' όλους τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας.

Από το άλλο πρωί ο Στράτος βρήκε δουλειά. Βοηθός γενικών καθηκόντων. Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, καθάρισμα τραπεζιών και στη λάντζα άμα χρειαστεί. Τζάμπα φαΐ, τζάμπα ύπνος, μεροκάματο και ένσημο στο ΙΚΑ. Μπερεκετλής και τίμιος άνθρωπος ο κυρ Κώστας, από κοντά κι η κυρα-Μαρίκα :

- Μην τ' αδικήσεις το παλληκάρι!

Γιατί ο Στράτος, το πιστό σκυλί του μαγαζιού, έγινε πια παλληκάρι στα τρία χρόνια που κράτησε αυτό το βιολί. Ψηλός, γεροδεμένος, με κάτι μάτια σκέτο σπίρτο, που είχανε αρχίσει να βάζουνε φωτιά στην καρδιά και στο κορμί της Φανής. Ένα χρόνο μικρότερή του ήταν και πρώτη μαθήτρια στο σχολείο και όλο και πιο συχνά μπαινόβγαινε στο ψητοπωλείο δι' ασήμαντον αφορμήν˙ άλλοτε για ένα πεταχτό φιλί στον πατέρα της, άλλοτε για μια δήθεν υπενθύμιση από τη μητέρα της, άλλοτε χωρίς κανένα λόγο. Μα πάντα η τελευταία ματιά της πριν περάσει την εξώπορτα ήταν στον Στράτο, που της είχε πάρει τα μυαλά.

Στο μεταξύ ο Στράτος πήρε προαγωγή˙ αρχικά σερβιτόρος, λίγο αργότερα αρχισερβιτόρος. Δουλειά πολλή, δόξα τω Θεώ, κι όλη την είχε μάθει απ' την αρχή ως το τέλος, έκοβε και το μάτι και η γκλάβα του.

Ενθουσιάστηκε ο κυρ Κώστας, ο αγαθός ο άνθρωπος, τον άφηνε και στο πόδι του. Νάτος ο λεβέντης ο καραμπουζουκλής που άρχισε και τις διαταγές. Πρώτα στους σερβιτόρους :

- Πιο σβέλτα τα ψητά στο τρία!

- Τις πατάτες στο εφτά πριν κρυώσουν!

- Πάρ' τα πόδια σου, αλλιώς...

Μετά στη μαγείρισσα, γιατί κάθε σουβλατζίδικο που σέβεται την πελατεία του έχει και το μαγειρευτό του :

- Πιο ψιλή τη φέτα στη σαλάτα! Λιγότερο λάδι! Θα φαλιρίσουμε!

- Λιγότερη σάλτσα στη μακαρονάδα˙ δεν τρώνε στο σπίτι τους!

- Λιγότερο σκόρδο στο τζατζίκι˙ δεν είναι σκορδαλιά!

Τέλος στον ψήστη, που πολύ θα ήθελε να τον διαολοστείλει, αλλά είχε τρία παιδιά να μεγαλώσει και δάγκωνε τη γλώσσα του :

- Τα έκαψες τα παϊδάκια. Κόκαλα μείναμε!

- Αρπάξανε απ' έξω τα μπιφτέκια˙ άψητα είναι από μέσα!

- Παραψήθηκε το κοντοσούβλι. Τράβα το απ' τη φωτιά!

Κι όπως έψηνε τον ψήστη, έψησε... και τη Φανή. Από δω την είχε, από κει την είχε, της καλάρεσε η ιδέα, ήρθε ο έρως. Σφοδρός, έτσι είναι τα νιάτα, κεραυνοβόλος, έτσι συμβαίνει συνήθως, ονειροπόλος, το αλατοπίπερο της ζωής. Αναστενάξανε τα ντουβάρια της «Βοσκοπούλας», καθόσον ο Στράτος ήτανε και ο  κλειδοκράτορας του μαγαζιού εξαιτίας της σοφίτας, που εξακολουθούσε να είναι το νυχτερινό του καταφύγιο. Τώρα, όμως, είχε γίνει και η ερωτική φωλιά του παράνομου ζευγαριού.

Όλα αυτά βεβαίως κάτω από τη μύτη του κυρ Κώστα.

- Μην το μάθει ο μπαμπάς!

Ο ενδιαφερόμενος το μαθαίνει πάντα τελευταίος˙ και με τις ευλογίες και τις πλάτες, ως συνήθως, της κυρα-Μαρίκας.

- Καλό παλληκάρι, δουλευταράς, όμορφος, να προσέχετε όμως...

Πέρασαν ακόμα τρία χρόνια που πρόσεχαν (κάτι περίεργο τρέχει με τις τριετίες), τέλειωσε η Φανή το λύκειο, έδωσε και πανελλαδικές εξετάσεις, βγήκαν τ' αποτελέσματα, πέρασε στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα, όλα καλά και χαρωπά. Μαζί μ' αυτά όμως, βγήκαν και κάποια άλλα αποτελέσματα, ιατρικής φύσης, που βεβαίωναν ότι η Φανή πέρασε μεν, έμεινε έγκυος δε.

Φωτιά στα μπατζάκια μας! Το έμαθε, αναγκαστικά, και ο κυρ Κώστας, φύσαγε, ξεφύσαγε, το έφαγε αμάσητο. Στο κάτω κάτω, άλλο παιδί δεν είχε, γιο ν' αφήσει την επιχείρηση δεν είχε, στη δούλεψή του τόσα χρόνια τον είχε˙ αλλιώς το φανταζότανε, ας είναι...

Γάμος ενόψει. Προετοιμασίες να προλάβουν πριν τα γεννητούρια - τι θα πει ο κόσμος˙ ο κόσμος πάντα βρίσκει κάτι να πει.

- Πού θα μείνουν τα παιδιά;

- Μαζί μας!

- Δε σφάξανε!

Βαθιά το χέρι στην τσέπη. Τεσσάρι ρετιρέ κοντά στο πατρικό. Για να φροντίζει η γιαγιά το παιδί. Αμάθητη η Φανή - μόνο το «άλλο» ήξερε καλά. Γενναία αύξηση μισθού στον γαμπρό, έχει οικογένεια να θρέψει τώρα πια.

Εκεί απάνω έσκασε η επόμενη βόμβα. Πανεπιστήμιο τέλος, πριν καν ξεκινήσει. Διότι η Φανή έχει και δική της οικογένεια τώρα. Ύψωσε ανάστημα ο «οικογενειάρχης» και πέρασε το δικό του. Όχι, παίζουμε!

Με τούτα και με κείνα κύλησε ο χρόνος κι ούτε που καταλάβανε πως ο γάμος θα γινόταν ίσα ίσα πριν το μαιευτήριο. Ήρθαν και τα συμπεθέρια στην Αθήνα, ο γιδοβοσκός και η Δήμαινα, να γνωρίσουν τη νύφη τους, να δουν και το εγγόνι τους. Πρώτη φορά στην Αθήνα και τελευταία, αφού δεν ξανάφυγαν ποτέ πια. Πάτησε πόδι ο γαμπρός, «όλοι χωράμε, τεράστιο είναι το σπίτι» (μάλλον η σύγκριση έγινε με τη σοφίτα), άλλο ένα χωνεμένο αμάσητο.

Γιος! Και το όνομα αυτού, φυσικά, Δήμος! Έτσι το έχουμε στο χωριό μας. Χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ε, τι να κάνουμε, γιος είναι αυτός, ας περιμένουμε το επόμενο. Ό,τι και να 'ναι, ή Κωστάκης ή Μαρικάκι.

Κάπου εκεί ανάμεσα η μαμά Πατρίδα θυμήθηκε ότι ο Στράτος όφειλε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Ώρα που διάλεξε... καθώς η κοιλιά της Φανής ξαναφούσκωνε και ο πατέρας «μετετέθη εις την παραμεθόριον». Τζάμπα πήγαν τα τραπεζώματα στο βουλευτή και τα κοψίδια στους παρατρεχάμενους. Στο λαιμό να τους καθίσουν!

Κι ο κυρ Κώστας, τώρα στα γεράματα, με πατίνια στα πόδια για να τρέχει να τους ταΐζει όλους, μικρούς και μεγάλους. Με το κεφάλι χαμηλά και την πίεση στα ύψη. Μόνο το βράδυ, που επέστρεφε αποκαμωμένος στο σπίτι, έβριζε τα μυαλά των γυναικών με όσα κοσμητικά επίθετα γνώριζε, την ώρα που η κυρα-Μαρίκα σταυροκοπιόταν και του 'λεγε :

- Μη σεκλετίζεσαι, άντρα μου. Θα 'ρθει το δεύτερο και θα δεις. Όλα θα φτιάξουν...

Ήρθε και το δεύτερο. Ήρθε και ο πατέρας από την παραμεθόριο με 48ωρη άδεια.

- Να σας ζήσει! Κορίτσι!

Και το όνομα αυτής; Γεωργία! Έτσι μάθαμε και το βαφτιστικό όνομα της Δήμαινας. Γιατί έτσι το έχουμε στο χωριό μας. Τα δύο πρώτα παιδιά είναι του άντρα. Είπε και ελάλησε ο πατέρας και κανείς δεν πρόλαβε να ρωτήσει «κι άμα δεν κάνετε άλλο, τι γίνεται;». Γιατί ο Στράτος πήρε το πρώτο αεροπλάνο και επέστρεψε στη μονάδα του.

Ξανά στο γκιζντάνι ο κυρ Κώστας, χαμάλης της οικογένειας, έδωσε τόπο στην οργή -τι άλλο να κάνει- και περίμενε ν' απολυθεί ο μακαντάσης που του ΄τυχε, μπας και πάρει ανάσα. Κι η πίεση ολοένα ν' ανεβαίνει σαν στροφόμετρο αγωνιστικού αυτοκινήτου.

Επέστρεψε ο Στράτος. Δόξα Σοι ο Θεός! Ανέλαβε την επιχείρηση. Στρογγυλοκάθισε στο ταμείο και επέβλεπε τους πάντες και τα πάντα˙ από τα φράγκα μέχρι... τον κυρ Κώστα, που τώρα σερβίριζε τους πελάτες λόγω μείωσης προσωπικού. Έχει έξοδα η οικογένεια, δε χρειάζεται η πολυκοσμία.

Έξοδο μεγάλο είναι και το αυτοκίνητο που πρέπει να χωρέσει τους γονείς, τα δυο παιδιά και τους παππούδες τους. Ο Κώστας και η Μαρίκα πάλι στην απ' έξω˙ ε, δε χωράμε όλοι, νταλίκα θ' αγοράσουμε; Μια άλλη φορά. Αλλά αυτή η άλλη φορά δεν ήρθε ποτέ.

Ήρθε όμως η ώρα των αποφάσεων. Και ο Στράτος είχε πάρει την απόφασή του, όπως πάντα. Γαμπρός και πεθερός μόνοι, μετά το κλείσιμο του μαγαζιού.

- Εγώ, βλέπεις...! (σκόπιμη παύση) Από παιδί σου δουλεύω (και σε δουλεύω)... παντρεύτηκα την κόρη σου (ας όψεται)... της έκανα και δυο παιδιά (σαν χάρη ακούστηκε)... την έχω κυρά κι αρχόντισσα (με τα λεφτά σου).. ενώ εσύ...

- Τι, εγώ; Έχεις παράπονο; πρόλαβε να αρθρώσει.

- Όχι, δε λέω αυτό, ίσα ίσα, και με το παραπάνω (α, νόμιζα), αλλά να... μεγάλος άνθρωπος είσαι... αύριο μεθαύριο, κούφια η ώρα (μπα, που να φας τη γλώσσα σου)... ξέρεις πόσα χρήματα θα μου φάει η εφορία για να περάσω την επιχείρηση στ' όνομά μου; (πες το, χρυσόστομε!)... κι έχω ολόκληρη οικογένεια πίσω μου... γι' αυτό λέω...

- Τι λες;

- Αυτό που κατάλαβες. Τα μιλήσαμε με τη Φανή και είναι απολύτως σύμφωνη! (Κι εσύ, Βρούτε!!!)

- Δε γίνεται. Κι εμένα τι θα μου μείνει;

- Μα όλα δικά σου... δικά μας θα είναι πάλι.

Τώρα προκόψαμε, ήθελε να πει, μα δεν το είπε. Σηκώθηκε, γύρισε την πλάτη, βγήκε έξω, άναψε τσιγάρο. Απαγορεύεται, κύριε Κώστα, του είχε πει ο γιατρός. Άντε να κουρεύεσαι και συ, είπε μέσα του. Βλαστήμησε την τύχη του και την κακιά την ώρα. Αχ, εκείνη η μαύρη ώρα, εκείνο το μαύρο βράδυ. «Ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετηθέντος» είχε διαβάσει κάπου. Τι σημασία είχε πλέον;

Σημασία είχε που δεν έβρισκε πουθενά το δίκιο του και την ησυχία του. Μάνα και κόρη κόμμα. Γαμπρός και πεθερικά, στα μουλωχτά, από κοντά. Πλειοψηφία. Ελάτε έξυπνοι να φάτε του κουτού το βιος. Είδε κι αποείδε˙ συμφώνησε.

Ο λογιστής εργάστηκε πυρετωδώς. Οι εφοριακοί έλεγξαν εξονυχιστικά την επιχείρηση και τα βρήκαν όλα εντάξει˙ τέτοια ατυχία. Μάλλον βοήθησε και λίγο γράσο απ' το γαμπρό, αλλά μέσα στη σκοτούρα του ούτε που το πήρε μυρωδιά ο κυρ Κώστας. Ο συμβολαιογράφος ετοίμασε τα σχετικά έγγραφα της μεταβίβασης του ακίνητου (ιδιόκτητο το μαγαζί). Ο Στράτος περιχαρής. Επιτέλους, αφεντικό! Ο κυρ Κώστας σύρθηκε ως εκεί για την τελευταία υπογραφή. Την έβαλε!

Άφησε κάτω το στυλό, έγειρε ξέπνοος στην πολυθρόνα, έκλεισε τα μάτια και είπε :

- Ησύχασα πια!

Και δεν τα ξανάνοιξε. Ποτέ πια!

Ο Στράτος φρόντισε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Η τελετή στην ενορία της γειτονιάς και με δεσπότη παρακαλώ. Η μεταφορά των φίλων, γνωστών και συγγενών στο κοιμητήριο με δικά του έξοδα. Τα στεφάνια όλα με κόκκινα τριαντάφυλλα και λευκές κορδέλες. Επιστροφή στο κατάστημα για την καθιερωμένη ψαρόσουπα. Όλα άψογα. Θεός σχωρέσ' τον!

Την επόμενη μέρα, πρωί πρωί, ο Στράτος άλλαζε την επιγραφή του ψητοπωλείου : «Ο Ωραίος Φράγκος». Και από κάτω, με μεγάλα γράμματα : Στράτος Δ... & Υιός. Μέρες τώρα την είχε παραγγείλει. Λεπτό δεν άφησε να πάει χαμένο.

Η κυρία Λουκία με τον δεκαπεντάχρονο γιο της, τον Λευτεράκη, πελάτισσα τακτική, έτυχε εκείνη την ώρα να περνά απ' το απέναντι πεζοδρόμιο. Σταμάτησε και τον συλλυπήθηκε μ' ένα νεύμα από μακριά. Της ανταπέδωσε ευγενικά το χαιρετισμό.

Λίγο πιο κάτω, η κυρία Λουκία συμβούλευε τον γιο της :

- Τον βλέπεις τον κύριο Στράτο; Από παιδί στη βιοπάλη! Αυτοδημιούργητος! Έτσι να γίνεις και συ!...

© Δημήτρης Φιλελές



Νέα Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2023 

ISSN 977-265-418-740-6


Η συμμετοχή μου με ένα διήγημα


Ρωγμή ελπίδας

Τρεις νύχτες τώρα περπατούσαν μέσα από δύσβατα μονοπάτια σαν αγρίμια κυνηγημένα από τον αμείλικτο θηρευτή τους. Και σαν έφτανε το ξημέρωμα, κρύβονταν στις πυκνές φυλλωσιές και πρόσμεναν να πέσει πάλι το σκοτάδι για να κινήσουν. Ήταν η Όλγα, μια τριαντάχρονη γυναίκα με το μερικών μηνών βρέφος της, και η Μυρτώ η παρακόρη της, ένα κορίτσι που κόντευε τα είκοσι. Είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν το σπιτικό τους όταν οι φωτιές είχαν πια φτάσει τόσο κοντά στο χωριό τους, που ο καπνός έκανε τα μάτια τους να τσούζουν και χωνόταν στα ρουθούνια κόβοντάς τους την ανάσα.

Όχι, δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, αλλά ο Αγγελής, ο άντρας της Όλγας, δεν άφησε κανένα περιθώριο συζήτησης.

«Σώθηκαν τα ψέματα, Όλγα, σώθηκαν κι οι ελπίδες μας. Τώρα πρέπει να σώσεις τη ζωή σου και τη ζωή του γιου μας. Μόλις πέσει το σκοτάδι, θα φύγετε μαζί με τη Μυρτώ˙ έχεις και τούτη την ψυχή πάνω σου. Ούτε τούτο το δύστυχο πλάσμα πρέπει να πέσει στα χέρια τους. Ξέρεις...» και έκοψε τη φράση, μη τολμώντας να πει φωναχτά την υπόλοιπη σκέψη του.

Η Όλγα έκανε μια ύστατη προσπάθεια να τον μεταπείσει. Κάρφωσε το βουρκωμένο βλέμμα της μέσα στα μάτια του άντρα της και η φωνή της ακούστηκε σαν θρυμματισμένο γυαλί.

«Ορκιστήκαμε μπροστά στον Θεό να είμαστε μαζί ως το τέλος. Μαζί στις χαρές και στις λύπες. Μαζί στη ζωή και στον θάνατο. Κανείς να μη μας χωρίσει ως το τέλος. Μη με αναγκάζεις να πατήσω τον όρκο μου».

«Ο Θεός που ορκιστήκαμε στ' όνομά του», της απάντησε εκείνος, «μας ξέχασε. Πρώτα μας ξέχασαν οι άνθρωποι κι ύστερα γύρισε κι εκείνος αλλού τη ματιά του. Μας άφησε στην τύχη μας. Κι αν κάνω λάθος, το κρίμα στον λαιμό μου. Εσύ θα κάνεις αυτό που σου λέω. Μόλις βραδιάσει, θα πάρεις τον γιο μας και τη Μυρτώ και θα τραβήξετε κατά τη θάλασσα. Λίγα πράγματα να πάρετε μαζί σας για τον δρόμο. Φροντίστε το νερό να μη σας λείψει, είναι φόνισσα η δίψα. Τον δρόμο τον ξέρετε καλά. Θα σας πάρει τρεις τέσσερις μέρες, μα θα τα καταφέρετε. Τον νου σας στο παιδί. Να το κρατάτε κοιμισμένο, το κλάμα του μπορεί να σας προδώσει. Κι όταν φτάσετε εκεί, θα μπείτε σε μια βάρκα και θα περάσετε σε κάποιο από τ’ αντικρινά νησιά. Έχω μάθει πως τον τελευταίο καιρό ο καπετάν Στεφανής, παράτολμος από τα νιάτα του και πατριώτης από γεννησιμιού του, είναι εκεί κάθε βράδυ με τη βάρκα του και προσμένει να βοηθήσει άναυλα όσους ξεριζώνονται απ’ τον τόπο μας. Ας είναι καλά ο άνθρωπος... Άντε, τι κάθεστε, βιαστείτε, σουρουπώνει».

Όση ώρα μιλούσε, το βλέμμα του ήταν στραμμένο αλλού. Δεν άντεχε να την κοιτάξει κατάματα. Δεν άντεχε να της πει πόσο την αγαπάει -κι εκείνη και το παιδί τους-, πόσο σκίζεται η καρδιά του που ξέρει πως δεν θα τους ξαναδεί, πόσο έχει χρέος να πολεμήσει ως την τελευταία του πνοή για να κρατήσει όσο πιο μακριά και όσο περισσότερο χρόνο μπορεί τους διώκτες τους. Μιλούσε και η φωνή του ακουγόταν παγερή, ατσαλάκωτη, χωρίς κανένα ίχνος από τα συναισθήματα που ξεχείλιζαν και απειλούσαν να τον πνίξουν κάθε στιγμή.

Η Μυρτώ, κρατώντας στοργικά το βρέφος που κοιμόταν βαθιά στην αγκαλιά της, ήταν βουβός μάρτυρας της σκηνής. Από τα μεγάλα μαύρα μάτια της κυλούσαν ασυγκράτητα καυτά δάκρυα, ενώ το νεανικό στήθος της ανεβοκατέβαινε από τα αδιάκοπα αναφιλητά. Ναι, ήξερε καλά τι την περίμενε αν έπεφτε στα χέρια τους. Τα μαντάτα τους έφταναν πιο γρήγορα από τα ποδοβολητά των αλόγων τους. Δεν την ένοιαζε αν θα την περνούσαν από μαχαίρι, την ατίμωση δεν μπορούσε ν’ αντέξει. Πριν κατρακυλήσει σ’ αυτό το σκαλί, προτιμούσε από μόνη της να βάλει τέρμα στη ζωή της.

«Μυρτώ, έσπασε τη σιωπή η φωνή της Όλγας. Δώσε μου το μωρό και πήγαινε να γεμίσεις όσα φλασκιά με νερό μπορούμε να σηκώσουμε. Άλλα πράγματα δεν θα κουβαλήσουμε μαζί μας. Αν αξιωθούμε να φτάσουμε στον προορισμό μας, τότε έχει ο Θεός, έχει για όλους κι ας λέει ό,τι θέλει ο Αγγελής. Λίγο ψωμί θα πάρουμε μονάχα για τον δρόμο».

Η παρακόρη σκούπισε τα δάκρυά της, σήκωσε το κεφάλι, απόθεσε το βρέφος με προσοχή στην αγκαλιά της μάνας του κι έτρεξε να εκτελέσει την εντολή.

Κάθε λεπτό που κυλούσε, έμοιαζε με αιώνα. Όσο η στιγμή του μοιραίου αποχωρισμού ερχόταν ένα βήμα πιο κοντά, η ατμόσφαιρα βάραινε όλο και πιο πολύ. Τα βλέμματα απέφευγαν να διασταυρωθούν, τα στόματα κρατούσαν σφιχτά τις λέξεις πίσω από τα δόντια, τα κορμιά προσπαθούσαν να μην αγγιχτούν, μη θέλοντας να πιστέψουν πως αυτό θα συνέβαινε για τελευταία φορά.

Η Όλγα μάζευε αμίλητη όσα κομμάτια της ζωής τους μπορούσαν να χωρέσουν στις τσέπες του φουστανιού της μέχρι που στάθηκε μπροστά στο εικονοστάσι, σταυροκοπήθηκε, το άνοιξε, πήρε από μέσα τα στέφανα του γάμου της, τα φίλησε και τα έχωσε στο κόρφο της. Τύλιξε το βρέφος με μερικά ρουχαλάκια και ετοιμάστηκε να αποχαιρετήσει τον άντρα της. Μα δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο, ξέσπασε σε λυγμούς και άφησε το κορμί της να κρυφτεί ολόκληρο μέσα στα στιβαρά μπράτσα του Αγγελή. Εκείνος την έσφιξε πάνω του για στερνή φορά, της χάιδεψε και της φίλησε τα πλούσια σγουρά μαλλιά, ανασήκωσε απαλά με τα δάχτυλά του το πηγούνι της και κόλλησε τα χείλη του πάνω στα δικά της. Η ανάσα της τον έκαιγε ολόκληρο, καθώς ένιωσε τα δάκρυα έτοιμα να γεμίσουν τις κόρες των ματιών του.

«Έχε γεια, αγάπη μου», της είπε. «Να προσέχεις εσένα και το παιδί μας. Σύντομα θ’ ανταμώσουμε».

«Θα σε προσμένω, Αγγελή μου», κατάφερε κι εκείνη να ψελλίσει, αν και ήξερε πως σε τούτη τη ζωή ήταν η στερνή φορά που τον έβλεπε.

Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα στην κάμαρα και η Μυρτώ κρατώντας τρία φλασκιά γεμάτα με νερό.

«Να προσέχεις και τη Μυρτώ. Κι εσύ, Μυρτώ μου, να προσέχεις τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Αδελφωμένες να είσαστε για μια ζωή».

Η Μυρτώ άφησε τα φλασκιά πάνω στο τραπέζι, έτρεξε και χώθηκε ασυναίσθητα κι αυτή στην αγκαλιά του˙ κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ ξανά όσα χρόνια ζούσε μαζί στο σπιτικό τους. Έτσι βρέθηκαν και οι τέσσερις σφιχταγκαλιασμένοι για πρώτη και τελευταία φορά.

Κίνησαν να φύγουν και έφτασαν ως την εξώπορτα. Και τότε ο Αγγελής έκανε κάτι που καμιά τους δεν περίμενε. Στάθηκε ανάμεσά τους, τις κοίταξε με ένα βλέμμα που ως τότε δεν είχαν αντικρίσει, έβγαλε τα δυο μαχαίρια που φορούσε πάντα σταυρωτά στο ζωνάρι του και έδωσε από ένα στην καθεμιά τους. Η φωνή του ακούστηκε απόκοσμη:

«Αν χρειαστεί, ξέρετε τι πρέπει να κάνετε!»

Άπλωσαν τα χέρια τους αμίλητες, πήραν τα μαχαίρια και τα έκρυψαν στα φορέματά τους δίχως να δευτερώσουν λέξη. Άνοιξαν την πόρτα και χάθηκαν στο σκοτάδι αποφεύγοντας να κοιτάξουν πίσω τους.

 

Τρία μερόνυχτα περπατούσαν με τη σκιά του θανάτου να βαραίνει στο κατόπι τους. Το πρωί κούρνιαζαν στα σύδεντρα και η καρδιά τους σφιγγόταν καθώς έβλεπαν τους πυκνούς καπνούς να σιμώνουν, πράγμα που σήμαινε πως η ανάσα του φονιά ζύγωνε. Το βρέφος άρπαζε όλο και πιο σφιχτά το ρωγοβύζι της μάνας του, στεγνό πια από γάλα, το δάγκωνε με μανία και το μάτωνε, προσπαθώντας να κρατηθεί στη ζωή. Κι εκείνη άφηνε μικρά βογγητά, μα δεν το απόκοβε, γιατί έτσι το κρατούσε σιωπηλό. Το βράδυ έστρεφαν πίσω το κεφάλι κι έβλεπαν τις φωτιές που έκαιγαν τα χωριά, η μέγγενη του φόβου τους προκαλούσε ρίγη στο κορμί, αλλά η Μυρτώ έκανε κουράγιο και βάδιζε μπροστά -ήξερε τα μονοπάτια σαν την παλάμη της- κι άνοιγε δρόμο προς τη σωτηρία. Τα χείλη τους ήταν κομματιασμένα, η γλώσσα τους ξερή, το νερό είχε πια σωθεί, έπρεπε πάση θυσία να φτάσουν στον προορισμό τους. Τα πρόσωπά τους ήταν γδαρμένα, τα πόδια τους πληγιασμένα, τα φουστάνια τους σκισμένα από τ’ αγκάθια, μα δεν σταματούσαν, μικρή ήταν πια η απόσταση που χώριζε τις τρεις σκιές από το θαύμα της διαφυγής.

Η θαλασσινή αύρα έφτανε τώρα ως τα σκασμένα χείλη τους, ένιωθαν τη γεύση του αλατιού στον ουρανίσκο τους, ένιωθαν χειροπιαστό το όνειρο του λυτρωμού. Είχαν φτάσει στην απότομη πλαγιά που οδηγούσε στον μικρό κόρφο. Κατηφόριζαν γλιστρώντας στα λειασμένα βράχια, σκίζοντας τις παλάμες τους κάθε φορά που προσπαθούσαν να κρατηθούν όρθιες αρπάζοντας όποιο κλαδί βρισκόταν μπροστά τους. Όταν ξαφνικά ακούστηκαν πίσω τους φωνές και ποδοβολητά. Κατάλαβαν πως οι διώκτες τους πλησίαζαν απειλητικά. Τάχυναν το βήμα τους με κίνδυνο να κατρακυλήσουν και να χάσουν τη ζωή τους πάνω στα βράχια. Γιατί ήξεραν πως αν προλάβαιναν να φτάσουν ως την ακτή, οι καβαλάρηδες δεν θα μπορούσαν να τις ακολουθήσουν. Τα άλογα ήταν αδύνατο να κάνουν μια τέτοια κατάβαση και η απόσταση που θα τις χώριζε, θα τους προσέφερε την απόσταση ασφαλείας που χρειάζονταν.

Είχαν σχεδόν φτάσει στην ακτή όταν οι καβαλάρηδες φάνηκαν στην κορυφή του βράχου. Άναψαν πυρσούς και σε λίγο όλο το μέρος φωτίστηκε. Στο βάθος του κόρφου ξεχώρισε η μικρή βάρκα και αμέσως ακούστηκαν πυροβολισμοί, κάτι που απαγόρευε στον τολμηρό βαρκάρη να πλησιάσει πιο κοντά για να σώσει τις δυο γυναίκες και το βρέφος. Κι εκείνες δεν τολμούσαν να εμφανιστούν στην ακτή και να γίνουν εύκολος στόχος. Για μια στιγμή επικράτησε απόλυτη σιγή. Και τότε αντιλάλησε το απρόσμενο κλάμα του μωρού. Οι καβαλάρηδες κατάλαβαν πως υπήρχαν άνθρωποι στην ακτή, κάποιοι ξεπέζεψαν και άρχισαν μεμιάς να κατηφορίζουν. Τα χτυπήματα από τις μπότες τους έρχονταν ορμητικά προς τις δύο γυναίκες.

Η Όλγα και η Μυρτώ κοιτάχτηκαν δίχως να χάσουν την ψυχραιμία τους. Έσφιξαν η μια το χέρι της άλλης και σαν να είχαν συνεννοηθεί από πριν, βγήκαν από την κρυψώνα τους και άρχισαν να τρέχουν προς τη θάλασσα. Τα δαδιά φώτιζαν τον δρόμο τους, αφήνοντάς τις ταυτόχρονα ακάλυπτες στα πυρά που ξεκίνησαν να πυκνώνουν. Κόντευαν να βουτήξουν στη θάλασσα όταν μια σφαίρα πέτυχε την Όλγα στο πόδι και μια δεύτερη σφηνώθηκε στα πλευρά της. Σωριάστηκε αιμόφυρτη, το βρέφος γλίστρησε μέσα από τα χέρια της και κυλίστηκε στην άμμο και μια σπαρακτική κραυγή που βγήκε από τα στήθη της έσκισε τη νύχτα:

«Μυρτώ, σώσε το παιδί μου!»

Η Μυρτώ για μια στιγμή σάστισε, μα γρήγορα συνήλθε. Σύρθηκε στην άμμο και άρπαξε το βρέφος πριν ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχό της. Στράφηκε στην Όλγα:

«Κουράγιο! Έρχομαι να σε πάρω! Δεν σ’ αφήνω μόνη σου εδώ!»

«Όχι! Μην κάνεις βήμα πίσω», της φώναξε η Όλγα με όση δύναμη της είχε απομείνει. «Σώσε το παιδί μου! Για όνομα του Θεού! Πάρ’ το και πέσε στη θάλασσα! Εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνω...»

Οι διώκτες ήταν πια πολύ κοντά. Έπρεπε να αποφασίσει τώρα, να φύγει, να τρέξει προς τη θάλασσα, μα η καρδιά της άλλα την πρόσταζε να πράξει. Όμως η Όλγα δεν της άφησε περιθώριο επιστροφής. Τράβηξε από το φουστάνι το μαχαίρι της και με μια αποφασιστική κίνηση το έμπηξε χωρίς δισταγμό βαθιά στα σωθικά της. Τώρα η Μυρτώ έπρεπε να φροντίσει μόνο για τη σωτηρία του παιδιού.

Με τη σβελτάδα της νιότης της κράτησε το παιδί σφιχτά την αγκαλιά της, κουλουριάστηκε μαζί του για να το προστατέψει και στροβιλίζοντας το κορμί της βρέθηκε σε λίγο μέσα στο νερό. Κρατώντας το κεφάλι του βρέφους έξω απ’ το νερό, κολυμπούσε με το ένα χέρι προς τη βάρκα βάζοντας όλη της τη δύναμη. Ευτυχώς ο καπετάν Στεφανής, είχε τολμήσει να πλησιάσει αψηφώντας τον κίνδυνο και σε λίγο το αντρίκιο μπράτσο του άρπαξε πρώτα το βρέφος που, κατατρομαγμένο, σπάραζε στο κλάμα και μετά την κοπέλα και τους ανέβασε στη βάρκα. Κάθισε στα κουπιά και με δυνατές χεριές η βάρκα και οι επιβάτες της τυλίχτηκαν στο πέπλο της νύχτας, ενώ πίσω τους ακούγονταν φωνές και βλαστήμιες.

Η Μυρτώ έστρεψε δακρυσμένη το κεφάλι να δει για τελευταία φορά τη φιγούρα του άψυχου σώματος της Όλγας, να κλείσει για πάντα στη μνήμη της την εικόνα της αδικοχαμένης μάνας. Αμέσως μετά κοίταξε το βρέφος που κρατούσε στην αγκαλιά της και έκανε ό,τι μπορούσε να σκεφτεί για να το ζεστάνει. Του έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα, το τύλιξε πρόχειρα σε μια κουβέρτα, του έτριβε το τρυφερό κορμάκι και με το χνώτο της προσπαθούσε να το ηρεμήσει. Ώσπου από τα αθώα μάτια του σταμάτησαν να κυλούν δάκρυα, το χτυποκάρδι του βρήκε τον κανονικό του ρυθμό και στα χείλη του σχηματίστηκε ένα πλατύ χαμόγελο. Μια ρωγμή ελπίδας μέσα στη σκοτεινιά.

 

© Δημήτρης Φιλελές















Δεν υπάρχουν σχόλια: