ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ - ΠΑΛΙΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

#διαβάζω_για_σένα 



Παλιοί καιροί

 

Πολύ κοντά στην πόλη, ξερό, γυμνό, το νησάκι. Το ένωνε με την πόλη μια στενή πέτρινη λουρίδα, η γλώσσα του μόλου. Μόλις πενήντα στρέμματα τόπο έπιανε στη ρηχή λιμνοθάλασσα. Κανένας τοίχος δεν το προστάτευε απ’ τη θαλασσινή πλημμύρα και κανένας ίσκιος απ’ τον ήλιο. Το χώμα του μια λάσπη κάτω απ’ τον ήλιο. Γυαλίζουν πάνω του σπυριά πηγμένου αλατιού σαν ασημόσκονη. Σπάνιο το χορτάρι εκεί˙ τα βούρλα[1] περισσεύουν. Οι ψαράδες διόρθωναν τα βαρκάκια τους πάνω στο νησάκι, τραγουδώντας συχνά πυκνά˙ και τα παιδιά έπαιζαν με θόρυβο πολύ. Τις όμορφες χειμωνιάτικες μέρες έκαναν κάποτε ίσαμε κει τον περίπατό τους λιγοστοί άνθρωποι. Μέσα στο νησάκι υψωνόταν ένας παλιός ερειπωμένος ανεμόμυλος˙ το στρογγυλό του κτίσμα γεμάτο από ραγίσματα και χαλάσματα. Οι πεσμένες πέτρες της κορφής σχημάτιζαν στη ρίζα του πρόχειρα σκαλοπάτια και καθίσματα. Εκεί που κάποτε άνοιγαν η πόρτα και οι φεγγίτες του ανεμόμυλου, τώρα κρεμόταν γερμένο προς τα έξω ένα δοκάρι της στέγης, σάπιο, μισοφαγωμένο, σαν άμορφο κόκαλο σκελετού, που άλλοτε συνταραζόταν και είχε ζωή. Ο ανεμόμυλος, αλλού κιτρινισμένος κι αλλού κατάμαυρος, κρατούσε τα σημάδια από δυο αδάμαστες δυνάμεις, που, χτυπώντας τον αδιάκοπα, τον είχαν γονατίσει : απ’ τον καιρό κι απ’ τη φωτιά. Και πάνω στην κορφή του και κάτω στη βάση του τον περικύκλωναν τσουκνίδες, το χορτάρι που φυτρώνει στα ερειπωμένα θεμέλια.

Ένα πρωί, δέκα πέντε χρόνια πριν, συναντήθηκαν κοντά στον ανεμόμυλο ο καπετάν Μήτρος, ο γέροντας αγωνιστής, κι ο νεαρός κύριος Τιμόθεος, σπουδασμένος γιατρός. Ο κύριος Τιμόθεος ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων ετών και μόλις είχε γυρίσει απ’ το Τριέστι[2]. Είχε μείνει εκεί ένα χρόνο στο θείο το μεγαλέμπορο. Για κάμποσο καιρό έζησε με την απόφαση να εγκαταλείψει την αφοσίωσή του στον Ασκληπιό[3] και ν’ αφιερωθεί στον Ερμή[4]. Μα στο Τριέστι τον έπιασε μια παράξενη νοσταλγία, όπως έλεγε. Και μόλις έκλεισε ένας χρόνος, γύρισε πίσω στον τόπο του. Απ’ το να μένει στην ξενιτιά με την αβέβαιη ελπίδα να πλουτίσει, προτίμησε την απλή ζωή του γιατρού. Από τη φύση του ευερέθιστος, μα κάπως αργοκίνητος σε όλα του, ο γιατρός πάλευε μέσα του με τα όνειρα. Οι φίλοι του τον έλεγαν αισθηματία˙ τίποτε παραπάνω.

Τον πρώτο χρόνο των σπουδών του στο πανεπιστήμιο λιποθύμησε τρεις φορές απανωτά στο μάθημα της ανατομίας. Όσο για τον καπετάν Μήτρο, με το βάρος των εβδομήντα χρόνων του, έστεκε αλύγιστος, ολόρθος, σαν από τη φυλή των δυνατών κι υπέροχων πλασμάτων, που, ή βελανιδιές ή άνθρωποι, στο τέλος συντρίβονται, αλλά δε λυγίζουν. Με πολλές πλούσιες δίπλες η μακριά φουστανέλα του, σαν να προσπαθούσε να ξεπεράσει σε λευκότητα το παχύ μουστάκι του. Στη μέση του ασημένιο σελάχι[5]. Ζούσε με τις αναμνήσεις από καμιά δεκαριά ένδοξες μάχες. Θυμόταν περίεργα ηρωικά περιστατικά από την επική ιστορία του αγώνα. Του άρεσε να τρώει πολύ και να λέει πολλά. Τις νύχτες τον κυρίευε η αϋπνία, άφηνε νωρίς το κρεβάτι του, πολλές φορές και το σπίτι του, απ’ την πολλή στενοχώρια. Παραδινόταν άφοβα στην πρωινή δροσιά, εκεί έξω, στο νησάκι. Ο κύριος Τιμόθεος είχε πάει εκεί για να κολυμπήσει, Αλωνάρης[6] μήνας, για να πάρει κι αυτός λίγο δροσερό αέρα και να χαρεί την ανατολή.

Γνώριμοι κι οι δυο, σαν καλοί γείτονες. Αμέσως με τους πρώτους χαιρετισμούς ο νεαρός βρέθηκε να κάθεται στο σωρό απ’ τις πέτρες του ανεμόμυλου, δίπλα στο γέροντα. Ο καπετάν Μήτρος δεν άργησε ν’ ανοίξει το ομιλητικό πάντα στόμα του. Και ο κύριος Τιμόθεος, μην έχοντας την ώρα εκείνη κάτι πιο σημαντικό, δέχτηκε ευχάριστα τη συντροφιά του γέροντα. Σκέφτηκε μάλιστα πως ήταν μια καλή ευκαιρία να λύσει κάποιες απορίες του, απορίες που του ξανάφερε στο νου η παρουσία του καπετάν Μήτρου. Έτσι, ψαχουλεύοντας με το χέρι του τον ανεμόμυλο, καθώς και οι δυο ακουμπούσαν στον τοίχο, σαν να ζητούσε να ξεκαθαρίσει την ιστορία των ερειπίων, ρώτησε ο κύριος Τιμόθεος :

- Και δε μου λες, καπετάν Μήτρο, πώς βρέθηκε ο ανεμόμυλος ολομόναχος μες στα νερά μας, σαν καράβι που το έριξε στην ξέρα[7] η τρικυμία; Από μικρός έτσι χάλασμα τον θυμάμαι.

- Να σου πω, παιδί μου, καλά καλά κι εγώ δεν ξέρω. Εδώ κι εξήντα πέντε χρόνια, θα ήμουν έξι χρονών παιδάκι, τον θυμάμαι. Όμως τότε δεν ήταν χάλασμα όπως τώρα. Τον αγνάντευα απ’ το σπίτι μας. Το σπίτι μας ήταν εκεί που έχτισε τώρα το αρχοντικό του ο κουμπάρος μου ο Αποστόλης. Φαίνεται από δω. Το βλέπεις; Θυμάμαι πως ο ανεμόμυλος ήταν το πρώτο αντικείμενο που σταμάτησαν πάνω του τα μάτια μου˙ πανύψηλος, ολοστρόγγυλος, με μυτερή κορφή, με το φεγγίτη του, με τις φτερούγες του. Όταν βασίλευε ο ήλιος, χτυπούσε πάνω στο γυαλί του φεγγίτη και το γυαλί φεγγοβολούσε. Έτρεμα από μακριά και φοβόμουν να το κοιτάξω, γιατί μου έμοιαζε με το μάτι της Λάμιας[8]. Όταν έκλαιγα, η μάνα μου με φοβέριζε πως θα με δώσει στη Λάμια του μύλου να με φάει κι εγώ σώπαινα. Κι όταν γύριζαν με το άνεμο γρήγορα οι φτερούγες του, πάντα φοβισμένος απ’ τα λόγια της μάνας μου, νόμιζα πως η Λάμια γυρνούσε την ανέμη[9] του. Κι απ’ το φόβο μου δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από κει. Μετά, που μεγάλωσα, δεν είχα πια τέτοιους φόβους. Εμείς τότε, μικροί και μεγάλοι, φόβο δε  νιώθαμε, μόνο μίσος τρέφαμε κατά της σκλαβιάς. Τότε το νησί δεν ήταν ενωμένο με τη θάλασσα, όπως τώρα με το μόλο.

Έρχονταν εδώ με τις βάρκες ή έμπαιναν μέσα στο νερό κι έφταναν ως εδώ απ’ τη θάλασσα˙ ίσαμε το γόνατο τους έφτανε η θάλασσα. Ένα δειλινό, εγώ και κάποια παιδιά, σκεφτήκαμε να έρθουμε έτσι στο νησί. Θέλαμε να δούμε τον ανεμόμυλο, που είχε ανοίξει την πορτούλα του κι έπαιζε τις φτερούγες του.

Ήμαστε στα μισά του δρόμου όταν έτρεξε ο πατέρας μου με δυο άλλους, τους πατεράδες των άλλων παιδιών, και μας γύρισαν πίσω. Μας έδειραν και μας φοβέρισαν :

- Μην ξανακάνετε τέτοιο ταξίδι, γιατί χαθήκατε!

Μετά άκουσα απ’ τον πατέρα μου πως τον ανεμόμυλο τον έχει ένας Τούρκος αγάς[10]. Είχε πάει ένα πρωί, σκότωσε το μυλωνά, πήρε τη γυναίκα του μυλωνά και τον ανεμόμυλο. Άλεθε τα δικά του γεννήματα[11], άλεθε και τα γεννήματα των ξένων, μα δεν τους τα έδινε πίσω. Του φαινόταν κάποιος νοικοκύρης βαρετός; Τον καλούσε στον ανεμόμυλο να φάνε κι ο ραγιάς[12] δεν ξαναγύριζε.

Βρωμόσκυλα! Παλιότουρκοι! Κι έτσι ποτέ δεν τόλμησα να πατήσω το πόδι μου στο μύλο μέχρι την επανάσταση. Τότε…

 

***

 

Όταν ξεσηκωθήκαμε, οι δικοί μας σκότωσαν τον αγά, πήραν το μύλο κι έβαλαν εκεί φρουρά. Όταν, μετά από αποκλεισμό έξι μηνών, μπήκαν οι Τούρκοι στο κάστρο, οι δικοί μας, όσο μπορούσαν, τους θέρισαν στο τουφεκίδι. Μετά πήραν όσους μπορούσαν να περπατήσουν και, χτυπώντας δεξιά κι αριστερά, πέρασαν ανάμεσα, βγήκαν, τραβήχτηκαν στα βουνά. Αφού βγήκαν απ’ το κάστρο, πέντε αδέρφια, τα παιδιά του Τασούλα, βρέθηκαν στη μέση του δρόμου μακριά απ’ τους άλλους. Μέσα στο κακό της νύχτας έχασαν το δρόμο. Αντί να τραβήξουν ψηλά προς το κάστρο, βρέθηκαν χαμηλά προς τη θάλασσα, κατά δω. Βλέπουν πως λάθεψαν, κάνουν να γυρίσουν πίσω, ήταν αργά. Καμιά εκατοστή Λιάπηδες[13] τους κλείνουν από πίσω το διάβα. Τα πέντε αδέρφια ρίχνονται στη θάλασσα, κολυμπούν, βγαίνουν εδώ πέρα. Οι Λιάπηδες τους μυρίζονται κι αρχίζουν το τουφεκίδι. Κοιτάζουν τα παιδιά μήπως βρουν κανένα μονόξυλο[14]. Πού να το βρουν μέσα στη νύχτα! Δε χάνουν καιρό, τραβούν μπροστά, πέφτουν στη θάλασσα, ρηχά τα νερά. Πρόσμεναν να ξεμακρύνουν˙ κι εγώ δεν ξέρω τι πρόσμεναν. Ψηλά τα καριοφίλια[15], το σελάχι στο λαιμό, τα χαντζάρια[16] στα χέρια. Οι Λιάπηδες παίρνουν δυο βάρκες, μπαίνουν όσοι χωρούσαν μέσα, δεν τους αφήνουν να πάρουν ανάσα απ’ το τουφεκίδι. Ένα βόλι σκοτώνει ένα από τ’ αδέρφια. Τότε είπαν :

- Βρε, τι είμαστε εμείς; Γυναικόπαιδα, να μας κυνηγούν οι Τούρκοι; Πάμε να πάρουμε πίσω το αίμα του αδερφού μας. Απάνω στα σκυλιά!

Γυρίζουν καταπάνω τους τις κάννες των τουφεκιών τους. Οι Λιάπηδες κοντοστέκονται αναποφάσιστοι. Και στη στιγμή τ’ αδέρφια, βλέποντας ανοιχτή την πορτούλα του ανεμόμυλου, μόλις είχε βγει το φεγγάρι, δε χάνουν καιρό. Πάντα με το πρόσωπο κατά τους Λιάπηδες, ρίχνοντας βόλια και κορμιά, ζυγώνουν τον ανεμόμυλο, μπαίνουν και φράζουν την πόρτα. Πολεμούν από μέσα, μέσα απ’ τους δυο φεγγίτες, βαστούν μέχρι τα ξημερώματα. Πού να ζυγώσουν οι Λιάπηδες! Οι δυο φεγγίτες είναι δυο έξυπνα μάτια κι οι ματιές τους είναι τα βόλια. Μα κοντά στα ξημερώματα οι Λιάπηδες, λυσσασμένοι, καταφέρνουν να χαλάσουν τους φεγγίτες. Ο τοίχος γκρεμίστηκε, βλέπεις. Απόμεινε όπως είναι τώρα. Οι φεγγίτες άνοιξαν, σκίστηκαν, φαινόταν ο μύλος από μέσα κι απ’ έξω μαυρισμένος, τρυπημένος, μισοκρυμμένος μέσα στον καπνό. Πάνω κάτω όπως φαίνεται και τώρα. Δε φαίνονταν όμως και τα τέσσερα αδέρφια…

Ξαφνικά, Θεέ μου, τι είναι κείνο που απλώνεται, ταμπούρι[17] αναπάντεχο, και ζητάει να βουλώσει τον ένα φεγγίτη;

Κι ο καπετάν Μήτρος, όρθιος, με το πρόσωπο στραμμένο προς τον ηρωικό ανεμόμυλο, δεν έδειχνε πως εκμυστηρευόταν μια απλή ιστορία, μια - ποιος ξέρει πώς και πόσο! - αλλαγμένη διήγηση. Έδειχνε πως ήταν ο τραγικός αφηγητής του ηρωικού δράματος μπροστά στο νεαρό γιατρό, που γεμάτος συγκίνηση τον άκουγε. Κι ακόμη περισσότερο˙ φαινόταν πως κι ο ίδιος έβλεπε να ξετυλίγονται ζωντανά μπροστά του τα περιστατικά σαν υπερφυσική οπτασία - και παθιάζεται και μεθά απ’ το όραμά του.

- Είναι στρώμα; Είναι σακί; Τι να είναι; Αχ! Κορμιά είναι. Είναι δυο από τ’ αδέρφια! Πώς είναι στριμωγμένα και κουλουριασμένα! Του ενός κρέμονται τα χέρια απ’ έξω, του άλλου τα πόδια. Τα δυο άψυχα αδέρφια, έτσι ανταμωμένα, κάνουν ένα γερό ταμπούρι στ’ άλλα τους αδέρφια, που βρίσκονται ακόμη μέσα ζωντανά.  Τώρα ο άλλος φεγγίτης δουλεύει μόνο. Ο μύλος απόμεινε μ’ ένα μάτι. Αράπηδες[18], Κονιάροι[19], Τόσκηδες[20], Γκέγκηδες[21], όλοι μαζεύονται, λυσσομανούν και χιμούν και ρίχνουν, μα δεν τολμούν να ζυγώσουν.

Με το πρώτο αχνό φως της μέρας, το τουφεκίδι του μύλου σωπαίνει ξαφνικά. Ανοίγει η πορτούλα διάπλατη κι ακούγεται μια φωνή :

- Στο όνομα του Θεού! Πίσω, σκυλιά!

Και πετιέται ένας λεβέντης, παλίκαρος, δράκοντας από λύσσα, Αϊ-Γιώργης από λάμψη. Δε σου είπα τ’ όνομά του˙ Τάσος Τασούλας. Τραβάει ολόισια στ’ ασκέρι[22], σαΐτα, βοριάς, αστραπή. Μωρέ, το πιστεύεις, παιδί μου; Το πιστεύεις; Κανένας δεν απλώνει να τον βαρέσει. Παραμερίζουν όλοι. Με δυο τρεις δρασκελιές φτάνει στην άκρη του νησιού. Μα δεν μπορούσε να προχωρήσει στα ρηχά. Όλο και κολλούσε στη λάσπη. Πιάστηκε σαν το πουλί στην ξόβεργα[23].

Τότε κράζουν απ’ τ’ ασκέρι :

- Κανείς να μη του ρίξει! Ζωντανό να τον πιάσουμε! Να τον πάμε στον πασά[24]!

Και τρέχουν. Μα προτού φτάσουν, ο Τασούλας με το πιστόλι του τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.

- Εσείς, εμένα!, πρόφτασε μόνο να φωνάξει με περιφρόνηση.

Έπεσε, μωρέ παιδί μου, μπρούμυτα στο νερό κι άπλωσαν τα μακριά μαλλιά του και βάφτηκαν γύρω του κόκκινα τα νερά. Ένας θεόρατος χρυσοδέλφινας, που τον έριξε το βόλι του κυνηγού. Χάθηκε για μια στιγμή και πάλι φάνηκε. Την ώρα εκείνη πρόβαλε ο ήλιος, όπως και τώρα, κι έριξε τις πρώτες του ηλιαχτίδες πάνω στη σβησμένη όψη του και στ’ άρματά του. Πέρα στο νησί, οι Τούρκοι μισοκρυμμένοι στη θολούρα του καπνού, δαίμονες μέσα στην κόλαση. Εκείνος άστραφτε…

- Σαν να ξεχυνόταν απ’ την όψη του κι από τ’ άρματά του η Ανάσταση του Γένους!, συμπλήρωσε ο νεαρός τα λόγια του γέροντα με μια λυρική εικόνα.

 

***

 

Πολλές φορές είχε ακούσει να ιστορούν κατορθώματα από την επανάσταση ακόμη πιο θαυμαστά. Μα δε θυμόταν να είχε διαπεράσει έτσι βαθιά την καρδιά του άλλη ιστορία, όσο αυτή του καπετάν Μήτρου. Λίγα λεπτά πριν, απ’ τα αντικρινά βράχια, τα υψωμένα απότομα, τα αγριωπά μέσα στον χαρωπό ορίζοντα, είχε προβάλει ο ήλιος. Και η τρικέφαλη βουνοκορφή είχε στολιστεί με άπειρα ροδόχρωμα κεντήματα. Κατακλυσμός οι ηλιαχτίδες πάνω στην ακρογιαλιά, όλα τα βέλη της φαρέτρας του είχε τινάξει πάνω της οδηγώντας το αιώνιο άρμα του. Το φως του ήλιου δίνει χαρά και αγαλλίαση[25] σ’ όλο τον κόσμο.

Ακούγονταν κελαηδίσματα πουλιών και μια γλυκιά λαχτάρα τρεμόπαιζε πάνω στα ως τώρα ήσυχα νερά. Τα κύματα έσβηναν απαλά και χαϊδευτικά αγγίζοντας την αμμουδιά και δεν ξεχώριζες αν ήταν φλοίσβου[26] αντίλαλος ή μουσική φιλιού. Χιονάτοι γλάροι πρόβαλλαν και χαμήλωναν χτυπώντας τα φτερά τους, για να ψαρέψουν το γεύμα τους, από τα βαρκάκια αντιλαλούσαν βροντεροί οι πυροβολισμοί των κυνηγών, που είχαν βάλει στο σημάδι πάπιες και φαλαρίδες[27]. Θεϊκό πανηγύρι είχε ξεσπάσει στον αέρα. Και με την εντύπωση της ιστορίας του Τάσου Τασούλα, όλη εκείνη η μαγεία της φύσης έφτανε ως τα τρίσβαθα της ψυχής του Τιμόθεου και μεταμορφωνόταν σε αλάλητο πόθο, σε δίψα ηρωισμού.

- Αυτός είναι θάνατος!, φώναξε. Έτσι να πεθάνεις, το καταλαβαίνω!

- Όλα αυτά που σου είπα, παιδί μου, φρόντισε να εξηγήσει συμπληρώνοντας ο καπετάν Μήτρος, όλα αυτά μου τα είπε κι εμένα άνθρωπος που τα είδε με τα ίδια του τα μάτια˙ Θεός σχωρέσ’ τον! Ο κυρ Αποστόλης τα είδε, κρυμμένος εδώ πέρα, πίσω από μια τρυπημένη παλιόβαρκα, χωμένος στο νερό ως το λαιμό. Τον κυνήγησαν κι αυτόν οι Λιάπηδες και τους ξέφυγε και χώθηκε εκεί πέρα. Καλή κρυψώνα, λίγα βήματα μακριά απ’ τον ανεμόμυλο. Άκουσε και είδε με τ’ αυτιά του και με τα μάτια του. Σου τα ξαναείπα με το νι και με το σίγμα[28], όπως μου τα είπε. Ο κακομοίρης ο Αποστόλης τρεις μέρες έμεινε χωμένος πίσω απ’ την παλιόβαρκα. Έδωσε ο Θεός και δεν τον πήραν χαμπάρι. Την τρίτη μέρα πέρασε ένα κεφαλλονίτικο καΐκι και τον περιμάζεψε. Κι αν ρωτάς και για μένα, εγώ τότε ήμουν με τον Καραϊσκάκη…

Μετά από λίγο αποχωρίστηκαν ο νεαρός γιατρός κι ο γέροντας αγωνιστής.

Ο ήλιος που χρύσωνε τον ανεμόμυλο, έλαμπε πάνω του σαν χαμόγελο σε όψη εκατόχρονου γέροντα.

 

Κωστής Παλαμάς (1920)

 

 Μεταγραφή - σχολιασμός - ανάγνωση : © Δημήτρης Φιλελές



[1] τα βούρλα = αειθαλή υδρόφιλα φυτά.

[2] Τριέστι = η πόλη Τεργέστη στη βορειοανατολική Ιταλία στην Αδριατική θάλασσα.

[3] Ασκληπιός = αρχαίος ελληνικός θεός της ιατρικής και της υγείας.

[4] Ερμής = αρχαίος ελληνικός θεός του εμπορίου.

[5] το σελάχι (τουρκικά silâh) = ζώνη που φοριέται έξω από τη φουστανέλα, με θήκη για τα όπλα.

[6] Αλωνάρης = ο μήνας Ιούλιος, που γίνεται το αλώνισμα των δημητριακών.

[7] η ξέρα = βράχος που μόλις σκεπάζεται από τη θάλασσα ή προεξέχει ελάχιστα.

[8] Λάμια = δαιμονικό πλάσμα της ελληνικής μυθολογίας, που άρπαζε παιδιά και τα καταβρόχθιζε.

[9] η ανέμη = η φτερωτή του ανεμόμυλου.

[10] ο αγάς (τουρκικά ağa) = αξιωματούχος της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

[11] τα γεννήματα = τα προϊόντα της γης, κυρίως τα δημητριακά.

[12] ο ραγιάς (τουρκικά raya) = ο μη μουσουλμάνος υπήκοος του σουλτάνου στην τουρκοκρατία.

[13] Λιάπηδες = αλβανική φυλή που τον 14ο και 15ο αιώνα ένα μέρος της μετακινήθηκε προς τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο.

[14] το μονόξυλο = μικρή βάρκα που κατασκευάζεται από τον κορμό ενός μόνο δέντρου.

[15] το καριοφίλι = εμπροσθογεμές μακρύκαννο όπλο.

[16] το χαντζάρι (τουρκικά hançer) = μεγάλο κυρτό μαχαίρι.

[17] το ταμπούρι (τουρκικά tabur) = η οχυρή τοποθεσία.

[18] Αράπηδες = χαρακτηρισμός των Ελλήνων αγωνιστών για τον αιγυπτιακό στρατό του Ιμπραήμ Πασά.

[19] Κονιάροι = νομαδική τουρκική φυλή της Μικράς Ασίας.

[20] Τόσκηδες = αλβανική φυλή της κεντρικής και νότιας Αλβανίας.

[21] Γκέγκηδες = αλβανική φυλή της βόρειας Αλβανίας.

[22] το ασκέρι (τουρκικά asker) = ομάδα άτακτου ή τακτικού στρατού.

[23] η ξόβεργα = παγίδα για πουλιά, κλαδί αλειμμένο με κόλλα.

[24] ο πασάς (τουρκικά paşa) = ο οθωμανικός τίτλος του διοικητή μιας περιφέρειας.

[25] η αγαλλίαση = η ευχαρίστηση, η ανακούφιση.

[26] ο φλοίσβος = ο ήχος του κύματος που σβήνει στην ακρογιαλιά.

[27] η φαλαρίδα = υδρόβιο αποδημητικό πουλί, γνωστό και ως μαυρόκοτα.

[28] με το νι και με το σίγμα = με κάθε λεπτομέρεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: