ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

Κοσμάς Ηλιάδης - Ο Γιωργάκης

#διαβάζω_για_σένα

 

Ακούστε με ένα κλικ!

Κοσμάς Ηλιάδης

Ο Γιωργάκης



Ο Γιωργάκης

 

 - Έρχεται πάλι η τρελή, ακούστηκε μια φωνή.

Τραβηχτήκαμε στις γωνίες, μαρμαρωμένοι, αμίλητοι, κρυμμένοι ο ένας πίσω από τον άλλο. Ξεχτένιστη γριά, με πρόχειρα ριγμένο σάλι στην πλάτη, το αριστερό χέρι το συγκρατεί, το δεξί οδηγεί το μπαστούνι και την ίδια.

Γοερή φωνή διασχίζει την πλατεία:

- Γιωργάκη, πού είσαι, παιδί μου; Κρυώνει η σούπα σου, βάλε όσο λεμόνι θέλεις. Βλαστάρι μου, καμάρι μου και αποκούμπι.

Πλησιάζει, ερευνά πρόσωπα κατεβασμένα. 

- Μήπως είδες τον Γιωργάκη μου; Μήπως ξέρεις που κρύβεται;

- Στα μνήματα, είπε ο μικρότερος της σύναξης.

Λυγίζει το μπαστούνι, πέφτει στο έδαφος η γριά.

- Βοήθεια! φώναξε ένας.

- Βοήθεια! μια κραυγή απελπισίας σκίζει τον ουρανό.

Γυναίκες και άντρες, από τα μαγαζιά, περαστικοί, τρέχουν να βοηθήσουν. Δυο μεσόκοπες, μαυροφορεμένες, αγκαλιάζουν τις μασχάλες της λιπόθυμης γυναίκας, την ανεβάζουν, πούπουλο στα χέρια τους, στο διπλανό παγκάκι. Κολόνιες, νερά, οινόπνευμα. Τρίβουν τα χέρια της, τον λαιμό, με οινόπνευμα, βάζουν κολόνια να εισπνεύσει. Συνέρχεται με στεναγμό. Της δίνουν να πιει νερό, λίγο, με παρακάλια.

- Ευχαριστώ, σας  ευχαριστώ πολύ.  Τα παιδιά είναι παιδιά, τέτοια μεγάλα ψέματα δεν πρέπει να λέγονται. Δεν είναι το βλαστάρι μου στα μνήματα. Τι ζητάει το παιδάκι μου εκεί; Ποιοι τον πήγανε; Πότε; Γιατί;

Μαζεύει τα κομμάτια της˙ πριν φτάσει το ασθενοφόρο, παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Αρνείται ευγενικά στις μαυροφορεμένες να τη συνοδέψουν. 

- Γιατί μου το κάνεις αυτό, παλληκάρι μου; Τόσες μέρες με βασανίζεις. Μπαίνω σε αυλές, χτυπάω ξένες πόρτες. Βλαστάρι μου, αγόρι μου, καμάρι και καημέ μου.

Τα παιχνίδια σταματάνε, οι παρέες διαλύονται. Κάθε μέρα την ίδια ώρα, έβδομη απογευματινή, παίρνει να βραδιάζει. Προτού συμπληρώσει μήνα, σταμάτησε. Ρωτάω τη μάνα μου˙

- Η κυρά Φρόσω έχει μέρες να φανεί, ξέρεις κάτι;

- Είναι στο νοσοκομείο.

Τη βλέπω να περιφέρεται στους θαλάμους, ενοχλώντας ασθενείς, γιατρούς και νοσοκόμους. 

- Μήπως είδες τον Γιωργάκη μου; Μήπως ξέρεις που κρύβεται;

Απρίλης του 1960, μετά το Πάσχα, κηδειόχαρτο στις κολόνες:  «Κηδεύουμε σήμερα την Ευφροσύνη Γρηγοριάδου, ετών 40, τη μητέρα του οκτάχρονου Γιωργάκη». Την ξέραμε γριά, μια γριά σαράντα χρόνων. Σαν να ηρέμησα, που ηρέμησε η σαραντάρα γριά.

Τα πόδια μου δεν περνάνε πλέον από την πλατεία. Στους γύρω δρόμους ο αγέρας ανάβει πυρκαγιές. Έρχονται ακάλεστοι θρήνοι γοεροί στ’ αυτιά: «Γιωργάκη, πού είσαι παιδί μου; Κρυώνει η σούπα σου, βάλε όσο λεμόνι θέλεις. Βλαστάρι μου, καμάρι μου και αποκούμπι. Γιατί μου το κάνεις αυτό, παλληκάρι μου; Τόσες μέρες με βασανίζεις. Μπαίνω σε αυλές, χτυπάω ξένες πόρτες. Βλαστάρι μου, αγόρι μου, καμάρι και καημέ μου».

Χρόνια πολλά αργότερα, εκεί που πίστευα πως το ξεπέρασα, άλλος Γιωργάκης τάραξε τη ζωή μου. Ο ξάδερφός μου ο Σωκράτης με τη γυναίκα του τη Φρόσω, σημαδιακό όνομα, μετά από αγώνα είκοσι χρόνων, απόκτησαν αγόρι.  Είκοσι χρόνων ο Γιώργος, σερβιτόρος σε νεανικό μπαράκι. Ο φίλος του …, παραμονές του Ευαγγελισμού, τον παίρνει σχολώντας από τη δουλειά, τρεις η ώρα, βαθιά νύχτα, πηγαίνουν στον Φοίνικα, για κόντρες με άλλα αυτοκίνητα. Απείραχτος ο οδηγός, οδηγεί σε ακαριαίο θάνατο τον Γιωργάκη. Ουρλιάζει ο ξάδερφός μου, σείεται ο δρόμος, τρίζουν τα τζάμια. Βοή θανάσιμα τραυματισμένου θηρίου: «Γιώργο!».

Κλαίω για τον Γιώργο, θυμάμαι και κλαίω για τον Γιωργάκη. Τόσα βουνά καημοί στις πλάτες των ανθρώπων. Ποσό  να αντέξουμε, που χάσαμε τον Ανέστη, τον μικρό μας αδελφό, πριν χρόνια;

Πόλεμος. Στην τηλεόραση το πεντάχρονο αγοράκι παρακαλάει κλαίγοντας: «Δεν θέλω να πεθάνω». Χιλιάδες μάνες, με ξέπλεκα μαλλιά, πρόωρα γερασμένες, οδύρονται στα χαλάσματα. Γυρεύουν τον Γιωργάκη τους.

 

Κοσμάς Ηλιάδης

Επιλήσμων παλαιόθεν

αντιγραφέας εξ ιδίων



Δεν υπάρχουν σχόλια: