ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος
μαζί με τον  συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη

ΑΚΟΥΣΤΕ...
... ένα αριστούργημα ποίησης
μέσα από τον σπαρακτικό θρήνο της μάνας
για τον άδικο χαμό του παιδιού της...



Ἐπιτάφιος

Θεσσαλονίκη, Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών – των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της :

– I –

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχειᾶς αὐλῆς, ἀνθέ τῆς ἐρημιᾶς μου,

Πῶς κλεῖσαν τὰ ματάκια σου καὶ δέ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δέ σαλεύεις, δέ γρικᾶς τά ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσύ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγε κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

Τώρα δέ μὲ παρηγορᾶς καὶ δέ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δέ μαντεύεις τὶς πληγές ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσύ ποὺ μοὔφερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δέ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.

Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κ’ εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δέ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγώ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιά ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.


– II –

Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρά τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιά νερό καὶ φῶς κι ἀνθό κι ἀστάχυ ;

Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινό τραγούδι.

Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.

Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.

Καὶ τώρα ποῦ θὰ κρατηθῶ, ποῦ θὰ σταθῶ, ποῦ θἄμπω,
που ἀπόμεινα ξερό δεντρί σὲ χιονισμένο κάμπο;

Γιέ μου, ἂν δέ σοὐναι βολετό νἀρθεῖς ξανά σιμά μου,
πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω
κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκά θὰ σὲ κρατήσω.


– III –

Μαλλιά σγουρά ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
– καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμμένο –

Μάτια γλαρά ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μήν τὰ θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο που ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατειά σὰν τὰ στρωτά φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,

Μπούτια γερά σὰν πέρδικες κλειστές στὰ παντελόνια
που οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,

Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτό μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;


– IV –

Γιέ μου, ποιά Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιά μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;

Πουρνό-πουρνό μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακρυά ὁ καμπανοκρούστης.

Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνά-πυκνά ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.

Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζί κι ἀηδόνι.

Καὶ γὼ ἡ φτωχειά κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλή κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνή ἡ ματιά μου ἐφίλα

Μιά-μιά τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θώρι
κι ἀγάλλομουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.

Κι οὐδέ κακόβαλα στιγμή κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρός τὰ βόλια νὰ κρατήσω.

Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτές μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὤ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.


– V –

Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.

Ἡ μπλέ σου ἡ μπλούζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.

Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερό τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργός θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρό περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.

Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιές ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν

Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.


Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.


– VI –

Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω

Στὸ λιακωτό καὶ κοίταζες καὶ δίχως νὰ χορταίνεις
ἄρμεγες μὲ τὰ μάτια σου τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης

Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο ἁπλωτό μοῦ τἄδειχνες ἕνα-ἕνα
τὰ ὅσα γλυκά, τὰ ὅσα καλά κι ἀχνά καὶ ροδισμένα

Καὶ μοὔδειχνες τὴ θάλασσα νὰ φέγγει πέρα, λάδι,
καὶ τὰ δεντρά καὶ τὰ βουνά στὸ γαλανό μαγνάδι

Καὶ τὰ μικρά καὶ τὰ φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αὐτές τὶς διαμαντόπετρες που ἵδρωνε δίπλα ἡ στάμνα.

Μά, γιόκα μου, κι ἂν μοὔδειχνες τ' ἀστέρια καὶ τὰ πλάτια,
τἄβλεπα ἐγὼ πιό λαμπερά στὰ θαλασσιά σου μάτια.

Καὶ μοῦ ἱστοροῦσες μὲ φωνὴ γλυκειά, ζεστή κι ἀντρίκια
τόσα ὅσα μήτε τοῦ γιαλοῦ δέ φτάνουν τὰ χαλίκια

Καὶ μοὔλεες, γιέ, πὼς ὅλ' αὐτά τὰ ὡραῖα θἆναι δικά μας,
καὶ τώρα ἐσβήστης κ' ἔσβησε τὸ φέγγος κ’ ἡ φωτιά μας.


– VII –

Εἴσουν καλός κ' εἴσουν γλυκός, κι εἶχες τίς χάρες ὅλες,
ὅλα τὰ χάδια τοῦ αγεριοῦ, τοῦ κήπου ὅλες τίς βιόλες.

Τό πόδι ἐλαφροπάτητο σάν τρυφερούλι ἐλάφι,
πάταγε τὸ κατώφλι μας κι ἔλαμπε σὰ χρυσάφι.

Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐρμαδιακό καλύβι;
Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει

Ὤχ, δὲν ἀκούστηκε ποτές καὶ δέ μπορεῖ νὰ γίνει
νὰ καίγουνται τὰ χείλια μου καὶ νἆμαι μπρός στὴν κρήνη,

Νἆμαι κοντά σου, ἀγόρι μου, καὶ νὰ σὲ κράζω ὠιμένα,
καὶ σύ μήτε νὰ νοιάζεσαι γιὰ τὴ φτωχούλα ἐμένα.

Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.

Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.

Δόστε μου ἀϊτοί, νύχια, φτερά γιὰ νάν τους κυνηγήσω
καὶ τὴν καρδιά τους, μύγδαλο νάν τηνε ροκανίσω.


– VIII –

Ποῦ πέταξε τ' ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ' ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.

Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στ' ἄσπρο μικρούλι σπίτι,
νὰ σ' ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ' ἔχω σάν σπουργίτι,

Νὰ ταΐζω σε στὴ φοῦχτα μου σπυρί-σπυρἰ τὴ ζωή μου
καὶ μὲς στὸν ἴσκιο σου νὰ ζῶ, καμαρωτό δεντρί μου.


Καμμιᾶς κοπέλας θησαυρό δέ στάθηκες νὰ πάρεις –
ἔφευγες πάντα ἐμπρός λαμπρός καὶ πάντα καβαλλάρης.

Κ' εἴταν χαρά σου νὰ σκορπᾷς, καὶ δόξα σου νὰ παίρνουν –
ν' ἀνασηκώνεις ἀπ' τὴ γῆς τὰ ὅσα βογγοῦν καὶ γέρνουν.

Κι ὅλα τὰ πλούτια σου, γλυκέ, στὸν κόσμο ἐχάριζές τα –
κι ὅλα τὰ χάρισες, κ' ἐμέ μ' ἀφῆκες δίχως ζέστα.

Γιέ μου, δέν ξέρω ἂν πρέπει μου νὰ σκύβω, νὰ σπαράζω,
γιά πρέπει μου ὄρθια νὰ σταθῶ, νὰ σέ χιλιοδοξάζω.

Πότε τὶς χάρες σου, μιά-μιά, τὶς παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό-λυγμό, τὶς δένω μοιρολόι.


– IX –

Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα!

Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.

Κι ἄν εἰσουν δίκαιος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.

Γιέ μου, καλά μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορά που ὡρμήνευε, κάθε φορά που ἐμίλει:

Ἐ μ ε ῖ ς ταγίζουμε τὴ ζωή στὸ χέρι περιστέρι,
κ᾿ ἐ μ ε ῖ ς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δέν ἔχουμε στὸ χέρι –

Ἐ μ ε ῖ ς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοί κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.

Ἄχ, γιέ μου, πιά δέ μοὔμεινε καμμιά χαρά καὶ πίστη –
καὶ τὸ χλωμό καὶ τὸ στερνό καντήλι μας ἐσβήστη.

Καί, τώρα, ἐπά’ σὲ ποιά φωτιά τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;


– Χ –

Ὅλα μοῦ τἄδειχνες ἐσύ, παιδί μου κι ἄρχοντά μου,
κι ὡς τἄβλεπες ὅὁα ἔφεγγαν σὰ νἄταν σ’ ὥρα γάμου.

Κι ὅλα κοντά μου τἄφερνες, γνέφια, πουλιά κι ἀστέρια,
ποὔλεγα κ’ ἔτσι νἄκανα θὰ τἄπιανα στὰ χέρια.

Καί, νάσου ἑνα ἀνοιξιάτικο ποὐρχόταν συγνεφάκι
στὰ γόνατά σου νὰ τριφτεῖ σὰν ἄσπρο προβατάκι.

Κ’ ἔτσι στητός μοῦ φαίνοσουν τοῦ κόσμου ὁλου πατέρας
καὶ πάλι τόσο ἀνάλαφρος σά φῶς καὶ σάν ἀγέρας.

Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι,
ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει

Πάνου ἀπ’ τὶς στέγες τῶν σπιτιῶν, πάνου ἀπ’ τὰ δεντροκήπια
– χτύπος καρδιᾶς στῶν ἀστεριῶν τὰ πρῶτα καρδιοχτύπια –

Κεῖ πάνου που ἀχνοσβήνανε τοῦ σύθαμπου τὰ ρόδα
κι ἀνάμεσά τους βούλιαζε χρυσή τοῦ γήλιου ἡ ρόδα.

Κ’ ἔτσι πάει κ’ ἔλα ἡ ὄψη σου, μιά φῶς μιά σκιά καλέ μου,
μ’ ἴσκιωνε καὶ μὲ φώτιζε σά διάνεμα τοῦ ἀνέμου.


– ΧΙ –

Ἔτσι ἄχαρη με ὠμόρφαινες κ’ ἔτσι ἄμαθη – γιά κοίτα –
μές στὴ ματιά σου διάβαζα τῆς ζωῆς τὴν ἀλφαβῆτα.

Καὶ μάθαινα ἀπὸ τὴν ἀρχή πιό ὡραία τὰ μαθημένα
καὶ μέτραγα στὰ δάχτυλα καὶ τἄβρισκα ὅλα ἕνα.

Ἕνα κ’ ἡ γῆς καὶ ὁ οὐρανός, τὸ φῶς, τὸ χρῶμα, ἡ βιόλα
καὶ τοῦτο τὸ ἕνα εἰσουνα ἐσύ καὶ πάλι ἐσύ ‘σουν ὅλα!

Κ’ ἔψαχνα ποῦ τὰ γνώρισα, ποῦ τάιδα, ποῦ καὶ πότες;
κ’ ἔτσι σκυφτή ὁπως τάιζα ἑνα σούρουπο τὶς κόττες,

Ἔνιωθα πάνω μου βαθύς ὁ θόλος ν’ ἀνασαίνει
καὶ τ’ ἄστρα ὡς νὰ μὲ χτένιζαν μὲ σιντεφένιο χτένι...

Καὶ ξάφνου ἀνανοήθηκα τὸ τί ‘ταν ἡ ἀναγάλλια
ποὺ μ’ ἔπαιρνε καὶ μ’ ἔφερνε στὰ οὐράνια ἀγάλια-ἀγάλια.

Κ’ εἶδα τὸ πότε καὶ τὸ ποῦ, τὶς φωτοσκιές τοῦ δάσου:
στὴν πόρτα ἐστέκοσουν ἐσύ καὶ μ’ ἔβλεπε ἡ ματιά σου!

Τώρα τὰ μάτια σου ἔκλεισαν καὶ γώ κλείστηκα ἀπ’ ἔξω
κι οὔτε ἔχω πέτρα νὰ σταθῶ καὶ δρόμο πιὰ νὰ τρέξω.


– ΧΙΙ –

Γιέ μου, ἄν πονᾶς τὴν ὀρφανή ποὺ στέκει ἐξω ἀπ’ τὴ θύρα,
ἄνοιξε τὰ ματάκια σου καὶ μιά στιγμούλα τήρα

Τούτη τὴ γριά τὴν ἄμοιρη, τὴ γριά τὴ διακονιάρα
π’ οὐδε ἄνθρωπος κι οὐδέ θεός τῆς ρίχνει μιά δεκάρα

Καὶ κάθεται καὶ μύρεται στὴ ματωμένη ρούγα
μὲ ξεγδαρμένη τὴν καρδιά, σπασμένη τὴ φτερούγα.

Γιέ μου, ὁλα κάνανε φτερά κι ὅλα μ’ ἀφῆκαν πίσω
δέν ἐχω μάτι γιὰ νὰ ἰδῶ, στόμα γιὰ νὰ μιλήσω,

Μόνο βαθιά κι ἀπόμακρα κάτι σὰ βουή διαβαίνει
κι ἀκούω τὴν ἴδια μου φωνή καὶ φαίνεταί μου ξένη,

Ξένη φωνή, πικρή φωνή – τί λέει καὶ ξαναλέει; –
καὶ κλαίω γιὰ σέ καὶ κλαίω γι’ αὐτή ποὺ τὴν ἀκούω νὰ κλαίει

Καὶ χαίρουμαι νὰν τὴν γροικῶ γιὰ ν’ ἀνεβαίνει νάμα
πιὸ δυνατό ἀπ’τὴ ρίζα μου καὶ πιὸ στριγγό τὸ κλάμα.

Καὶ πάλι ἡ ἔρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, ἐσύ νὰ λείπεις
κι ἀκόμα ἐγώ νἀχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.


– ΧΙΙΙ –

Γιέ μου, τὸ στόμα σου καρδιά, τὸ φρύδι χελιδόνι,
τὸ μάτι δρόσο καὶ φωτιά, τανάλια τὸ σαγόνι.

Σάν τὸ λιοντάρι δυνατός, κ’ ἤρεμος σάν πιτσούνι
κ’ ἡ ἀνάσα σου ὡς τ’ ἀποσπερνό του κοπαδιοῦ κουδούνι.

Μα ὡς κάτι νὰ σὲ φώναζε μὲς στὴ χρυσήν ἑσπέρα,
πάντα σου ἀγνάντευες ψηλά καὶ πάντα πάρα πέρα,

Σάν κάποιος φίλος μπιστικός νὰ σφύρε νὰ σ’ ἐκάλει
γιὰ μιὰ κρυφήν ἀντάμωση σ’ ἀνέγνωρο ἀκρογιάλι...

Κ’ ἔστηνα ἡ ἔρημη τ’ αὐτί νὰ ἰδῶ, νὰ καταλάβω
τί σ’ ἤθελαν καὶ τί ’θελες, σὲ ποιόνα ἐστριβες κάβο.

Κ’ ἔψαχνα μὲ τὰ μάτια μου νὰ ἰδῶ ποῦ πάει ἡ ματιά σου
κι ὡς νἄνιωθες που ἀμίλητη σοῦ ’κραζα «γιέ μου, στάσου!»

Γύρναγες, μ’ ἀχνογέλαγες κ’ ἔλεγες «δῶ εἰμαι μάνα...»
κι ἀκούγονταν ἀπόμακρα τοῦ ἑσπερινοῦ ἡ καμπάνα.

Κ’ ἔπινα μὲ τὸ σάλιο μου μιᾶς τρυφεράδας γέψη
ποὺ εγώ δέ μάντευα καὶ σύ τἄχες ὅλα μαντέψει!


– ΧΙV –

...Ἄχ, γιέ μου, γιέ μου, γιόκα μου, δέ δύναμαι ἄλλο ἡ ἔρμη,
χτυποῦν, χτυποῦν τὰ δόντια μου σά νὰ μὲ πιάνει θέρμη

Καὶ θέλω νὰ κουκουλωθῶ πιὸ πάνου ἀπ’ τὸ κεφάλι
κι οὔτε ἥλιο πιά νὰ ματαιδῶ, καὶ νά, πετιέμαι πάλι

Νὰ πῶ, νὰ πῶ τὶς χάρες σου, νὰν τὶς ξαναναστήσω
σὰ νἄταν, γιέ μου, μπορετό νὰ σὲ γυρίσω πίσω.

Γιατι ὅσο ἐδῶ εἰσουν, γιόκα μου, θάμπος βαθύ μ’ ἐκράτει
κ’ ἡ σιγαλιά μὲ κλείδωνε σὲ μαγικό παλάτι.

Καὶ μόνο τὰ δυό μάτια μου σὲ παῖρναν τὸ κατόπι
σὰ δυό πιστά, πικρά σκυλιά ποὺ τἄσκιαξαν οἱ ἀνθρῶποι.

Καὶ σύναζα ὅλα σου βουβά, σάν τὰ πουλιὰ μιά κλώσσα –
καὶ τώρα πού μοῦ μίσεψές μοῦ λύθηκεν ἡ γλῶσσα

Καὶ λέω καὶ λέω, ἀγόρι μου, δίχως νὰ ξαποστάσω,
σά νὰ κρατῶ ἑνα θησαυρό καὶ τρέμω μήν τὸ χάσω,


Καὶ ν’ ἀποθέσω θέλω τον στὰ γόνατα τῆς πλάσης
πιό πλούσια νὰ γενεῖ ἡ ζωή καὶ σύ νὰ μήν περάσεις!


– XV –

Στὸ παραθύρι στέκοσουν κ' οἱ δυνατές σου οἱ πλάτες
φράζαν ἀκέρια τὴν μπασιά, τή θάλασσα, τίς στράτες.

Κι ὁ ἴσκιος σου σάν ἀρχάγγελος πλημμύριζε τὸ σπίτι
καὶ κεῖ στ' αὐτί σου σπίθιζε ἡ γαζία τοῦ ἀποσπερίτη.

Κ' εἴταν τὸ παραθύρι μας ἡ θύρα ὁλου τοῦ κόσμου
κ' ἔβγαζε στόν παράδεισο ποὺ τ' ἄστρα ἀνθίζαν, φῶς μου!

Κι ὡς στέκοσουν καὶ κοίταζες τὸ λιόγερμα ν' ἀνάβει,
σάν τιμονιέρης φάνταζες κ' ἡ κάμαρα καράβι.

Καὶ μές στὸ χλιό καὶ γαλανό το απόβραδο – ἔγια λέσα! –
με ἀρμένιζες στὴ σιγαλιά τοῦ γαλαξία μέσα.

...Καὶ τὸ καράβι βούλιαξε κι ἔσπασε τὸ τιμόνι
καὶ στοῦ πελάγου τὸ βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.

Κι ἀκόμα μήτε νὰ πνιγῶ, μήτε ν’ ἀνέβω πάνω –
κάνω ἀπὸ κάπου νὰ πιαστῶ καὶ φύκι μόνο πιάνω

Τὸ φύκι σπάει κι ὁ ὠκεανός μὲ σέρνει στὰ νερά του
κι οὔδε γνωρίζω τώρα ποιό τὸ πάνου ποιό τὸ κάτου.


– XVI –

Τί ἔκανες, γιέ μου, ἐσὺ κακό; Γιὰ τοὺς δικούς σου κόπους
τὴν πλερωμή σου ζήτησες ἀπ’ ἄδικους ἀνθρώπους.

Λίγο ψωμάκι ζήτησες καὶ σοὔδωκαν μαχαίρι,
τὸν ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ σοὔκοψαν τὸ χέρι.

Δέν εἴσουν ζήτουλας ἐσύ νὰ πᾷς παρακαλιῶντας,
μὲ τὴ γερή σου τὴν καρδιά πῆγες ὀρθοπατῶντας

Καὶ χύμηξαν ἀπάνου σου τὰ σμουλωχτά κοράκια
καὶ σοὔπιαν τὸ αἷμα, γιόκα μου, σοῦ κλείσαν τὰ χειλάκια

Τώρα οἱ παλάμες σου οἱ ἀχνές, μονάκριβέ μου κρίνε,
σὰ δυό πουλάκια ἀνήμπορα καὶ λυπημένα μοῦ εἶναι,

Ποὺ τὰ φτερά τους δίπλωσαν καὶ πιά δέ φτερουγᾶνε
καὶ τὰ κρατάω στὰ χέρια μου καὶ δέ μοῦ κελαϊδᾶνε.

Ὤ, γιέ μου, αὐτοί ποὺ σ’ ἔσφαξαν σφαγμένα νὰ τὰ βροῦνε
τὰ τέκνα τους καὶ τοὺς γονιούς καὶ στὸ αἷμα νὰ πνιγοῦνε.

Καὶ στὸ αἷμα τους τὴ φοῦστα μου κόκκινη νὰν τὴ βάψω,
καὶ νὰ χορέψω... Ἄχ, γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ κλάψω.


– XVII –

Βασίλεψες, ἀστέρι μου, βασίλεψε ὅλη ἡ πλάση,
κι ὁ ἥλιος, κουβάρι ὁλόμαυρο, τὸ φέγγος του ἔχει μάσει.

Κόσμος περνᾶ καὶ μὲ σκουντᾶ, στρατός καὶ μὲ πατάει
κ' ἐμέ τὸ μάτι οὐδέ γυρνᾶ κι οὐδέ σὲ παρατάει.

Καὶ δές, μ' ἀνασηκώνουνε... χιλιάδες γιούς ξανοίγω,
μά, γιόκα μου, ἀπ' τὸ πλάγι σου δέ δύνουμαι νὰ φύγω.


Ὅμοια ὡς ἐσένα μοῦ μιλᾶν καὶ μὲ παρηγορᾶνε
καὶ τὴν τραγιάσκα σου ἔχουνε, τὰ ροῦχα σου φορᾶνε.

Τὴν ἄχνα ἀπ' τὴν ἀνάσα σου νοιώθω στὸ μάγουλό μου,
ἄχ, κ' ἕνα φῶς, μεγάλο φῶς, στὸ βάθος πλέει τοῦ δρόμου.

Τὰ μάτια μου σκουπίζει τα μιά φωτεινή παλάμη,
ἄχ, κ’ ἡ λαλιά σου, γιόκα μου, στὸ σπλάχνο μου ἔχει δράμει.

Καὶ νά ποὺ ἀνασηκώθηκα, τὸ πόδι στέκει ἀκόμα –
φῶς ἱλαρό, λεβέντη μου, μ' ἀνέβασε ἀπ' τὸ χῶμα.

Τώρα οἱ σημαῖες σὲ ντύσανε. Παιδί μου, ἐσύ, κοιμήσου,
καὶ γώ τραβάω στ' ἀδέρφια σου καὶ παίρνω τὴ φωνή σου.


– XVIΙI –

Τὰ ποὔλεγες κι οὐτ’ ἤθελα πιστέψω καὶ γροικήσω
κι ἀπόπαιρνά σε, μάτια μου, χωρίς νὰ σὲ γνωρίσω,

Τὰ ποὺ δὲ μοὔπαν οἱ καιροί κι ὄλου τοῦ κόσμου οἱ γλῶσσες,
μοῦ τἄπε μόνο ἡ μιά στιγμή, ξεχωριστή στὶς τόσες.

Ποὖσαι, καλέ μου, νὰ χαρεῖς καὶ νὰ σταθεῖς κοντά μου;
Ἄκου, τὰ λόγια σου λαλῶ καὶ πλάτυνε ἡ καρδιά μου

Κι ὅλο τὸν κόσμο, σὰν κ’ ἐσέ, δύνεται νὰ σφαλίσει
καὶ γέρεψε καὶ δύνεται νὰ πλάσει, νὰ γκρεμίσει.

Δέν εἶναι ξόδι τοῦτο δῶ, πιότερο γάμος μοιάζει,
δάκρυ καὶ γέλιο, ἀγάπη, ὀργή, τὸ κάθε μάτι στάζει.

Γιόκα μου τὸ φρυδάκι σου τί σούφρωσες, γιὰ πέ μου,
μήπως κακοκαρδίστηκες ποὺ φεύγω σου, καλέ μου;

Πουλί μου, χίλιες δυό ζωές μὲ σένανε μὲ δένουν,
κι ὅσοι ἀγαπιοῦνται καὶ νεκροί ποτέ τους δέν πεθαίνουν.

Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω,
γιέ μου, τὸ ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου στέκω.


– XIX –

Νἆχα τ'ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα
νὰ σοὔδινα, νὰ ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα,

Νὰ δεῖς, νὰ πεῖς, νὰ τὸ χαρεῖς ἀκέριο τ'ὄνειρό σου
νὰ στέκεται ὁλοζώντανο κοντά σου, στὸ πλευρό σου.

Βροντᾶνε στράτες κι ἀγορές, μπαλκόνια καὶ σοκάκια
καὶ σοῦ μαδᾶνε οἱ κορασιές λουλούδια στὰ μαλάκια.

Γιὰ τὸ αἷμα ποὔβαψε τὴ γῆς ἀντριεύτηκαν τὰ πλήθια,
– δάσα οἱ γροθιές, πέλαα οἱ κραυγές, βουνά οἱ καρδιές, τὰ στήθεια –

Ἔσμιξε ἡ μπλούζα τὸ χακί, φαντάρος τὸν ἐργάτη
κι ἀστράφτουν ὅλοι μιά καρδιά – βουλή, σφυγμός καὶ μάτι.

Ὤ, τί ὄμορφα σάν σμίγουνε, σάν ἀγαπιοῦνται οἱ ἀνθρῶποι,
φεγγοβολᾶνε οἱ οὐρανοί, μοσκοβολᾶνε οἱ τόποι,

Κι ὅπως περνᾶν, λεβέντηδες, γεροί κι ἀδελφωμένοι,
λέω καὶ θὰ καταχτήσουνε τὴ γῆς, τὴν οἰκουμένη.

Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα
– μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα –


Ὤ, ποὖσαι, γιόκα μου, νὰ δεῖς, πουλί, ν’ ἀναγαλλιάσεις,
καί, πρὶν κινήσεις μοναχό, τὸν κόσμο ν’ ἀγκαλιάσεις.


– XX –

Γλυκέ μου, ἐσὺ δέ χάθηκες, μέσα στὶς φλέβες μου εἶσαι.
Γιέ μου, στὶς φλέβες ὁλουνῶν, ἔμπα βαθιά καὶ ζῆσε.

Δές, πλάγι μας περνοῦν πολλοί, περνοῦν καβαλλαραίοι –
ὅλοι στητοί καὶ δυνατοί καὶ σὰν κ’ ἐσένα ὡραῖοι.

Ἀνάμεσά τους, γιόκα μου, θωρῶ σε ἀναστημένο –
τὸ θώρι σου στὸ θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Καὶ γώ ἡ φτωχή καὶ γώ ἡ λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ ὅλους,
μὲ τὰ μεγάλα νύχια μου κόβω τὴ γῆ σὲ σβώλους

Καὶ τοὺς πετάω κατάμουτρα στοὺς λύκους καὶ στ’ ἀγρίμια
ποὺ μοὔκαναν τῆς ὄψης σου τὸ κρούσταλλο συντρίμμια.

Κι ἀκολουθᾶς καὶ σύ νεκρός, κι ὁ κόμπος τοῦ λυγμοῦ μας
δένεται κόμπος τοῦ σκοινιοῦ γιὰ τὸ λαιμό τοῦ ὀχτροῦ μας.

Κι ὡς τὄθελες (ὡς τὄλεγες τὰ βράδια μὲ τὸ λύχνο)
ἀσκώνω τὸ σκεβρό κορμί καὶ τὴ γροθιά μου δείχνω.

Κι ἀντίς τ’ ἄφταιγα στήθειά μου νὰ γδέρνω, δές, βαδίζω
καὶ πίσω ἀπὸ τὰ δάκρυα μου τὸν ἥλιο ἀντικρύζω.

Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου,
σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.



Γιάννης Ρίτσος