Για τη γιορτή της Μάνας
Γιορτή της Μάνας σήμερα, όπως κάθε
χρόνο. Κι εγώ αφιερώνω ένα ποίημα στη Μικρασιάτισσα Μάνα, που σήκωσε την Ελλάδα
της προσφυγιάς αγόγγυστα στους ώμους της, που όλα τα προσφυγόπουλα ήταν παιδιά
της, που πάλεψε με θεούς και δαίμονες όχι μόνο για να δώσει, αλλά και να σώσει
τη ζωή.
Όραμα
Οι ηλιαχτίδες κρέμονται στα
μανταλάκια δίπλα στ’ ασπρόρουχα
δυο σύννεφα παίζουν κρυφτό πάνω απ’
τις χαμηλές στέγες
το λουλάκι του ουρανού αρωματίζει τη μπουγάδα
της μητέρας
ο πρώτος πετεινός κρεμάει το
ουράνιο τόξο στο λειρί του
τα γλυκολάλητα καμπαναριά διαλαλούν
την πραμάτεια τους
οι τρούλοι κάνουν το πρωινό
μακροβούτι στο πέλαγος
τα τελευταία ξεχασμένα άστρα
αποσύρονται στο παρασκήνιο του σύμπαντος
αφήνουν πίσω τους μιαν ασημένια
ανταύγεια
πάνω στις ανοιχτές παλάμες των λιόδεντρων
ένας μέρμηγκας δένει το ξύλινο
σπαθί στο ζωνάρι του
προσεύχεται στη μητέρα άνοιξη και
ξεκινά για το μεροδούλι
σέρνοντας μια ευθεία γραμμή στο
αφράτο χώμα
ένα αρνί βελάζει αποζητώντας το
ρωγοβύζι της μάνας
ένα γίδι σκαρφαλώνει βιαστικά τις
πέτρινες αναβαθμίδες
μασουλάει με λαιμαργία τα
ροδοκόκκινα σταφύλια
τα χελιδόνια, μάστορες χτιστάδες,
κουβαλούν άχυρα και πέτρες
για τη νέα τους φωλιά
άραγε πόσες κάμπιες δεν θα γίνουν
ποτέ πεταλούδες;
οι παπαρούνες αίμα παρθενικό στο
νυφικό σεντόνι
τα τζιτζίκια υμνητές στεντόρειοι
της απαρασάλευτης φυσικής τάξης
τα γεράνια στο φρεσκοασβεστωμένο
περβάζι
σκουλαρίκια πολύχρωμα
στου λευκού την αγνότητα
το ρετσίνι του πεύκου δάκρυ
ευλογίας σε πληγή αναίμακτη
ένα σμάρι μέλισσες ερωτεύονται την
αιωνιότητα
κι ο αϊτός, φρουρός ακοίμητος, τους
πειρατές φοβερίζει
απ’ της μεγάλης ντάπιας το κανόνι.
©
Δημήτρης Φιλελές
Από την ποιητική συλλογή «Ομηρία –
1922 μ.Χ.» (2022)