ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ - ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΝΥΧΤΑ


Ο ποιητής Άρης Αλεξάνδρου




Ολόκληρη νύχτα



Όπου νάναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της βροχής.

Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια.

Τι ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ’ τη μαρκίζα

Γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της.

Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα σου.



Πίσω απ’ τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι

Σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα συρματόσκοινα.



Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.



Σαββατόβραδο κ’ οι ταβέρνες κλειστές

Μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου

οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες

και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε

ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.



Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ’ τη γωνία της χαραυγής.

Απίθωνα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης.

Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί

σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.



Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα

ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.



Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού

ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος.

Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι

έσβηνε στη φωνή της.



Έβλεπα τα χέρια μου και είταν μονάχα δυο

μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυο

μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου

μονάχα δυο.



ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (1947)



Ποίημα από τη συλλογή «Άγονος γραμμή» (1952).

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ - ΠΡΟΑΓΩΓΗ


Ο ποιητής Άρης Αλεξάνδρου




Προαγωγή



Όλα είταν έξοχα χτες βράδι

τόσο που κρυσταλλώθηκε η θάλασσα στους βράχους

κ’ έγινε αλάτι

τόσο που κρυσταλλώθηκαν τα σύννεφα ψηλά στον ουρανό

κ’ έγιναν αστέρια

τόσο που κρυσταλλώθηκε δω κάτω η σιωπή μας

κ’ έγινε φιλί.

Όλα είταν έξοχα χτες βράδι

μόνο που ήρθαν ίσως με κάποια καθυστέρηση

όπως φτάνει στον πεσόντα

η διαταγή προαγωγής του σε υποδεκανέα.



ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ





Ποίημα από τη συλλογή «Ευθύτης οδών» (1959)

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης


ΑΚΟΥΣΤΕ...
... ένα ποίημα που απευθύνεται
στην ανθρωπιά μας
ένα ποίημα που χτυπάει
την πόρτα της καρδιάς μας





ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ





Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

 δε θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι

για την ειρήνη και για το δίκιο.

Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις,

τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές

το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες μα ούτε βήμα πίσω. Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων

κάθε χειρονομία σου σαν να γκρεμίζεις την αδικία.



Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.

Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια

αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες

μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα

αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου

έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς

εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα

θα γίνουν στάχτη κάτω απ’ τις οβίδες.

Δεν έχεις καιρό

δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.



Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου,

την αγαπημένη ή το παιδί σου.

Δε θα διστάσεις.

Θ’ απαρνηθείς την λάμπα σου και το ψωμί σου

θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι

Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις και ούτε θα φοβηθείς.

Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,

να κοιτάς εν’ άστρο, να ονειρεύεσαι,

είναι όμορφο σκυμμένος

πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου

να την ακούς να λέει τα όνειρα της για το μέλλον.

Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις

γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,

για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.



Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι

ή και περισσότερα χρόνια

μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,

τη μάνα σου και τον κόσμο.



Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου

θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.

Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα

θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο

απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.

Εσύ, κι ας βλέπεις πως περνάν τα χρόνια σου

και ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά σου δε θα γερνάς.

Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος

αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουμε στον κόσμο

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.



Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό. Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό

γράμμα στη μάνα σου

θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία,

τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη

σα να ‘γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.



Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό

να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια

σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκερο το μέλλον.

Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει

εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.



ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΕΙΤΗΣ






Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ


ΑΚΟΥΣΤΕ...
... τον ποιητικό λόγο των ανώνυμων λαϊκών στιχοπλόκων
που ταίριαξαν τους θρύλους και τις παραδόσεις
με την καθημερινή πραγματατικότητα
δημιουργώντας αξεπέραστα κοσμήματα
της προφορικής μας λογοτεχνίας!



ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι ν εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιρολογούν οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες.
- Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται.

Πουλάκι εδιάβη κι έκατσεν, αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα:
- Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι.
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
- Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι. "

Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
- Γειά σας χαρά σας μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος;
- Το δαχτυλίδι του 'πεσε στην πρώτη την καμάρα
και ποιος να μπει και ποιος να βγει, το δαχτυλίδι να 'βρει;
- Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πα' σ' το φέρω,
εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να 'βρω.

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε.
- Τράβα καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτας δεν βρήκα.
Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
- Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες ήμαστε κι οι τρεις κακογραμμένες.
Η μια 'χτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.

Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι
κι ως τρέμουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.
- Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
που 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει.
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει.
- Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
'τί έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.