ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

νñKος Θ. Ϡαναγιωτάρας – ἐԯ’ αὐϯѻфώϱῳ – Και τι μ’ αυτό;

 #διαβάζω_για_σένα

Ο ποιητής νñKος Θ. Ϡαναγιωτάρας



Και τι μ’ αυτό;

 

 

Και τι μ’ αυτό;

 

 

Ο Μιχαήλ Άγγελος γνώριζε να κινείται επιδέξια

επάνω στην σιωπή – αθόρυβα

λες και ήταν χορευτής,

ο Δομίνικος πάλι, ήξερε να δίνει χρώμα

σχήμα στο σκοτάδι – χέρι υφάδι

με μια και μόνο άνασσα ανάσα πινελιά.

 

 

Σχεδόν πλήρης ημερών κι ολίγον τι αμβλύνους

χάθηκε ένα πρωί ο τρελός από έρωτα της Πρέβεζας·

χάθηκε κι ο Έντγκαρ Άλαν Πόε.

 

 

Έγειρα στο παράθυρο κάτι ν’ ακούσω, κάτι να πω,

μα τελικά δεν ήταν αυτό που εννοούσα   

κι έτσι χαμογελώντας χάθηκα στους διαδρόμους

του μουσείου του νου μου…

 

 

Σαν σκιά μιας λυπητερών πρελούδιων του Μπαχ και του Σοπέν 

ξεπετάχτηκε μέσ’ από δυο κεράσια χείλη

που ‘ρθε με την σειρά της να υπηρετήσει

την μοναξιά του ποιητή  και καλλιτέχνη

και μίαν ακριβή ελπίδα που ακούει στο όνομα Θυία…

 

 

Τσιγγάνικα βιολιά, χωρίς αμφιβολία, φορές σειρήνες,

φορές νεράιδες, πιστέψαμε στους ήχους

όσον και στα ταρρό της μοίρας, στο θρόισμα

των φύλλων·

Ασημώνουμε με την ζzωή μας για να γνωρίσουμε

την Αλήθεια, να φτάσουμε στον Αχέροντα.

 

 

Και τί μ’ αυτό;

 

 

Ο Πραξιτέλης εμφύσησε zζωή στο μάρμαρο της Πάρου

στην άψυχη πέτρα –

γνώριζε για θάνατο και πόθο, γνώριζε…,

λες και ήταν ποιητής,

μα πιότερο για όλα τούτα γνώριζαν

η Φρύνη και η Σαπφώ.

 

 

Έγειρα στα χείλη τους κάτι ν’ ακούσω, να ψιθυρίσω κάτι

μα δεν μου ‘βγαινε όπως εγώ το εννοούσα

Κι έτσι, λυπημένος, με μια υγρή ικμάδα απογοήτευσης

διευθέτησα το μαξιλάρι μου

και γύρισα πλευρό…

Σαν χάδι ανέμου βγήκε η ανάσα

και γυρνώντας στα στήθη τους επάνω

θυμήθηκαν το μαράζι του έρωτα κρυμμένο βαθιά στα όστρακα,

εκεί που η θάλασσα στη στιγμή έγινε γυναίκα,

να υπερασπίσει τον Αίτιο λόγων και έργων

Πριν το λάγνο της Κακίας σώμα – θηλυκότατο –

εξαντλήσει τους αμέτρητους πόθους

και μεγαλουργήσει στ’ όνομα μιας ακόρεστης ισόθεης

Ηδονής.

 

 

Σχεδόν πλήρης ημερών, κι ολίγον τι αμβλύνους

Χάθηκε μαζί με τις κόρες του και την κυρά Φροσύνη

ο Αριστοτέλης της Λευκάδας,

χάθηκε κι ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στο Βιθνάρ,

 

 

Και τι μ’ αυτό;

 

 

Ο Τ.Σ. Έλιοτ προδόθηκε – απατήθηκε εις γνώσιν του

από μια γυναίκα – σχεδόν κατά δική του – νυμφομανή·

για άλλους λόγους προδόθηκε κι ο τρελός της Κρήτης.

 

 

Κατά που ν’ απλώσουνε τα χέρια τους τώρα που

δεν τους λογαριάζουν οι γυναίκες τους –

Όλοι μας ναυάγια – σαν τις σκέψεις τους

που βρίσκουν κόντρα στα ‘θέλω’

και στα ‘πρέπει’ τους,

 

 

Δεν είναι τρόπος αυτός να τελειώσει ο Κόσμος:

μεταξύ πάθους και ουσίας – (συν)ουσίας κι ανάγκης, 

μεταξύ δημιουργίας και δύναμης,

μεταξύ ιδέας θανάτου κι ανάστασης,

 

 

Αφήστε την αψεγάδιαστη ψυχή να πιεί,

να τραγουδήσει,

αφήστε την καλλιρέεθρο κούπα της ματαιότητας να κυλήσει,

να σπάσει,

αφήστε να κλάψουν οι φιλήσυχοι ουρανοί… 

 

 

Η Αλήθεια θα είναι πολύ μακριά

καλά κρυμμένη στο Ιδαίο Άντρο,

όχι μ’ ένα κλάμα μηδέ μ’ έναν λυγμό,

Χρυσοσκαλίτισσα και Δροσιανή,

Χρυσοσπηλιώτισσα, κι εσύ Παναγία Τρυπητή, σας

θυμάμαι…

στην είσοδο της Χρυσοπηγής κι αυτή της Σουμελά·

εκεί που ο άνεμος καλά κρατεί.

 

 

Και τί μ’ αυτό;

 

 

Το σώμα ξέρει για το πανέρι με τις ηδονές,

για το ζευγάρωμα των πουλιών πίσω από τα

φρύγανα και τις φτελιές,

για τα δώρα των κιρκάδιων εραστών, για

το ύστατο πέταγμα των λαβωμένων αετών,

για τον χορό των ερωδιών…

Το σώμα ξέρει.

 

 

Έγειρα στην θάλασσα κάτι ν’ ακούσω, κάτι να πω

μα δεν ήταν αυτό που εννοούσα,

κι έτσι, ολομόναχος αγρύπνησα στις ανήλιες

της Μεσογείου ακρογιαλιές…

Σαν ταξιδιώτης εξαντλημένος, χορταριασμένος

στην σκέψη και στα λόγια

με προορισμό εσένα ανθισμένη Λήθη

Ήρθα να προλάβω το Δοξαστικό να ηχεί

από την ψυχή της Πάτμου,

Κι εκείνη τη θύσιμο τη μνήμη

την υπομονητική που γεννά για την ιμερτή την λησμονιά…

 

 

Αν την ζzωή περνούσα triumphantly,

νικηφόρος,

θα μπορούσα να γεννήσω έναν νέο νῆΚο νήκεστο…, λυτρωτή!

 

 

Έλα όμως που μύρισε Μοριάς και Σμύρνη

κι ήρθα στην zζωή παναγιωτάρας ελάσσονας,

με υπομονή σαν την Μνήμη,

να γεννήσω για την Τέχνη… δικαίωση!

– θέωση…! 

 

 

Κι όλοι μαζί

να εξιλεώσουμε τα θεία·

αγίων κι αγγέλων προσμονή,

όλοι μαζί να γκρεμίσουμε τους φράχτες

που χωρίζουν τις ψυχές…, άλλες

Στην Κόλαση κι άλλες στον Παρ(άδης)ο.

Αυτή είναι η ονοστή Τέχνη του ζην όπως την πήρα

από τους γονείς μου,

κι Εσείς από τους Δικούς σας – παιδιά νόμιμα

και μη, Παιδιά αγάπης.

 

 

Η Αλήθεια είναι μέσα μας·

Μέσα μας και η Ελευθερία!



vñKos  Ѳ. ϠavayıѠꞆáas 

Απόσπασμα από το ποιητικό έργο ἐԯ αὐϯѻфώϱῳ 


Δεν υπάρχουν σχόλια: