ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Να τα πούμε ;



ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θεία Γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας.


Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, 
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.



Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων. 



Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το "Δόξα εν Υψίστοις"
και τούτο Άξιον εστί η των ποιμένων πίστις.



Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί. Χωρίς να λείψει ώρα, 



φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ, με πόθον ερωτώσι, 
πού εγεννήθη ο Χριστός, να παν να Τον ευρώσι.



Διά Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης, 
αμέσως εταράχθηκε κι έγινε θηριώδης, 



ότι πολλά φοβήθηκε διά την βασιλείαν, 
μη του την πάρη ο Χριστός και χάση την αξίαν.



Κράζει τους Μάγους κι ερωτά: -Πού ο Χριστός γεννάται;
-Εν Βηθλεέμ ηξεύρωμεν, ως η Γραφή διηγάται.



Τους είπε να υπάγωσι και όπου Τον ευρώσι, 
Να Τονε προσκυνύσωσιν, κι ευθύς να του το ειπώσι, 



όπως υπάγει και αυτός για να Τον προσκυνήσει, 
με δόλον ο μισόθεος για να τον αφανίσει.



Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντες και τον Αστέρα βλέπουν, 
φως θεϊκό κατέβαινε και με χαρά προστρέχουν.



Στην Βηθλεέμ εφθάσανε, βρίσκουν την Θεοτόκον
Κρατούσε εις τας αγκάλας της τον Άγιόν της Τόκον.



Γονατιστοί Τον προσκυνούν και δώρα Του χαρίζουν:
σμύρναν, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.



Την σμύρναν μεν ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα, 
τον λίβανον δε ως Θεόν σ’ όλη την ατμοσφαίραν.



Αφού Τον επροσκύνησαν, ευθύς πάλι μισεύουν
και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε να τον εύρουν



Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει, τους εμποδίζει, 
άλλην οδό να πορευτούν, αυτός τους διορίζει.



Και πάλιν άλλος άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
εις Αίγυπτον να πορευθεί κι εκεί να ησυχάσει, 



να πάρει και την Μαριάμ ομού με τον Υιόν της, 
ότι ο Ηρώδης εζητεί τον Τόκον τον δικόν της.



Μη βλέπων δε ο βασιλεύς τους Μάγους να γυρίζουν, 
στην Βηθλεέμ επρόσταξε παιδιά να μην αφήσουν.



Όσα παιδία εύρισκον δύο χρονών και κάτω
όλα να τα περάσωσι ευθύς απ’ τα σπαθιά των.



Χιλιάδες δεκατέσσαρες σφάζουν σε μιαν ημέρα, 
θρήνο, κλαυθμό και οδυρμό είχε κάθε μητέρα.



Κι εξεπληρώθη το ρηθέν προφήτου Ησαΐου
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου:


«Φωνή ηκούσθη εκ Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει, 
παραμυθία ουκ ήθελε, ότι αυτά ουκ έχει».



Ιδού ότι σας είπαμε όλην την υμνωδία
του Ιησού μας του Χριστού Γέννηση την Αγίαν



Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε, κοιμηθείτε, 
ολίγον ύπνο πάρετε κι ευθύς να σηκωθείτε



Στην Εκκλησία τρέξατε με θεία προθυμία
και με πολλή ευλάβεια στην Θείαν Λειτουργία.



Κι ευθύς άμα γυρίσετε εις το αρχοντικό σας, 
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητό σας



και τον σταυρό σας κάνετε, γευθείτε, ευφρανθείτε, 
δώστε και κανενός φτωχού όστις να υστερείται, 



Δώστε κι εμάς τον κόπο μας, ό,τι είναι ορισμός σας, 
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.



Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι, 
σωματικά και ψυχικά να είστε πλουτισμένοι



Εις έτη πολλά!


Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - Η ΜΑΝΑ Η ΦΟΝΙΣΣΑ


ΑΚΟΥΣΤΕ...
ένα ανατριχιαστικό δημοτικό τραγούδι
το έγκλημα και την τιμωρία
της σύγχρονης Μήδειας


Η ΜΑΝΑ Η ΦΟΝΙΣΣΑ

Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάει λαφοκυνήγι,
εκίνησε κι ο Κωσταντής στο δάσκαλο να πάει,
το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρει.
Βρίσκει την πόρταν ανοιχτή, την πόρταν ανοιγμένη,
βρίσκει τη μάνα του αγκαλιά με ξένο παλικάρι.
- Ας είναι ας είναι, μάνα μου, κι α’ δε σ’ ομολογήσω,
κι α’ δεν το πω τ’ αφέντη μου, ν’ αδικοθανατίσω.
- Τι είδες, μωρέ, και τι θα πεις, και τι θα ‘μολογήσεις;
- Καλό είδα ‘γω, καλό θα ειπώ, καλό θα ‘μολογήσω,
κακό είδα ‘γω, κακό θα ειπώ, κακό θα ‘μολογήσω.

Και με το μόσκο το πλανά και με τα λεφτοκάρυα,
και στο κελάρι το ‘μπασε και σαν τ’ αρνί το σφάζει,
σα μακελάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
Σ’ εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξανάπλυνε και πάλιν αίμα στάζει,
και στο τηγάνι το ‘βαλε για να το τηγανίσει.

Και να σου κι ο Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης,
βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τ’ άρματά του,
φέρνει τα `λάφια ζωντανά, τα `γρίμια μερωμένα,
φέρνει κι ένα ‘λαφόπουλο, του Κωσταντή παιχνίδι.
Κοντοκρατεί το μαύρο του και τήνε χαιρετάει.
- Γεια σου, χαρά σου, ποθητή, και πού ‘ναι ο Κωσταντής μας;
- Τον έλουσα, τον άλλαξα, και στο σκολειό τον πήγα.
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του και στο σκολειό πηγαίνει.
- Δάσκαλε, πού ‘ναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;
- Δυο μέρες έχω να το ιδώ και τρεις να το διαβάσω.
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στο σπίτι του πηγαίνει.
- Γυναίκα, πού είναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μας;
- Στης πεθεράς μου το ‘στειλα, κι όπου κι αν είναι θα ‘ρθει.
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στης μάνας του πηγαίνει.
- Μάνα μου, πού είναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;
- Έχω δυο μέρες να το ιδώ και τρεις να το φιλήσω,
κι α’ δεν το ιδώ ως το βραδύ θε’ να παραλοήσω.
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του στο σπίτι του πηγαίνει.
- Σκύλα, και πού είν’ ο Κωσταντής, ο μικροκωσταντίνος;
- Κάπου παγνίδι ν’ εύρηκε και θε’ λα παιγνιδίζει.
- Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύτρο της καρδιάς μου.

Το συκωτάκι του ‘βαλε σ’ ένα ασημένιο πιάτο.
Πρώτη μπουκιάν οπού ‘βαλε το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει.
- Αν είσαι σκύλος, φάε με, κι Οβριός απέταξέ με,
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με.
Και τη μπουκιά του απέλυσε, τριγύρω του κοιτάει,
εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός κι εκόντεψε να πέσει.
Μα ν’ αντρειώθη κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και στο λαιμό της το ‘βαλε, της κόβει το κεφάλι,
λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει,
κι από τον ήλιο στο σακί, κι απ’ το σακί στο μύλο.
Κι ο μύλος εξεράλεθε κι η φτερωτή ετραγούδα.
- Άλεθε, μύλε μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι,
κάνε τ’ αλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για να ‘ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για να ’ρχουνται κι οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι.

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ

ΑΚΟΥΣΤΕ...
πώς ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής
βλέπει την μετά θάνατο ζωή...



Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ




Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ

Απόψε στο σπιτάκι μου έχω χαρά μεγάλη
τον Άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό κερνάμε
και την κυρά μας Παναγιά τη διπλοπροσκυνάμε
να μας χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου
ν’ ανοίξω τον παράδεισο να μπω να γκεζερίσω
ανοίγω τη δεξιά μεριά, δεξιά του παραδείσου
βλέπω φτωχοί που στέκονται λαμπάδες αναμμένες
ανοίγω τη ζερβιά μεριά ζερβιά του παραδείσου
Βλέπω πλούσιοι που στέκονται στην πίσσα στο κατράμι
βαστούνε και στα χέρια τους σακούλες βουλωμένες
Φτωχοί δώστε κι’ εμάς κεριά να ιδούμε ένας τον άλλον
Θυμάσαι όταν σε χάλευα και μ’ έλεγες δεν έχω;
Εδώ τα γρόσια δεν παιρνάν κι οι λίρες δεν διαβαίνουν.




ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ

ΑΚΟΥΣΤΕ...
ένα ηρωικό δημοτικό τραγούδι


ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ


ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ

Τρία πουλιά απ' την Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα.
Το 'να κοιτάει την ξενιτιά, τ' άλλο τον Aϊ-Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και λέει:
«Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ' ενίκησε με τα πολλά τ' ασκέρια.
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργινό τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να 'ρτουν να πολεμήσουν.
Είχες λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ' άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ' άσπρα πουλούν και σένα.

Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες, τους Αγίους.
Άστε, λεβέντες, τ' άρματα κι αφήστε το τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά όλα σας τα κιβούρια,
και τ' αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας.
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν».