ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΕΝΑΣ ΕΡΩΣ

,
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863-1933)

ΑΚΟΥΣΤΕ...
ένα αριστουργηματικό λυρικό ποίημα
του διαχρονικού Έλληνα ποιητή

ΕΝΑΣ ΕΡΩΣ

Δεν λιγοστεύ' η συμφορά όσω και αν την λέγης.
Αλλ' είναι πόνοι που ήσυχα μες στην καρδιά δεν μένουν.
Διψούν με το παράπονο να βγουν να ξεθυμάνουν.
Ο Αντώνης με αγάπησε κ' εγώ τον αγαπούσα.
Και μ' έδωκε τον λόγο του πως άλλην δεν θα πάρη!
Αλλ' ήτανε πτωχός πολύ κ' είχεν υπερηφάνεια.
Γι' αυτό σηκώθη κ' έφυγε μ' έν' άτυχο καράβι
με τον σκοπό να βρη δουλειά, μια τέχνη ν' αποκτήση.
Να γίνη ναύτης ήθελε, και πλοίαρχος μια μέρα,
κ' έπειτα να στεφανωθή μ' ήσυχη την καρδιά του.
Αχ, μια χρονιά δεν σώθηκε· και πέφτει ο πατέρας
και σπάνει το ποδάρι του και το δεξί του χέρι.
Αρρώστησεν η μάνα μου. Ό,τι μας είχε μείνει,
λίγο μπακίρι παλαιό, ασημικό ολίγο,
κάτι μικρά διαμαντικά που φύλαγ' η μητέρα,
πουλήθηκαν για τίποτε.
Έγιν' η συμφορά μας
η ομιλία του χωριού. Εις τα μεγάλα σπίτια
την είδησί της έδωκαν, κι από τ' αρχοντικό του
συχνά ο Σταύρος ήρχονταν σαν φίλος και προστάτης
στο σπίτι μας... και μ' έβλεπε μ' αγάπη μες στα μάτια.
Δεν δούλεβ' ο πατέρας μου· η μάνα δεν κεντούσε.
Μέρα και νύχτα δούλεβα και έχυνα το φως μου
κι' ωστόσο δεν κατόρθωνα να βγάλω το ψωμί των.
Ο Σταύρος ήταν πλούσιος και με καρδιά μεγάλη.
Απλά - χωρίς καυχήματα, χωρίς κομποφανία -
και μυστικά, τους έδιδε τα μέσα και τους ζούσε.
Και η ψυχή μου χαίρονταν για τους φτωχούς γονείς μου -
και η ψυχή μου έκλαιε για την φτωχή εμένα.
Πολύ καιρό δεν άργησεν η άτυχη ημέρα
που μες στον κάμπο στάθηκε κοντά μου, και με πήρε
το χέρι και με κύτταζε... Έτρεμα σαν το φύλλο
γιατ' ήξευρα τι ήθελε, και δεν τον αγαπούσα...
Εδίσταζαν στα χείλη του τα λόγια - ως που είπε·
«Φρόσω, για το χατίρι τους δεν στέργεις να με πάρης;»
Όχι, μ' εφώναζ' η καρδιά ζητώντας τον Αντώνη.
Αλλά βαρυά σηκώθηκε Βοριάς αγριεμένος,
κ' έλεγαν το καράβι του πως χάθηκε στα ξένα.
Αχ, πώς εβγήκε το σκληρό, φαρμακευμένο ψέμα!...
Αχ, πώς να ζω η δύστυχη να κλαίω νύχτα, μέρα!...
Μ' έλεγε ο πατέρας μου πολλά για να με πείση.
Αλλ' η καλή μητέρα μου δεν μ' έλεγε μια λέξι,
μόνο στα μάτια μ' έβλεπε, κ' η λύπη και η φτώχεια
έτρεχαν από πάνω της. Έχασα κάθε θάρρος.
Δεν βάσταξα. Τον έδωκα το χέρι μου. Θαμμένη
βαθυά μέσα στην θάλασσα ήτανε η καρδιά μου.
Όλαις η κόραις του χωριού την τύχην μου φθονούσαν
που έπαιρν' άνδρα πλούσιο και άρχοντα μεγάλο,
εγώ μια κόρη χωρική, εγώ φτωχειά μια κόρη.
Δεν είδε μεγαλύτερο γάμο απ' τον δικό μας
ποτέ του το χωριό. Μικροί, μεγάλοι μαζωχθήκαν
για να ιδούν του άρχοντα την τυχερή την νύφη.
Με πασχαλιαίς τον δρόμο μας έρραναν και με ρόδα.
Παντού χοροί και μουσικαίς, τραγούδια και τραπέζια.
Για μένα νύχτα ήτανε. Μαύρα φορούσαν όλα.
Τέσσαρες μήνες πέρασαν μονάχα που τον πήρα,
και μια βραδυά που έρημη στην πόρτα του σπιτιού μου
στέκουμουν, βλέπω την σκια εμπρός μου του Αντώνη.
Με φάνηκε σαν όνειρο, δεν πίστευα το φως μου·
έως που μ' είπ' «Αγάπη μου, γιατ' είσαι λυπημένη;
Τα βάσανά μας τέλεψαν, ήλθα για να σε πάρω.»
Πικρά, πικρά τον δέχθηκα και του τα είπα όλα.
Και έσφιξα τα χέρια του σαν πριν μες στα δικά μου,
και τον εφίλησα σαν πριν, κ' έκλαψα στον λαιμό του.
Είπα πως δεν αγάπησα άλλον από εκείνον...
Τον είπα πως με 'γέλασαν, πως μες στην τρικυμία
επίστεψα που πνίχθηκε... Πως μόνο για χατίρι
της μάνας, του πατέρα μου πανδρεύθηκα... Μαζύ του
πως προτιμούσα βάσανα, φτώχεια, και καταφρόνια,
απ' όσα πλούτη έχ' η γη που να τα φέρνη άλλος...
Τον είπα πως τον αγαπώ σαν πρώτα, μόνον τώρα
ο έρως μου είναι φωτιά άσβεστη που με καίει,
τώρα που ξέρω πως ποτέ, ποτέ, ποτέ δικός μου
δεν θε να γίνη και εγώ δική του... Και τον είπα,
απ' την παληά αγάπη του αν έμεινε ολίγη,
να ορκισθή να μη με διη ποτέ πια στην ζωή του...
Και άλλα, άλλα έλεγα· άλλα που δεν θυμούμαι.
Έκαιε το κεφάλι μου. Με έφευγε ο νους μου.
Τώρα πια όλα τέλεψαν. Εμαύρισ' η ζωή μου.
Δεν θάχη πια ποτέ χαρά για μέν' αυτός ο κόσμος.
Ας μ' έπαιρνε ο θάνατος!... Αλλά πώς να πεθάνω-
έχω πληγή μες στην καρδιά, μα είμ' ακόμη νέα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

ΕΚΠΤΩΤΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ



ΕΚΠΤΩΤΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

Οι έκπτωτοι άγγελοι μεταμορφώνονται
σε ετοιμοθάνατους στρατιώτες που εκλιπαρούν
για την ύστατη γεύση ενός τσιγάρου
σε μελλοθάνατα βρέφη που θάβονται
κάτω από τα συντρίμμια του ανελέητου πολέμου
σε πεισματικούς γέροντες που αρνούνται
να εγκαταλείψουν τα προγονικά χώματα
και υπομένουν καρτερικά το πεπρωμένο.
Οι έκπτωτοι άγγελοι επωμίζονται αγόγγυστα
την επίγεια κόλαση,
διανύουν αναρίθμητα άνυδρα χιλιόμετρα
ως άλλοι αίροντες τις αμαρτίες του κόσμου
επαιτούν την σύμπνοια του ανέμου
και την εισακοή του έναστρου ουρανού
προσκυνούν τη μαινάδα θάλασσα
με βουβό ολοφυρμό.
Οι έκπτωτοι άγγελοι ολισθαίνουν ανυπεράσπιστοι
σε απόκρημνες κλιτύες
και σε λόγχες ευτελών άναρθρων κραυγών
με το αίμα τους ιχνηλατούν
τις ρωγμές των άφωτων ψυχών
εφοδεύουν στην πενία
των λιπόσαρκων αισθημάτων
και κραυγάζουν ανέλπιδα «Έλεος!»


© Δημήτρης Φιλελές

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)




ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Αναζητώ μίαν ακτή να μπορέσω να φράξω
με δέντρα ή καλάμια ένα μέρος
του ορίζοντα. Συμμαζεύοντας το άπειρο, νάχω
την αίσθηση : ή πως δεν υπάρχουνε μηχανές
ή πως υπάρχουνε πολύ λίγες ∙ ή πως δεν υπάρχουν στρατιώτες
ή πως υπάρχουνε πολύ λίγοι ∙ ή πως δεν υπάρχουνε όπλα
ή πως υπάρχουνε πολύ λίγα, στραμμένα κι αυτά προς την έξοδο
των δασών με τους λύκους ∙ ή πως δεν υπάρχουνε έμποροι
ή πως υπάρχουνε πολύ λίγοι σε απόκεντρα
σημεία της γης όπου ακόμη δεν έγιναν αμαξωτοί δρόμοι.
Το ελπίζει ο Θεός
πως τουλάχιστο μες στους λυγμούς των ποιητών
δεν θα πάψει να υπάρχει ποτές ο παράδεισος.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

ΒΡΑΔΙΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ



ΒΡΑΔΙΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Τα βράδια
οι δρόμοι και οι πλατείες ερημώνουν
οι φωνές των παιδιών κουκουλώνονται
κάτω από ζεστά σκεπάσματα
τα σχόλια της καθημερινότητας
υφαίνουν τον ιστό τους
για το επόμενο πρωινό ξύπνημα
οι χειρώνακτες ονειροπολούν
προσδοκώντας την άσπρη μέρα
μέσα στη μαύρη μιζέρια τους
οι επιχειρηματίες συναλλάσσονται
με τα έρποντα αρπακτικά
για να εκτοξεύσουν τον ευδαιμονισμό τους
στο άπειρο
οι μαστροποί σπαταλούν
σε βρωμερά καταγώγια τα άνομα κέρδη
από την εκπόρνευση της άβουλης σάρκας
οι πολιτικοί μηχανορραφούν
με απτόητη ανηθικότητα
συνεπαρμένοι από την ηδονή της εξουσίας
και οι λιγοστοί μοναχικοί διαβάτες
μετρούν τις ώρες χτυπώντας
μια μια τις χάντρες
στο κομπολόι της σιωπής.


© Δημήτρης Φιλελές