ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

ΥΠΟΤΕΛΕΙΑ


Ζωγραφικό έργο του εκλεκτού φίλου Χαρίλαου Κουτσούρη

ΥΠΟΤΕΛΕΙΑ

Επιδρομή ο έρωτας
λεηλασία ανελέητη
καταιγισμός
πυρών εκατέρωθεν
με λάμψεις εκτυφλωτικές
με εκρήξεις εκκωφαντικές
με σιωπές απειλητικές
με εκκρίσεις ηδονικές.

Δηλώνω υποτελής
και προσκυνώ
το σώμα σου.

© Δημήτρης Φιλελές

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ - ΑΛΛΟΤΕ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)


ΑΚΟΥΣΤΕ...
τον νεανικό ποιητικό λόγο
του Γιώργου Σαραντάρη
στον απόηχο της θάλασσας...






ΑΛΛΟΤΕ Η ΘΑΛΑΣΣΑ...

Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΤΡΥΓΟΣ

Γεώργιος Ιακωβίδης - Νεκρή φύση
ΑΚΟΥΣΤΕ...
τον χυμώδη ποιητικό λόγο
του Γιάννη Ρίτσου



ΤΡΥΓΟΣ

Ἄσπρα σπίτια, κάτασπρα,
τὰ βερικοκιὰ τὰ κεραμίδια,
γαλανὰ παραθυρόφυλλα,
τ᾿ ἄλογα τὰ κανελιὰ μὲς στὸν αὐλόγυρο,
τ᾿ ἄσπρα μὲς στὸ πράσινο,
τὰ μπαλκόνια μάλαμα καὶ θάλασσα.
Τὰ μουλάρια στὸν ἀνήφορο τῆς πέτρας,
καὶ τὰ γαϊδουράκια μὲς στ᾿ ἀγκάθια,
ψάθες καὶ μαχαίρια καὶ καλάθια μὲς στ᾿ ἀμπέλια
γέλια.
Δάχτυλα καὶ γόνατα,
στήθια καὶ σαγόνια
μὲς στὸ μοῦστο ματωμένα,
κόκκινες φωτιὲς κι ἱδρώτας,
στὶς κατηφοριὲς
τὸ χρυσὸ κακάρισμα τῆς κότας.
Κι ὅπως γαλανίζει τὸ βραδάκι,
τὸ μαβί, τὸ βιολετί,
νὰ κι ἡ Παναγιὰ στὴ δημοσιά,
πλάι στὰ κάρα, στὰ κουδούνια, στὰ σταμνιὰ
καὶ στὰ κλαδωτὰ μαντίλια,
νά τη ἡ Παναγιὰ
νὰ κρατάει στὴν ἀσημένια της ποδιὰ
πέντε ὀκάδες κόκκινα σταφύλια.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Ζωγραφικό έργο της Σωτηρίας Ράλλη

ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Ο ήλιος του δειλινού
βυθίζεται πλησίστιος
στην αγκαλιά της θάλασσας
το καυτό σώμα του
διασπείρεται
στον αχανή ορίζοντα
καθώς οι αμέριμνοι
εραστές του καλοκαιριού
χαράζουν
αυτοσχέδιες καρδιές
πάνω στην υγρή άμμο
απωθώντας
τη σκέψη του βροχερού φθινόπωρου.


© Δημήτρης Φιλελές

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

ΑΠΟΥΣΙΑ


ΑΠΟΥΣΙΑ

Στο πέρασμά σου
το φλιτζάνι του καφέ
με τα απομεινάρια του κραγιόν στο χείλος
ένα απαλό χάδι στο τραπεζομάντιλο
πριν τα ψίχουλα σκορπιστούν στο πάτωμα
το αποτύπωμα των υγρών δαχτύλων σου
πάνω στο πλακάκι του μπάνιου
ο μεταλλικός ήχος από το συρτάρι της κοσμηματοθήκης
- το ασημένιο  δαχτυλίδι με την οβάλ τυρκουάζ πέτρα
στο χρώμα των ματιών σου
η αύρα από το άρωμα με γεύση λεμονιού στο σαλόνι
η γλάστρα με το φρεσκοποτισμένο κόκκινο γεράνι
στην άκρη της βεράντας
και το πολύχρωμο φουλάρι – ανεμοδείχτης
δεμένο σφιχτά στο μπράτσο της παλιάς πολυθρόνας
πράγματα μικρά καθημερινά ασήμαντα
όλα βρίσκονται στην ίδια πάντα θέση
με απόλυτη τάξη και ευλάβεια
για να διαγράφουν το είδωλο της απουσίας σου
κάθε πρωί στον καθρέφτη.

© Δημήτρης Φιλελές


Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ - Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ

Ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)

ΑΚΟΥΣΤΕ...
την ποιητική άνοιξη
του Γιώργου Σαραντάρη...



Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ

Ὁ ἄνεμος ρέει μέσα στὴν καρδιά μας
Σὰν οὐρανὸς ποὺ ἔχασε τὸ δρόμο
Δέντρα προσπαθοῦν νὰ τοῦ δέσουν τὰ χέρια
Ἀλλὰ μάταια κοπιάζουν

Ὁ ἄνεμος ἀναπνέει μέσα στὴν καρδιά μας
Σὰν στρατὸς ποὺ ὁρμάει στὸν ἀγῶνα
Τὸν καλωσορίζει ἡ ἄνοιξη στὴν κοιλάδα
Τὸν χαιρετᾶνε τ᾿ ἀρώματα τῆς γῆς

Ἡ ἄνοιξη εἶναι μία παρθένα ποὺ δὲν τὴν ξέραμε
Καὶ ὅλους μᾶς φίλησε μὲ θάρρος προτοῦ τὸ ζητήσουμε
Τώρα ἀγκαλιάζει τὸν ἄνεμο καὶ κάνει σὰν τρελὴ
Κι ἀναγκάζει κι ἐμᾶς νὰ τὸν ἀγαπήσουμε.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Σ' ΕΣΑΣ ΜΙΛΩ


Σ’ ΕΣΑΣ ΜΙΛΩ

Σ’ εσάς, τους ερωτευμένους, μιλώ
που βαδίζετε γυμνόστηθοι απέναντι στα βέλη
ατενίζετε άφοβοι τον πρωινό ήλιο κατάματα
χορεύετε εκστατικοί κάτω από την καλοκαιριάτικη μπόρα
πυροβατείτε ξυπόλητοι πάνω στη φλόγα του πάθους
αιθεροβατείτε ανερμάτιστοι εν μέσω ανέμων θυελλωδών
πίνετε ακόρεστα το μεθυστικό ηδύποτο της επιθυμίας σας

Σ’ εσάς, τους ερωτευμένους, μιλώ
που δακρύζετε ανελέητοι πάνω στον ώμο του συντρόφου σας
απαιτείτε εγωιστικά να σφίγγετε τα δάχτυλα που σας χαϊδεύουν
επιζητείτε πεισματικά την επιβεβαίωση των ονείρων σας
διεκδικείτε κτητικά κάθε στιγμή το αντικείμενο του πόθου σας

Σ’ εσάς, τους ερωτευμένους, μιλώ
μην αδιαφορείτε επιδεικτικά στη θέα των θυμάτων
που άφησαν την τελευταία πνοή στο πεδίο της άνισης μάχης.


© Δημήτρης Φιλελές

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ


ΑΚΟΥΣΤΕ...
... ένα ακόμη από τα διαμάντια 
της παραδοσιακής μας ποίησης 
με το διαχρονικό μαράζι της ξενιτιάς, 
που ακόμη και σήμερα ταλαιπωρεί 
όχι μόνο τους ανθρώπους του τόπου μας, 
αλλά και όσους ζουν σ' αυτή την ευαίσθητη "γειτονιά" 
του πλανήτη μας...


Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ

Ερόδισε η ανατολή και ξημερώνει η δύση,
γλυκοχαράζουν τα βουνά κι ο αυγερινός τραβιέται,
παν τα πουλάκια στη βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση.
Βγαίνω κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Βρίσκω μια κόρη που ‘πλενε σε μαρμαρένια γούρνα.
Τη χαιρετάω, δε μου μιλεί, της κρένω, δε μου κρένει.

"Κόρη, για βγάλε μας νερό, την καλή μοίρα να ‘χεις,
να πιω κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου."
Σαράντα σίκλους έβγαλε, στα μάτια δεν την είδα,
κι απάνω στους σαρανταδυό τη βλέπω δακρυσμένη.
"Γιατί δακρύζεις, λυγερή, και βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχεις κακή μάνα;"
Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτ’ έχω κακή μάνα.
Ξένε μου, κι αν εδάκρυσα κι αν βαριαναστενάζω,
τον άντρα `χω στην ξενιτειά και λείπει δέκα χρόνους,
κι ακόμη δυο τον καρτερώ, στους τρεις τον παντυχαίνω,
κι αν δεν ερθεί, κι αν δε φανεί, καλόγρια θε νά γένω,
θα πάγω σ’ έρημα βουνά, να στήσω μοναστήρι,
και στο κελί θα σφαλιστώ, στα μαύρα θελά βάψω,
εκειόν να τρώγει η ξενιτιά κι εμέ τα μαύρα ράσα.

Κόρη μου, ο άντρας σου πέθανε, κόρη μου, ο άντρας σου χάθη,
τα χέρια μου τον κράτησαν, τα χέρια μου τον θάψαν,
ψωμί κερί του μοίρασα, κι είπε να τα πλερώσεις,
τον έδωκα κι ένα φιλί, κι είπε να μου το δώσεις.
Ψωμί κερί του μοίρασες, διπλά να σε πλερώσω,
μα γιατ’ εκείνο το φιλί, σύρε να σου το δώσει.
Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι ο καλός σου.
Ξένε μου, αν είσαι ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου,
δείξε σημάδια της αυλής και τότες να πιστέψω.
Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,
κάνει σταφύλι ραζακί και το κρασί μοσκάτο,
κι όποιος το πιει δροσίζεται και πάλι αναζητά το.

Αυτά είν’ σημάδια της αυλής, τα ξέρει ο κόσμος όλος,
διαβάτης ήσουν, πέρασες, τα είδες και μου τα λέεις.
Πες μου σημάδια του σπιτιού και τότες να πιστέψω.
Ανάμεσα στην κάμαρα χρυσό καντήλι ανάφτει,
και φέγγει σου που γδύνεσαι και πλέκεις τα μαλλιά σου,
φέγγει σου τις γλυκές αυγές που τα καλά σου βάζεις.
Κάποιος κακός μου γείτονας σου τα ‘πε και τα ξέρεις.
Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης.
Έχεις ελιά στα στήθη σου κι ελιά στην αμασκάλη,
κι ανάμεσα στα δυο βυζιά τ’ αντρού σου φυλαχτάρι.
Ξένε μου εσύ είσαι ο άντρας μου, εσύ είσαι κι ο καλός μου.

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΠΡΙΝ


ΠΡΙΝ

Η χαρά
μοιάζει με σταγόνα βροχής
πάνω στο κρύο τζάμι
βιάζεται να κυλήσει
να διασχίσει την άνυδρη έρημο
σαν περήφανος καβαλάρης
άθικτος από τη σκόνη
πριν πληγωθεί θανάσιμα
από τα βέλη του ήλιου
πριν φυλακιστεί ισόβια
στην απέραντη ματαιότητα
πριν εξομοιωθεί
με τη δύναμη της συνήθειας
πριν αναλυθεί
σε λεπτομερείς υπολογισμούς
πριν μάθει να συνυπάρχει
με την εφικτή καθημερινότητα
πριν γίνει νεκρή λέξη
μιας ξύλινης γλώσσας.


© Δημήτρης Φιλελές

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1969 μ.Χ.

Ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)
ΑΚΟΥΣΤΕ...
τον λόγο του ποιητή
Μανόλη Αναγνωστάκη




Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.

Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά―
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
―εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται―
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
―εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν―
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές

Η Ελλάς των Ελλήνων.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ


Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

ΒΟΡΙΑΣ



ΒΟΡΙΑΣ

Ο βοριάς σφυρίζει τα βράδια
έναν πένθιμο σκοπό
διασχίζει τους έρημους δρόμους
αναζητά ζεστασιά
στις τρύπιες τσέπες των άστεγων περαστικών
ξεγελά την πείνα του
με τα σκόρπια ψίχουλα αγάπης
που ξέμειναν από τα παμφάγα περιστέρια
ζητιανεύει στις κλειδωμένες πόρτες
οδύρεται στα κλειστά παραθυρόφυλλα
υψώνεται απελπισμένος πάνω από τις στέγες
ταξιδεύει χωρίς προορισμό
μέχρι να σμίξει με τα σύννεφα
που θα γίνουν βροχή
για να ποτίσουν τη γη με το δάκρυ του.

© Δημήτρης Φιλελές


Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Ζωγραφικό έργο του Ραφαήλ Μπάικα

ΑΚΟΥΣΤΕ...


ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Ηλιοστάλαχτη και απόκοσμη
ανηφορίζεις το τραχύ μονοπάτι του έρωτα
το κορμί σου
διάπλατα ανοιχτό σαν μάνα γη
δονείται από αλλεπάλληλες εκρήξεις σάρκινης λάβας
το αίμα σου, ποτάμι ανταριασμένο
καλπάζει να ξεχυθεί στη θάλασσα
της αστέρευτης φαντασίας
οι υπόγειοι χυμοί σου ξεχειλίζουν
σαν ζουμιά από ώριμα φρούτα
διαπερνώντας ορμητικά κάθε κύτταρο
οι αισθήσεις αναμειγνύονται
χορεύουν ξέφρενες στο ρυθμό
των θριαμβικών κραυγών σου
σμίγουν με τον εισβολέα αγέρα
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
και σκορπίζονται σαν άρωμα θείο
στα μυριάδες χρώματα του δειλινού
τα ακροδάχτυλα αναλώνονται
σε ακατάπαυστη αναζήτηση
άγνωρων σημείων επαφής
χοντρές στάλες ιδρώτα
πυγολαμπίδες ηδονής
κατρακυλούν ασθμαίνοντας
στις αφανέρωτες κοιλότητες
του ευέξαπτου δέρματος
κι ως αργά, σώμα με σώμα, κρατά η μάχη
ώσπου αποκαμωμένη
σε βρίσκει η νύχτα ανάσκελα
πάνω στα τσαλακωμένα σεντόνια
να στέλνεις την άχνα της ανάσας σου
στο φεγγαρόφωτο
για να γείρει επιτέλους αναπαυμένο
πάνω στα τροπαιοφόρα αναφιλητά
της αχειροποίητης ομορφιάς.


© Δημήτρης Φιλελές

Ο ΓΗΤΕΥΤΗΣ


ΑΚΟΥΣΤΕ...


  
Ο ΓΗΤΕΥΤΗΣ

   Ήτανε νιος ομορφονιός
   ταξιδευτής του κόσμου
   και γητευτής των αστεριών
   μ’ ένα κλαράκι δυόσμου.

   Περνούσε θάλασσες στεριές
   χειμώνες καλοκαίρια
   και χάριζε την άνοιξη
   μέσ’ απ’ τα δυο του χέρια.

 Προσκυνητής της ομορφιάς
 σε τόπους μαγεμένους
 και της αγάπης τρυγητής
 σε χρόνους ξεχασμένους.

Κάτεχε ξόρκια μυστικά
τους πόνους να γλυκαίνει
να ξεριζώνει το κακό
που τις ψυχές βαραίνει.

Μια μουσική αλλιώτικη
στο φτερωτό δοξάρι
με μαστοριά απ’ την καρδιά
χαρά στο παλληκάρι.

Με αξιοσύνη ζηλευτή
τα βάσανα σκορπούσε
και με γλυκόλαλη μιλιά
τον ουρανό μεθούσε.

Μα ζήλεψαν οι άγγελοι
κι οι μοίρες τον θυμώσαν
πάνω σε βράχο κοφτερό
τα χέρια του καρφώσαν.

Όλης της γης οι μαχαιριές
γίναν πληγές στο σώμα
και τα τραγούδια της χαράς
πικρό φιλί στο στόμα.

Μόνο στην άκρη των ματιών
δάκρυ καυτό σταλάζει
πάνω στο χώμα το γυμνό
άλικα άνθη βγάζει.

Ένα τους έκοψα κι εγώ
που φύτρωνε σε μι’ άκρη
και την αγάπη τραγουδώ
σ’ όλης της γης τα μάκρη.

Στίχοι : © Δημήτρης Φιλελές