ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ



ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Στην ταβέρνα του Πατσόπουλου, ενώ ο βοριάς φυσούσε και ψηλά στα βουνά χιόνιζε, ένα πρωί μπήκε να πιει ένα ρούμι να ζεσταθεί ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από τη γυναίκα του, βρισμένος από την πεθερά του, δαρμένος από τον κουνιάδο του, ξορκισμένος[1] από την κυρα-Στρατίνα τη σπιτονοικοκυρά του και φασκελωμένος[2] από το μικρό τρίχρονο γιο του, που ο προκομμένος ο θείος του δίδασκε επιμελώς, όπως κάνουν και οι γονείς στα κατώτερα στρώματα, πώς να μουντζώνει, να βρίζει, να βλαστημά και να κατεβάζει κάτω, Σταυρούς, Παναγίες, καντήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα! Ο κάπελας[3], που είχε προβλέψει να έρχονται να ψωνίζουν οι καλές νοικοκυράδες της γειτονιάς δίχως να σκανδαλίζονται, είχε κοντά στα βαρέλια και τις μπουκάλες, περισσότερο για να τα βλέπουν, λίγο σαπούνι, κόλλα, ρύζι και ζάχαρη, είχε και το μύλο για να κόβει καφέ. Αλλά έβλεπες πρωί και βράδυ να βγαίνουν, ατημέλητες[4] και μισοχτενισμένες, γυναίκες που είχαν το ένα χέρι κρυμμένο κάτω από το πανωφόρι, δίπλα στο γοφό, και τούτο σήμαινε ότι τα ψώνια δεν ήταν σαπούνι, ούτε ρύζι ή ζάχαρη.
Ερχόταν πολλές φορές τη μέρα η γριά Βασίλω, φτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, που δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ερχόταν και η κυρα-Κώσταινα η εκκλησάρισσα[5], που βοηθούσε το κατά δύναμη στην εκκλησία στέκοντας πλάι στο μανουάλι[6], για να κολλάει τα κεριά, και όσες πεντάρες έπαιρνε την Κυριακή, όλες τις έπινε με ευσυνείδητη ακρίβεια τη Δευτέρα, την Τρίτη και την Τετάρτη.
Ερχόταν κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δυο σπίτια, που φώναζε στην αυλόπορτα, στο δρόμο και στο καπηλειό[7] όλα τα μυστικά της, δηλαδή τα μυστικά των άλλων, που ένα μέρος τους έμενε στην αυλή, ένα μέρος τους έπεφταν στο καπηλειό και τα περισσότερα χύνονταν στο δρόμο· κι έβγαζε στη φόρα τον κόσμο, ποια νοικάρισσα της καθυστερεί δυο νοίκια, ποιος οφειλέτης της χρωστάει τον τόκο, ποια γειτόνισσα της πήρε κάποιο πράγμα δανεικό κι αγύριστο. Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκοράφτης[8] της χρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε και το μήνα που έτρεχε έξι. Η Λενιώ η κουμπάρα της της πέρασε δεύτερη υποθήκη[9] με δόλο[10] το σπίτι και τώρα ήταν αναγκασμένη να τρέχει σε δικηγόρους και συμβολαιογράφους για να εξασφαλίσει το δίκιο της. Η Κατίνα, η ανιψιά από τον πρώτο της άντρα, της είχε αφήσει ένα αμανάτι[11] για να τη δανείσει δέκα δραχμές και τώρα, κατά την εκτίμηση δυο χρυσοχόων, αποδείχτηκε ότι το ασημικό ήταν κάλπικο[12] και δεν άξιζε ούτε όσο άξιζαν τα δυο φυσέκια[13] με τα σκουριασμένα νομίσματα, που, αφού κατά τη συνήθειά της (αυτό δεν το έλεγε, αλλά ήταν γνωστό) έβγαλε έξω τον γερο-Στρατή, τον άντρα της, την κόρη της, τη Μαργαρίτα, και την εγγονή της, τη Λενούλα, άνοιξε την κρύπτη, έκρυψε εκεί το αμανάτι, έβγαλε το κομπόδεμα, και της τα έδωσε σαν να μην ήθελε να τα δώσει και φαίνονταν σαν να κολλούσαν στα χέρια της, στη φτωχή την Κατίνα.
Η Ασημίνα, η παλιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρια το επάγγελμα, όταν ξεκουμπίστηκε κι έφυγε, της χρωστούσε τρία μηνιάτικα κι εννιά μέρες. Και τα έπιπλα, που ήταν δίκαιο να τα παραχωρήσει στη σπιτονοικοκυρά, τα ‘δωσε στον τελευταίο αγαπητικό της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… και σ’ αυτή δεν έδωσε τίποτ’ άλλο, παρά ένα παλιοφυλαχτό, λιγδιασμένο, και της είπε ότι είχε μέσα τίμιο ξύλο[14]… Σαν γκρεμοτσακίστηκε κι έφυγε, το ανοίγει κι αυτή από περιέργεια και αντί για τίμιο ξύλο, τι βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα[15], μαγικά, χαμένα πράματα… Τ’ ακούτε σεις αυτά;
Μπήκε τρέμοντας ο μαστρο-Παυλάκης και ζήτησε ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλειού, που τον ήξερε καλά, του είπε :
- Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος κούνησε τους ώμους με τρόπο διφορούμενο[16].
- Βάλε συ το ρούμι, είπε.
Πώς να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεφτά, καλή κι η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλύτερη απ’ όλα η τεμπελιά, το dolce far niente[17]των αδελφών Ιταλών. Αν αυτός ήταν αρμόδιος να συντάξει τον κανονισμό της εβδομάδας, θα όριζε την Κυριακή για σχόλη[18], τη Δευτέρα για χουζούρι[19], την Τρίτη για σουλάτσο[20], την Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή για εργασία και το Σάββατο για ξεκούραση. Ποιος λέει ότι οι γιορτές είναι πάρα πολλές για τους ορθόδοξους Έλληνες και οι εργάσιμες είναι πολύ λίγες; Αυτά τα λένε όσοι δεν έκαναν ποτέ σωματική εργασία και ξέρουν μόνο για τους άλλους να νομοθετούν.
Ακριβώς την ώρα αυτή ήρθε απ’ αντίκρυ ο Δημήτρης ο φραγκοράφτης για να πιει το πρωινό του. Μόνη παρηγοριά είχε να κάνει αυτά τα συχνά ταξιδάκια, όπως τα ονόμαζε. Διέκοπτε για πέντε λεπτά τη δουλειά του δέκα φορές τη μέρα κι ερχόταν να πιει ένα κρασί.
Έπαιρνε δουλειά από τα μαγαζιά και δούλευε ως κάλφας[21] στο δωμάτιό του. Μπήκε και παράγγειλε κρασί. Μετά, βλέποντας τον Παύλο :
- Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπε.
Σαν απ’ τον Θεό σταλμένος για να λύσει το ζήτημα της πεντάρας μεταξύ του πελάτη και του παραγιού[22], κάθισε κοντά στον Παύλο και άρχισε να μιλάει συνεχίζοντας τις δικές του σκέψεις, αλλά στον Παύλο φάνηκε σαν να συνηγορούσε[23] στα δικά του παράπονα.
- Πού σχόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπε· ούτε καθισιό ούτε χουζούρι. Του Αϊ-Νικόλα δουλέψαμε, του Αϊ-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχτές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα και θαρρώ πως θα δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.
Ο Παύλος κούνησε το κεφάλι.
- Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω να τα πω με λόγια μορφωμένα, μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουν τα πράγματα φτιαγμένα. Αντί να είναι η δουλειά ίσα στις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονόπαντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες και ύστερα χασομεράμε βδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
- Είναι κι η τεμπελιά στη μέση, είπε με πονηρή αυθάδεια το παιδί του καπηλειού, που ωφελήθηκε από μια στιγμή που το αφεντικό του είχε κουβέντα στο κατώφλι της πόρτας και δε μπορούσε ν’ ακούσει.
- Ας είναι· τι να σου κάνει η προκοπή κι η τεμπελιά; είπε ο Δημήτρης. Το σωστό είναι πολλά κεσάτια[24] και λίγη μαζεμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης[25] εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος ή ο Πέτρος ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια[26] μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιος μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ’ όλα αυτά, δε μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για τη σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για το μπακάλη, για το μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει τα λούσα[27] της, ο γιος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα κάνε προκοπή.
- Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, είπε ο Παυλέτος, απαντώντας στις δικές του σκέψεις. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά, ρευματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να δουλεύεις τομάρια[28]. Το δικό μας το τομάρι είναι πολυδουλεμένο πια…
- Πολυδουλεμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλι ο παραγιός, κάνοντας ίσως υπαινιγμό για τις σκηνές ανάμεσα στον Παύλο και τον κουνιάδο[29] του.
Μετά μπήκε ο κάπελας. Ο μαστρο-Δημήτρης έφυγε για να συνεχίσει τη δουλειά του και η συζήτηση σταμάτησε.
Ο μαστρο-Παύλος αφέθηκε στις φαντασιώσεις του. Σάββατο σήμερα, μεθαύριο Παραμονή, την άλλη Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεφτά ν’ αγοράσει ένα γαλόπουλο, να κάνει κι αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του όπως όλοι. Μετάνιωνε πικρά τώρα, γιατί δεν πήγε τις τελευταίες μέρες στα βυρσοδεψεία[30] να δουλέψει, να βγάλει λίγα λεφτά για να περάσει φτωχικά τις γιορτές. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά. Κόπιασε να δουλέψεις τομάρια. Το δικό μας το τομάρι θέλει δούλεμα».
Είχε ακούσει το λαϊκό μύθο για τον τεμπέλη που πήγαιναν να τον κρεμάσουν κι αυτός συμφώνησε να ζήσει «αν είναι βρεγμένο το παξιμάδι». Γνώριζε και την άλλη αφήγηση για το τεμπελχανείο[31] που ίδρυσε, όπως λένε, ο Μεχμέταλης στην Καβάλα. Εκεί, επειδή το κακό είχε παραγίνει, ο επιστάτης σοφίστηκε[32] να στρώνει  μια ψάθα, που ανάγκαζε τους άεργους να ξαπλώνουν πάνω της. Μετά έβαζε φωτιά στην ψάθα. Όποιος προτιμούσε να καεί παρά να σηκωθεί απ’ τη θέση του, ήταν σωστός τεμπέλης και είχε δικαίωμα να φάει δωρεάν το πιλάφι. Όποιος σηκωνόταν για να μην καεί απ’ τη φωτιά, δεν ήταν σωστός τεμπέλης κι έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι[33], τόσοι Αβέρωφ[34] και Συγγροί[35], σκεφτόταν ο μαστρο-Παύλος, και κανένας τους να μην ιδρύσει κάτι παρόμοιο στην Αθήνα.
Ο μαστρο-Παυλάκης περιδιάβηκε ακόμη δυο μέρες και την άλλη ήταν Παραμονή. Το γαλόπουλο δε σταματούσε να το ονειροπολεί και να το ορέγεται. Πώς να το αγοράσει;
Αφού νύχτωσε, διωγμένος καθώς ήταν απ’ το σπίτι του, τόλμησε και πέρασε από ένα πλάγιο δρομάκι και ήταν έτοιμος να χωθεί στο καπηλειό. Ο νους του ήταν καρφωμένος στο γαλόπουλο. Θα του χρησίμευε, αν το είχε, και ως μέσο επαφής με τη γυναίκα του.
Εκεί, καθώς στράφηκε να μπει στο καπηλειό, βλέπει ένα παιδί της αγοράς μ’ ένα κοφίνι στον ώμο, που φαινόταν να έχει μέσα ένα γάλο, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρο και άλλα καλά πράγματα. Το παιδί κοίταζε δεξιά κι αριστερά και φαινόταν να ψάχνει κάποιο σπίτι. Ήταν έτοιμο να μπει στο καπηλειό για να ρωτήσει. Έπειτα είδε τον Παύλο και στράφηκε σ’ αυτόν :
- Ξέρεις, πατριώτη, ελόγου σου, πού είναι δω χάμω το σπίτι του κυρ Θανάση του Μπελιόπουλου;
- Του κυρ Θανάση του Μπε…
Μια ιδέα σαν αστραπή φώτισε το μυαλό του Παύλου.
- Μου ‘πε τον αριθμό και τον ξέχασα… Τώρα πρόσφατα έπιασε σπίτι δω χάμω, σ’ αυτό το δρόμο… τον είχα μουστερή[36] από παλιά… πρωτύτερα καθότανε παραπέρα, στο Γεράνι.
- Του κυρ Θανάση του Μπελιόπουλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος. Να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα, μέσα, στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… Αυτή είναι η νοικοκυρά του… Πώς να το πω; Είναι συγγένισσά του. Την έχει να λύνει και να δένει[37] σ’ όλα… Οικονόμος στο νοικοκυριό του… Είναι κουνιάδα του… Θέλω να πω, ανιψιά του… Φώναξέ τη και δώσε της τα ψώνια.
Και βαδίζοντας ο ίδιος πέντε βήματα προς την αυλόπορτα, έκανε πως τη φώναξε :
- Κυρα-Παύλαινα, κόπιασε δω να πάρεις τα ψώνια που σου στέλνει ο κύριος… ο αφέντης σου.
Καλά ήρθαν τα πράγματα ως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τα χέρια του κι ένιωθε στη μύτη του τη μυρωδιά του ψητού πουλερικού. Και δεν τον ένοιαζε τόσο για το πουλερικό, όσο που θα συμφιλιωνόταν με τη γυναίκα του. Τη νύχτα έκανε ολονυχτία στο καφενείο και το πρωί πήγε στην εκκλησία.
Όλη τη μέρα προσκολλήθηκε σε μια συντροφιά, έπειτα σε κάποιους άλλους γνωστούς του στο καπηλειό, που έμεινε τις περισσότερες ώρες ανοιχτό με τα παράθυρα κλειστά, και πέρασε με λίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Το βράδυ, αφού νύχτωσε, πήγε με τόλμη, από το πολύ πιοτό και από τη θύμηση του πουλερικού, και χτύπησε την πόρτα της οικογένειάς του. Η πόρτα ήταν κλεισμένη από μέσα.
- Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, φώναξε απ’ έξω. Χρόνια πολλά. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλι;
Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Όλη η αυλή ήταν ήσυχη. Τα ισόγεια, οι τρώγλες[38], τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα κοιμόνταν. Ο σκύλος μόνο γνώρισε τον μαστρο-Παύλο, γρύλισε λίγο και πάλι ησύχασε.
Υπήρχαν εκεί, εκτός από το ψυχομέτρημα τριών τεσσάρων οικογενειών που κατοικούσαν στ’ ανήλιαγα δωμάτια, δυο γίδες, δώδεκα κότες, τέσσερις γάτοι, δυο γάλοι και πολλά ζευγάρια περιστέρια. Οι δυο γίδες αναμασούσαν την τροφή τους στο σκεπασμένο μαντράκι τους, οι κότες κακάριζαν υπόκωφα[39] στα κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζευτεί στους περιστερώνες κατατρομαγμένα από το κυνήγι που άρχιζαν τη νύχτα εναντίον τους οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήταν το ροχαλητό της κοιμισμένης αυλής.
Αμέσως ακούστηκε θόρυβος βημάτων στο σπίτι.
- Ε, μαστρο-Παύλο, είπε πλησιάζοντας η κυρα-Στρατίνα, για να ‘χουμε και καλό ρώτημα… Τι γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μου ‘χεις, ασίκη[40] μου; Είδαμε και πάθαμε να σκεπάσουμε[41] το πράμα, να μην προσβληθεί το σπίτι… Εκείνος που ήταν δικός του ο γάλος, ήρθε μεσάνυχτα και φώναζε, έκανε σαματά[42], μας φοβέριζε όλους. Κι η φαμίλια σου, επειδή τον είχε κόψει το γάλο και τον είχε βάλει μέσα στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά[43]… Κλειδώθηκε μες στην κάμαρα και δεν ήξερε τι να κάνει… Είπε και ο κουνιάδος σου, καλό κελεπούρι[44] ήταν κι αυτό… και πέρασε η φαμίλια σου όλη τη μέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβο μήπως ξανάρθει εκείνος που ‘χε το γάλο και μας φέρει την αστυνομία… φοβόμουν κι εγώ μην προσβληθεί το σπίτι μου. Άλλη φορά τέτοια αστεία να μην τα κάνεις, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπει από το σπίτι μου και μένα. Τ’ άκουσες;
Ο μαστρο-Παύλος ρώτησε δειλά :
- Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου;
- Είναι μέσα όλοι τους κι έχουνε κλειδωμένα καλά και το φως κατεβασμένο για το φόβο των Ιουδαίων[45]. Κοίταξε μη σε νιώσει πάλι από πουθενά ο κουνιάδος σου που νυχτοπερπατεί…
- Είναι μέσα;
- Ή μέσα είναι ή όπου να ‘ναι, έφτασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ακούστηκε πράγματι μια φωνή εκεί κοντά, που δεν υποσχόταν κάτι καλό για το νυχτερινό επισκέπτη.
- Ε, μαστρο-Παυλίνο, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος;
Ποιος μίλησε, ποιος να ξέρει. Ίσως να ήταν ο μαστρο-Δημήτρης, ο γείτονας. Μπορεί να ήταν και ο φοβερός κουνιάδος του μαστρο-Παύλου.
- Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παραπονέθηκε ωστόσο ο άνθρωπός μας.
- Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβε η Στρατίνα. Τα πράγματα είναι πολύ σκούρα[46], άφησέ τα αυτά! Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλικάρια. Ό,τι έγινε, έγινε. Να πας να δουλέψεις, να μου φέρεις κι εμένα τα νοίκια μου. Τ’ ακούς;
- Τ’ ακούω.
- Φέρε μου εσύ τον παρά[47] κι εγώ, με όλη τη φτώχεια μου, τη θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Από μέσα ακούστηκε ένα βραχνό μουρμούρισμα και μετά μια φωνή μικρού παιδιού είπε :
- ‘την υγειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να, πάλε και συ πέντε κι άλλα πέντε, δέκα.
Προφανώς ήταν μέσα ο φοβερός κουνιάδος και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάξει αυτά.
- Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, είπε η Στρατίνα το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!
Ακούστηκε κρότος σαν να σηκώθηκε κάποιος από μέσα και να πλησίαζε με βαρύ βήμα προς την πόρτα…
- Δρόμο! επανέλαβε μηχανικά ο Παύλος, με έμπρακτη συμμόρφωση στη λέξη… Δρόμο και δουλειά!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)
Το διήγημα γράφτηκε το 1896



Μεταγραφή πρωτότυπου κειμένου – Επιμέλεια σχολίων
© Δημήτρης Φιλελές, 2019



[1] ξορκισμένος = αυτός που θεωρείται δαιμονικό πνεύμα και διώχνεται (ξορκίζεται) με θρησκευτικές τελετές ή με μαγικά μέσα.
[2] φασκελωμένος = μουντζωμένος.
[3] ο κάπελας = ο ταβερνιάρης.
[4] ατημέλητος = απεριποίητος.
[5] η εκκλησάρισσα = η γυναίκα που φροντίζει για την καθαριότητα και τη φύλαξη της εκκλησίας. 
[6] το μανουάλι (λατινικά manuale) = εκκλησιαστικό κηροπήγιο για το άναμμα πολλών κεριών.
[7] το καπηλειό = η ταβέρνα.
[8] ο φραγκοράφτης = ο ράφτης ανδρικών ρούχων ευρωπαϊκού τύπου.
[9] η υποθήκη = το δικαίωμα του δανειστή στην ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, που του την παραχωρεί μέχρι την εξόφληση του χρέους.
[10] ο δόλος = η κατεργαριά, η πανουργία. 
[11] το αμανάτι (τουρκικά emanet) = το ενέχυρο, το αντικείμενο που παραχωρείται ως υποθήκη, για το δανεισμό χρημάτων. 
[12] κάλπικο (τουρκικά kalp) = ψεύτικο.
[13] το φυσέκι (τουρκικά fisek) = η δεσμίδα με τα νομίσματα που μοιάζει με φυσίγγιο όπλου.
[14] Τίμιο Ξύλο = κομμάτι ξύλου από τον σταυρό που σταυρώθηκε ο Χριστός.
[15] τα σκοντάμματα = υλικά που χρησιμοποιούνται στη μαγεία για να εμποδίσουν τους ανθρώπους να προοδεύσουν στη ζωή τους ή να αγαπηθούν. 
[16] διφορούμενος = ασαφής, αυτός που μπορεί να ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους.
[17] dolce far niente (ιταλικά) = η απόλαυση της τεμπελιάς.
[18] η σχόλη = η αργία.
[19] το χουζούρι (τουρκικά huzur) = η ανάπαυση στο κρεβάτι.
[20] το σουλάτσο (ιταλικά sollazzo) = ο περίπατος.
[21] ο κάλφας (τουρκικά kalfa) = ο μαθητευόμενος ράφτης ή τσαγκάρης.
[22] ο παραγιός = ο νεαρός βοηθός. 
[23] συνηγορώ = υπερασπίζομαι, παίρνω το μέρος.
[24] τα κεσάτια (τουρκικά kesat) = η αναδουλειά.
[25] ο ακαμάτης = ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης.
[26] η φαμίλια (λατινικά familia) = η οικογένεια.
[27] τα λούσα (ιταλικά lusso) = οι πολυτέλειες. 
[28] το τομάρι = το δέρμα, η προβιά του ζώου.
[29] ο κουνιάδος = ο αδελφός της συζύγου.
[30] το βυρσοδεψείο = το εργαστήριο επεξεργασίας των δερμάτων των ζώων.
[31] το τεμπελχανείο = χώρος συγκέντρωσης των τεμπέληδων.
[32] σοφίζομαι = σκαρφίζομαι, σκέφτομαι ένα τέχνασμα, μου κατεβαίνει μια ιδέα.
[33] Βαλλιάνος Παναγής (1814-1902) = εφοπλιστής και τραπεζίτης από την Κεφαλονιά, εθνικός ευεργέτης, δωρητής του κτιρίου και της λειτουργίας της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
[34] Αβέρωφ Γεώργιος (1815-1899) = επιχειρηματίας από το Μέτσοβο της Ηπείρου, εθνικός ευεργέτης, φρόντισε για την ίδρυση της Γεωργικής Σχολής Λάρισας, την ανέγερση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, την αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου,  την αποπεράτωση του Πολυτεχνείου Αθηνών και τη ναυπήγηση του ομώνυμου θωρηκτού.
[35] Συγγρός Ανδρέας (1830-1899) = τραπεζίτης και πολιτικός από την Κωνσταντινούπολη, εθνικός ευεργέτης, δώρισε χρήματα για τη δημιουργία του Νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός», όπως επίσης και το Μέγαρο Ανδρέα Συγγρού και το Κτήμα Συγγρού στο ελληνικό δημόσιο.
[36] ο μουστερής (τουρκικά müteri) = ο πελάτης.
[37] λύνει και δένει = αυτός που παίρνει τις αποφάσεις και δίνει τις εντολές για όλα τα ζητήματα.
[38] η τρώγλη = το χαμόσπιτο.
[39] υπόκωφα = σιγανά.
[40] ο ασίκης (τουρκικά âsik) = παλικάρι, λεβέντης. 
[41] σκεπάζω = αποσιωπώ, προσπαθώ να αποφύγω τη γνωστοποίηση μιας αρνητικής ενέργειας.
[42] ο σαματάς (τουρκικά samata) = η φασαρία. 
[43] στα στενά = σε δύσκολη θέση.
[44] το κελεπούρι (τουρκικά kelepir) = ανέλπιστο εύρημα.
[45] για το φόβο των Ιουδαίων = φράση από το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (ουδείς όμως ελάλει παρρησία περί αυτού δια τον φόβο των Ιουδαίων) που λέγεται όταν παίρνουμε τα μέτρα μας για κάτι που θέλουμε να κάνουμε χωρίς να γίνει αντιληπτό.
[46] τα πράγματα είναι σκούρα = τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα ή επικίνδυνα.
[47] ο παράς (τουρκικά para) = τα χρήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: