ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ - ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ



ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ

Σαν σήμερα, Χριστούγεννα, στα 1864, έκανε μεγάλη φουρτούνα με χιονιά. Στ’ αγριεμένο πέλαγο δεν φαινότανε πουθενά πανί. Μονάχα ένα μικρό καΐκι πάλευε με το χάρο ανοιχτά από την Τήνο. Ήτανε ενός καπετάν Γιώργη από τη Νάξο, φορτωμένο κρασιά από τη Σαντορίνη. Όλη τη μέρα αγαντάριζε[1] στον αγέρα, μα σαν σκοτείνιασε, ο βοριάς σκύλιασε κι έσπασε το άρμπουρο[2], έβγαλε και το τιμόνι από τα βελόνια[3]. Οι άνθρωποι προφτάσανε και ρίξανε τη βάρκα στη θάλασσα και μπήκανε μέσα.
Δεν είχανε αλαργάρει[4] ως μια τουφεκιά τόπο και βούλιαξε το καΐκι. Τη βάρκα την άρπαξε το μπουρίνι[5] και την πήγαινε όπου ήθελε μέσα στην πίσσα της νύχτας. Οι τρεις νοματαίοι[6] που βρίσκονταν μέσα ήτανε ο καπετάν Γιώργης κι άλλοι δυο γεμιτζήδες[7], σε ελεεινή κατάσταση, βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο με κείνον το χιονιά, πουντιασμένοι από το κρύο, δίχως καμιά ελπίδα πως θα γλυτώνανε. Πιάσανε και κλαίγανε σαν τα μωρά και τάξανε κι οι τρεις να πάνε να καλογερέψουν αν λάχαινε να γλυτώσουνε. Κι ο Θεός άκουσε τις φωνές που τον παρακαλούσαν, γιατί βγαίνανε σαν του Ιωνά μέσα από καρδιές απελπισμένες, και κει που δεν ξέρανε πού βρίσκονταν, σαν ξημέρωσε, είδανε πως ο καιρός καλοσύνεψε ανέλπιστα, και πως βρίσκονταν κοντά στη Σύρο. Βγήκανε γεροί έξω και τους μαζέψανε κάτι ψαράδες, δεν αρρώστησε κανένας.
Καθίσανε δυο τρεις μέρες στη Σύρο κι είπανε πως έχουνε χρέος να κάνουνε το τάξιμό τους. Πουλήσανε τη βάρκα και με κείνα τα λεφτά μπαρκάρανε[8] και πήγανε ίσια στο Άγιο Όρος και γινήκανε κι οι τρεις καλόγεροι, δίχως να ειδοποιήσουνε τα σπίτια τους πως γλυτώσανε, αφού είπανε πως είναι πια πεθαμένοι για τον κόσμο. Ο καπετάν Γιώργης πήγε κι ασκήτεψε[9] στη Σκήτη[10] της Αγίας Άννας, κι έφτασε σε μεγάλα μέτρα, με προσευχή, με νηστεία και με σκληρή κακοπάθηση του κορμιού, τόσο, που έγινε ξακουστή η αγιοσύνη του σ' όλο το Όρος. Έμαθε και την τέχνη κοντά σ’ έναν γέροντα μάστορα κι έγινε σπουδαίος αγιογράφος. Η γυναίκα του τον είχε για πνιγμένο κι έκανε κάθε χρόνο τα κόλλυβά του. Δεν έμαθε πως γλύτωσε και πως καλογέρεψε ο άντρας της. Μαυροφόρεσε αυτή και τα δυο παιδιά της τα πιο μεγάλα, γιατί το μικρό ήτανε μωρό βυζανιάρικο. Κι ο καπετάν Γιώργης, που γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δε θέλησε να μάθει τίποτα για το σπίτι του, μην τύχει και τον νικήσει η αγάπη των παιδιών του.
Αλλά σαν περάσανε δυο τρία χρόνια, δυνάμωσε η ψυχή του με τη θεία χάρη κι ήθελε να βγει για λίγο καιρό από το Όρος, όπως βγαίνανε κι άλλοι πατέρες για ελέη, και να πάει στη Νάξο να δει τα παιδιά του και τη γυναίκα του, δίχως να φανερωθεί. Μάλιστα, σαν διάβασε το συναξάρι[11] του Άγιου Γιάννη του Καλυβίτη[12], που ήτανε μοναχογιός κι αρχοντόπουλο, και πήγε κρυφά και καλογέρεψε, και για να πονέσει ακόμα πιο πολύ η καρδιά του για την αγάπη του Χριστού, πήγε στο πατρικό το σπίτι του κι έκανε τον υπηρέτη δίχως να τον ξέρουνε οι γονείς του, κι έτσι παράδωσε το πνεύμα του στον Θεό, σαν διάβασε λοιπόν ο πάτερ Γεράσιμος τούτη τη συγκινητική την ιστορία, αποφάσισε σίγουρα να πάει στη Νάξο. Πήρε λοιπόν την ευχή από τον γέροντά του και μπήκε σ' ένα καΐκι και τον έβγαλε στην Πάρο.
Εκεί κάθισε κανένα μήνα, κι επειδή είχε πάρει μαζί του και τα σύνεργα της ζωγραφικής, ζωγράφισε και κάμποσα εικονίσματα που του παραγγείλανε. Και τόση ήτανε η ευλάβειά του κι η σεβασμιότητα που είχε το παρουσιαστικό του, που έγινε ξακουστό στα γύρω νησιά πως τα εικονίσματα που ζωγράφιζε ήτανε «έθαρμα» (θαυματουργά), γιατί δεν έτρωγε λάδι παρά έβαζε μονάχα λίγο, με του φτερού την άκρη, στο φαγητό του την Κυριακή που δε δούλευε, κι έτρωγε και το ψωμί με μέτρο, και το νερό ακόμα που ‘πινε. Τα γόνατά του ήτανε πληγωμένα από τις μετάνοιες που έκανε όλη τη νύχτα κι ο ύπνος του ήτανε μονάχα μια δυο ώρες και τον έπαιρνε καθιστός απάνω στο σεντούκι[13] που ‘χε τα εργαλεία του, είτε πλαγιαστός απάνω στο χώμα. Κι από τα λιγοστά λεφτουδάκια που έπαιρνε για τα εικονίσματα που έκανε, για τη συντήρησή του ξόδευε τα πιο λίγα και τ’ άλλα τα ‘δινε κρυφά στους φτωχούς.
Πήγανε λοιπόν από τη Νάξο δυο τρεις ευλαβείς χριστιανοί και τον παρακαλέσανε να πάει και στο νησί τους. Και δεν τον γνωρίσανε, γιατί είχε αλλάξει ολότελα το πρόσωπό του από τα γένια κι από τα μαλλιά κι από τη μεγάλη εγκράτεια, και πιο πολύ από την αγιοσύνη. Και κείνος χάρηκε πολύ και σαν βρέθηκε μοναχός του έκλαψε κι ευχαρίστησε το Θεό, γιατί ήτανε φανερό πως θέλημά του ήτανε να πάει στην πατρίδα του να δοκιμαστεί η πίστη του «ως χρυσός εν χωνευτηρίω»[14].
Βγήκε λοιπόν στη Νάξο, έξι χρόνια από τότε που γίνηκε καλόγερος. Οι θεοφοβούμενοι χριστιανοί κατεβήκανε και τον πήρανε από τη βάρκα κι ο καθένας ήθελε να τον πάρει στο σπίτι του για να ‘χει την ευλογία του. Πλην ο Χριστός έδειξε πάλι πως τον θεωρούσε στερεό στην πίστη του και ήρθανε τα πράγματα τέτοιας λογής, ώστε να τον βάλουνε οι επίτροποι της εκκλησίας σ' ένα κελί που ήτανε αντίκρυ στο σπίτι του.
Δεν περάσανε δυο τρεις μέρες και πήρε παραγγελιά να ζωγραφίσει κάμποσες εικόνες κι έπιασε και δούλευε. Τη μέρα ήτανε κλεισμένος στο κελί του και δεν κοίταξε καθόλου από το παράθυρο. Μονάχα τη νύχτα, σαν ανάβανε τη λάμπα στο σπίτι του, καθότανε στα σκοτεινά δίχως να τον βλέπουνε, και κοίταζε μέσα τη χήρα τη γυναίκα του και τα παιδιά του μαυροντυμένα, που κάθονταν στο τραπέζι για να φάνε. Τότε τρέχανε σαν βρύσες τα μάτια του κι έπεφτε σε προσευχή και παρακαλούσε τον Θεό να τον βαστάξει με το δυνατό χέρι Του για να μην λυγίσει, ώστε να βγάλει πέρα τούτο το μεγάλο αγώνα, που ήτανε παραπάνω απ' όσο μπορεί να αντέξει άνθρωπος. Γονάτιζε κι έκλαιγε γονατιστός. Έλεγε το ψαλτήρι[15] κι η καρδιά του σα να ‘θελε να βγει από το στήθος του, σαν περιστέρι να πετάξει. Πού να πετάξει; Στο σπίτι του ή στον Θεό, που είπε «όποιος αγαπά πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά περισσότερο από εμένα, αυτός δεν είναι άξιός μου»; Κι έλεγε με κλάψιμο:
«Ως πότε, Κύριε, θα δοκιμάζει οδύνες η καρδιά μου μέρα και νύχτα; Δες με και άκουσέ με, Κύριε και Θεέ μου. Φώτισε τα μάτια μου για να μη φτάσω κάποτε στον ύπνο του θανάτου και πει ο εχθρός μου : τον νίκησα. Κύριε, με τη δύναμή σου θα νικώ τους πειρασμούς και με τη βοήθειά σου θα ξεπερνώ τα αξεπέραστα εμπόδια. Εσύ είσαι το καταφύγιο στη θλίψη μου. Κύριε, μπροστά σου είναι ολοφάνερη κάθε επιθυμία μου και τον στεναγμό μου ποτέ δεν σου έκρυψα. Όλοι οι άνεμοι και τα κύματά σου ξέσπασαν πάνω μου. Ποιος θα μου δώσει φτερά περιστεριού να πετάξω και να φύγω μακριά; Θεέ μου, τη ζωή μου σου φανέρωσα, έχυσα τα δάκρυά μου μπροστά σου. Στον Θεό ελπίζω και δε φοβάμαι. Γιατί θα γλιτώσει την ψυχή μου από το θάνατο, τα μάτια μου από τα δάκρυα, τα πόδια μου από το παραστράτημα. Κουράστηκα να σε φωνάζω, βράχνιασε ο λάρυγγάς μου, τα μάτια μου τυφλώθηκαν, γιατί έχασα κάθε ελπίδα βοήθειας από τον Θεό μου».[16]
Κι από τον πολύ αγώνα τον έπαιρνε ο ύπνος κατά τα ξημερώματα. Κι άνοιγε τα μάτια του κι έβλεπε τη μέρα που γλυκοχάραζε και στάλαζε ειρήνη στην καρδιά του, σαν να ‘τανε άλλος άνθρωπος. Έβαζε με το νου του το θρήνο που έκανε τη νύχτα κι έλεγε με σιγανή φωνή: 
«Το βράδυ θα κοιμηθεί μαζί μου ο θρήνος και το πρωί θα έρθει η χαρά. Ο Κύριος έγινε βοηθός μου. Μεταμόρφωσε τον οδυρμό μου σε χαρά, έσκισε τα κουρέλια που φορούσα και με έζωσε με μεγάλη χαρά».[17]
Έτσι περνούσανε οι μέρες. Και δυνάμωνε η ψυχή του τόσο, που απορούσε και δόξαζε τον Θεό. Γιατί έφτασε να καλημερίζει τ' αγοράκι του που έβγαινε το πρωί από το σπίτι του να πάει να δουλέψει σ' ένα τσαγκαράδικο και το μικρό το κοριτσάκι του που ήτανε βυζανιάρικο τον καιρό που θαλασσοπνίγηκε πήγαινε κάθε τόσο στο κελί του και του φιλούσε το χέρι και κουβεντιάζανε μαζί. Ήτανε τότε ως έξι χρονών και το λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε, λοιπόν, η Καλλιοπίτσα στον παππού, και του ‘δινε κρύο νερό από τη στέρνα και σαπούνιζε και τις βούρτσες που ζωγράφιζε και δεν ήθελε να φύγει από κοντά, σα να ‘νιωθε πως την τραβούσε το αίμα. Και κει που μιλούσανε, ώρες ώρες γύριζε ο Πάτερ Γεράσιμος το πρόσωπό του και σφούγγιζε τα μάτια του κι έλεγε πάλι: «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοικαγώ διαπαντός μετά σου», δηλαδή: «Σαν τ' αναίσθητο το ζώο γίνηκα για σένα, Θεέ μου, μα εγώ παντοτινά είμαι μαζί σου».
Μια μέρα χτύπησε η πόρτα του κελιού του και σαν άνοιξε, βλέπει μπροστά του τη γυναίκα του. Και σαν να ‘τανε από πέτρα κι όχι άνθρωπος με κορμί, δεν έδειξε τίποτα κι ούτε ταράχτηκε στο παραμικρό. Και κείνη δεν τον γνώρισε ολότελα και του λέγει: «Καλή μέρα, γέροντα», και φίλησε το χέρι του. Και κείνος της λέει: «Ο Θεός να σε ευλογεί, τέκνο μου». Και σαν μπήκανε μέσα, κάθισε ο Πάτερ Γεράσιμος στο σκαμνί του και κείνη κάθισε ντροπαλή και πικραμένη στο σεντούκι. Και θέλοντας να μιλήσει η κακομοίρα, δάκρυσε. Η γυναίκα που δεν γνώρισε τον άντρα της δάκρυσε και κείνος που τη γνώρισε δεν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε μήτε τίποτα έδειξε, παρά καθότανε με χαροποιό πρόσωπο, σαν τους μάρτυρες την ώρα που τους καίγανε και που ξεσκίζανε τα κορμιά τους. Λέει του η γυναίκα δακρυσμένη: «Ήρθα, γέροντα, να σε παρακαλέσω να μου φτιάξεις μια εικόνα τ' Άγιου Γιώργη, σε μνημόσυνο του μακαρίτη τ’ αντρός μου, που πνίγηκε ανήμερα τα Χριστούγεννα πριν από έξι χρόνια». «Μετά χαράς», λέει ο καλόγερος. «Βοήθειά σου. Μα δεν είναι καλό να κλαις, γιατί βαραίνεις την ψυχή του. Είσαι χήρα γυναίκα, δεν θέλω τίποτα για τον κόπο μου». Η γυναίκα του ‘κανε μετάνοια κι έφυγε.
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ο Πάτερ Γεράσιμος έβαλε μπροστά την εικόνα. Όσο καιρό τη δούλευε, τα μάτια του τρέχανε σαν βρύσες, οι μπογιές με τα δάκρυα ήτανε ζυμωμένες. Στο απάνω μέρος ζωγράφισε τον Άγιο Γιώργη αρματωμένο και θλιμμένο καβάλα στ' άλογο κι από κάτω το θεριό λαβωμένο από το κοντάρι του κι η βασιλοπούλα κοίταζε τρομαγμένη κι έμοιαζε στην Καλλιοπίτσα. Και στο κάτω μέρος χώρισε ένα μέρος και ζωγράφισε ένα καράβι που βούλιαζε και τρεις ναύτες που θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' άγρια τα κύματα κι έγραψε: «Το ναυάγιο». Και σε μια γωνιά έγραψε πάλι τούτα τα λόγια: «Υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του δούλου του Θεού Γεωργίου Αντρή, που τον κατάπιε νερόστρωτος[18] τάφος, το έτος 1864, του μηνός Δεκεμβρίου 25». Κι από κάτω έγραψε : «Διά χειρός Γερασίμου μοναχού του αμαρτωλού. Έτους 1870».
Ύστερα από κανένα μήνα, ο Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε από τη Νάξο για να γυρίσει στο Όρος. Περνώντας από τη Σύρο, έγραψε στη γυναίκα του πως έμαθε από έναν άλλο καλόγερο πως ο Καπετάν Γιώργης ζει και πως είναι στο Όρος και πως να στείλει εκεί πέρα το γιο της το μεγάλο για να του δώσει τις παραγγελιές του. Σαν γύρισε πίσω στη σκήτη της μετάνοιάς του, πήρε ένα γράμμα από το γιό του πως σε λίγες μέρες θα πήγαινε να τον ανταμώσει. Κατέβηκε στη Δάφνη και τον περίμενε. Σαν βγήκε από τη βάρκα, τον καλωσόρισε ο Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε και κουβεντιάζανε για τη Νάξο, για το σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτούσε το παιδί: «Πότε θα ‘ρθει, γέροντα, ο πατέρας μου;». Και κείνος του ‘λεγε : «Πήγε ως το Ξηροπόταμο[19] κι όπου να ‘ναι θα ‘ρθει». Πάλι σε λίγο ξαναρωτούσε: «Πότε θα ‘ρθει, γέροντα, ο πατέρας μου;». Όπου σε μια στιγμή τον πήρανε τα δάκρυα τον γέροντα και λέει του παιδιού του: «Εγώ είμαι, παιδί μου, ο πατέρας σου, εγώ ήμουνα μια φορά ο καπετάν Γιώργης. Μα θα ‘μουνα πνιγμένος αν δε με γλίτωνε ο Θεός κι έταξα να γίνω καλόγερος. Τώρα εσύ δεν είσαι ορφανό, μα εγώ είμαι πια πεθαμένος για τον κόσμο. Έτσι θέλησε ο Παντοδύναμος, που είπε πως θα αφήσει γονείς και παιδιά και γυναίκα όποιος Τον αγαπά. Γεννηθήτω το θέλημά Του».



Φώτης Κόντογλου (1895-1965)



 

Μεταγραφή πρωτότυπου κειμένου – Επιμέλεια σχολίων
© Δημήτρης Φιλελές, 2019




[1] αγαντάρω = (ιταλικά agguantare) πιάνομαι από κάπου, στηρίζομαι.
[2] το άλμπουρο = (λατινικά arbor) το κατάρτι.
[3] τα βελόνια = τα στηρίγματα του πηδαλίου (τιμονιού) με το ποδόστρωμα.
[4] αλαργάρω (ιταλικά allalarga) = απομακρύνομαι.
[5] το μπουρίνι (βενετικά borin) = η θύελλα.
[6] οι νοματαίοι = οι άνθρωποι.
[7] ο γεμιτζής (τουρκικά yemici) = ο θαλασσόλυκος.
[8] μπαρκάρω (ιταλικά imbarcare) = ταξιδεύω με πλοίο.
[9] ασκητεύω = ζω ως ασκητής, με λιτότητα και προσευχή στο Θεό.
[10] η σκήτη = το ερημητήριο του καλόγερου.
[11] το συναξάρι = βιβλίο που περιέχει τη βιογραφία ενός αγίου.
[12] Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης = Άγιος που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 460 μ.Χ., όταν βασίλευε ο Λέων Α’.
[13] το σεντούκι (τουρκικά sandik) = η κασέλα, το μπαούλο.
[14] ως χρυσός εν χωνευτηρίω = φράση από τη Σοφία του βασιλιά Σολομώντα, που αναφέρεται στις δοκιμασίες των πιστών από το Θεό, που τους δοκιμάζει και τους καθαρίζει όπως ο χρυσοχόος  καθαρίζει το χρυσάφι με τη φωτιά.
[15] το ψαλτήρι = ποιητικό βιβλίο, ένα από τα 49 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, που περιλαμβάνει 150 θρησκευτικά ποιήματα, ψαλμούς διάφορων συνθετών, κυρίως του Δαβίδ. Οφείλει το όνομά του στο έγχορδο μουσικό όργανο ψαλτήριο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ισραηλίτες αλλά και άλλοι αρχαίοι λαοί.
[16]«Έως τίνος θήσομαιοδύνας εν τη καρδία μου, ημέρας και νυκτός; Επίβλεψον, εισάκουσόν μου, Κύριος ο Θεός μου. Φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον, μήποτεείπη ο εχθρός μου: Ίσχυσα προς αυτόν. Κύριε, εν σοι ρυσθήσομαι από πειρατηρίου, και εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. Συ μου ει καταφυγή από θλίψεως της περιεχούσης με. Κύριε, εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου, και ο στεναγμός μου από σου ουκ απεκρύβη. Πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου επ' εμέ διήλθον. Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς, και πετασθήσομαι, και καταπαύσω; Ο Θεός, την ζωήν μου εξήγγειλά σοι, έθου τα δάκρυά μου ενώπιόν σου. Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι. Οτιερρύσω την ψυχήν μου εκ του θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων, τους πόδας μου από ολισθήματος. Εκοπίασακράζων, εβραγχίασεν ο λάρυγξ μου, εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από του ελπίζειν με επί τον Θεόν μου». (Το πρωτότυπο κείμενο – αποσπάσματα από τους Ψαλμούς του Δαβίδ)
[17]«Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, και εις το πρωί αγαλλίασις. Κύριος εγεννήθη βοηθός μου. Έστρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί, διέρρηξας τον σάκκον μου και περιέζωσάς με ευφροσύνην».(Το πρωτότυπο κείμενο – αποσπάσματα από τους Ψαλμούς του Δαβίδ)
[18]ο νερόστρωτος = αυτός που βρίσκεται κάτω από το στρώμα του νερού.
[19]το Ξηροπόταμο = παραλία της Χαλκιδικής στη χερσόνησο του Αγίου Όρους (Άθω).

Δεν υπάρχουν σχόλια: