ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ
Ανάμεσα στους πολλούς δημοφιλείς τύπους που θα έχουν
την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν οι μελλοντικοί δημοσιογράφοι ξεχωριστή θέση
κατέχει η κακή πεθερά, όπως και η κακή μητριά. Για τη μητριά θα αποπειραθώ να
γράψω άλλη φορά, για να έχουν γνώση οι αναγνώστες μου. Για μια κακή πεθερά
σήμερα ο λόγος.
Σε τι έφταιγε
η άτυχη κοπέλα, η Διαλεχτή· έτσι
ονομαζόταν η θυγατέρα του Κασσανδρέα[1]
μπαρμπα-Μανώλη, που είχε μεταναστεύσει στα χρόνια της ελληνικής Επανάστασης σ’
ένα από τα νησιά του Αιγαίου. Σε τι έφταιγε αν ήταν στείρα[2]
και άτεκνη; Είχε παντρευτεί πριν από εφτά χρόνια και από τότε δυο φορές πήγε
στα λουτρά της Αιδηψού[3],
πέντε φορές της έδωσαν να πιει διάφορα θεραπευτικά βότανα, μάταια, η γη έμενε
άγονη. Δυο ή τρεις γύφτισσες τις έδωσαν να φορέσει φυλαχτά θαυματουργά γύρω από
τις μασχάλες, λέγοντάς της ότι αυτό ήταν το μόνο μέσο για να γεννήσει, και
μάλιστα γιο. Τέλος, κάποιος καλόγερος από το Σινά[4]
της δώρισε αγιασμένο κομπολόι, λέγοντάς της να το βαφτίζει και να πίνει το
νερό. Τα πάντα μάταια.
Επιτέλους,
με την απελπισία ήρθε και η ανάπαυση της συνείδησης και δεν θεωρούσε τον εαυτό
της ένοχο. Δε νόμιζε το ίδιο όμως και η γριά Καντάκαινα, η πεθερά της, που
έριχνε στη νύφη της το σφάλμα, που δεν αποκτούσε εγγονό για τα γηρατειά της.
Είναι
αλήθεια ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής ήταν το μοναχοπαίδι της γριάς και
συμμεριζόταν και αυτός την προκατάληψη της μητέρας του εναντίον της συζύγου
του. Αν δεν του γεννούσε η σύζυγός του, η γενιά του χανόταν. Είναι περίεργο που
κάθε Έλληνας της εποχής μας θεωρεί ιερότατο χρέος και υπέρτατη ανάγκη τη
διαιώνιση της γενιάς του.
Κάθε φορά
που ο γιος της επέστρεφε από το ταξίδι του, γιατί είχε μπρατσέρα[5]
και ήταν τολμηρότατος ναυτικός, η γριά Καντάκαινα τον προϋπαντούσε[6],
τον οδηγούσε στο σπιτάκι της, τον διάβαζε[7],
τον κατηχούσε, του έβαζε λόγια και έτσι τον έστελνε στη γυναίκα του. Και δεν
έλεγε τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε[8]· δεν ήταν μόνο «μαρμάρα», δηλαδή
στείρα, η νύφη της, αυτό δεν αρκούσε, ήταν και άπαστρη[9],
απασσάλωτη[10],
ξετσίπωτη και τα λοιπά. Όλα τα είχε, «η ποίξα, η δείξα[11],
η άκληρη».
Ο καπετάν
Καντάκης, φλομωμένος[12],
θαλασσοπνιγμένος, τα άκουγε όλα αυτά, η φαντασία του φούσκωνε, βγαίνοντας μετά
συναντούσε τους συναδέλφους του ναυτικούς, άρχιζαν τα «καλωσόρισες», τα «καλώς
σας βρήκα», έπινε εφτά ή οχτώ ρούμια, και με τριπλή σκοτοδίνη[13],
από τη θάλασσα, από τη γυναικεία διαβολή[14]
και από το ποτό, έμπαινε στο σπίτι του και τότε συνέβαιναν βάρβαρες σκηνές
ανάμεσα σ’ αυτόν και στη σύζυγό του.
Έτσι είχαν
τα πράγματα μέχρι την παραμονή του Χριστουγέννων του έτους 186… Ο καπετάν
Καντάκης πριν από πέντε ημέρες είχε ταξιδέψει με τη μπρατσέρα του στο απέναντι
νησί με φορτίο αρνιών και κατσικών και έλπιζε ότι θα γιόρταζε τα Χριστούγεννα
στο σπίτι του. Αλλά το λογαριασμό τον έκανε χωρίς τον ξενοδόχο, δηλαδή χωρίς το
βοριά, που φύσηξε αιφνιδιαστικά άγριος και έκλεισε όλα τα πλοία μέσα στους
όρμους, όπου βρέθηκαν. Είπαμε όμως ότι ο καπετάν Καντάκης ήταν τολμηρός
ναυτικός. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος κόπασε λιγάκι, αλλά
εξακολουθούσε να φυσά δυνατά. Τα μεσάνυχτα πάλι δυνάμωσε.
Κάποιοι
ναυτικοί στην αγορά στοιχημάτιζαν ότι αφού έπεσε ο βοριάς, ο καπετάν Καντάκης
θα έφτανε γύρω στα μεσάνυχτα. Η σύζυγός του όμως δεν ήταν εκεί να τους ακούσει
και δεν τον περίμενε. Αυτή δέχτηκε μόνο το βραδάκι την επίσκεψη της πεθεράς,
ασυνήθιστα ευγενικής και χαμογελαστής, που της ευχήθηκε το απαραίτητο «καλό
δέξιμο» και για χιλιοστή φορά το στερεότυπο «μ’ έναν καλό γιο».
Και όχι
μόνο αυτό, αλλά της πρόσφερε και ένα χριστόψωμο[15].
- Το ζύμωσα
μοναχή μου, είπε η θεια-Καντάκαινα, με υγεία να το φας.
- Θα το
φυλάξω ως τα Φώτα για ν’ αγιαστεί, παρατήρησε η νύφη.
- Όχι, όχι,
είπε με αλλόκοτη βιασύνη η γριά, το δικό της φυλάει η καθεμιά νοικοκυρά για τα
Φώτα, το πεσκέσι[16]
τρώγεται.
- Καλά,
απάντησε η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλύτερα.
Η Διαλεχτή
ήταν κοπέλα με πολύ αγαθή ψυχή, ποτέ δε μπορούσε να φανταστεί ή να υποπτευτεί
κάτι κακό.
«Πώς το
‘παθε η πεθερά μου και μου έφερε χριστόψωμο;» σκέφτηκε η Διαλεχτή και αφού
έφυγε η γριά, κλείστηκε στο σπίτι της και κοιμήθηκε μαζί με κάποια δεκάχρονη
γειτονοπούλα, που της έκανε συντροφιά όσες φορές έλειπε ο σύζυγός της. Η
Διαλεχτή κοιμήθηκε πολύ νωρίς, γιατί είχε σκοπό να πάει στην εκκλησία κατά τα
μεσάνυχτα. Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου απείχε μόλις πενήντα βήματα από το
σπίτι της.
Γύρω στα
μεσάνυχτα σήμαναν δυνατά οι καμπάνες. Η Διαλεχτή σηκώθηκε, ντύθηκε και πήγε
στην εκκλησία. Επειδή είχαν συμφωνήσει ότι το κορίτσι που κοιμόταν δίπλα της θα
έμενε μαζί της μέχρι τον όρθρο[17],
την ξύπνησε και την οδήγησε κοντά στ’ αδέλφια της. Τα δυο σπίτια χωρίζονταν με
μεσοτοιχία.
Η Διαλεχτή
ανέβηκε στο γυναικωνίτη της εκκλησίας, αλλά μόλις πέρασε μισή ώρα, την πλησίασε
μια δυστυχισμένη φτωχή και κουτσή γυναίκα, που ήταν η νεωκόρος[18]
της εκκλησίας, και της λέει στο αυτί :
- Δώσε μου
το κλειδί, ήρθε ο άντρας σου.
- Ο άντρας
μου! φώναξε η Διαλεχτή έκπληκτη.
Και αντί να
δώσει το κλειδί, βιάστηκε να κατεβεί η ίδια.
Φτάνοντας
στα σκαλιά του σπιτιού, βλέπει το σύζυγό της καταμουσκεμένο, στάζοντας νερό και
αφρούς.
- Είμαι
μισοπνιγμένος, είπε αυτός μουρμουρίζοντας, αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το
ρίξουμε έξω, το καθίσαμε στα ρηχά.
- Πέσατε
έξω; φώναξε η Διαλεχτή.
- Όχι, δεν
είναι, σου λέω, τίποτε. Η μπρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκυρες αραγμένη και
καθισμένη.
- Θέλεις ν’
ανάψω φωτιά;
- Άναψε και
δώσε μου ν’ αλλάξω.
Η Διαλεχτή
έβγαλε απ’ το μπαούλο ρούχα για το σύζυγό της και άναψε φωτιά.
- Θέλεις
κανένα ζεστό;
- Δε μ’
ωφελεί εμένα το ζεστό, είπε ο καπετάν Καντάκης. Κρασί να βάλεις.
Η Διαλεχτή
έβγαλε κρασί απ’ το βαρέλι.
- Πώς δε
φρόντισες να μαγειρέψεις τίποτε; είπε βογκώντας ο ναυτικός.
- Δε σε
περίμενα απόψε, απάντησε με ταπεινότητα η Διαλεχτή. Κρέας πήρα. Θέλεις να σου
ψήσω μπριζόλα;
- Βάλε στα
κάρβουνα και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπε ο καπετάν Καντάκης. Θα έρθω κι
εγώ σε λίγο.
Η Διαλεχτή
έβαλε το κρέας στη θράκα που είχε ήδη σχηματιστεί και ετοιμαζόταν να υπακούσει
στη διαταγή του συζύγου του, που ήταν και δική της επιθυμία, επειδή ήθελε να
κοινωνήσει. Ας σημειωθεί ότι τη φράση «πήγαινε συ στην εκκλησιά σου» την έβαψε
ο Καντάκης με στριφνή[19]
χροιά[20].
- Η μάνα
μου δε θα το ‘μαθε ότι ήρθα, παρατήρησε αμέσως ο Καντάκης.
- Εκείνη
είναι στην ενορία της, απάντησε η Διαλεχτή. Θέλεις να της παραγγείλω;
-
Παράγγειλέ της να έρθει το πρωί.
Η Διαλεχτή
βγήκε. Ο Καντάκης τη φώναξε πίσω ξαφνικά.
- Μα τώρα
είναι τρόπος να πας εσύ στην εκκλησιά και να μ’ αφήσεις μόνο;
- Να
μεταλάβω κι έρχομαι, απάντησε η γυναίκα.
Ο Καντάκης
δεν τόλμησε ν’ απαντήσει κάτι, επειδή η απάντηση θα ήταν βλαστήμια. Και ήταν
εύκολος στις βλαστήμιες.
Η Διαλεχτή
φρόντισε να στείλει αγγελιαφόρο στην πεθερά της, ένα παιδί δωδεκάχρονο από την ίδια γειτονική οικογένεια
που το κορίτσι κοιμόταν από τ’ απόγευμα μαζί της και επέστρεψε στην εκκλησία.
Ο Καντάκης,
που πεινούσε τρομερά, άρχισε να καταβροχθίζει τη μπριζόλα. Καθισμένος οκλαδόν[21]
δίπλα στο τζάκι, βαριόταν να σηκωθεί και ν’ ανοίξει το ερμάρι[22]
για να πάρει το ψωμί, αλλά αριστερά του, πάνω από το τζάκι, σε μια μικρή
σανίδα, βρισκόταν το χριστόψωμο εκείνο, το δώρο της μητέρας του στη νύφη της.
Το έφτασε και το έφαγε σχεδόν ολόκληρο με το ψημένο κρέας.
Κατά το
ξημέρωμα, η Διαλεχτή επέστρεψε από την εκκλησία, αλλά βρήκε την πεθερά της με
τα μπράτσα τυλιγμένα στο μέτωπο του γιου της να θρηνεί απαρηγόρητη.
Πηγαίνοντας
πριν από λίγο, τον βρήκε κοκαλωμένο και ξέπνοο. Ρίχνοντας ένα βλέμμα γύρω,
παρατήρησε την απουσία του χριστόψωμου από το σανίδι και αμέσως κατάλαβε τα
πάντα. Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, που η γριά στρίγκλα[23]
είχε ζυμώσει για τη νύφη της.
Γιατροί δεν
υπήρχαν στο μικρό νησί· καμιά
νεκροψία δεν έγινε. Νόμισαν ότι ο θάνατος προήλθε από το κρύο εξαιτίας του
ναυαγίου. Μόνο η γριά Καντάκαινα ήξερε την αιτία του θανάτου. Ας σημειωθεί ότι
η γριά, καταλαβαίνοντας το έγκλημά της, δεν κατηγόρησε τη νύφη της. Αντίθετα,
την υπερασπίστηκε όταν κάποιοι την κακολόγησαν.
Αν έζησε κι
άλλα Χριστούγεννα η άστοργη πεθερά και ακούσια παιδοκτόνος, δεν θα ήταν πολύ
ευτυχισμένη στα γηρατειά της.
Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος (1851-1911)
Το διήγημα γράφτηκε το 1887
Μεταγραφή
πρωτότυπου κειμένου – Επιμέλεια σχολίων
© Δημήτρης
Φιλελές, 2019
[1] ο
Κασσανδρέας = ο καταγόμενος από τη χερσόνησο της Κασσάνδρας στη Χαλκιδική της
Μακεδονίας.
[2] στείρα =
γυναίκα που δε μπορεί να κάνει παιδιά.
[3] η
Αιδηψός = λουτρόπολη της Εύβοιας.
[4] Σινά =
βουνό στην ομώνυμη χερσόνησο της Αιγύπτου, γνωστό από τη βιβλική αφήγηση,
σύμφωνα με την οποία ο Μωυσής παρέλαβε τις Δέκα Εντολές από τον Θεό. Στο βουνό
αυτό είναι χτισμένο και το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης.
[5] η
μπραστέρα (ιταλικά brazzera)
= είδος ιστιοφόρου πλοίου.
[6]
προϋπαντώ = υποδέχομαι.
[7] διαβάζω
= (μτφ.) δίνω συμβουλές.
[8] αυγατίζω
= αυξάνω, πολλαπλασιάζω.
[9] άπαστρη
= βρωμιάρα.
[10]
απασσάλωτη = γυναίκα που εγκαταλείπει το σπίτι της συχνά.
[11] η
ποίξα, η δείξα = φράση που χρησιμοποιείται για εννοηθούν βαριές βρισιές για ένα
πρόσωπο, που δεν θέλουμε να τις ξεστομίσουμε.
[12]
φλομωμένος = παραζαλισμένος.
[13]
σκοτοδίνη = ζαλάδα.
[14] η
διαβολή = η συκοφαντία.
[15] το
χριστόψωμο = αφράτο ψωμί με καρυκεύματα που ζυμώνεται αποκλειστικά για τη μέρα
των Χριστουγέννων.
[16] το
πεσκέσι (τουρκικά peke)
= το δώρο που αποτελείται κυρίως από φαγώσιμα.
[17] ο
όρθρος = η πρωινή λειτουργία της εκκλησίας.
[18] η
νεωκόρος = η εκκλησάρισσα, η γυναίκα που φροντίζει για την καθαριότητα και τη
φύλαξη της εκκλησίας.
[19]
στριφνός = ιδιότροπος
[20] η χροιά
= το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, το χρώμα του ήχου.
[21] οκλαδόν
= καταγής με σταυρωμένα πόδια.
[22] το
ερμάρι = το συρτάρι.
[23] η
στρίγκλα = κακοποιό δαιμόνιο των λαϊκών ιστοριών με μορφή γριάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου