ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

Το αυγό

 

Το αυγό



Άκουσε τον ήχο που έσκιζε τον αέρα και τρομαγμένη σήκωσε ασυναίσθητα τα μάτια της στον ουρανό. Είδε το σιδερένιο πουλί που φτερούγιζε από μακριά κι ένας αόρατος φόβος έσφιξε την καρδιά της. Ωστόσο, της ήταν αδύνατο να ξεκολλήσει το βλέμμα της από το γιγάντιο πτηνό που σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκε πάνω από το σπίτι της, άνοιξε την κοιλιά του και έριξε ένα ογκώδες μεταλλικό αυγό που ξεκίνησε να πέφτει με ανατριχιαστικό σφύριγμα και έσκασε με γδούπο πάνω στη διπλανή πολυκατοικία˙ τον διαδέχτηκε ένα συθέμελο τράνταγμα και αλλεπάλληλες εκρήξεις. Με τρόμο ζάρωσε σε μια γωνιά του δωματίου, κουλούριασε τα λεπτά της χέρια γύρω από το γόνατα και έχωσε το κεφάλι ανάμεσά τους, καθώς άκουγε γυαλιά να σπάζουν και  ουρλιαχτά ανθρώπων, ενώ ένας πυκνός καπνός απειλούσε να της κόψει την ανάσα. Ένα χέρι την άρπαξε, την έσυρε έξω από το διαμέρισμα και κουτρουβαλιάζοντας τα σκαλιά του κλιμακοστάσιου την οδήγησε έξω στον δρόμο. Παντού γύρω άμορφα αντικείμενα που φλέγονταν, κορμιά γεμάτα αίματα και μουντζουρωμένα ρούχα, χέρια υψωμένα στο πουθενά και στόματα που ξεστόμιζαν κατάρες και βρισιές. Κι εκείνη, καθισμένη στο πεζοδρόμιο δίπλα σε σωρούς από πέτρες και κομματιασμένα τζάμια, δίχως να ξέρει τι μπορεί να συμβεί την επόμενη στιγμή, με μάτια κατακόκκινα, στυλωμένα σε μια μαύρη τρύπα πάνω στο οδόστρωμα.

Επέζησε, επιβίωσε, έμαθε να συμβιώνει με την απώλεια,  έγλειψε τις πληγές της ψυχής της μέχρι να επουλωθούν και στάθηκε στα πόδια της, αλλά ποτέ στην κατοπινή ζωή της δεν άγγιξε, ούτε έσπασε αυγό. Είχε πάντα την αίσθηση πως κάτι οδυνηρό θα ξεπηδήσει από τα σπλάχνα του.

 

© Δημήτρης Φιλελές




Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

Ο πηλός των λέξεων

 

Ο πηλός των λέξεων


Οπτικοποιημένο ποίημα

όπως αναρτήθηκε

στο ποιητικό ιστολόγιο 

poetagreco.blogspot.com




Δημήτριος Καμπούρογλου - Το πρώτο ειδύλλιο

 #διαβάζω_για_σένα


Ακούστε με ένα κλικ!

Δημήτριος Καμπούρογλου

Το πρώτο ειδύλλιο



Το πρώτο ειδύλλιο[1]

 

Από το σπίτι του για να πάει στο Γυμνάσιο της Πλάκας[2], ένα μόνο δρόμο είχε ν’ αλλάξει.

Αυτός όμως προτιμούσε ένα στενό σοκάκι, που δεν τον πήγαινε βέβαια συντομότερα, είχε όμως άλλα προτερήματα. Είχε ένα σπιτάκι και το σπιτάκι αυτό ένα παραθυράκι και το παραθυράκι αυτό, κάθε πρωί στις οχτώ παρά τέταρτο που περνούσε, δυο μικρές συμμαθήτριες και πολύ φιλενάδες, που διάβαζαν. Είχαν επαναλήψεις.

Πότε η μια, πότε η άλλη κρατούσε το τετράδιο και άκουγε την άλλη που έλεγε.

Μόλις ο φίλος μου πλησίαζε στο παραθυράκι αυτό, έσκυβε το κεφάλι του κάτω -όλα τ’ αγόρια είναι μπούφοι- και κοίταζε τα βήματά του, που κάθε τόσο τρίκλιζαν. Την ώρα όμως που έστριβε το στενό, γύριζε το κεφάλι του κι έριχνε μια μονάχα βιαστική ματιά στο παραθυράκι.

Μια φορά είδε πως είχαν γυρίσει τα κεφαλάκια τους και τον κοίταζαν. Την άλλη μέρα του χαμογέλασαν. Την τρίτη μέρα του κούνησαν το τετράδιο. Έβγαλε κι αυτός το καπέλο του τότε και χαιρέτησε από μακριά. Την άλλη μέρα, ύστερα απ’ τα πραξικοπήματα[3] αυτά, άμα τον είδαν από μακριά που φάνηκε στο στενό, τσακίστηκαν να μπουν μέσα.

Το πρωί πέρασε δειλά δειλά, ξύνοντας σχεδόν τον τοίχο.

Αυτές όμως ήταν δύο. Έσκυψαν και σαν κάτι να ήθελαν να πουν˙ μα τραβούσε η μια την άλλη και ξεκαρδισμένες στα γέλια μπήκαν μέσα.

Θύμωσε και έκανε τρεις μέρες να περάσει.

Όταν ξεθύμωσε και πέρασε, με αδιαφορία τάχα και απάθεια, ακούει μια φωνίτσα -τι γλυκιά φωνίτσα που ήταν αυτή- να του λέει:

- Γιατί τόσο σοβαρός;

Νέο κρύψιμο και κατρακύλισμα καρέκλας πάλι.

Ήταν Παρασκευή. Το Σάββατο δεν πέρασε.

Τη Δευτέρα το πρωί, μόλις αντίκρισε το στενό, είδε πως τα κορίτσια, αντί να είναι στο παράθυρο, ήταν στην πόρτα.

«Θάρρος», είπε μέσα του, «θα περάσω και θα τις χαιρετήσω˙ και αν μου πουν κανένα δειλό δειλό καλημέρα σας, θα σταθώ και θα τους μιλήσω. Δεν είναι σωστό να φοβάμαι έτσι˙ θα με πάρουν για κανένα κουτό».

Μόλις πλησίασε, η μια απ’ αυτές, η ζωηρότερη -είναι ανάγκη να σας πω πως ήταν μελαχρινή;- κοιτάζοντας και διορθώνοντας τάχα την ποδιά[4] της φιλενάδας της και σαν να μιλούσε σ’ αυτή, του λέει:

- Τι γινήκατε πάλι, τρεις μέρες;…

Κι εξακολούθησε να διορθώνει την ποδίτσα, που δεν είχε τίποτα για διόρθωμα. Τότε λέει κι αυτός, χωρίς να σταθεί, μέσ’ απ’ τα δόντια του :

- Τρεις μέρες δεν θυμάμαι τι έγινα˙ τρεις νύχτες όμως, εγώ το ξέρω!...

Κι εξακολούθησε τον δρόμο του, χωρίς να δει το αποτέλεσμα της έκρηξης.

Ήταν η πρώτη εκ του συστάδην[5] μάχη του προς το ωραίο φύλο. Για μια στιγμή το αίμα του είχε συγκεντρωθεί στο κεφάλι του και χτυπούσαν τα μηλίγγια[6] του. Και τόσο τα ‘χασε, που δεν υπολόγισε καλά τη στροφή που θα έκανε βιαστικά στο τέλος του δρομάκου και χτύπησε στον τοίχο.

Την άλλη μέρα -πώς αργούν να ξημερώσουν μερικές μέρες…- μόλις αντίκρισε το ωραίο σπιτάκι, τις είδε πάλι στο παράθυρο.

Μόλις πλησίαζε, η μελαχρινή μπήκε μέσα -ήταν η σειρά της άλλης, φαίνεται- η άλλη δε, η ξανθιά, έριξε ένα διπλωμένο χαρτάκι και τραβήχτηκε κι αυτή μέσα γλιστερά σαν πετρόψαρο[7].

Ο φίλος μου έκανε πως σκόνταψε˙ σκόρπισε χάμω τα τετράδιά του και, μαζεύοντάς τα, πήρε και το μυρωδάτο χαρτάκι… στρίβει στο στενό, κοιτάζει δεξιά, ζερβά[8], μπρος, πίσω, ψηλά, χαμηλά -ως και χάμω κοίταξε- και άμα βεβαιώθηκε πως δεν τον βλέπει κανείς, άνοιξε το χαρτάκι!

«Ποια απ’ τις δυο αγαπάς;»

Να, τι έλεγε το χαρτάκι.

Το τι έπαθε αυτή τη μέρα δεν λέγεται. Ο καθηγητής της Γεωγραφίας τον ρώτησε που είναι ο Σαρωνικός[9] κόλπος κι αυτός απάντησε: στην Ερυθρά[10].

Τα γέλια των συμμαθητών του νομίζει κανείς πως ακόμα ακούγονται.

- Κρίμα στον πατέρα σου!... περιορίστηκε να πει ο καθηγητής˙ και ρώτησε έναν άλλο. Αλλά με μια φωνή αποκρίθηκε σχεδόν όλη η τάξη!...

«Ποια απ’ τις δυο λοιπόν;»… Τον έβενο[11] ή το χρυσάφι;… Το μυστήριο ή την αποκάλυψη;… Τα λιγωμένα[12] μάτια ή τα λαχταριστά χείλη;… Τις γραμμές ή το χρώμα;… Τα μεσάνυχτα -που από το σκοτάδι δεν βλέπεις τι δρόμο να πάρεις- ή το εκθαμβωτικό μεσημέρι, που απ’ το πολύ φως χάνεις πάλι τον δρόμο σου;…

Ρώτησε τα βιβλία του σχολείου, που είχε διαβάσει φανερά στη λάμψη της μέρας και στο φως της λάμπας, και δεν του είπαν τίποτα. Ρώτησε τα βιβλία που είχε διαβάσει κρυφά τη νύχτα, όταν κοιμόνταν όλοι, με τη γλυκιά βοήθεια του μικρού καντηλιού, και του είπαν πολλά και ανώφελα.

Σαν ρώτησε και την ψυχή του, του είπε με πολλή ειλικρίνεια:

«Και τις δυο!»

Το πρωί που πέρασε και ήταν στο παράθυρο, σκυμμένες πάνω στο βιβλίο τους -να, που ντράπηκαν κι αυτές!...- έριξε κι αυτός το διπλωμένο χαρτάκι του μέσα στην πορτίτσα τους:

«Και τις δυο».

Την άλλη μέρα που ξαναπέρασε, το παράθυρο ήταν κατάκλειστο και ούτε ξανάνοιξε πια στις οχτώ παρά τέταρτο.

 

Δημήτριος Καμπούρογλου

 

 

Μεταγραφή κειμένου, σχολιασμός και ανάγνωση © Δημήτρης Φιλελές

 

 



[1] το ειδύλλιο = η τρυφερή ερωτική σχέση.

[2] η Πλάκα = η πιο παλιά γειτονιά της Αθήνας, στους πρόποδες της Ακρόπολης.

[3] το πραξικόπημα = η αιφνιδιαστική ενέργεια.

[4] η ποδιά = η υποχρεωτική σχολική ενδυμασία για τα κορίτσια μέχρι το 1981.

[5] εκ του συστάδην = από πολύ κοντά, σώμα με σώμα.

[6] τα μηλίγγια = οι κρόταφοι του κρανίου.

[7] το πετρόψαρο = ψάρι που ζει στους βράχους του βυθού.

[8] ζερβά = αριστερά.

[9] Σαρωνικός κόλπος = η θαλάσσια περιοχή στα νοτιοδυτικά του νομού Αττικής.

[10] Ερυθρά θάλασσα = η θαλάσσια περιοχή μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Αιγύπτου.

[11] ο έβενος = πολύ σκληρό ξύλο μαύρου χρώματος από δέντρα των τροπικών περιοχών της Ασίας και της Αφρικής.

[12] λιγωμένος = αυτός που προκαλεί λιποθυμία.



Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2022

Στρατής Γαλανός - Η Σονάτα Waldstein (απόσπασμα)

 #διαβάζω_για_σένα

Αγαπημένες φίλες και φίλοι της ελληνικής λογοτεχνίας,

Ακούστε... ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Στρατή Γαλανού "Η Σονάτα Waldstein" που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις Εκδόσεις Υδροπλάνο.

Ακούστε με ένα κλικ!

Η Σονάτα Waldstein από το Anchor.fm

ή εναλλακτικά

δείτε στο youtube


Σε κάθε περίπτωση..

Καλή σας ακρόαση!!!



Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Παύλος Νιρβάνας - Η στερνή αγάπη της Δροσούλας

 #διαβάζω_για_σένα


Ακούστε... με ένα κλικ!

Παύλος Νιρβάνας

Η στερνή αγάπη της Δροσούλας



Η στερνή αγάπη της Δροσούλας

 

Τη λέγανε Δροσιά και Δροσούλα. Σιγά σιγά τα νιάτα της στραγγίσανε, τα μάτια της βαθούλωσαν απ’ τα δάκρυα της κακορίζικης ζωής, το πετσί της γέμισε ζαρωματιές, τα μαλλιά της ασπροκιτρίνισαν σαν λερωμένο μπαμπάκι, σκέβρωσε το κορμί της κι η δροσιά της σβήστηκε. Και τη λέγανε ακόμα Δροσιά και Δροσούλα. Και καθώς έβλεπε κανένας τα κρύα γερατειά και καθώς άκουγε τ’ όνομά της, μια διπλή ανατριχίλα περιέχυνε το κορμί του.

Ήταν ογδόντα χρονών η Δροσούλα κι είχε το ένα πόδι της στον τάφο. Μα κι αν της έλεγε κανένας πως θα ξαναγεννηθεί και θα ξαναζήσει την ίδια της ζωή, θα ‘βαζε γρήγορα και το άλλο πόδι της στον λάκκο να μη ξαναδεί τέτοια ζωή. Γιατί μέσα στα ογδόντα χρόνια της η Δροσούλα δεν είδε μια καλή ημέρα. Κι αν είδε καμιά, την ξέχασε.

Δεν γνώρισε ποτέ της καλό, ούτε από αγίους ούτε από ανθρώπους. Γιατί; Κι αυτή δεν μπορούσε να καταλάβει. Με τα τουλούμια[1] έκαψε το λάδι στους αγίους και με τα καντάρια[2] τ’ αγιοκέρια. Και στους ανθρώπους ήτανε πάντα γλυκομίλητη, καλή και πονετικιά. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να καταλάβει την έχθρα τους. Μα ούτε ζητούσε να καταλάβει. Έκανε τον σταυρό της κι έλεγε: «Δόξα σοι ο Θεός. Μη χειρότερα». Και κάθε μέρα ήταν χειρότερα και τρις χειρότερα.

Όταν παντρεύτηκε, ορφανή κι έρημη, ένα όμορφο κι άξιο παλικάρι, είπε πρώτη φορά μέσα της με καμάρι: «Ας μου χαρίσει ο Θεός τον καλό μου και να ξεχάσω όλες τις πίκρες μου». Σαν να στραβοάκουσε ο Θεός την προσευχή της, μέσα σε δυο χρόνια της τον πήρε, αφήνοντάς τη χήρα με δυο ανήλικα παιδιά, ένα κοριτσάκι κι ένα αγόρι. «Δόξα σοι ο Θεός˙ και μη χειρότερα», είπε. Κάθε βράδυ, σαν κοίμιζε τα δυο τα ορφανά της, άναβε το καντήλι στους Άγιους Αναργύρους κι έλεγε από μέσα της: «Άγιοί μου Ανάργυροι, χαρίστε μου τα δυο μου αγγελούδια και να ξεχάσω όλες μου τις συμφορές, να ξεχάσω και τον καλό μου, που ‘φυγε και μ’ άφησε δυο χρονών χήρα». Λες και παρακάλεσε τους αγίους όχι να της χαρίσουνε, μα να της χωρίσουνε το αγαπημένο ζευγαράκι. Πέντε χρονών πέφτει στο στρώμα το κορίτσι και δεν ξανασηκώνεται. «Δόξα σοι ο Θεός˙ και μη χειρότερα», είπε πάλι η Δροσούλα. Κι όταν στέγνωσαν τα δάκρυά της, πήρε τον μοναχογιό της στην αγκαλιά και τον πήγε στην εκκλησία, ανήμερα του Αϊ-Στυλιανού, που βαστάει ένα παιδί στην αγκαλιά του και διαφεντεύει[3] όλα τα παιδιά της χριστιανοσύνης. Απίθωσε[4] τον μοναχογιό της κάτω απ' την εικόνα, άναψε ένα κερί ίσα με το μπόι του στον άγιο και παρακάλεσε γονατιστή: «Αϊ-Στυλιανέ μου, σωτήρα των παιδιών του κόσμου, λυπήσου με κι ελέησέ με. Σου παραδίνω το μονάκριβό μου. Βάλε το χεράκι σου απάνω του, να ζήσει και να μεγαλώσει, να μοιάσει του πατέρα του». Αυτά είπε η φτωχή η Δροσούλα, ποτίζοντας με δάκρυα τις πλάκες της εκκλησιάς. Λες και είπε του αγίου να της πάρει και το μονάκριβό της και να την αφήσει έρημη και σκοτεινή στον κόσμο. Μέσα στον χρόνο αρρώστησε ο μοναχογιός της και μέσα στον χρόνο την άφησε και πέταξε απ’ την αγκαλιά της. «Δόξα σοι ο Θεός!», ξαναείπε πάλι η Δροσούλα, τρελή απ’ τον καημό της και τα μάτια της τρέχανε σαν βρύσες. Δεν είπε πια: «Μη χειρότερα!». Γιατί χειρότερη συμφορά δεν ήταν άλλη στον κόσμο.

Σαν έμεινε μόνη στον κόσμο η Δροσούλα, κάθε βράδυ γονάτιζε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς, έκανε μετάνοιες απάνω σε μετάνοιες και παρακαλούσε κι έλεγε: «Παναγιά μου Παρθένα, πάρε με τώρα να πάω να βρω τ’ αγαπημένα μου. Ο κόσμος έγινε τάφος για μένα και κόσμος μου είναι ο τάφος, που κείτονται τ’ αγαπημένα μου.» Η Παναγία την κοίταξε μ’ ένα γλυκό χαμόγελο απ’ το ψηλό εικονοστάσι, σαν να συμπονούσε τη συμφορά της. Μέρα με τη μέρα η Δροσούλα περίμενε τον θάνατο και κάθε βράδυ, κλείνοντας τα μάτια της, είχε την ελπίδα πως δεν θα τα ξανανοίξει πια. Και κάθε πρωί που ο ήλιος την ξυπνούσε, βαρυγκωμούσε[5] μέσα της κι έλεγε: «Αλίμονο! Εγώ έλεγα πως είμαι πεθαμένη και πάλι στον κόσμο βρίσκομαι». Λες και είχε παρακαλέσει την Παναγιά να την αφήσει κορακοζώητη[6] στον κόσμο. Και κορακοζώητη έμεινε. Ογδόντα χρόνων έφτασε, ποτίζοντας το χώμα με τα δάκρυά της, γεμίζοντας τον αέρα με τους αναστεναγμούς της, ώσπου στέρεψαν κι οι βρύσες των ματιών της κι ώσπου δεν της έμεινε ούτε πνοή ν’ αναστενάξει.

Έτσι γύριζε μέσα στην πολιτεία, σκιάχτρο και σίχαμα, κάτω απ’ την απονιά του ουρανού και μες στην καταφρόνια[7] των ανθρώπων η γρια-Δροσούλα. Μέσα στο καλύβι της ούτε καντήλι είχε να της φέξει -τουλούμια είχε κάψει το λάδι στους αγίους- ούτε φωτιά να πυρωθεί, ούτε ψυχή να την κοιτάξει. Σιγά σιγά, καθώς σκέβρωσε το κορμί της, δεν μπορούσε να σταθεί στα κοκαλιάρικα πόδια της κι όλο έγερνε να πέσει με τα μούτρα στο χώμα. Μα το χώμα δεν την ήθελε. Χίλιες φορές έπεσε μπρούμυτα στη γη και χίλιες φορές τη σηκώσανε πάλι οι διαβάτες. Δεν είχε ούτε ένα ραβδί να ακουμπήσει τα γηρατειά της. Τότε κάποιος τη λυπήθηκε, πήρε ένα χοντρό κλαδί αγριελιά, το πελέκησε[8], το ‘κοψε και της το χάρισε να σέρνει το γέρικο κουφάρι[9] της.

Το φτωχικό ραβδί έγινε τώρα ο μοναχός σύντροφος της γριάς Δροσούλας. Δεν τ’ άφηνε απ’ το χέρι της. Μ’ αυτό σερνόταν πάνω στα καλντερίμια[10] του νησιού, μ’ αυτό χτυπούσε τις πόρτες, γυρεύοντας το ψυχικό των χριστιανών, μ’ αυτό έδιωχνε τα μαντρόσκυλα που χιμούσαν να την ξεσχίσουν. Κι όταν έπεφτε το βράδυ να κοιμηθεί, το ‘βαζε πάντοτε στο πλάι της, συντροφιά και παρηγοριά της, γιατί δίχως αυτό δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ το στρώμα. Σιγά σιγά το αγάπησε σαν άνθρωπο. Σαν άνοιγε τα μάτια της, η πρώτη της ματιά έπεφτε στο ραβδί της, χαϊδευτική και παραπονεμένη. Και το κοκαλιάρικο χέρι της άπλωνε λες μοναχό του κι έπιανε το ξερό ραβδί και το πασπάτευε[11] μέσα στο σκοτάδι, σαν να χάιδευε ανθρώπινο χέρι. Και το ραβδί πάλι, μολονότι ήταν ξύλο, φαινόταν να τη συμπονάει και να τη λυπάται, περισσότερο απ’ τους αγίους και τους ανθρώπους. Σιγά σιγά σκέβρωσε κι αυτό, λύγισε και κουλούριασε, σαν να ήθελε μοναχό του να γίνει πιο περιποιητικό και να στηρίζει πιο βολικά το σακάτικο[12] κορμί της κυράς του. Έτσι, μια ανθρώπινη αγάπη έλεγες πως έδενε το ξύλο με τον άνθρωπο. Η γριά Δροσούλα, μέσα στη δυστυχία της, ξέχασε με τον καιρό όλα τ’ αγαπημένα της που της πήρε ο χάρος κι ο καιρός, κι είχε μόνη παρηγοριά κι ελπίδα το πονετικό ξύλο. Ήτανε η στερνή της αγάπη. Μα τα χείλη της ποτέ δεν είπαν λόγο ή ευχή για τον στερνό σύντροφό της.

Φοβόταν, μήπως η ζηλιάρα η Μοίρα της πάρει και τη στερνή της αγάπη, όπως της πήρε και τις πρώτες.

 

Παύλος Νιρβάνας (1914)

 

Μεταγραφή, σχολιασμός και ανάγνωση © Δημήτρης Φιλελές

 



[1] με τα τουλούμια = (τουρκικά tulum = ασκός) σε μεγάλες ποσότητες.

[2] με τα καντάρια = (τουρκικά kantar < αραβικά qinār - μονάδα βάρους ίση με περίπου 60 κιλά) σε μεγάλες ποσότητες.

[3] διαφεντεύω = προστατεύω.

[4] απιθώνω = ακουμπώ.

[5] βαρυγκωμώ = δυσανασχετώ.

[6] κορακοζώητος = αυτός που ζει πολλά χρόνια πέρα από το φυσιολογικό όριο.

[7] η καταφρόνια = η περιφρόνηση.

[8] πελεκώ = κόβω με τσεκούρι.

[9] το κουφάρι = το ανθρώπινο πτώμα.

[10] τα καλντερίμια (τουρκικά kaldirim) = λιθόστρωτα ανώμαλα δρομάκια.

[11] πασπατεύω = ψαχουλεύω.

[12] σακάτικος (τουρκικά sakat)= ανάπηρος.

Γη της Ιωνίας

 


Γη της Ιωνίας

 

Κυρά μου εσύ κι αρχόντισσα, πετράδι και στολίδι

της Ιωνίας ακριβό στο χέρι δαχτυλίδι.

 

Γλυκιά λαλιά ελληνική σπέρνεις στη Μικρασία

μα η ομορφιά σου σύρθηκε για το βωμό θυσία.

 

Άστραψε στο λευκό λαιμό το φονικό μαχαίρι

στον ουρανό φτερούγισες σαν άσπρο περιστέρι.

 

Παραδομένα στη σφαγή μείνανε τα παιδιά σου

να αποσώσουν τη στερνή πικρή μεταλαβιά σου.

 

Ποτάμι μαύρο της φωτιάς στη θάλασσα τα σπρώχνει

του λυτρωμού και του σωσμού κάθε ελπίδα διώχνει.

 

Στις φλόγες σπίτια πατρικά, τα δάκρυα στεγνώνουν

διψούν για αίμα ελληνικό οι Τσέτες που ζυγώνουν.

 

Εχθροί οι φίλοι οι παλιοί άλλου το χέρι απλώνουν

της προσφυγιάς τη μαχαιριά στην πλάτη μας καρφώνουν.

 

Θανατικό, λυγμός βουβός, θρήνος στην προκυμαία

μαύρο στη βάρκα μας πανί, μεσίστια σημαία.

 

Ο αδερφός στην ορφανιά άλλου το βλέμμα στρέφει

άπλωσε, μάνα, τα φτερά να σκορπιστούν τα νέφη.

 

Κι αν ρήμαξε η ζήση μας στη γη της Ιωνίας

το σπόρο να ριζώσουμε στη γη της αγωνίας.

 

© Δημήτρης Φιλελές