Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ
Καρδιά του χειμώνα.
Χριστούγεννα, Αϊ-Βασίλης, Φώτα.
Κι αυτός σηκωνόταν το
πρωί, έριχνε στους ώμους την παλιά πατατούκα[1] του, το μόνο ρούχο που σωζόταν ακόμα από τα χρόνια
της ευτυχίας, και κατέβαινε στην παραθαλάσσια αγορά, μουρμουρίζοντας, ενώ
κατέβαινε από το παλιό μισογκρεμισμένο σπίτι, ώστε να τον ακούει η γειτόνισσα :
Το έλεγε τόσο συχνά,
ώστε όλες οι γειτονοπούλες που τον
άκουγαν του το κόλλησαν στο τέλος το παρατσούκλι : «Ο μπαρμπα-Γιαννιός ο
Έρωντας».
Γιατί δεν ήταν πια νέος
ούτε όμορφος ούτε λεφτά είχε. Όλα αυτά τα είχε χάσει πριν πολλά χρόνια, μαζί με
το καράβι, στη Μασσαλία[4].
Είχε αρχίσει τη
σταδιοδρομία του μ' αυτή την πατατούκα, όταν πρωτομπαρκάρισε ναύτης στη
μπομπάρδα[5] του ξαδέλφου του.
Είχε αποκτήσει, από το μερτικό[6] του που έπαιρνε απ' τα ταξίδια, μερίδιο στο πλοίο,
μετά είχε αποκτήσει πλοίο δικό του και είχε κάνει καλά ταξίδια. Είχε φορέσει
αγγλικές τσόχες, βελούδινα γιλέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες[7] χρυσές με ρολόγια, είχε αποκτήσει χρήματα, αλλά τα
έφαγε όλα γρήγορα με τις Φρύνες[8] στη Μασσαλία κι άλλο δεν του έμεινε παρά η παλιά
πατατούκα, που τη φορούσε πεταχτή στους ώμους, ενώ κατέβαινε το πρωί στην
παραλία, για να μπαρκάρει σύντροφος με καμιά μπρατσέρα[9] με μικρό ναύλο[10] ή για να πάει με ξένη βάρκα να βγάλει κανένα
χταπόδι μέσα στο λιμάνι.
Κανένα δεν είχε στον κόσμο,
ήταν έρημος. Είχε παντρευτεί και είχε χηρέψει, είχε αποκτήσει παιδί και παιδί
πια δεν είχε.
Και αργά το βράδυ, τη
νύχτα, τα μεσάνυχτα, αφού έπινε λίγα ποτήρια για να ξεχάσει ή για να ζεσταθεί,
επέστρεφε στο παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένο, ξεσπώντας στα τραγούδια τον πόνο
του :
Σοκάκι
μου μακρύ στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κι εμένα γείτονα με τη γειτόνισσά σου.
Άλλοτε έκανε τα
παράπονά του με εύθυμη διάθεση :
Γειτόνισσα,
γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν
είπες μια φορά κι εσύ, Γιαννιό μου, έλα μέσα.
*****
Βαρυχειμωνιά, για μέρες
ο ουρανός σκοτεινιασμένος. Πάνω στα βουνά χιόνια, κάτω στον κάμπο χιονόνερο. Το
πρωί θύμιζε το δημοτικό τραγούδι :
Βρέχει,
βρέχει και χιονίζει,
Δεν χερομύλιζε ο παπάς,
χερομύλιζε η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του τραγουδιού του
μπαρμπα-Γιαννιού. Γιατί αυτή τη δουλειά έκανε˙ μυλωνού ήταν και δούλευε με το
χέρι, γύριζε το χερόμυλο. Σημειώστε ότι τον καιρό εκείνο το αρχοντολόι του
τόπου το είχε σε κακό να φάει ψωμί ζυμωμένο με αλεύρι από νερόμυλο ή ανεμόμυλο
και προτιμούσε το αλεσμένο με το χερόμυλο.
Και είχε πελατεία
σπουδαία η πολυλογού, Γυάλιζε, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι στα μάγουλά της.
Είχε άντρα, τέσσερα παιδιά κι ένα γαϊδουράκι μικρό για να κουβαλάει τα
αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άντρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της -
μόνο τον μπαρμπα-Γιαννιό δεν αγαπούσε.
Ποιος να τον αγαπήσει
αυτόν; Ήταν έρημος στον κόσμο.
*****
Και είχε πέσει στον
έρωτα με τη γειτόνισσα την πολυλογού για να ξεχάσει το καράβι του, τις Λαΐδες[12] της Μασσαλίας, τη θάλασσα και τα κύματά της, τα
βάσανά του, τις ασωτίες[13] του, τη γυναίκα του, το παιδί του. Και είχε πέσει
στο κρασί για να ξεχάσει τη γειτόνισσά του.
Συχνά όταν γύριζε το
βράδυ, νύχτα, μεσάνυχτα, και η σκιά του, μακριά, ψηλόλιγνη, με την πατατούκα
που έφευγε και γλιστρούσε από τους ώμους του, έφτανε στο μακρόστενο δρομάκι και
οι νιφάδες, σαν μύγες λευκές, σαν τουλίπες από μπαμπάκι, στροβιλίζονταν στον αέρα
και έπεφταν στη γη και έβλεπε το βουνό ν' ασπρίζει στο σκοτάδι, έβλεπε το
παράθυρο της γειτόνισσας κλειστό, βουβό, και τον φεγγίτη να λάμπει θαμπά, θολά,
και άκουγε το χερόμυλο να τρίζει - ακόμα και ο χερόμυλος έπαυε και άκουγε τη
γλώσσα της ν' αλέθει - και θυμόταν τον άντρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι
της, που όλα αυτή τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δε γύριζε μάτι να τον δει, καπνιζόταν
όπως το μελίσσι, φλομωνόταν[14] όπως το χταπόδι και παραδινόταν σε σκέψεις
φιλοσοφικές και σε εικόνες ποιητικές.
- Να είχε ο έρωτας
σαΐτες!... να είχε βρόχια[15]... να είχε φωτιές... Να τρυπούσε με τις σαΐτες του
τα παράθυρα... να ζέσταινε στις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του πάνω στα
χιόνια... Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Φανταζόταν τον έρωτα ως
ένα είδος γερο-Φερετζέλη, που περνά τις μέρες του πέρα στον ψηλό πευκόφυτο λόφο
και ασχολείται με το να στήνει βρόχια πάνω στα χιόνια για να συλλάβει τις αθώες
καρδιές σαν μισοπαγωμένα κοτσύφια, που ψάχνουν μάταια ν' ανακαλύψουν μια
τελευταία χαραμάδα στον ελαιώνα. Σώθηκαν οι μικροί μακρουλοί καρποί από τις
ευωδιαστές μυρσίνες στης Μαμούς το ρέμα και τώρα τα κοτσυφάκια τα φλύαρα με το
μαυριδερό τους φτέρωμα, οι κερομύτες[16] οι γλυκόλαλοι και οι τσίχλες οι χαρωπές πέφτουν
θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.
*****
Το άλλο βράδυ
ξαναγύριζε, όχι πολύ πιωμένος, έριχνε το βλέμμα του στα παράθυρα της
πολυλογούς, σήκωνε τους ώμους και μουρμούριζε :
- Ένας Θεός θα μας
κρίνει... κι ένας θάνατος θα μας χωρίσει. Και μετά, με βαρύ αναστεναγμό,
συμπλήρωνε :
Αλλά δε μπορούσε, πριν
πέσει για ύπνο, να μην σιγοτραγουδήσει το συνηθισμένο του τραγούδι :
Σοκάκι
μου μακρύ στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε
κι εμένα γείτονα με τη γειτόνισσά σου.
*****
Το επόμενο βράδυ το
χιόνι είχε στρωθεί σαν σεντόνι σ' όλο το μακρόστενο δρομάκι.
- Άσπρο σεντόνι... να
μας ασπρίσει όλους στο μάτι του Θεού... ν' ασπρίσουν τα σωθικά[18] μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Φανταζόταν μια αμυδρή[19] εικόνα, μια οπτασία, ένα ξυπνητό όνειρο. Λες και το
χιόνι ισοπεδώνει και ασπρίζει όλα τα πράγματα, όλες τις αμαρτίες, όλα τα
περασμένα: Το καράβι, τη θάλασσα, τα ψηλά καπέλα, τα ρολόγια, τις αλυσίδες τις
χρυσές και τις αλυσίδες τις σιδερένιες, τις πόρνες της Μασσαλίας, την ασωτία,
τη δυστυχία, τα ναυάγια, να τα σκεπάσει, να τα εξαγνίσει, να τα σαβανώσει[20], για να μη σταθούν όλα γυμνά, σαν να ξεπηδούν από
όργια και φράγκικους[21] χορούς, στο μάτι του Κριτή του Τρισάγιου. Ν'
ασπρίσει και να σαβανώσει το μακρόστενο δρομάκι με την κατεβασιά του και τη
δυσωδία[22] του και το σπιτάκι το παλιό και ερειπωμένο και την
πατατούκα τη λερή και κουρελιασμένη. Να σαβανώσει και να σκεπάσει τη γειτόνισσα
την πολυλογού και ψεύτρα και το χερόμυλό της και τη φιλοφροσύνη[23] της, την ψευτοπολιτική της, τη φλυαρία της και το
γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελό της και τον
άντρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της. Όλα, όλα να τα καλύψει, να τα
ασπρίσει, να τα εξαγνίσει!
Το άλλο βράδυ, την
τελευταία νύχτα, μεσάνυχτα, γύρισε μεθυσμένος περισσότερο παρά ποτέ.
Δεν έστεκε πια στα
πόδια του, δεν κουνιόταν ούτε ανάσαινε πια.
Χειμώνας βαρύς, σπίτι
ερειπωμένο, καρδιά ρημαγμένη. Μοναξιά, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, άπονος. Υγεία
κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένο, φθαρμένο, σωθικά λιωμένα. Δε μπορούσε πια να
ζήσει, να αισθανθεί, να χαρεί. Δε μπορούσε να βρει παρηγοριά, να ζεσταθεί. Ήπιε
για να σταθεί, ήπιε για να περπατήσει, ήπιε για να γλιστρήσει. Δεν πατούσε πια
με ασφάλεια στο έδαφος.
Βρήκε το δρόμο, τον
αναγνώρισε. Πιάστηκε από το αγκωνάρι[24]. Παραπάτησε. Ακούμπησε τις πλάτες, στύλωσε τα
πόδια. Μουρμούρισε :
- Να είχαν οι φωτιές
έρωτα!... Να είχαν οι θηλιές χιόνια...
Δε μπορούσε πια να
σχηματίσει λογική πρόταση. Μπέρδευε λέξεις και έννοιες.
Πάλι παραπάτησε.
Πιάστηκε από την παραστάτη[25] μιας πόρτας. Κατά λάθος άγγιξε το ρόπτρο[26], που ακούστηκε δυνατά.
- Ποιος είναι;
Ήταν η πόρτα της
πολυλογούς, της γειτόνισσας. Εύκολα θα μπορούσε κάποιος να του αποδώσει
πρόθεση, ότι προσπαθούσε να ανεβεί, καλώς ή κακώς, στο σπίτι της. Πώς όχι;
Πάνω υπήρχαν φώτα,
κινούνταν άνθρωποι. Ίσως είχαν ετοιμασίες. Χριστούγεννα, Αϊ-Βασίλης, Φώτα,
παραμονές. Καρδιά του χειμώνα.
- Ποιος είναι; είπε
πάλι η φωνή.
Το παράθυρο έτριξε. Ο
μπαρμπα-Γιαννιός ήταν ακριβώς κάτω από τον εξώστη, δεν τον έβλεπαν από πάνω.
Δεν είναι τίποτε. Το παράθυρο έκλεισε τρίζοντας. Μια στιγμή ας αργοπορούσε!
Ο μπαρμπα-Γιαννιός
στηριζόταν όρθιος στον παραστάτη. Δοκίμασε να πει το τραγούδι του, αλλά από το
μυαλό του το βυθισμένο αναδύονταν[27] σαν ναυάγια οι λέξεις :
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ στενό σοκάκι!...»
Μόλις που μπόρεσε να
αρθρώσει τις λέξεις, που σχεδόν δεν ακούστηκαν. Χάθηκαν στο θόρυβο του ανέμου
και στο στροβίλισμα του χιονιού.
- Και εγώ σοκάκι είμαι,
μουρμούρισε... Ζωντανό σοκάκι.
Προσπάθησε από κάπου να
πιαστεί. Παραπάτησε, ζαλίστηκε, έγειρε και έπεσε. Ξάπλωσε πάνω στο χιόνι και με
το ψηλό του ανάστημα έπιασε όλο το πλάτος στο μακρόστενο σοκάκι.
Μια μόνο φορά δοκίμασε
να σηκωθεί και μετά βυθίστηκε σε νάρκη. Έβρισκε φρικτή ζεστασιά στο χιόνι.
«Είχαν οι φωτιές
έρωτα!... Είχαν οι θηλιές χιόνια!»
Και το παράθυρο είχε
κλείσει πριν από μια στιγμή. Κι αν για μια στιγμή μόνο αργοπορούσε, ο σύζυγος
της πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπο να πέφτει στο χιόνι.
Μα δεν τον είδε ούτε
αυτός ούτε κανένας άλλος. Και πάνω στο χιόνι έπεσε χιόνι. Και στοιβάχτηκε το
χιόνι, ανέβηκε δυο πιθαμές, σχημάτισε βουνό μικρό. Και το χιόνι έγινε σεντόνι,
σάβανο.
Και ο μπαρμπα-Γιαννιός
άσπρισε όλος και κοιμήθηκε κάτω από το χιόνι για να μη σταθεί γυμνός, αυτός και
η ζωή του και οι πράξεις του, μπροστά στον Κριτή τον Τρισάγιο.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)
Το διήγημα γράφτηκε το 1896
Μεταγραφή πρωτότυπου
κειμένου – Επιμέλεια σχολίων
© Δημήτρης
Φιλελές, 2019
[4] η Μασσαλία = σημαντική πόλη, λιμάνι της
νότιας Γαλλίας στη δυτική Μεσόγειο.
[6] το μερτικό = το μερίδιο.
[8] η Φρύνη = διάσημη εταίρα που καταγόταν από
την Βοιωτία, αλλά έζησε στην αρχαία Αθήνα τον 4ο αιώνα π.Χ. Κατά τις
πληροφορίες των ιστορικών της εποχής, ο γλύπτης Πραξιτέλης την χρησιμοποίησε ως
μοντέλο για το γνωστό άγαλμά του, την "Αφροδίτη της Κνίδου. Λέγεται επίσης
ότι ο ζωγράφος Απελλής εμπνεύστηκε από το σώμα της το έργο του «Αναδυομένη
Αφροδίτη».
[10] ο ναύλος = το φορτίο.
[11] χερομυλίζω = γυρίζω τον χερόμυλο.
[12] η Λαΐς = η πιο φημισμένη εταίρα της αρχαίας
Ελλάδας, που έζησε στην Κόρινθο τον 5ο αιώνα π.Χ. Υπήρξε και αυτή μοντέλο για
τον ζωγράφο Απελλή και ήταν γνωστή για την απληστία της.
[13] η ασωτία = σπατάλη, ακολασία.
[14] φλομώνομαι = ναρκώνομαι.
[15] τα βρόχια = οι θηλιές για τη σύλληψη των
πουλιών.
[16] ο κερομύτης = άλλη ονομασία για το κοτσύφι
λόγω του έντονου κιτρινωπού ράμφους του.
[17] το κοιμητήρι = το νεκροταφείο.
[18] τα σωθικά = τα σπλάχνα.
[19] αμυδρός = άτονος, θαμπός.
[20] σαβανώνω = περιτυλίγω το νεκρό σώμα με
σάβανο.
[21] φράγκικος = ο προερχόμενος από τη δυτική
Ευρώπη.
[22] η δυσωδία = κακοσμία, βρώμα.
[23] η φιλοφροσύνη = η ευγενική συμπεριφορά.
[24] το αγκωνάρι = μεγάλου μεγέθους πέτρα που
χρησιμοποιείται για τη θεμελίωση και την τοιχοποιία των πετρόχτιστων σπιτιών.
[25]ο παραστάτης = το αριστερό και το δεξί κάθετο
μέρος του κασώματος της πόρτας, που πάνω τους στηρίζεται το υπέρθυρο.
[26] το ρόπτρο = μεταλλική κατασκευή για να
χτυπούν οι επισκέπτες την εξώπορτα των σπιτιών.
[27] αναδύομαι = ξεπηδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου