ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

Δοξαστικό στον Θοδωρή Κολοκοτρώνη



Δοξαστικό στον Θοδωρή Κολοκοτρώνη

Αντιλαλούνε τα βουνά κι ανθοφορούν οι κάμποι

τ' αηδόνια γλυκοκελαηδούν κι ως πέρα ο ήλιος λάμπει.

Στητός διαβαίνει ο στρατηγός καβάλα στ' άλογό του

οι δάφνες σκύβουν και φιλούν το άγιο μέτωπό του.

Βάγια πατούν τα πέταλα στης δόξας τ’ ανηφόρι

κι οι πασχαλιές υφαίνουνε στους ώμους πανωφόρι.

Σημαίνουν αναστάσιμες χαρμόσυνες καμπάνες

και τα ουράνια ανοίγουνε κι ακούγονται παιάνες.

Κι η μάνα που τον βύζαξε της λευτεριάς το γάλα

άνοιξε τα φτερούγια της διάπλατα τα μεγάλα

σαν σύννεφο τον τύλιξε στο γαλανό σεντόνι

και βρόντηξε στερνή φορά της μάχης το κανόνι.

© Δημήτρης Φιλελές


Ένα από τα τραγούδια του αφηγηματικού - ποιητικού - μουσικού έργου, αφιερώματος στα 200 χρόνια από την Επανάσταση του '21 "Όταν το '21 αφηγείται: Μύθοι, παραδόσεις, άγνωστες ιστορίες του Θοδωρή Κολοκοτρώνη στο δρόμος της λευτεριάς".

Αφήγηση : Δημήτρης Προύσαλης
Ποίηση : Δημήτρης Φιλελές
Μουσική - Ερμηνεία : Φίλιππος Πλακιάς

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Σπορά του λόγου

 


Έργο του Διονύσιου Παππά σε τοίχο κεντρικού αθηναϊκού δρόμου.

Τα δάχτυλα σχηματίζουν τη λέξη ΕΙΡΗΝΗ.


Σπορά του λόγου

 

Ο λόγος είναι ο ζευγολάτης της ελευθερίας

με το χάραμα σηκώνεται

νίβεται και καθαρίζεται από το σκοτάδι

περνά στους ώμους τα χοντρά σκοινιά του άροτρου

πιστός στης μέρας του το χρέος

κι αν πληγιάζουν οι μασχάλες

κι αν ποταμίζει ο ιδρώτας

ακάματος δουλεύει τη γη

μπήγει το υνί της αλφαβήτας βαθιά στο χώμα

το ανακατώνει σπάζοντας τους σβώλους

ώσπου κάθε σπυρί του ν’ αφρατέψει

με στοργή ν’ αγκαλιάσει τον σπόρο

να τον προστατέψει απ’ της παγωνιάς τη σιωπή

και γεμάτο καρπούς να τον παραδώσει

στα πεινασμένα στόματα.

 

© Δημήτρης Φιλελές


Πηγή : Σπορά του λόγου - e-musa.gr

Το ποίημα δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό λογοτεχνικό τόπο e-musa.gr στο αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης στις 21 Μαρτίου 2022. 

 

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

Είναι η ποίηση...

 


Είναι η ποίηση...

 

Η ποίηση δεν είναι στρογγυλοποίηση

 

έχει γωνίες αιχμηρές για να τροχίζονται πάνω τις οι λέξεις

και να σου κόβουν την παλάμη με βαθιές μαχαιριές

 

έχει ρεματιές βαθίσκιωτες για να χορέψεις με τα μέσα σου στοιχειά

να πιεις του φόβου το κρασί μέχρι που να πάψει πια να σε μεθάει

 

έχει ανηφόρια κακοτράχαλα που μόνο με πέλματα γυμνά αξίζει να διαβείς

για να νιώσεις των αγκαθιών το ξέσκισμα ως της ψυχής τα σκοτεινά μονοπάτια

 

η ποίηση δεν είναι καταφύγιο για να ξεφύγεις του πολέμου τη φωτιά και των εχθρών το σημάδι

 

είναι πέταγμα λεύτερο στον ουρανό πάνω από τις κάννες των όπλων που ξερνούν μολυσμένο σίδερο

 

είναι χορός ασίκικος σε άκαρπα περβόλια την ώρα του κατατρεγμού

 

η ποίηση είναι σπόρος πεισματάρης που φυτρώνει στη χέρσα γη και πνίγει τα ζιζάνια.

 

© Δημήτρης Φιλελές


Το ποίημα έχει ήδη δημοσιευθεί στο ποιητικό ιστολόγιο 

poeta greco Ignoto: Δημήτρης Φιλελές - "Είναι η ποίηση..." - οπτοποίημα, 2022



Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

Κοσμάς Ηλιάδης - Ο Γιωργάκης

#διαβάζω_για_σένα

 

Ακούστε με ένα κλικ!

Κοσμάς Ηλιάδης

Ο Γιωργάκης



Ο Γιωργάκης

 

 - Έρχεται πάλι η τρελή, ακούστηκε μια φωνή.

Τραβηχτήκαμε στις γωνίες, μαρμαρωμένοι, αμίλητοι, κρυμμένοι ο ένας πίσω από τον άλλο. Ξεχτένιστη γριά, με πρόχειρα ριγμένο σάλι στην πλάτη, το αριστερό χέρι το συγκρατεί, το δεξί οδηγεί το μπαστούνι και την ίδια.

Γοερή φωνή διασχίζει την πλατεία:

- Γιωργάκη, πού είσαι, παιδί μου; Κρυώνει η σούπα σου, βάλε όσο λεμόνι θέλεις. Βλαστάρι μου, καμάρι μου και αποκούμπι.

Πλησιάζει, ερευνά πρόσωπα κατεβασμένα. 

- Μήπως είδες τον Γιωργάκη μου; Μήπως ξέρεις που κρύβεται;

- Στα μνήματα, είπε ο μικρότερος της σύναξης.

Λυγίζει το μπαστούνι, πέφτει στο έδαφος η γριά.

- Βοήθεια! φώναξε ένας.

- Βοήθεια! μια κραυγή απελπισίας σκίζει τον ουρανό.

Γυναίκες και άντρες, από τα μαγαζιά, περαστικοί, τρέχουν να βοηθήσουν. Δυο μεσόκοπες, μαυροφορεμένες, αγκαλιάζουν τις μασχάλες της λιπόθυμης γυναίκας, την ανεβάζουν, πούπουλο στα χέρια τους, στο διπλανό παγκάκι. Κολόνιες, νερά, οινόπνευμα. Τρίβουν τα χέρια της, τον λαιμό, με οινόπνευμα, βάζουν κολόνια να εισπνεύσει. Συνέρχεται με στεναγμό. Της δίνουν να πιει νερό, λίγο, με παρακάλια.

- Ευχαριστώ, σας  ευχαριστώ πολύ.  Τα παιδιά είναι παιδιά, τέτοια μεγάλα ψέματα δεν πρέπει να λέγονται. Δεν είναι το βλαστάρι μου στα μνήματα. Τι ζητάει το παιδάκι μου εκεί; Ποιοι τον πήγανε; Πότε; Γιατί;

Μαζεύει τα κομμάτια της˙ πριν φτάσει το ασθενοφόρο, παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Αρνείται ευγενικά στις μαυροφορεμένες να τη συνοδέψουν. 

- Γιατί μου το κάνεις αυτό, παλληκάρι μου; Τόσες μέρες με βασανίζεις. Μπαίνω σε αυλές, χτυπάω ξένες πόρτες. Βλαστάρι μου, αγόρι μου, καμάρι και καημέ μου.

Τα παιχνίδια σταματάνε, οι παρέες διαλύονται. Κάθε μέρα την ίδια ώρα, έβδομη απογευματινή, παίρνει να βραδιάζει. Προτού συμπληρώσει μήνα, σταμάτησε. Ρωτάω τη μάνα μου˙

- Η κυρά Φρόσω έχει μέρες να φανεί, ξέρεις κάτι;

- Είναι στο νοσοκομείο.

Τη βλέπω να περιφέρεται στους θαλάμους, ενοχλώντας ασθενείς, γιατρούς και νοσοκόμους. 

- Μήπως είδες τον Γιωργάκη μου; Μήπως ξέρεις που κρύβεται;

Απρίλης του 1960, μετά το Πάσχα, κηδειόχαρτο στις κολόνες:  «Κηδεύουμε σήμερα την Ευφροσύνη Γρηγοριάδου, ετών 40, τη μητέρα του οκτάχρονου Γιωργάκη». Την ξέραμε γριά, μια γριά σαράντα χρόνων. Σαν να ηρέμησα, που ηρέμησε η σαραντάρα γριά.

Τα πόδια μου δεν περνάνε πλέον από την πλατεία. Στους γύρω δρόμους ο αγέρας ανάβει πυρκαγιές. Έρχονται ακάλεστοι θρήνοι γοεροί στ’ αυτιά: «Γιωργάκη, πού είσαι παιδί μου; Κρυώνει η σούπα σου, βάλε όσο λεμόνι θέλεις. Βλαστάρι μου, καμάρι μου και αποκούμπι. Γιατί μου το κάνεις αυτό, παλληκάρι μου; Τόσες μέρες με βασανίζεις. Μπαίνω σε αυλές, χτυπάω ξένες πόρτες. Βλαστάρι μου, αγόρι μου, καμάρι και καημέ μου».

Χρόνια πολλά αργότερα, εκεί που πίστευα πως το ξεπέρασα, άλλος Γιωργάκης τάραξε τη ζωή μου. Ο ξάδερφός μου ο Σωκράτης με τη γυναίκα του τη Φρόσω, σημαδιακό όνομα, μετά από αγώνα είκοσι χρόνων, απόκτησαν αγόρι.  Είκοσι χρόνων ο Γιώργος, σερβιτόρος σε νεανικό μπαράκι. Ο φίλος του …, παραμονές του Ευαγγελισμού, τον παίρνει σχολώντας από τη δουλειά, τρεις η ώρα, βαθιά νύχτα, πηγαίνουν στον Φοίνικα, για κόντρες με άλλα αυτοκίνητα. Απείραχτος ο οδηγός, οδηγεί σε ακαριαίο θάνατο τον Γιωργάκη. Ουρλιάζει ο ξάδερφός μου, σείεται ο δρόμος, τρίζουν τα τζάμια. Βοή θανάσιμα τραυματισμένου θηρίου: «Γιώργο!».

Κλαίω για τον Γιώργο, θυμάμαι και κλαίω για τον Γιωργάκη. Τόσα βουνά καημοί στις πλάτες των ανθρώπων. Ποσό  να αντέξουμε, που χάσαμε τον Ανέστη, τον μικρό μας αδελφό, πριν χρόνια;

Πόλεμος. Στην τηλεόραση το πεντάχρονο αγοράκι παρακαλάει κλαίγοντας: «Δεν θέλω να πεθάνω». Χιλιάδες μάνες, με ξέπλεκα μαλλιά, πρόωρα γερασμένες, οδύρονται στα χαλάσματα. Γυρεύουν τον Γιωργάκη τους.

 

Κοσμάς Ηλιάδης

Επιλήσμων παλαιόθεν

αντιγραφέας εξ ιδίων



Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

Ώρα μηδέν

 


Ώρα μηδέν

 

Όνειρα κάλπικα σαν ρούχα στριμωγμένα

αποσκευές στου αποχωρισμού τα τρένα

ψυχές που ψάχνουν μες στη λάσπη για συμπόνια

κι όλο πληθαίνουν της ανάγκης τα βαγόνια.

 

Όνειρα εφήμερα μες στον καπνό πνιγμένα

στο βήμα σέρνουν του πολέμου την καδένα

στη σκοτεινιά φτεροκοπούν οι νυχτερίδες

λάμψεις του φόβου μαρμαρώνουν τις ελπίδες.

 

Ώρα μηδέν, η τρύπια στέγη τρόμο στάζει

Παρασκευή Μεγάλη πένθιμη χαράζει

οι μαυροφόρες ένα σιωπηλό ποτάμι

σφαίρα η ζωή, το κλείστρο οπλίζει τη θαλάμη.

 

Όνειρα απόνερα στου δρόμου την ορφάνια

μάτια που μάταια αντικρίζουν τα ουράνια

λέξεις κενές πετροβολούν χωρίς συγνώμη

μαντατοφόροι συμφοράς οι ταχυδρόμοι.

 

Όνειρα χίμαιρες κι ο νους σε παραζάλη

φεγγάρι κόκκινο σαν του βυθού κοράλλι

σκόνη που κόβει την ανάσα στ' ανηφόρι

τα χέρια τρίβουν της σφαγής οι σταυροφόροι.

 

Ώρα μηδέν, της ιστορίας το γρανάζι

σφίγγει σαν μέγγενη που σαν κλαράκι σπάζει

ό,τι στο διάβα του βρεθεί και δεν λυγίσει

και για το δίκιο του τολμά να πολεμήσει.

 

© Δημήτρης Φιλελές

Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Αντιποίηση αρχής

 


Αντιποίηση αρχής

 

Χτες βράδυ

η στρατιωτική περίπολος

άνοιξε πυρ ομαδόν

και κομμάτιασε την ποίηση

επειδή επέμενε

να κυκλοφορεί ελεύθερη

παρακούοντας τη διαταγή

απαγόρευσης κυκλοφορίας

του άμαχου πληθυσμού

 

όμως το πρωί

οι τοίχοι της πόλης ξύπνησαν

γεμάτοι ποιήματα

γιατί κάθε κομμάτι της

με κάθε ένα ραγισμένο γράμμα

είναι αποφασισμένο

να δώσει τη δική του μάχη

χαράζοντας λέξεις

ανυπότακτες στον παραλογισμό.

 

© Δημήτρης Φιλελές


 

Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Ο τάφος του κροκόδειλου

 


Ο τάφος του κροκόδειλου

 

Ο γερο-κροκόδειλος, ο απόλυτος άρχοντας του ποταμού, καθώς έκανε τα πρωινά του μακροβούτια για να ξεπλύνει τις τσίμπλες από τα μάτια και να ξεμουδιάσει τα αγουροξυπνημένα μέλη του κορμιού του, ένιωσε μια λιγούρα να του τριβελίζει το στομάχι και ένα επίμονο γαργάλημα να ανεβαίνει από τον οισοφάγο  στον ουρανίσκο του. Κατάλαβε πως το θεριό της πείνας είχε αρχίσει να ζωντανεύει μέσα του και ζητούσε πάλι φρέσκια σάρκα για να ημερέψει. Με ζωηρές τώρα κινήσεις κατευθύνθηκε προς την όχθη, στο καθιερωμένο σημείο συνάντησης με το γεύμα του˙ ένα κοπάδι αγριοβούβαλων που είχαν συμφωνήσει να του εξασφαλίζουν την τροφή όποτε πεινάσει.

***

Τους είχε συναντήσει τυχαία στο φονικό καρτέρι του, τη μέρα που ένα βουβαλάκι ξέφυγε χοροπηδώντας από την επιτήρηση των φυλάκων του κοπαδιού και με μια δυο χαψιές πολτοποιήθηκε ανάμεσα στα αμείλικτα δόντια του ερπετού, για να καταλήξει στην κοιλιά του μπροστά στα τρομαγμένα άβουλα μάτια του πατέρα και της μητέρας του, που με βουβό πόνο παρακολουθούσαν το σπαρακτικό θέαμα.

- Ακούστε, τους είχε πει αμέσως μετά το γεύμα του. Έτσι έφτιαξε την πλάση ο δημιουργός και δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει˙ είναι θέμα τάξης. Εγώ και οι όμοιοί μου τρώμε σάρκες κι εσείς τρώτε χορτάρι. Κάθε φορά, λοιπόν, που θα κατεβαίνετε σε κάποιο σημείο της όχθης, είναι βέβαιο πως θα συναντάτε κάποιον από τους συντρόφους μου -τα έχουμε μοιράσει τα στέκια- που θα τρώει κάποιον από σας. Εγώ, όμως, που είμαι πιο σοφός, πιο μεγαλόκαρδος και πιο δίκαιος από τους άλλους, έχω να σας προτείνω μια πιο τίμια συμφωνία.

Ακούστε˙ αφού έτσι κι αλλιώς κάποιος από σας θα φαγωθεί, γιατί να μην είναι και ο πιο αδύναμος; Αυτός που δεν μπορεί να προστατέψει το υπόλοιπο κοπάδι όταν δεχτεί επίθεση από άλλους εχθρούς - γιατί έχετε κι άλλους εχθρούς-, από λιοντάρια ή τίγρεις, ας πούμε. Έτσι δεν θα χάνεται ποτέ κάποιος σημαντικός για την ομάδα σας. Μάλλον καλό σας κάνω, που δεν θα καθίσετε να περιμένετε κάποιον αργοκίνητο, που μπορεί να σας βάλει όλους σε μεγάλο κίνδυνο.

Και για να δείτε πόσο πολύ σας σκέφτομαι και σας νοιάζομαι, θα σας κάνω ένα ακόμα πολυτιμότερο δώρο. Σας επιτρέπω να έρχεστε όποτε θέλετε στο σημείο αυτό και να πίνετε δωρεάν το νερό μου χωρίς να σας πειράξει κανείς.

Ακούστε˙ η συμφωνία που σας προτείνω είναι η μόνη ωφέλιμη για όλους σας. Εγώ θέλω να είμαι φίλος σας˙ και μην ξεχνάτε πως ένας ισχυρός φίλος είναι πάντα χρήσιμος. Εγώ είμαι έτοιμος να δώσουμε τα χέρια ή τα πόδια˙ ό,τι προτιμάτε. Ειδάλλως, λυπάμαι πολύ, αλλά δεν μπορώ να σας εγγυηθώ τίποτα…

***

Η συμφωνία είχε κλείσει εκείνη τη μέρα με συνοπτικές διαδικασίες, ο κροκόδειλος και ο αρχηγός των αγιοβούβαλων είχαν δώσει τα χέρια και τα πόδια με δάκρυα πρωτόγνωρης χαράς και ανείπωτης συγκίνησης και από τότε είχαν μείνει πιστοί στη συμμαχία τους. Κάθε φορά που ο κροκόδειλος πεινούσε, άραζε στην όχθη, άνοιγε διάπλατα τα τρομερά σαγόνια του, έκλεινε τα μάτια και άρχιζε να κλαψουρίζει, άκουγαν τον συνθηματικό ήχο τα βουβάλια και η νεκρική πομπή ξεκινούσε από το λιβάδι συνοδεύοντας το πιο αδύναμο μέλος της στην τελευταία του κατοικία. Μετά το τέλος του γεύματος, ο κροκόδειλος αποχωρούσε αθόρυβος και χορτάτος, ενώ τα βουβάλια βουτούσαν το κεφάλι με τα δακρυσμένα μάτια μέσα στο νερό που τους είχε παραχωρήσει, έπιναν μερικές γουλιές και μ’ ένα κόμπο στον λαιμό έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού στο λιβάδι τους. Κι όταν έφταναν εκεί, παραδομένα στη μοίρα τους, από την επόμενη κιόλας μέρα άρχιζαν να συλλογίζονται ποιο θα είναι το νέο θύμα, ποιο θα αποφασιστεί ότι είναι το πιο αδύναμο μέλος του κοπαδιού. Βέβαια, η επιλογή δεν ήταν πάντα εύκολη, συχνά υπήρχαν συγκρούσεις μεταξύ τους˙ και δεν ήταν λίγες οι φορές που τα κέρατα και τα χεροπόδαρα διασταυρώθηκαν προκαλώντας αδελφική αιματοχυσία και βαθιές πληγές που πήραν χρόνο να επουλωθούν.

Μέχρι που ένας νεαρός αγριοβούβαλος, με τον αυθορμητισμό της νιότης του,  αποφάσισε να ρίξει μια πρόταση στο λιβάδι. Στάθηκε με περηφάνια μπροστά στον αρχηγό και είπε˙

- Αδελφέ αρχηγέ, από τότε που συμμαχήσαμε με τον κροκόδειλο, τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Για μια σταλιά νερό, κάθε τόσο θυσιάζουμε ένα από τα αδέλφια μας. Κι όταν έρχεται η ώρα να αντιμετωπίσουμε τους άλλους εχθρούς μας, το θάρρος μας είναι από τα γόνατα κομμένο. Πάντα κάποιος γενναίος χάνεται, για να μένει πίσω και να σώσει τους υπόλοιπους.  Όσο κυλάει ο καιρός, τόσο λιγοστεύουμε. Σκέψου πως τον κροκόδειλο δεν τον ενδιαφέρει αν όποιος γεμίζει την κοιλιά του είναι δυνατός ή αδύναμος. Αυτός όλους μας βλέπει σαν φαγητό, που έχει αποφασίσει από μόνο του να του γεμίζει το πιάτο χωρίς κόπο. Γι’ αυτό έχω να προτείνω ένα σχέδιο που θα μας απαλλάξει μια και καλή από τα δόντια της φιλίας του κροκόδειλου.

Ο αρχηγός άκουγε αμήχανος. Το θράσος του νεαρού είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Όχι μόνο στεκόταν απέναντί του σαν ίσος προς ίσο, αλλά μέσα στο μυαλό του κυκλοφορούσαν ιδέες επικίνδυνες, κόντρα στη μοίρα, κόντρα στην ίδια τη φύση. Τον κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια και ετοιμάστηκε να αστράψει και να βροντήξει, να υπενθυμίσει ποιος αποφασίζει, να υπενθυμίσει  τους όρους της συμμαχίας. Ποιο ήταν αυτό το παιδαρέλι που αμφισβητούσε την εξουσία του; Ένιωσε οι οπλές του να οπλίζονται και τα στριφτά δυνατά του κέρατα να θέλουν να τον κουτουλήσουν με όλη τους την ορμή. Αλλά συγκρατήθηκε όταν παρατήρησε ότι μια ομάδα νεαρών βουβαλιών είχε ήδη συγκεντρωθεί γύρω από τον αντιρρησία και ήταν έτοιμα να πάρουν το μέρος του. Προτίμησε, λοιπόν, να φερθεί διπλωματικά και να πει˙

- Ορίστε, λοιπόν, νεαρέ αδελφέ. Σε ακούμε…

- Προτείνω εγώ και οι φίλοι μου να ανεβούμε ως τον γειτονικό λόφο, με τις δυνατές οπλές μας να ξεκολλήσουμε την πιο μεγάλη και βαριά πέτρα που θα βρούμε, να την κουβαλήσουμε ως την όχθη και όταν έρθει ο κροκόδειλος, να του την ταΐσουμε. Έτσι κι αλλιώς, αυτός μας καταβροχθίζει με το στόμα ορθάνοιχτο και τα μάτια κλειστά. Είμαστε αποφασισμένοι να παίξουμε τη ζωή μας κορόνα γράμματα για όλους μας, για να του τη χώσουμε στο στόμα και να του το βουλώσουμε μια για πάντα. Κι αν το σχέδιό μας πετύχει, ο κροκόδειλος θα βουλιάξει στον πάτο του ποταμού κι εμείς θα είμαστε πια ελεύθεροι.

Ο αρχηγός κατέβασε για λίγο πονηρά το βλέμμα. Το μυαλό του δούλεψε γρήγορα και αποφασιστικά. Αν το σχέδιο πετύχει, θα έχει δώσει την έγκρισή του˙ πράγμα που σημαίνει ότι έχει μερίδιο στη σωστή απόφαση και παραμένει ακλόνητος στη θέση του. Αν το σχέδιο αποτύχει, θα πει ότι υποχρεώθηκε να συμφωνήσει, για να φανεί πόσο δίκαιη ήταν η δική του προηγούμενη απόφαση. Εξάλλου, θα έχει εξασφαλίσει μερικά από τα επόμενα θύματα χωρίς να χρειαστεί καμιά επιλογή.

- Ας είναι, φίλοι μου, ακούστηκε η φωνή του. Τόπο στα νιάτα. Εσείς μπροστάρηδες κι εμείς μαζί σας. Άλλωστε, τι έχουμε να χάσουμε;

***

Εκείνο ήταν το πρωινό που αντάμωσαν τον γερο-κροκόδειλο στην όχθη του ποταμού. Με το στόμα ολάνοιχτο και τα μάτια γεμάτα δάκρυα, πρόσμενε ανυπόμονα το εξασφαλισμένο γεύμα του. Μια ομάδα δυνατών ποδιών ζύγωσε με προσοχή και με μια τελευταία δυνατή κλωτσιά -χλαπ!- έσπρωξε την πέτρα μέσα στα κοφτερά σαγόνια˙ που έκλεισαν με πάταγο και μ’ ένα δυνατό γκλουπ έσπρωξαν αμάσητη την πέτρα στο άδειο στομάχι.

Το μακρόστενο ερπετό οπισθοχώρησε αργά και ετοιμάστηκε να αποτραβηχτεί στη φωλιά του, για να χωνέψει με την ησυχία του. Όμως το βάρος της πέτρας όχι μόνο δεν του επέτρεπε να κινηθεί, αλλά το τραβούσε με δύναμη προς τον πάτο του ποταμού. Πρόλαβε και πήρε μια βαθιά ανάσα, γέμισε τα πνευμόνια του με αέρα και προσπάθησε να κρατηθεί στην επιφάνεια. Κάθε προσπάθεια του κροκόδειλου ήταν μάταιη˙ ο αέρας σωνόταν, το σώμα του βούλιαζε όλο και πιο πολύ, συνέχισε να σπαρταράει, να μαστιγώνει άτσαλα το νερό με την ουρά και τα πόδια, μέχρι που κάποια στιγμή αφέθηκε, ένιωσε το νερό να εισβάλλει από παντού στο σώμα του, παραιτήθηκε, κατακάθισε κι έμεινε για πάντα εκεί, κοκαλωμένος, τροφή πλούσια για τα μικρά άκακα ποταμίσια ψαράκια.

Τα βουβάλια, που όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσαν με αγωνία κρυμμένα πίσω από τις πυκνές φυλλωσιές, μόλις βεβαιώθηκαν πως ο άσπονδος φίλος τους ξεψύχησε, ξεχύθηκαν με ποδοβολητά μέσα στα πράσινα νερά και με ιαχές νίκης πανηγύρισαν την επιστροφή τους στην ελεύθερη ζωή.

Εκείνη τη στιγμή της χαράς εκμεταλλεύτηκε ο αρχηγός για να ανακοινώσει επίσημα την απόφασή του να αποσυρθεί από την ηγεσία του κοπαδιού και να παραδώσει τα σκήπτρα της εξουσίας στη νέα γενιά, προλαβαίνοντας τις δυσάρεστες γι’ αυτόν εξελίξεις, που για τόσα χρόνια με την απραξία και τη μοιρολατρία του είχε καταδικάσει τόσα αδέλφια του σε άδοξο και αιματηρό τέλος χωρίς καμιά αντίσταση.

Από τότε, χάρη στην αποφασιστικότητα και τη γενναιότητα των λίγων τολμηρών, τα βουβάλια απόκτησαν τον δικό τους ζωτικό χώρο, αφού κανένας άλλος κροκόδειλος δεν τόλμησε πια να πλησιάσει σ’ εκείνο τον καταραμένο τόπο, τον τάφο του κροκόδειλου.

 

© Δημήτρης Φιλελές

Τρίτη, 1 Μαρτίου 2022