ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

ΒΡΕ ΔΕ ΒΑΡΙΕΣΑΙ ΑΔΕΡΦΕ


Πόσοι απόψε ξαγρυπνούν

σαν κολασμένοι τριγυρνούν

και κλαίνε και πονάνε.
Στάσου και σκέψου μια στιγμή
πόσοι σκοτώνονται στην γη
την ώρα που μιλάμε.

Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο πρέφα και καφέ
Βρε δε βαριέ... , βρε δε βαριέσαι αδερφέ.

Σώτια Τσώτου


Την ώρα που η αριστερή κυβέρνηση αναζητά εναγωνίως εναλλακτικές μεθόδους φορολόγησης των ήδη εξαθλιωμένων οικονομικά πολιτών, την ώρα που στην αξιωματική αντιπολίτευση μαίνεται η εσωκομματική αντιπαράθεση για την ανάδειξη αρχηγού ικανού να την επαναφέρει στην εξουσία, την ώρα που οι κάθε λογής ιέρακες (εγχώριοι, ευρωπαίοι και υπερατλαντικοί) βρίσκουν απίθανες ευκαιρίες πλουτισμού από την κρίση, την ώρα που η επαναστατική αγροτιά μετρά πόσα ακόμη από τις επιδοτήσεις μπορεί να καταναλώσει σε εισαγόμενες ιερόδουλες, την ώρα που η παιδεία μας αναβαθμίζεται μέσα από την ανεργία των εκπαιδευτικών και το στοίβαγμα των μαθητών σε σχολεία - χώρους στάθμευσης ψυχών, την ώρα που οι άρρωστοι των νοσοκομείων βιώνουν τον έσχατο εξευτελισμό και οι γιατροί μάχονται να μην προδώσουν τον όρκο τους, την ώρα που οι τηλεοπτικοί σταθμοί διαγκωνίζονται για την πιο πετυχημένη εκπομπή μαγειρικής και οι ξανθιές τηλεπαρουσιάστριες έχουν καθιερώσει την ηλιθιότητα ως εθνικό τρόπο διασκέδασης, η ζωή είναι αλλού...
Η ζωή χάνεται στα μανιασμένα κύματα του Αιγαίου όπου κατά χιλιάδες σπρώχνονται οι πρόσφυγες από τους γείτονες δουλέμπορους με την ανοχή και την ενοχή του επίσημου κράτους τους (έχουν κι εκεί εκλογές...) και τα ανθρώπινα κουρέλια, όσα γλιτώσουν, προετοιμάζονται για πολτοποίηση στις κρεαταγορές των εύπορων χωρών. Τα παραμορφωμένα πτώματα των αδικοχαμένων παιδιών που κάθε λίγο ξεβράζει η θάλασσα γίνονται θέ(α)μα των σπαραξικάρδιων δελτίων ειδήσεων, όπου οι κάθε λογής κροκόδειλοι οδύρονται καταλογίζοντας ευθύνες σε όλους τους άλλους εκτός από τους ίδιους.
Και ο θεατής, ο μέσος πολίτης, κάθεται στον καναπέ του, συγκινείται, δακρύζει, συγκλονίζεται με την αδικία - κι έτσι βαρυκαρδισμένος σκύβει το κεφάλι πάνω απ' τη μακαρονάδα του, παίρνει βαθιά ανάσα και... συνεχίζει το φαγητό του, γιατί αν κρυώσει, δεν τρώγεται. Και μετά, βαρυστομαχιασμένος, σκέφτεται πώς θα πληρώσει ή δεν θα πληρώσει όλα αυτά που του ζητάνε ως εθνικό χρέος.
Γιατί οι διάττοντες αστέρες των Μ.Μ.Ε., έμμισθοι συμμέτοχοι και συνένοχοι της διαδικασίας πέψης της ανθρώπινης συμφοράς, γνωρίζουν πολύ καλά ότι κι αυτό θα το συνηθίσουμε, κι αυτό θα περάσει, κι αυτό θα ξεχαστεί. Γιατί ξέρουν πώς να μας κάνουν να αποκοιμηθούμε πενθώντας εξ αποστάσεως με ήσυχη και καθαρή συνείδηση.
Όσο γλυκιά είναι η έλξη του βούρκου, άλλο τόσο πικρή είναι η γεύση της αλήθειας.
Πόσο ακόμα θα επιλέγουμε τη ρουφήχτρα της ανθρωπιάς μας προσδοκώντας την εξ ουρανού λύση των επίγειων προβλημάτων από τους επόμενους σωτήρες της χώρας και της ανθρωπότητας;








Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ


ΑΚΟΥΣΤΕ...
το αριστουργηματικό
δημοτικό μας τραγούδι



ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ



Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,

την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη.

Την είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδε.

Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,

στ’ άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.

Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,

να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.    

Οι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει.

Μάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα.

Στα ξένα εκεί που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,

αν πάμε εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.

Φρόνιμος είσαι Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.

Κι α’ μο `ρτει, γιε μου, θάνατος, κι α’ μο `ρτει, γιε μου, αρρώστια,

αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;

Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους,

αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,

αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω.



Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα

κι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι

κι έπεσε το θανατικό και οι εννιά αδερφοί πεθάναν,

βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,

στου Κωνσταντίνου το μνημειό μοιρολογάει και λέει.

"Ανάθεμά σε Κωσταντή και μύρια ανάθεμά σε,

οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!

Το τάξιμο που μου `ταξες πότε θα μου το κάμεις;

Τον ουρανό έβαλες κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους

αν τύχει πίκρα γη χαρά, να πας να μου τη φέρεις".

Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,

η γης αναταράχθηκε και ο Κωνσταντής εβγήκε.

Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι

και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να τη φέρει.



Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.

Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.

Από μακριά την χαιρετά κι από κοντά της λέγει:

Άιντε αδερφή να φύγουμε, στη μάνα μας να πάμε.

Αλίμονο αδερφάκι μου και τι είναι τούτη η ώρα;

Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να `ρθω.

Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας κι ας είσαι όπως κι αν είσαι.

Κοντολογίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.



Στην στράτα που διαβαίνανε, πουλάκια κελαηδούσαν,

δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,

μον’ κελαηδούσαν κι έλεγαν ανθρώπινη ομιλία:

"Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει πεθαμένος"!

Άκουσες, Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε.

Και παρακεί που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:

"Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,

να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους"!

Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;

Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.

Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.

Φοβούμαι σ’ αδερφάκι μου και λιβανιές μυρίζεις.

Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Αϊ Γιάννη

κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.

Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λένε:

"Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,

τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!

Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή και ράγισε η καρδιά της.

Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;

Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α’ θέλ’ ας λέγουν.

Πες μου πού είναι τα κάλλη σου και πού είναι η λεβεντιά σου

και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;

Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου!



Αυτού σιμά αυτού κοντά, στην εκκλησιά προφτάνουν.

Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της `χάθη.

Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.

Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.

Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δένδρα μαραμένα

βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,

βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.

Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα

και τα σπιτοπαράθυρα, σφιχτά μανταλωμένα.

Χτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.

Αν είσαι φίλος διάβαινε κι αν είσαι εχτρός μου φύγε

κι αν είσαι ο πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω

κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.

Σήκω μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα.

Ποιος είναι αυτός που μου χτυπά και με φωνάζει μάνα;

Άνοιξε μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.



Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.






Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - ΗΧΗΣΤΕ ΟΙ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ

Άγγελος Σικελιανός

ΑΚΟΥΣΤΕ...

... το επικό ποίημα του Άγγελου Σικελιανού
που απήγγειλε στην κηδεία
του μεγάλου ποιητή Κωστή Παλαμά
στις 28 Φεβρουαρίου 1943




ΗΧΗΣΤΕ ΟΙ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλει, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γης αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ




Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΡΤΙΝΗΣ - ΤΟΥ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΥ

ΑΚΟΥΣΤΕ...

... τον στιβαρό ποιητικό λόγο
ενός νέου ανθρώπου, 
του ποιητή Χρήστου Μαρτίνη!!!


ΤΟΥ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΥ



Στον Φάνη

''για χάρισε και με,

μπιρμπιλομάτα μου σε κλαίν τα μάτια μου,

για χάρισέ και με, ένα απ' τα παιδιά μου''



Παραδοσιακό Τραγούδι - Χρυσόβιτσι Μαντινείας



Αποβραδίς κατάραχα μέσα στη μαύρη ελάτη   

εστρατοπέδεψε στρατός, πενήντα σπαθαρέοι

όλοι χορεύουν τραγουδούν κι ένας μιλιά δε βγάζει    

μονάχα το τουφέκι του βαστά και συγυρίζει,    

πάνω στο γιαταγάνι του περνά την άσπρη πέτρα.

“ Τι ‘ναι ωρέ πολεμιστή και συ μιλιά δε βγάζεις   

έχουμε τρία τέρμινα που βγήκαμε στη στράτα

κι όσα χωριά κι αν κάψαμε, 'συ καίγεις άλλα τόσα    

κι όσα κεφάλια πήραμε δε βγαίνουν στα δικά σου. ”

Κι έδωκεν την απόκριση χωρίς να τους κοιτάζει    

μονάχα η σπάθα νάστραφτε απ’ τις πυρές μπροστά του :

“ Αφήστε 'μένα να κρατώ τη λάμα τροχισμένη    

κι άμα θα βρίσκω χριστιανό ευτύς να τον θερίζω    

κι άμα θα μπαίνω σε αυλή τη φλόγα να φυτεύω.

Γιατί περνούσαν οι οχτροί κι απ’ τα δικά μας μέρη  

όταν τους είδε το χωριό μαντάλωσε τις πόρτες

αυτοί κινούσαν κι έκαιγαν πετροχτισμένες στάνες   

 με τ’ άλογα ξεπάτωναν το φυτεμένο κάμπο.

Ύστερα 'στείλαν μπιστικό να δώσει το μαντάτο    

κι  αυτός εστάθηκε ορθός στη μέση της πλατείας   

φέρνοντας το παράγγελμα τον οργισμένο λόγο

πως αν δε θέλαν να κάει στη ρίζα το χωριό τους    

άμα δε θέλαν να χυθεί το αίμα μες στις στέρνες

να μείνουν μάνες έρημες δίχως μωρά στα χέρια    

τότες να δώσουνε εννιά αμούστακα αγόρια   

 για να τα πάρουνε μαζί να γένουν σπαθαρέοι ”.

Απόμειναν οι προύχοντες κοιτώντας την πλατεία   

 τα μάρμαρα τα γιασεμιά τις βρύσες από πέτρα

το πρώτο το πλατάνι τους τις άγιες εικόνες    

και στα κρυφά μετρούσανε τ’ αγόρια του χωριού τους

Κι ήταν μια μάνα έρημη με άντρα πεθαμένο    

μ’ εννιά αμούστακα παιδιά κορίτσι ούτε ένα  

μαζεύονται οι προύχοντες και βγάζουνε μια γνώμη    

απ΄ το να κλαίν μάνες εννιά κάλλιο να κλαίει μία.

Της παίρνουν τα εννιά παιδιά τα δένουν και τα στέλνουν    

τα οκτώ τα δέσαν με σκοινιά τα στείλαν με τα πόδια    

το ένατο που ‘σαν μωρό το στέλνουν με γαϊδούρι    

και δένουν τα χεράκια του μ’ ένα κλαδάκι δυόσμο

Τρέχει ξοπίσω η μάνα τους αχολογάει κλαίει    

κράζοντας κόρακα φωνή με άσπρα ξέπλεκα μαλλιά   

στης εκκλησιάς το πρόθυρο σκύφτει γοργά και μνέει :

« Χάροντα Πικροχάροντα και άρχοντα του τόπου   

χαλάλι σου ο άντρας μου γονιοί κι όλα τα αδέρφια    

χαλάλι σου και τα παιδιά που παίρνεις μακριά μου.

Μονάχα κράτα την ευκή και βάλτη να δουλέψει    

μια μέρα ο μικρότερος να ‘ρθει ξανά σαν Χάρος

σαν θεριστής και σαν σεισμός σαν Άρης σαν τυφώνας    

για να τσαπίσει το χωριό μέχρι την πρώτη ρίζα   

 και να σκορπίσει ολόγυρα θειάφι και μαύρη πίσσα

Στάχτη και ζόφος ν’ απλωθεί απάνω στ’ όνειρό τους .

Είπεν αυτά ξεψύχησε και τα παιδιά πηγαίναν.

Ο πρώτος πέθανε οφτίς το άλλο μεσημέρι    

ο δεύτερος μαγκώθηκε στου Παρνασσού τα δίχτυα    

του τρίτου θρόισε η ψυχή στης Λάρισας τα στάχυα    

o τέταρτος πλακώθηκε μες στ' αγιασμένα Τέμπη

τον πέμπτο τον ερούφηξαν οι λάσπες της Χαλάστρας    

ο έκτος και ο έβδομος ξυλιάσανε στη Θράκη    

ο όγδοος επνίγηκε μέσα στον Μαύρον Έβρο

Κι έμεινα εγώ ο ένατος ο θεριστής ο Χάρος    

που θα τσαπίσω το χωριό από τη πρώτη ρίζα   

και θα σκορπίσω ολόγυρα θειάφι και μαύρη πίσσα

Στάχτη και ζόφος θ’ απλωθώ απάνω στ’ όνειρό τους.''

Αυτά ‘πε και σταμάτησε.    

Κανείς δε έβγαλε μιλιά δεν τόλμησε κουβέντα.    

Μονάχα η πέτρα τρόχιζε απά στο γιαταγάνι.



ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΡΤΙΝΗΣ


Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΥΓΟΝΙ


ΑΚΟΥΣΤΕ...
Το σκοτεινό τρυγόνι
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη



ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΥΓΟΝΙ

Μάνα μου, 
εγώ είμαι τ’ άμοιρο
το σκοτεινό τρυγόνι
όπου το δέρνει ο άνεμος
βροχή που το πληγώνει..

Το δόλιο
όπου κι αν στραφεί
απ’ όπου κι αν περάσει
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί
κλωνάρι να πλαγιάσει..

Εγώ βαρκούλα μοναχή
βαρκούλα αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό
σε θάλασσα αφρισμένη..

Παλεύω με τα κύματα
χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα
πλην την ευχή σου μόνη..

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑΣ - ΜΙΑ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ ΑΓΑΠΗΣΑ

ΑΚΟΥΣΤΕ...




ΜΙΑ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ ΑΓΑΠΗΣΑ



Μια βοσκοπούλα αγάπησα, 
μια ζηλεμένη κόρη
και την αγάπησα πολύ
ήμουν αλάλητο πουλί, 
δέκα χρονών αγόρι.

Μια μέρα που καθόμαστε
στα χόρτα τ’ ανθισμένα, 
Μάρω, ένα λόγο θα σου πω, 
Μάρω, της είπα, σε αγαπώ, 
τρελαίνομαι για σένα.

Από τη μέση με άρπαξε, 
με φίλησε στο στόμα
και μου’ πε: Για αναστεναγμούς, 
για της αγάπης τους καημούς
είσαι μικρός ακόμα.

Μεγάλωσα και την ζητώ...
άλλον ζητά η καρδιά της
και με ξεχνάει τ’ ορφανό...
Εγώ όμως δεν το λησμονώ
ποτέ το φίλημά της.



ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑΣ





Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

ΑΚΟΥΣΤΕ...



ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ



I

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,

αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,

αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,

αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.



Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,

σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,

σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,

σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.

Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς

μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.

Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.

Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.

Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ

πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.

Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,

μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους

σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.



Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι

τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους

τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -

ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ

κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους

σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.



Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο

ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει

μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους

ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους

ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες

 καὶ μὲ ταμποῦρλα.



Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται

πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,

ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους

ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας

ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος

ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο

πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους

ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.



Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα

βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε

τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.



Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,

γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.



Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα

ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -

πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,

μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη

καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους

γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.



II

Κάθε ποὺ βραδιάζει μὲ τὸ θυμάρι τσουρουφλισμένο

στὸν κόρφο τῆς πέτρας

εἶναι μία σταγόνα νερὸ ποὺ σκάβει ἀπὸ παλιὰ τὴ σιωπὴ ὡς τὸ μεδούλι

εἶναι μία καμπάνα κρεμασμένη στὸ γέρο-πλάτανο

ποὺ φωνάζει τὰ χρόνια.



Σπίθες λαγοκοιμοῦνται στὴ χόβολη τῆς ἐρημιᾶς

κ᾿ οἱ στέγες συλλογιοῦνται τὸ μαλαματένιο χνούδι

στὸ πάνω χείλι τοῦ Ἁλωνάρη

- κίτρινο χνούδι σὰν τὴ φούντα τοῦ καλαμποκιοῦ

καπνισμένο ἀπ᾿ τὸν καημὸ τῆς δύσης.



Ἡ Παναγία πλαγιάζει στὶς μυρτιὲς μὲ τὴ φαρδειά της φοῦστα λεκιασμένη ἀπ᾿ τὰ σταφύλια.

Στὸ δρόμο κλαίει ἕνα παιδὶ καὶ τοῦ ἀποκρίνεται ἀπ᾿ τὸν κάμπο

 ἡ προβατίνα ποὔχει χάσει τὰ παιδιά της.



Ἴσκιος στὴ βρύση. Παγωμένο τὸ βαρέλι.

Ἡ κόρη τοῦ πεταλωτῆ μὲ μουσκεμένα πόδια.

Ἀπάνου στὸ τραπέζι τὸ ψωμὶ κ᾿ ἡ ἐλιά,

μὲς στὴν κληματαριὰ ὁ λύχνος τοῦ ἀποσπερίτη

καὶ κεῖ ψηλά, γυρίζοντας στὴ σοῦβλα του, εὐωδάει ὁ γαλαξίας

καμένο ξύγκι, σκόρδο καὶ πιπέρι.



Ἅ, τί μπρισίμι ἀστέρι ἀκόμα θὰ χρειαστεῖ

γιὰ νὰ κεντήσουν οἱ πευκοβελόνες στὴν καψαλισμένη μάντρα

τοῦ καλοκαιριοῦ «κι αὐτὸ θὰ περάσει»

πόσο θὰ στίψει ἀκόμα ἡ μάνα τὴν καρδιὰ τῆς

πάνου ἀπ᾿ τὰ ἑφτὰ σφαγμένα παλληκάρια της

ὥσπου νὰ βρεῖ τὸ φῶς τὸ δρόμο του στὴν ἀνηφόρα τῆς ψυχῆς της.



Τοῦτο τὸ κόκκαλο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ γῆς

μετράει ὀργιὰ-ὀργιὰ τὴ γῆς καὶ τὶς κόρδες τοῦ λαγούτου

καὶ τὸ λαγοῦτο ἀποσπερὶς μὲ τὸ βιολὶ ὡς τὸ χάραμα

καημό-καημὸ τὸ λὲν στὰ δυοσμαρίνια καὶ στοὺς πεύκους

καὶ ντιντινίζουν στὰ καράβια τὰ σκοινιὰ σὰν κόρδες

κι ὁ ναύτης πίνει πικροθάλασσα στὴν κοῦπα τοῦ Ὀδυσσέα.



Ἅ, ποιὸς θὰ φράξει τότες τὴ μπασιὰ καὶ ποιὸ σπαθὶ

θὰ κόψει τὸ κουράγιο

καὶ ποιὸ κλειδὶ θὰ σοῦ κλειδώσει τὴν καρδιὰ

ποὺ μὲ τὰ δυὸ θυρόφυλλά της διάπλατα

κοιτάει τοῦ Θεοῦ τ᾿ ἀστροπερίχυτα περβόλια;



Ὥρα μεγάλη σὰν τὰ Σαββατόβραδα τοῦ Μάη στὴ ναυτικὴ ταβέρνα

νύχτα μεγάλη σὰν ταψὶ στοῦ γανωτζῆ τὸν τοῖχο

μεγάλο τὸ τραγούδι σὰν ψωμὶ στοῦ σφουγγαρᾶ τὸ δεῖπνο.

Καὶ νὰ ποὺ ροβολάει τὰ τρόχαλα τὸ κρητικὸ φεγγάρι

γκάπ, γκάπ, μὲ εἴκοσι ἀράδες προκαδούρα στὰ στιβάλια του,

καὶ νάτοι αὐτοὶ ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουνε τὴ σκάλα τοῦ Ἀναπλιοῦ

γεμίζοντας τὴν πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα ἀπὸ σκοτάδι,

μὲ τὸ μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο ἀστέρι

καὶ μὲ τὸ δόντι τους πευκόρριζα στοῦ Αἰγαίου τὸ βράχο καὶ τὸ ἁλάτι.

Μπῆκαν στὰ σίδερα καὶ στὴ φωτιά, κουβέντιασαν μὲ τὰ λιθάρια,

κεράσανε ρακὶ τὸ θάνατο στὸ καύκαλο τοῦ παππουλῆ τους,

στ᾿ Ἁλώνια τὰ ἴδια ἀντάμωσαν τὸ Διγενῆ καὶ στρώθηκαν στὸ δεῖπνο

κόβοντας τὸν καημὸ στὰ δυὸ ἔτσι ποὺ κόβανε στὸ γόνατο

τὸ κριθαρένιο τους καρβέλι.



Ἔλα κυρὰ μὲ τ᾿ ἁρμυρὰ ματόκλαδα, μὲ φλωροκαπνισμένο χέρι

ἀπὸ τὴν ἔγνοια τοῦ φτωχοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ χρόνια -

ἡ ἀγάπη σὲ περμένει μὲς στὰ σκοῖνα,

μὲς στὴ σπηλιά του ὁ γλάρος σου κρεμάει τὸ μαῦρο κόνισμά σου

κι ὁ πικραμένος ἀχινιός σου ἀσπάζεται τὸ νύχι τοῦ ποδιοῦ σου.

Μέσα στὴ μαύρη ρῶγα τοῦ ἀμπελιοῦ κοχλάζει ὁ μοῦστος κατακόκκινος,

κοχλάζει τὸ ροδάμι στὸν καμένο πρῖνο,

στὸ χῶμα ἡ ρίζα τοῦ νεκροῦ ζητάει νερὸ γιὰ νὰ τινάξει ἐλάτι

κ᾿ ἡ μάνα κάτου ἀπ᾿ τὴ ρυτίδα της κρατάει γερὰ μαχαῖρι.

Ἔλα κυρὰ ποὺ τὰ χρυσὰ κλωσσᾶς αὐγὰ τοῦ κεραυνοῦ -

πότε μία μέρα θαλασσιὰ θὰ βγάλεις τὸ τσεμπέρι

καὶ θὰ πάρεις πάλι τ᾿ ἄρματα

νὰ σὲ χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι

νὰ σπάσει ρόιδι ὁ ἥλιος στὴν ἀλατζαδένια σου ποδιὰ

νὰ τὸν μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρὶ στὰ δώδεκα ὀρφανά σου,

νὰ λάμψει ὁλόγυρα ὁ γιαλὸς ὡς λάμπει ἡ κόψη τοῦ σπαθιοῦ

καὶ τ᾿ Ἀπριλιοῦ τὸ χιόνι

καὶ νάβγει στὰ χαλίκια ὁ κάβουρας γιὰ νὰ λιαστεῖ

καὶ νὰ σταυρώσει τὶς δαγκάνες του.



III

Δῶ πέρα ὁ οὐρανὸς δὲ λιγοστεύει οὔτε στιγμὴ τὸ λάδι τοῦ ματιοῦ μας

δῶ πέρα ὁ ἥλιος παίρνει πάνω του τὸ μισὸ βάρος τῆς πέτρας

ποὺ σηκώνουμε πάντα στὴ ράχη μας

σπᾶνε τὰ κεραμίδια δίχως ἂχ κάτου ἀπ᾿ τὸ γόνα τοῦ μεσημεριοῦ

οἱ ἄνθρωποι πᾶν μπροστὰ ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τους σὰν τὰ δελφίνια

μπρὸς ἀπ᾿ τὰ σκιαθίτικα καΐκια

ὕστερα ὁ ἴσκιος τους γίνεται ἕνας ἀϊτὸς

ποὺ βάφει τὰ φτερά του στὸ λιόγερμα

καὶ πιὸ ὕστερα κουρνιάζει στὸ κεφάλι τους καὶ συλλογιέται τ᾿ ἄστρα

ὅταν αὐτοὶ πλαγιάζουνε στὸ λιακωτὸ μὲ τὴ μαύρη σταφίδα.



Δῶ πέρα ἡ κάθε πόρτα ἔχει πελεκημένο ἕνα ὄνομα

κάπου ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τόσα χρόνια

κάθε λιθάρι ἔχει ζωγραφισμένον ἕναν ἅγιο μ᾿ ἄγρια μάτια

καὶ μαλλιὰ σκοινένια

κάθε ἄντρας ἔχει στὸ ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιὰ τὴ βελονιὰ

μία κόκκινη γοργόνα

κάθε κοπέλα ἔχει μία φοῦχτα ἁλατισμένο φῶς κάτου ἀπ᾿ τὴ φοῦστα της

καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν πέντε-ἕξι σταυρουλάκια πίκρα

πάνου στὴν καρδιά τους

σὰν τὰ χνάρια ἀπ᾿ τὸ βῆμα τῶν γλάρων στὴν ἀμμουδιὰ τὸ ἀπόγευμα.



Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Τὸ ξέρουμε.

Ὅλα τὰ μονοπάτια βγάζουνε στὰ Ψηλαλώνια.

O ἀγέρας εἶναι ἁψὺς κεῖ πάνου.



Ὅταν ξεφτάει ἀπόμακρα ἡ μινωικὴ τοιχογραφία τῆς δύσης

καὶ σβήνει ἡ πυρκαϊὰ στὸν ἀχερῶνα τῆς ἀκρογιαλιᾶς

ἀνηφορίζουν ὡς ἐδῶ οἱ γριὲς ἀπ᾿ τὰ σκαμμένα στὸ βράχο σκαλοπάτια

κάθουνται στὴ Μεγάλη Πέτρα γνέθοντας μὲ τὰ μάτια τὴ θάλασσα

κάθουνται καὶ μετρᾶν τ᾿ ἀστέρια ὡς νὰ μετρᾶνε

τὰ προγονικὰ ἀσημένια τους κουταλοπήρουνα

κι ἀργὰ κατηφορᾶνε νὰ ταΐσουνε τὰ ἐγγόνια τους

μὲ τὸ μεσολογγίτικο μπαροῦτι.



Ναί, ἀλήθεια, ὁ Ἑλκόμενος ἔχει δυὸ χέρια τόσο λυπημένα

μέσα στὴ θηλειά τους

ὅμως τὸ φρύδι του σαλεύει σὰν τὸ βράχο ποὺ ὅλο πάει νὰ ξεκολλήσει πάνου ἀπ᾿ τὸ πικρό του μάτι.

Ἀπὸ βαθιὰ ἀνεβαίνει αὐτὸ τὸ κῦμα ποὺ δὲν ξέρει παρακάλια

ἀπὸ ψηλὰ κυλάει αὐτὸς ὁ ἀγέρας μὲ ρετσίνι φλέβα

καὶ πλεμόνι ἀλισφακιά.



Ἄχ, θὰ φυσήξει μία νὰ πάρει σβάρνα τὶς πορτοκαλιές της θύμησης

Ἄχ, θὰ φυσήξει δυὸ νὰ βγάλει σπίθα ἡ σιδερένια πέτρα σὰν καψοῦλι

Ἄχ, θὰ φυσήξει τρεῖς καὶ θὰ τρελλάνει τὰ ἐλατόδασα στὴ Λιάκουρα

θὰ δώσει μία μὲ τὴ γροθιά του νὰ τινάξει τὴν τυράγνια στὸν ἀγέρα

καὶ θὰ τραβήξει τῆς ἀρκούδας νύχτας τὸ χαλκὰ νὰ μᾶς χορέψει τσάμικο καταμεσὶς στὴν τάπια

καὶ ντέφι τὸ φεγγάρι θὰ χτυπάει ποὺ νὰ γεμίσουν

τὰ νησιώτικα μπαλκόνια

ἀγουροξυπνημένο παιδολόι καὶ σουλιώτισσες μανάδες.



Ἕνας μαντατοφόρος φτάνει ἀπ᾿ τὴ Μεγάλη Λαγκαδιὰ κάθε πρωινὸ

στὸ πρόσωπό του λάμπει ὁ ἱδρωμένος ἥλιος

κάτου ἀπὸ τὴ μασκάλη του κρατεῖ σφιχτὰ τὴ ρωμιοσύνη

ὅπως κρατάει ὁ ἐργάτης τὴν τραγιάσκα του μέσα στὴν ἐκκλησία.

Ἦρθε ἡ ὥρα, λέει. Νάμαστε ἕτοιμοι.

Κάθε ὥρα εἶναι ἡ δικιά μας ὥρα.



IV

Τράβηξαν ὁλόισια στὴν αὐγὴ μὲ τὴν ἀκαταδεξιὰ τοῦ ἀνθρώπου

ποὺ πεινάει,

μέσα στ᾿ ἀσάλευτα μάτια τους εἶχε πήξει ἕνα ἄστρο

στὸν ὦμο τους κουβάλαγαν τὸ λαβωμένο καλοκαῖρι.



Ἀπὸ δῶ πέρασε ὁ στρατὸς μὲ τὰ φλάμπουρα κατάσαρκα

μὲ τὸ πεῖσμα δαγκωμένο στὰ δόντια τους σὰν ἄγουρο γκόρτσι

μὲ τὸν ἄμμο τοῦ φεγγαριοῦ μὲς στὶς ἀρβύλες τους

καὶ μὲ τὴν καρβουνόσκονη τῆς νύχτας κολλημένη μέσα στὰ ρουθούνια καὶ στ᾿ αὐτιά τους.



Δέντρο τὸ δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τὸν κόσμο,

μ᾿ ἀγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τὸν ὕπνο.

Φέρναν τὴ ζωὴ στὰ δυὸ στεγνά τους χέρια σὰν ποτάμι.



Σὲ κάθε βῆμα κέρδιζαν μία ὀργιὰ οὐρανὸ - γιὰ νὰ τὸν δώσουν.

Πάνου στὰ καραούλια πέτρωναν σὰν τὰ καψαλιασμένα δέντρα,

κι ὅταν χορεῦαν στὴν πλατεῖα,

μέσα στὰ σπίτια τρέμαν τὰ ταβάνια καὶ κουδούνιζαν τὰ γυαλικὰ

στὰ ράφια.



Ἄ, τί τραγούδι τράνταξε τὰ κορφοβούνια -

ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους κράταγαν τὸ σκουτέλι τοῦ φεγγαριοῦ

καὶ δειπνοῦσαν,

καὶ σπάγαν τὸ ἂχ μέσα στὰ φυλλοκάρδια τους

σὰ νάσπαγαν μία ψείρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ χοντρά τους νύχια.



Ποιὸς θὰ σοῦ φέρει τώρα τὸ ζεστὸ καρβέλι μὲς στὴ νύχτα

νὰ ταΐσεις τὰ ὄνειρα;

Ποιὸς θὰ σταθεῖ στὸν ἴσκιο τῆς ἐλιᾶς παρέα μὲ τὸ τζιτζίκι

μὴ σωπάσει τὸ τζιτζίκι,

τώρα ποὺ ἀσβέστης τοῦ μεσημεριοῦ βάφει τὴ μάντρα

ὁλόγυρα τοῦ ὁρίζοντα

σβήνοντας τὰ μεγάλα ἀντρίκια ὀνόματά τους;



Τὸ χῶμα τοῦτο ποὺ μοσκοβολοῦσε τὰ χαράματα

τὸ χῶμα ποὺ εἴτανε δικό τους καὶ δικό μας - αἷμα τους

 πὼς μύριζε τὸ χῶμα -

καὶ τώρα πὼς κλειδώσανε τὴν πόρτα τους τ᾿ ἀμπέλια μας

πῶς λίγνεψε τὸ φῶς στὶς στέγες καὶ στὰ δέντρα

ποιὸς νὰ τὸ πεῖ πὼς βρίσκονται οἱ μισοὶ κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα

κ᾿ οἱ ἄλλοι μισοὶ στὰ σίδερα;



Μὲ τόσα φύλλα νὰ σοῦ γνέφει ὁ ἥλιος καλημέρα

μὲ τόσα φλάμπουρα νὰ λάμπει ὁ οὐρανὸς

καὶ τοῦτοι μὲς στὰ σίδερα καὶ κεῖνοι μὲς στὸ χῶμα.



Σώπα, ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες.

Αὐτὸ τὸ χῶμα εἶναι δικό τους καὶ δικό μας.

Κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα, μὲς στὰ σταυρωμένα χέρια τους

κρατᾶνε τῆς καμπάνας τὸ σκοινὶ - περμένουνε τὴν ὥρα, δὲν κοιμοῦνται,

περμένουν νὰ σημάνουν τὴν ἀνάσταση. Τοῦτο τὸ χῶμα

εἶναι δικό τους καὶ δικό μας - δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ μᾶς τὸ πάρει.



V

Κάτσανε κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο

κοσκινίζοντας τὸ σταχτὶ φῶς μὲ τὰ χοντρά τους δάχτυλα

βγάλανε τὶς μπαλάσκες τους καὶ λογαριᾶζαν

πόσος μόχτος χώρεσε στὸ μονοπάτι τῆς νύχτας

πόση πίκρα στὸν κόμπο τῆς ἀγριομολόχας

πόσο κουράγιο μὲς στὰ μάτια τοῦ ξυπόλυτου παιδιοῦ

ποὺ κράταε τὴ σημαία.



Εἶχε ἀπομείνει πάρωρα στὸν κάμπο τὸ στερνὸ χελιδόνι

ζυγιαζόταν στὸν ἀέρα σὰ μία μαύρη λουρίδα στὸ μανίκι

τοῦ φθινοπώρου.

Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ἔμενε. Μονάχα κάπνιζαν ἀκόμα τὰ καμένα σπίτια.

Οἱ ἄλλοι μας ἄφησαν ἀπὸ καιρὸ κάτου ἀπ᾿ τὶς πέτρες

μὲ τὸ σκισμένο τους πουκάμισο καὶ μὲ τὸν ὅρκο τους γραμμένο

στὴν πεσμένη πόρτα.

Δὲν ἔκλαψε κανείς. Δὲν εἴχαμε καιρό. Μόνο ποὺ ἡ σιγαλιὰ

μεγάλωνε πολὺ

κ᾿ εἴταν τὸ φῶς συγυρισμένο κάτου στὸ γιαλὸ

σὰν τὸ νοικοκυριὸ τῆς σκοτωμένης.



Τί θὰ γίνουν τώρα ὅταν θάρθει ἡ βροχὴ μὲς στὸ χῶμα

μὲ τὰ σάπια πλατανόφυλλα

τί θὰ γίνουν ὅταν ὁ ἥλιος στεγνώσει στὸ χράμι τῆς συγνεφιᾶς

σᾶ σπασμένος κοριὸς στὸ χωριάτικο κρεββάτι

ὅταν σταθεῖ στὴν καμινάδα τοῦ ἀπόβραδου μπαλσαμωμένο

τὸ λελέκι τοῦ χιονιοῦ;

Ρίχνουνε ἁλάτι οἱ γριὲς μανάδες στὴ φωτιά,

ρίχνουνε χῶμα στὰ μαλλιά τους

ξερρίζωσαν τ᾿ ἀμπέλια τῆς Μονοβασιᾶς μὴ καὶ γλυκάνει μαύρη ρώγα τῶν ἐχτρῶν τὸ στόμα,

βάλαν σ᾿ ἕνα σακκούλι τῶν παππούδων τους τὰ κόκκαλα

μαζὶ μὲ τὰ μαχαιροπήρουνα

καὶ τριγυρνᾶνε ἔξω ἀπ᾿ τὰ τείχη τῆς πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο

νὰ ριζώσουνε στὴ νύχτα.



Θάναι δύσκολο τώρα νὰ βροῦμε μία γλῶσσα πιὸ τῆς κερασιᾶς,

λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -

τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπομεῖναν στὰ χωράφια ἢ ἀπάνου στὰ βουνὰ

ἢ κάτου ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, δὲν ξεχνᾶνε -

θάναι δύσκολο νὰ ξεχάσουμε τὰ χέρια τους

θάναι δύσκολο τὰ χέρια πούβγαλαν κάλους στὴ σκανδάλη

νὰ ρωτήσουν μία μαργαρίτα

νὰ ποῦν εὐχαριστῶ πάνου στὸ γόνατό τους, πάνου στὸ βιβλίο

ἢ μὲς στὸ μποῦστο τῆς ἀστροφεγγιᾶς.

Θὰ χρειαστεῖ καιρός. Καὶ πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ὥσπου νὰ βροῦν

τὸ ψωμὶ καὶ τὸ δίκιο τους.



Δυὸ κουπιὰ καρφωμένα στὸν ἄμμο τὰ χαράματα μὲ τὴ φουρτοῦνα. Πούναι ἡ βάρκα;

Ἕνα ἀλέτρι μπηγμένο στὸ χῶμα, κι ὁ ἀγέρας νὰ φυσάει.

Καμένο τὸ χῶμα. Πούναι ὁ ζευγολάτης;

Στάχτη ἡ ἐλιά, τ᾿ ἀμπέλι καὶ τὸ σπίτι.

Βραδιὰ σπαγγοραμμένη μὲ τ᾿ ἀστέρια της μὲς στὸ τσουράπι.

Δάφνη ξερὴ καὶ ρίγανη στὸ μεσοντούλαπο τοῦ τοίχου.

Δὲν τ᾿ ἄγγιξε ἡ φωτιά.

Καπνισμένο τσουκάλι στὸ τζάκι - καὶ νὰ κοχλάζει μόνο τὸ νερὸ

στὸ κλειδωμένο σπίτι. Δὲν πρόφτασαν νὰ φᾶνε.



Ἀπάνω στὸ καμένο τους πορτόφυλλο οἱ φλέβες τοῦ δάσους

- τρέχει τὸ αἷμα μὲς στὶς φλέβες.

Καὶ νὰ τὸ βῆμα γνώριμο. Ποιὸς εἶναι;

Γνώριμο βῆμα μὲ τὶς πρόκες στὸν ἀνήφορο.

Τὸ σύρσιμο τῆς ρίζας μὲς στὴν πέτρα. Κάποιος ἔρχεται.

Τὸ σύνθημα, τὸ παρασύνθημα. Ἀδελφός. Καλησπέρα.

Θὰ βρεῖ λοιπὸν τὸ φῶς τὰ δέντρα του, θὰ βρεῖ μία μέρα καὶ τὸ δέντρο τὸν καρπό του.

Τοῦ σκοτωμένου τὸ παγοῦρι ἔχει νερὸ καὶ φῶς ἀκόμα.

Καλησπέρα, ἀδερφέ μου. Τὸ ξέρεις. Καλησπέρα.



Στὴν ξύλινη παράγκα τῆς πουλάει μπαχαρικὰ καὶ ντεμισέδες

ἡ γριὰ δύση.

Κανεὶς δὲν ἀγοράζει. Τράβηξαν ψηλά.

Δύσκολο πιὰ νὰ χαμηλώσουν.

Δύσκολο καὶ νὰ ποῦν τὸ μπόι τους.



Μέσα στ᾿ ἁλῶνι ὅπου δειπνῆσαν μία νυχτιὰ τὰ παλληκάρια

μένουνε τὰ λιοκούκουτσα καὶ τὸ αἷμα τὸ ξερό του φεγγαριοῦ

κι ὁ δεκαπεντασύλλαβος ἀπ᾿ τ᾿ ἅρματά τους.

Τὴν ἄλλη μέρα τὰ σπουργίτια φάγανε τὰ ψίχουλα τῆς κουραμάνας τους,

τὰ παιδιὰ φτιάξανε παιχνίδια μὲ τὰ σπίρτα τους ποὺ ἀνάψαν

τὰ τσιγάρα τους καὶ τ᾿ ἀγκάθια τῶν ἄστρων.



Κ᾿ ἡ πέτρα ὅπου καθῆσαν κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο

ἀντικρὺ στὴ θάλασσα

αὔριο θὰ γίνει ἀσβέστης στὸ καμίνι

μεθαύριο θ᾿ ἀσβεστώσουμε τὰ σπίτια μας

καὶ τὸ πεζοῦλι τῆς Ἁγιὰ-Σωτῆρας

ἀντιμεθαύριο θὰ φυτέψουμε τὸ σπόρο ἐκεῖ ποὺ ἀποκοιμήθηκαν

κ᾿ ἕνα μπουμποῦκι τῆς ροδιᾶς θὰ σκάσει πρῶτο γέλιο τοῦ μωροῦ

στὸν κόρφο τῆς λιακάδας.

Κ᾿ ὕστερα πιὰ θὰ κάτσουμε στὴν πέτρα νὰ διαβάσουμε

ὅλη τὴν καρδιά τους

σὰ νὰ διαβάζουμε πρώτη φορὰ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.



VI

Ἔτσι μὲ τὸν ἥλιο κατάστηθα στὸ πέλαγο ποὺ ἀσβεστώνει

τὴν ἀντικρυνὴ πλαγιὰ τῆς μέρας

λογαριάζεται διπλὰ καὶ τρίδιπλα τὸ μαντάλωμα

καὶ τὸ βάσανο τῆς δίψας

λογαριάζεται ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ἡ παλιὰ λαβωματιὰ

κ᾿ ἡ καρδιὰ ξεροψήνεται στὴν κάψα σὰν τὰ βατικιώτικα κρεμμύδια μπρὸς στὶς πόρτες.



Ὅσο πᾶνε τὰ χέρια τους μοιάζουνε πιότερο τὸ χῶμα

ὅσο πᾶνε τὰ μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τὸν οὐρανό.



Ἀδείασε τὸ κιοῦπι μὲ τὸ λάδι. Λίγη μοῦργα στὸν πάτο.

Κι ὁ ψόφιος ποντικός.

Ἀδείασε τὸ κουράγιο τῆς μάνας μαζὶ μὲ τὸ πήλινο κανάτι καὶ τὴ στέρνα.

Στυφίζουν τὰ οὖλα της ἐρμιᾶς ἀπ᾿ τὸ μπαροῦτι.



Ποῦ λάδι τώρα πιὰ γιὰ τὸ καντῆλι τῆς Ἁγιὰ-Βαρβάρας

ποῦ δυόσμος πιὰ νὰ λιβανίσει τὸ μαλαματένιο κόνισμα τοῦ δειλινοῦ

ποῦ μία μπουκιὰ ψωμὶ γιὰ τὴ βραδιά-ζητιάνα νὰ σοῦ παίξει

τὴν ἀστρομαντινάδα της στὴ λύρα.



Στὸ πάνου κάστρο τοῦ νησιοῦ στοιχειῶσαν οἱ φραγκοσυκιὲς

καὶ τὰ σπερδούκλια.

Τὸ χῶμα ἀνασκαμμένο ἀπὸ τὸ κανονίδι καὶ τοὺς τάφους.

Τὸ γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο μὲ οὐρανό.

 Δὲν ἔχει πιὰ καθόλου τόπο γιὰ ἄλλους νεκρούς.

Δὲν ἔχει τόπο ἡ λύπη νὰ σταθεῖ νὰ πλέξει τὰ μαλλιά της.



Σπίτια καμένα ποὺ ἀγναντεύουν μὲ βγαλμένα μάτια

τὸ μαρμαρωμένο πέλαγο

κ᾿ οἱ σφαῖρες σφηνωμένες στὰ τειχιὰ

σὰν τὰ μαχαίρια στὰ παΐδια τοῦ Ἅγιου ποὺ τὸν δέσανε στὸ κυπαρίσσι.



Ὅλη τὴ μέρα οἱ σκοτωμένοι λιάζονται ἀνάσκελα στὸν ἥλιο.

Καὶ μόνο σὰ βραδιάζει οἱ στρατιῶτες σέρνονται μὲ τὴν κοιλιὰ

στὶς καπνισμένες πέτρες

ψάχνουν μὲ τὰ ρουθούνια τὸν ἀγέρα ἔξω ἀπ᾿ τὸ θάνατο

ψάχνουνε τὰ παπούτσια τοῦ φεγγαριοῦ μασουλώντας

ἕνα κομμάτι μεντζεσόλα

χτυπᾶν μὲ τὴ γροθιὰ τὸ βράχο μήπως τρέξει ὁ κόμπος τοῦ νεροῦ

μὰ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ τοῖχος εἶναι κούφιος

καὶ ξανακοῦν τὸ χτύπημα μὲ τοὺς πολλοὺς γύρους ποὺ κάνει ἡ ὀβίδα πέφτοντας στὴ θάλασσα

κι ἀκοῦν ἀκόμα μία φορὰ τὸ σκούξιμο τῶν λαβωμένων

μπρὸς στὴν πύλη.

Ποῦ νὰ τραβήξεις; Σὲ φωνάζει ὁ ἀδερφός σου.



Χτισμένη ἡ νύχτα ὁλόγυρα ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους ξένων καραβιῶν.

Κλεισμένοι οἱ δρόμοι ἀπ᾿ τὰ ντουβάρια.

Μόνο γιὰ τὰ ψηλὰ εἶναι ἀκόμα δρόμος.

Κι αὐτοὶ μουντζώνουν τὰ καράβια καὶ δαγκώνουνε τὴ γλῶσσα τους

ν᾿ ἀκούσουνε τὸν πόνο τους ποὺ δὲν ἔγινε κόκκαλο.



Ἀπάνω στὰ μεντένια οἱ σκοτωμένοι καπετάνιοι ὀρθοὶ φρουροῦν

τὸ κάστρο.

Κάτου ἀπ᾿ τὰ ροῦχα τους λυώνουν τὰ κρέατά τους. Ἐι, ἀδέρφι, δὲν ἀπόστασες;

Μπουμπούκιασε τὸ βόλι μέσα στὴν καρδιά σου

πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στὴ μασκάλη τοῦ ξερόβραχου,

ἀνάσα-ἀνάσα ἡ μοσκοβόλια λέει τὸ παραμύθι - δὲ θυμᾶσαι;

δοντιὰ-δοντιὰ ἡ λαβωματιά σου λέει τὴ ζωή,

τὸ χαμομήλι φυτρωμένο μὲς στὴ λίγδα τοῦ νυχιοῦ σου

στὸ μεγάλο δάχτυλο τοῦ ποδαριοῦ

σοῦ λέει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου.



Πιάνεις τὸ χέρι. Εἶναι δικό σου. Νοτισμένο ἀπ᾿ τὴν ἁρμύρα.

Δικιά σου ἡ θάλασσα. Σὰν ξερριζώνεις τρίχα ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τῆς σιωπῆς

στάζει πικρὸ τὸ γάλα τῆς συκιᾶς. Ὅπου καὶ νᾶσαι ὁ οὐρανὸς σὲ βλέπει.

Στρίβει στὰ δάχτυλά του ὁ ἀποσπερίτης τὴν ψυχή σου σὰν τσιγάρο

ἔτσι νὰ τὴ φουμάρεις τὴν ψυχή σου ἀνάσκελα

βρέχοντας τὸ ζερβί σου χέρι μὲς στὴν ξαστεριὰ

καὶ στὸ δεξί σου κολλημένο τὸ ντουφέκι-ἀρραβωνιαστικιά σου

νὰ θυμηθεῖς πὼς ὁ οὐρανὸς ποτέ του δὲ σὲ ξέχασε

ὅταν θὰ βγάζεις ἀπ᾿ τὴ μέσα τσέπη τὸ παλιό του γράμμα

καὶ ξεδιπλώνοντας μὲ δάχτυλα καμένα τὸ φεγγάρι θὰ διαβάζεις λεβεντιὰ καὶ δόξα.



Ὕστερα θ᾿ ἀνεβεῖς στὸ ψηλὸ καραοῦλι τοῦ νησιοῦ σου

καὶ βάζοντας καψοῦλι τὸ ἄστρο θὰ τραβήξεις μία στὸν ἀέρα

πάνου ἀπὸ τὰ τειχιὰ καὶ τὰ κατάρτια

πάνου ἀπὸ τὰ βουνὰ ποὺ σκύβουν σὰ φαντάροι πληγωμένοι

ἔτσι μόνο καὶ μόνο νὰ χουγιάξεις τὰ στοιχειὰ καὶ νὰ τρυπώσουν

στὴν κουβέρτα τοῦ ἴσκιου -

θὰ ρίξεις μίαν ἴσα στὸν κόρφο τ᾿ οὐρανοῦ νὰ βρεῖς τὸ γαλανὸ σημάδι

σάμπως νὰ βρίσκεις πάνου ἀπ᾿ τὸ πουκάμισο τὴ ρώγα τῆς γυναίκας

ποὺ αὔριο θὰ βυζαίνει τὸ παιδί σου

σάμπως νὰ βρίσκεις ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνια τὸ χεροῦλι τῆς ἐξώπορτας

τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ σου.



VII

Τὸ σπίτι, ὁ δρόμος, ἡ φραγκοσυκιά, τὰ φλούδια τοῦ ἥλιου στὴν αὐλὴ ποὺ τὰ τσιμπολογᾶν οἱ κόττες.

Τὰ ξέρουμε, μᾶς ξέρουνε. Δῶ χάμου ἀνάμεσα στὰ βάτα

ἔχει ἡ δεντρογαλιὰ παρατημένο τὸ κίτρινο πουκάμισό της.

Δῶ χάμου εἶναι ἡ καλύβα τοῦ μερμηγκιοῦ κι ὁ πύργος τῆς σφήγκας

μὲ τὶς πολλὲς πολεμίστρες,

στὴν ἴδια ἐλιὰ τὸ τσόφλι τοῦ περσινοῦ τζίτζικα κ᾿ ἡ φωνὴ

τοῦ φετεινοῦ τζίτζικα,

στὰ σκοῖνα ὁ ἴσκιος σου ποὺ σὲ παίρνει ἀπὸ πίσω σὰ σκυλὶ ἀμίλητο, πολὺ βασανισμένο,

πιστὸ σκυλὶ - τὰ μεσημέρια κάθεται δίπλα στὸ χωματένιον ὕπνο σου μυρίζοντας τὶς πικροδάφνες

τὰ βράδια κουλουριάζεται στὰ πόδια σου κοιτάζοντας ἕνα ἄστρο.



Εἶναι μία σιγαλιὰ ἀπὸ ἀχλάδια ποὺ μεγαλώνουνε στὰ σκέλια τοῦ καλοκαιριοῦ

μία νύστα ἀπὸ νερὸ ποὺ χαζεύει στὶς ρίζες τῆς χαρουπιᾶς -

ἡ ἄνοιξη ἔχει τρία ὀρφανὰ κοιμισμένα στὴν ποδιά της

ἕναν ἀϊτὸ μισοπεθαμένο στὰ μάτια της

καὶ κεῖ ψηλὰ πίσω ἀπὸ τὸ πευκόδασο

στεγνώνει τὸ ξωκκλήσι τοῦ Ἅη-Γιαννιοῦ τοῦ Νηστευτῆ

σὰν ἄσπρη κουτσουλιὰ τοῦ σπουργιτιοῦ σ᾿ ἕνα πλατὺ φύλλο μουριᾶς ποὺ τὴν ξεραίνει ἡ κάψα.



Ἐτοῦτος ὁ τσοπάνος τυλιγμένος τὴν προβιά του

ἔχει σὲ κάθε τρίχα τοῦ κορμιοῦ ἕνα στεγνὸ ποτάμι

ἔχει ἕνα δάσος βελανιδιὲς σὲ κάθε τρῦπα τῆς φλογέρας του

καὶ τὸ ραβδί του ἔχει τοὺς ἴδιους ρόζους μὲ τὸ κουπὶ ποὺ πρωτοχτύπησε τὸ γαλάζιο του Ἑλλήσποντου.



Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Ἡ φλέβα τοῦ πλάτανου

ἔχει τὸ αἷμα σου. Καὶ τὸ σπερδοῦκλι τοῦ νησιοῦ κ᾿ ἡ κάπαρη.

Τὸ ἀμίλητο πηγάδι ἀνεβάζει στὸ καταμεσήμερο

μία στρογγυλὴ φωνὴ ἀπὸ μαῦρο γυαλὶ κι ἀπὸ ἄσπρο ἄνεμο

στρογγυλὴ σὰν τὰ παλιὰ πιθάρια - ἡ ἴδια πανάρχαιη φωνή.

Κάθε νύχτα τὸ φεγγάρι ἀναποδογυρίζει τοὺς σκοτωμένους

ψάχνει τὰ πρόσωπά τους μὲ παγωμένα δάχτυλα νὰ βρεῖ τὸ γιό του

ἀπ᾿ τὴν κοψιὰ τοῦ σαγονιοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πέτρινα φρύδια,

ψάχνει τὶς τσέπες τους. Πάντα κάτι θὰ βρεῖ. Κάτι βρίσκουμε.

Ἕνα κλειδί, ἕνα γράμμα, ἕνα ρολόι σταματημένο στὶς ἑφτά. Κουρντίζουμε πάλι τὸ ρολόι. Περπατᾶνε οἱ ὧρες.



Ὅταν μεθαύριο λυώσουνε τὰ ροῦχα τους καὶ μείνουνε γυμνοὶ

ἀνάμεσα στὰ στρατιωτικὰ κουμπιά τους

ἔτσι ποὺ μένουν τὰ κομμάτια τ᾿ οὐρανοῦ ἀνάμεσα

ἀπὸ τὰ καλοκαιριάτικα ἄστρα

τότε μπορεῖ νὰ βροῦμε τ᾿ ὄνομά τους καὶ μπορεῖ νὰ τὸ φωνάξουμε: ἀγαπῶ.

Τότε. Μὰ πάλι αὐτὰ τὰ πράγματα εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ μακρινά.

Εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ κοντινά, σὰν ὅταν πιάνεις στὸ σκοτάδι ἕνα χέρι καὶ λὲς καλησπέρα

μὲ τὴν πικρὴ καλογνωμιὰ τοῦ ξενητεμένου ὅταν γυρνάει

στὸ πατρικό του

καὶ δὲν τὸν γνωρίζουνε μήτε οἱ δικοί του, γιατὶ αὐτὸς ἔχει γνωρίσει

τὸ θάνατο

κ᾿ ἔχει γνωρίσει τὴ ζωὴ πρὶν ἀπ᾿ τὴ ζωὴ καὶ πάνου ἀπὸ τὸ θάνατο

καὶ τοὺς γνωρίζει. Δὲν πικραίνεται. Αὔριο, λέει. Κ᾿ εἶναι σίγουρος

πῶς ὁ δρόμος ὁ πιὸ μακρινὸς εἶναι ὁ πιὸ κοντινὸς στὴν καρδιὰ

τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ φεγγάρι τὸν φιλάει στὸ λαιμὸ

μὲ κάποια στεναχώρια,

τινάζοντας τὴ στάχτη τοῦ τσιγάρου του ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ, μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριά του

μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῶν δέντρων καὶ τῶν ἄστρων

καὶ τῶν ἀδελφῶν.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

(απὸ τα Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)