ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

ΑΔΕΣΠΟΤΗ ΖΩΗ


Γεννήθηκα ένα βροχερό χειμωνιάτικο βράδυ μέσα σ’ ένα χαρτόκουτο. Ήμουν ο πρώτος που βγήκα από την κοιλιά της μητέρας μου, καθώς τα τρία μικρότερα αδέλφια μου που κόντευαν να σκάσουν μ’ έσπρωχναν μαζί με όλη τους τη δύναμη. Γι’ αυτό και όλοι μετά με φώναζαν «ο μεγάλος». Αν και είναι αλήθεια πως αυτό τον τίτλο τον δικαιολογεί απόλυτα και το μέγεθός μου.


Ήμουν, που λέτε, τυλιγμένος με διάφορα υγρά που κολλούσαν πάνω μου και μ’ ενοχλούσαν αφόρητα. Όμως η καλή μου η μητέρα δε μ’ άφησε ούτε στιγμή χωρίς τη φροντίδα της. Η γλώσσα της δούλευε ασταμάτητα σαν σπάτουλα τεχνίτη ζαχαροπλάστη και μέσα σε λίγα λεπτά όλα αυτά είχαν εξαφανιστεί. Το ίδιο έκανε αμέσως μετά και με τα υπόλοιπα παιδιά της. Κι όταν τελείωσε, μας τύλιξε ζεστά μέσα στο τριχωτό σώμα της για να μας προφυλάξει απ’ τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα και μας τρυπούσε ως το κόκαλο.
Για πολλές μέρες, δεν ξέρω πόσες, τα στόματά μας ήταν κολλημένα αδιάκοπα πάνω στις θηλές της και ρουφάγαμε αχόρταγα το γάλα της, που μας κρατούσε στη ζωή. Ήταν φανερά εξαντλημένη αλλά πιστή στο καθήκον της. Ευτυχώς για μας, ο πατέρας μας έκανε ό,τι μπορούσε για να μη μένει νηστική. Ακούγαμε συχνά πυκνά τα βήματά του καθώς πηγαινοερχόταν και κάθε φορά κάτι κρατούσε στο στόμα του για να το βάλει στο δικό της.


Ο καιρός κύλησε γρήγορα, τα μάτια μας άνοιξαν στο φως, τα πόδια μας δυνάμωσαν τόσο που να στεκόμαστε όρθιοι μόνοι μας, είχαμε μια ασταμάτητη όρεξη για παιχνίδια και το χαρτόκουτο ήταν πια πολύ μικρό για τη ζωηράδα μας. Δυστυχώς, κάθε φορά που επιχειρούσαμε να βγούμε έξω, νιώθαμε τα δόντια της μητέρας μας να μας αρπάζουν απ’ το σβέρκο και να μας πετάνε ξανά απαλά μέσα στον περιορισμένο χώρο μας. Θυμάμαι μια φορά που ο μικρότερος απ’ όλους μας ξέφυγε από την επιτήρησή της, μα δεν κατάφερε να πάει αρκετά μακριά, αφού το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα μας τον συνέλαβε έγκαιρα και τον έφερε πίσω σηκωτό.
Κι έφτασε η μεγάλη μέρα. Η πρώτη μέρα της ελευθερίας μας. Η πολυπόθητη ομαδική έξοδος απ’ το χαρτόκουτο. Για πού; Για ποιο λόγο; Κανείς μας δεν ήξερε και οι γονείς μας, σιωπηλοί, δεν έδιναν καμιά απάντηση. Σύντομα όμως τα μάθαμε όλα. Μάθημα ζωής κανονικό.
Πρώτο και σπουδαιότερο, μάθαμε να αναγνωρίζουμε τους προαιώνιους εχθρούς μας. Τις ύπουλες εφτάψυχες γάτες, που όπου μας πετύχουν μας γδέρνουν με τα νύχια τους κι εξαφανίζονται στη στιγμή. Γι’ αυτό, ποτέ δεν περιμένουμε να μας επιτεθούν, αλλά τις στρώνουμε εμείς πρώτοι στο κυνήγι κι ας μην ξέρουμε γιατί. Ξέρουν αυτές.


Δεύτερο, αλλά το ίδιο σπουδαίο, πού βρίσκουμε συνήθως την τροφή μας. Ακολουθούμε τις μυρωδιές που νιώθουμε πως γαργαλάνε ευχάριστα τη μύτη μας και συνήθως καταλήγουμε σε κάποια μέρη με τραπέζια με πολύ κόσμο   που οι άνθρωποι τα λένε «σουβλατζίδικα» ή «ψησταριές» ή «μεζεδοπωλεία» ή «φαγάδικα» ή… Πάντως, εκεί πάντα βρίσκονται αρκετοί που αν τους πλησιάσεις ευγενικά και χαμογελαστά κουνώντας την ουρά πέρα δώθε, σίγουρα κάτι τους περισσεύει που στο δίνουν με ευχαρίστηση. Βέβαια, υπάρχουν και μέρες που αυτά τα μέρη είναι κλειστά και δεν κυκλοφορεί ψυχή στο δρόμο. Τότε εφαρμόζουμε το σχέδιο «επιδρομή στον σκουπιδοτενεκέ». Δεν είναι ό,τι καλύτερο, αλλά πάντα κάτι βρίσκουμε να γεμίσουμε το άδειο μας στομάχι. Το θέμα είναι να μην κοιμηθούμε νηστικοί, γιατί το γουργουρητό δύσκολα αντέχεται.
Τρίτο και τελευταίο, αγαπάμε τα παιδιά, αλλά προσέχουμε τους μεγάλους. Δεν είναι όλοι καλοί ούτε μας συμπαθούν όλοι πραγματικά. Υπάρχουν και κάποιοι που μας φωνάζουν δήθεν για να μας χαϊδέψουν, αλλά μόλις πλησιάσουμε, νιώθουν χαρά να μας κλοτσάνε. Άλλοι πάλι δήθεν θέλουν να μας ταΐσουν, αλλά το φαγητό που μας δίνουν είναι δηλητήριο. Όλους αυτούς πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τους αντιμετωπίσουμε, άλλοτε δείχνοντας τα κοφτερά δόντια μας και άλλοτε γαβγίζοντας τρομακτικά. Το κόλπο πιάνει πάντα, γιατί στ’ αλήθεια είναι φοβιτσιάρηδες.


Αυτά όλα κι όλα πρόλαβε να μας μάθει ο καλός μας ο πατέρας, γιατί ξαφνικά ένα πρωί κοιμήθηκε βαθιά και δεν ξαναξύπνησε. Τον σπρώχναμε, τον δαγκώναμε πειραχτικά, η μητέρα μας έβγαζε μικρές κραυγές δίπλα απ’ τ’ αυτί του, τίποτα εκείνος. Καταλάβαμε πως δεν ήθελε να ξυπνήσει με τίποτα. Μάλλον ήταν πολύ κουρασμένος και τον αφήσαμε να συνεχίσει τον βαθύ ύπνο του. Το σώμα του ήταν παγωμένο και σκληρό. Γι’ αυτό τον σύραμε όλοι μαζί σε μιαν άκρη, σχίσαμε τη χαρτόκουτα με τα δόντια μας και τον σκεπάσαμε για να μην κρυώνει, του αφήσαμε όλο το χώρο δικό του – τόσα είχε κάνει για μας – και αναζητήσαμε στέγη κάπου αλλού.
Τις πρώτες μέρες δεν σταθήκαμε και τόσο τυχεροί. Όλες οι απόμερες γωνιές ήταν πιασμένες. Όπου πηγαίναμε, κάποιος άλλος μας είχε προλάβει. Ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά περνώντας τις νύχτες μας κάτω από παγκάκια ή μεγάλους κάδους απορριμμάτων. Μέχρι που ήρθε άσπρη μέρα και για μας. Ένα σπίτι με κήπο, μισοερειπωμένο, χωρίς ανθρώπους. Τι χαρά! Ήταν ό,τι έπρεπε για την πολυμελή οικογένειά μας. Καθένας μας διάλεξε τον δικό του χώρο και όλοι ήμασταν καταχαρούμενοι. Έτσι ξεκίνησε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή μας.


Για πολύ καιρό όλα κύλησαν ήρεμα. Παίζαμε μεταξύ μας, κρυβόμασταν μέσα στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού, τρέχαμε στον κήπο ξέγνοιαστα, κοιμόμασταν όσο θέλαμε χωρίς κανείς να μας χαλάει τον ύπνο… Μα τα καλά πράγματα κρατάνε λίγο και τα κακά έρχονται όλα μαζεμένα. Ένα πρωί η μητέρα μας, κουρασμένη κι αυτή από την φροντίδα μας, αποφάσισε να κοιμηθεί για πάντα. Πολύ στενοχωρηθήκαμε όλοι μας και πιο πολύ εγώ, που τώρα έπρεπε, σαν πιο μεγάλος, να προσέχω και τ’ αδέλφια μου. Κι όταν είδαμε πως κι εκείνη κρύωνε αρκετά, αποφασίσαμε να σκάψουμε όλοι μαζί ένα λάκκο στο αφράτο χώμα της αυλής, να τη σπρώξουμε προσεκτικά μέσα και να τη σκεπάσουμε, για να βρει τη ζεστασιά που της έλειπε. Και μέσα σ’ αυτή τη στενοχώρια μας, δεν άργησε να έρθει κι η επόμενη. Ένας δυνατός ήχος μας ξύπνησε ένα πρωί μαζί με φωνές ανθρώπων και σε λίγο τίποτα δεν ήταν ίδιο. Οι τοίχοι άρχισαν να πέφτουν πάνω μας ξαφνικά, τα ξύλα της σκεπής υποχωρούσαν επικίνδυνα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, η σκόνη μας έκοβε την ανάσα. Πεταχτήκαμε έξω κατατρομαγμένοι, χωρίσαμε για να σωθούμε, χαθήκαμε ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους, κι αυτό ήταν αρκετό για να μην ξαναβρεθούμε ποτέ πια…


Ήρθε, φαίνεται, ο καιρός να ζήσω μόνος μου χωρίς τη συντροφιά των αδελφών μου. Μόνο η ανάμνησή τους απόμεινε ζωντανή μέσα μου. Τριγυρνώντας στους δρόμους, πού και πού βρίσκω κανένα κόκαλο να γλείψω, δίχως να με νοιάζει πού θα περάσω το βράδυ μου. Κι ένα καινούριο ερώτημα βασανίζει τη σκέψη μου : Εγώ πότε θα κάνω οικογένεια; Πότε θα βρω κι εγώ μια γλυκιά σκυλίτσα να με κοιτάζει τρυφερά στα μάτια και να θέλει να ζευγαρώσει μαζί μου; Θα προλάβω να μάθω στα παιδιά μου όσα δίδαξε σε μένα ο καλός μου πατέρας;
Και να που το θαύμα έγινε! Ένα μεθυστικό άρωμα ερέθισε μοναδικά την ευαίσθητη μύτη μου κι ένα λαμπερό μοσχοβολιστό τρίχωμα πέρασε ξαφνικά μπροστά απ' τα μάτια μου. Μια κουνιστή χαριτωμένη ουρά σχεδόν με άγγιξε στο πέρασμά της προκαλώντας μου μια πρωτόγνωρη αναστάτωση. Έμεινα άφωνος. Κι ένιωσα να κοκαλώνω στη θέση μου όταν ξαφνικά γύρισε το κεφάλι και μου έριξε ένα βλέμμα όλο νόημα.


Μα γρήγορα συνήλθα και αποφάσισα να ανταποκριθώ στο κάλεσμά της. Με διστακτικά βήματα στην αρχή και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στη συνέχεια, προχώρησα προς το μέρος της, καθώς εκείνη δεν έπαυε να με κοιτάζει επίμονα και να μου κουνάει αδιάκοπα τη φουντωτή ουρά.
Είχαμε έρθει σχεδόν μουσούδι με μουσούδι όταν με βρήκε το κακό. Παρασυρμένος από την ομορφιά της, δεν είχα πάρει μυρωδιά το λουρί που ήταν περασμένο γύρω απ' τον λαιμό της. Κι όταν σχεδόν την είχα αγγίξει, ένα χέρι την τράβηξε βίαια από κοντά μου, την έσυρε μακριά μου αναπάντεχα κι άκουσα κάτι που δεν είχα ξανακούσει ποτέ στη ζωή μου : " Ε, όχι και να συμπεθεριάσουμε με τ' αδέσποτα κοπρόσκυλα εμείς τα καθαρόαιμα! Πάμε γρήγορα στο σπίτι, Σίσσυ, άκουσες! "
Α, ώστε Σίσσυ ήταν το όνομα της αγαπημένης μου. Κάτι μάθαμε τουλάχιστον. Αλλά όλα τα άλλα δεν τα κατάλαβα. Τι σήμαιναν οι λέξεις "αδέσποτα" και "καθαρόαιμα"; Αλλά στις λέξεις θα κολλήσουμε τώρα; Το κορίτσι να μη χάσουμε απ' τα μάτια μας. Την ακολουθούμε με προσοχή, την παρακολουθούμε από μακριά για να μάθουμε πού μένει. Μετά βλέπουμε για τα υπόλοιπα...


Δεν αργήσαμε να φτάσουμε έξω από ένα όμορφο σπίτι με μεγάλο κήπο. Μια τελευταία ματιά πρόλαβε να μου ρίξει και μετά χάθηκε στο βάθος χωρίς να μπορώ να τη δω πια. Κούρνιαξα σε μια γωνιά απ' έξω και μαύρες σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό μου. Ποιος την πήρε μακριά μου; Θα με αφήσουν άραγε να την ξαναδώ; Πώς θα ζευγαρώσουμε τα δυο μας;
Ώσπου ο ήχος απαλών βημάτων από τον κήπο μ' έβγαλε απ' τη μοναξιά μου. Κι όταν το μουτράκι της φάνηκε ανάμεσα απ' τις χαραμάδες της εξώπορτας κρατώντας ένα μυρωδάτο λαχταριστό κομμάτι κρέας, δεν κρατήθηκα ούτε στιγμή. Έτρεξα κοντά της, το άρπαξα μέσα απ' τα κάτασπρά της δόντια και το καταβρόχθισα με μια δυο βιαστικές μπουκιές. Ομολογώ πως σ' όλη μου τη ζωή τέτοιο κρέας δεν είχα ξαναδοκιμάσει. Κι εγώ, για να της δείξω την ευγνωμοσύνη και την αγάπη μου, πέρασα τη λιγδωμένη γλώσσα μου μέσ' από τη χαραμάδα και την έδωσα ένα μεγάλο φιλί σ' όλο της το μουσουδάκι.
Όμως ακούστηκε πάλι η φωνή αυτής της ενοχλητικής κυρίας που έκοψε στη μέση τις τρυφερές μας στιγμές. " Σίσσυ, Σίσσυ, πού είσαι κοριτσάκι μου; Χίλιες φορές στο έχω πει να μην εξαφανίζεσαι. Ανησυχούμε, μωρό μου, Σίσσυ.... Σίσσυ... Πού είσαι, γλυκιά μου; ". Πάλι χάθηκε ξαφνικά όπως εμφανίστηκε. Πάλι έμεινα μόνος μου. Τουλάχιστον ήμουν χορτάτος!


Καιρός, λοιπόν, να λύσω τις πρωινές απορίες μου. Έπρεπε να πάρω τις απαντήσεις που ήθελα. Κι ο πιο κατάλληλος γι' αυτό ήταν ο γερο-Ντικ, ένας παλιόφιλος που γνωριστήκαμε στο σουβλατζίδικο της πλατείας κι από τότε γίναμε αχώριστοι. Είχε πολλά χρόνια στην πλάτη του, τα μάτια του είχαν δει τόσα κι οι κουβέντες του ήταν πάντα θησαυρός.
"Αδέσποτα που λες, φίλε μου, λένε κάποιοι άνθρωποι όλους εμάς που ζούμε ελεύθεροι χωρίς αφεντικό στο κεφάλι μας. Κι επειδή, φαίνεται, δεν αγαπάνε την ελευθερία, έχουν πάρει κάποιους από μας, μας καλοταΐζουν, μας καλοκοιμίζουν, μας φροντίζουν όταν αρρωσταίνουμε, αλλά θέλουν και το αντάλλαγμά τους, φιλαράκο. Όλα στη ζωή των ανθρώπων είναι πάρε δώσε. Άλλοι μας θέλουν για συντροφιά στα παιδιά τους, άλλοι μας θέλουν για φύλακες του σπιτιού τους, άλλοι μας βγάζουν βόλτα στην εξοχή για να τους ξετρυπώνουμε τους κακόμοιρους τους λαγούς και τα πουλιά που σκοτώνουν. Κι άλλοι, φίλε μου, κι αυτοί είναι οι χειρότεροι, μας εκπαιδεύουν για να μας βάλουν να τσακωθούμε μεταξύ μας, να φάμε ο ένας τον άλλο, όπως κάνουν κι αυτοί, για να κερδίσουν χρήματα από το αίμα μας. Δεν είναι παραμύθια όσα σου λέω. Τα 'χω δει όλα με τα ίδια μου τα μάτια... Αυτά τα σκυλιά, λοιπόν, τα άλλα, οι άνθρωποι τα λένε "δεσποζόμενα", δηλαδή έχουν δεσπότη, παναπεί αφεντικό...".


"Τώρα το άλλο που μου είπες, τα καθαρόαιμα. Κοίτα να δεις, εμείς οι σκύλοι καταγόμαστε από διάφορες οικογένειες. Είμαστε όλοι σαν ξαδέρφια μεταξύ μας. Όσοι έχουμε μάνα και πατέρα από την ίδια οικογένεια, οι άνθρωποι λένε πως είμαστε καθαρόαιμα. Οι υπόλοιποι, σαν και σένα και μένα να πούμε, είμαστε... είμαστε... πώς να στο εξηγήσω, δεν το ξέρω κι εγώ τόσο καλά. Εγώ πάντως μια φορά που κόπηκα σε μια λαμαρίνα κι έτρεξε λίγο αίμα και το έγλειψα για να σταματήσει, δεν το είδα να 'ναι βρόμικο. Τι να σου πω; Άνθρωποι είναι, ό,τι θέλουν λένε".
"Στάσου να πιω λίγο νεράκι, γιατί στέγνωσε η γλώσσα μου με το κουβεντολόι απόψε", είπε και βούτηξε τη γλώσσα του σ' ένα κεσεδάκι με νερό που βρίσκαμε κάθε μέρα στην άκρη της πλατείας. "Έλα, τώρα, να μιλήσουμε για τα σοβαρά κι ας αφήσουμε τους ανθρώπους στον κόσμο τους. Το θέμα σου είναι η Σίσσυ κι αυτό πρέπει να σε νοιάζει. Πώς θα ζευγαρώσετε κι άμα γίνει αυτό, τι θα γίνει παρακάτω. Γιατί πρέπει να ξέρεις από τώρα και το παρακάτω. Για να πάρεις τις αποφάσεις σου".


"Άμα, λοιπόν, η Σίσσυ σε θέλει, ο κόσμος να χαλάσει, θα καταφέρει να τους ξεφύγει και να ζευγαρώσετε με την ησυχία σας. Μετά από λίγο καιρό η κοιλιά της θα γεμίσει με μικρά σκυλάκια και κάποια στιγμή θα τα γεννήσει κιόλας. Αλλά, φίλε μου, εδώ αρχίζουν τα δύσκολα για σένα. Γιατί δεν θα μπορείς να τα πλησιάσεις. Δεν θα σε δεχτούν οι άνθρωποι στο σπίτι τους, επειδή θα είσαι ο πατέρας των παιδιών. Δεν είναι και τόσο καλοί όσο θέλουν να πιστεύουμε γι αυτούς. Και τη Σίσσυ τους την αγαπάνε, αλλά τα παιδιά της δεν θα τα κρατήσουν, γιατί θα τους είναι βάρος. Ίσως ένα απ' αυτά να είναι τυχερό. Τα υπόλοιπα θα σκορπιστούν εδώ κι εκεί και δεν θα τα ξαναδείτε ποτέ, ούτε εσύ ούτε εκείνη. Γιατί δεν τους αρέσει να μεγαλώνουν τα παιδιά των άλλων κι ας λένε ότι αγαπάνε όλα τα παιδιά. Άλλο τα λόγια κι άλλο οι πράξεις. Ουφ, στα είπα όλα και ξαλάφρωσα. Κάνε ότι νομίζεις εσύ...".


Πολύ με προβλημάτισε ο γερο-Ντικ με τα λόγια του. Μου έμαθε πολλά εκείνο το βράδυ και μου πέσανε βαριά. Άσε που έπρεπε, τώρα που ήξερα, ν' αποφασίσω το καλύτερο και για τους δυο μας. Σκούρα τα πράγματα κι η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ με την κουβέντα. Μάλλον ένας υπνάκος ήταν η καλύτερη επιλογή. Και το πρωί πια, με καθαρό μυαλό, βλέπουμε τι θα κάνουμε.
Όταν έχεις μάθει πόσο σύντομη και δύσκολη είναι η ζωή, άλλο τόσο σύντομα πρέπει να παίρνεις και τις σημαντικές αποφάσεις. Κι όταν αυτές έχουν να κάνουν και με τη ζωή όσων αγαπάς, κάνεις την καρδιά σου πέτρα και τραβάς τον σωστό δρόμο. Έβαλα, λοιπόν, κάτω τα πράγματα, τα κοίταξα από ‘δώ, τα κοίταξα από κει, σκέφτηκα πολύ και το αποφάσισα…


Δεν είναι σωστό να βάλω σε τέτοια ταλαιπωρία τη γλυκιά μου Σίσσυ. Να την κάνω πρώτα να με εμπιστευτεί και μετά να την εγκαταλείψω μόνη και αβοήθητη στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής της. Να γεννήσει τα όμορφα παιδιά μας – γιατί θα είναι σίγουρα όμορφα, για να τα αποχωριστεί λίγο αργότερα με τον πιο σκληρό τρόπο. Κι εγώ, εγώ να μη ζήσω ποτέ τη χαρά που έζησε ο πατέρας μου. Να μη δω ποτέ τα παιδιά μου, να μην παίξω ούτε στιγμή μαζί τους, να μην τους μάθω όσα ξέρω. Κι αυτά να καταλήξουν όπως η μητέρα τους σε κάποιο σπίτι, χώρια το ένα απ’ τ’ άλλο, δεμένα με ένα λουράκι, μια ζωή σκλαβιά. Όχι, αυτό δεν πρόκειται να το επιτρέψω σε κανέναν όσο περνάει απ’ το χέρι μου.


Μια λύση μόνο υπάρχει, όσο κι αν δεν μου αρέσει καθόλου. Να φύγω, να εξαφανιστώ, ν’ αλλάξω γειτονιά. Να μην ξαναϊδωθούμε ποτέ με την αγαπημένη μου. Ξέρω, δεν θα με καταλάβει, θα πληγωθεί, θα νομίζει πως την πρόδωσα, γιατί εκείνη δεν ξέρει. Ίσως κάποτε, αν καταφέρει να απαλλαγεί απ’ το λουρί που την πνίγει, αν μπορέσει κι εκείνη να ζήσει ελεύθερη, καταλάβει γιατί το έκανα.
Από τότε άλλαξα στέκι, βρήκα καινούριους φίλους, αλλά ακόμα δεν βρήκα το ταίρι που αναζητώ. Ίσως επειδή ακόμα υπάρχει εκείνη μέσα στη σκέψη και στην καρδιά μου και τα μάτια μου όπου κοιτάξουν βλέπουν μόνο τα δικά της. Όμως ο χρόνος είναι γιατρός. Τόσα πολλά έχω ήδη ξεπεράσει σ’ αυτό το λίγο που έχω ζήσει. Θα έρθει η ώρα που θα το ξεπεράσω κι αυτό και θα κάνω ένα βήμα παραπέρα.


Ένα μονάχα έχω αποφασίσει πως δεν θ’ αλλάξει για μένα μέχρι τη μέρα που θα κοιμηθώ για πάντα, όπως έγινε και με τους γονείς μου. Θα κυκλοφορώ ελεύθερος και κανένα λουρί δεν θα σύρει τη ζωή μου όπου θέλει αυτό. Θα είμαι κύριος του εαυτού μου μέχρι το τέλος.


Κυριακή 19 Μαΐου 2013

ΠΟΡΤΑ ΠΟΡΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ


Η Αθήνα, από την εποχή που ανακηρύχθηκε επίσημα πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, έχει υποστεί πολυάριθμες πολεοδομικές παρεμβάσεις. Αν και στόχος όλων αυτών των προσπαθειών ήταν, υποτίθεται, η δημιουργία μιας ανθρώπινης πόλης, τα αποτελέσματα δεν ήταν τις περισσότερες φορές τα αναμενόμενα. Κάπως έτσι καταλήξαμε στην Αθήνα του 21ου αιώνα, στην Ελλάδα της αντιπαροχής γενικώς, με την πλειοψηφία των συνοικιών να κατακλύζονται από τις πολυκατοικίες και τα διάφορα πολυώροφα κτίρια, ενώ όποιες από τις γραφικές γειτονιές έχουν απομείνει, διεκδικούν με αξιώσεις πρωταγωνιστικό ρόλο στο παρόν. Μια επιλεκτική βόλτα στις γειτονιές της Αθήνας μας αποκαλύπτει τα σημεία εκείνα της πόλης που οι κάτοικοι δίνουν καθημερινή μάχη για την καλαίσθητη εικόνα όχι μόνο του δικού τους χώρου αλλά και ολόκληρης της γειτονιάς τους.


Θησείο

Ανηφόρισα το στενό δρομάκι πίσω από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στο Θησείο, που καταλήγει στην οδό Δημητρίου Αιγηνίτου. Το πρώτο σπίτι, ένα ακατοίκητο πλέον διώροφο με τις τσιμεντένιες μετόπες αφαιρεμένες από την κύρια είσοδο, γίνεται αφορμή για να ξετυλιχτεί το κουβάρι των αναμνήσεων της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Είναι το σπίτι και ο δρόμος που γυρίστηκαν αμέτρητες ταινίες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου. Θαρρώ πως ήταν χτες που ο αλησμόνητος Χρόνης Εξαρχάκος δεν άφηνε με τα ξεκαρδιστικά αστεία του να ολοκληρωθούν τα ντουμπλάζ στις σκηνές της ταινίας «Οι γενναίοι πεθαίνουν δυο φορές». Μάταια τον παρακαλούσαν ο Γιάννης Δαλιανίδης και η Ζωή Λάσκαρη : «Σταμάτα, βρε Χρόνη, να τελειώσουμε καμιά φορά». Λίγα χρόνια μετά, από το πλαϊνό μπαλκόνι του ίδιου σπιτιού, ο Θανάσης Βέγγος σε μια σκηνή της ταινίας «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;» θα τινάζει μια κατακόκκινη κουβέρτα, ενώ από κάτω θα παραμονεύουν οι χαφιέδες του Μανιαδάκη και του Μεταξά.


Το μικρό οδοιπορικό συνεχίζεται στην οδό Οτρυνέων. Στον αριθμό 13 η εξώπορτα έχει πάνω της φανερά τα σημάδια του χρόνου. Το ρόπτρο είναι ακόμα εκεί, μα το ηλεκτρικό κουδούνι στο πλάι σηματοδοτεί την αλλαγή της εποχής. Για καλό και για κακό, μια κλειδαριά ασφαλείας έχει τοποθετηθεί για να ενισχύσει τις αντοχές της παραδοσιακής κλειδαριάς σε δύσκολους καιρούς. Ωστόσο, η μαύρη γάτα που έχει ξαπλώσει φαρδιά πλατιά στο σκαλοπάτι φαίνεται πως έχει βρει το σωστό νούμερο. Μπροστά απ’ αυτό το σπίτι συνήθιζε να παρκάρει τη μηχανή του, μια παλιά BMW με κασόνι, ο συχωρεμένος ο μπάρμπας μου. Ένα πρωί που ξεκινούσε για τη δουλειά, ανήμερα της Αγίας Μαρίνας, σπάσανε τα φρένα, η μηχανή ξεχύθηκε στην απότομη κατηφόρα και όρμησε στην οδό Αποστόλου Παύλου. Ο οδηγός του λεωφορείου της γραμμής Θησείο-Νοσοκομείο Παίδων (το 16) τον είδε, γύρισε κόντρα στο δρόμο για να κόψει τη διάβαση όλων των άλλων οχημάτων κι έτσι κανείς δεν έπαθε τίποτα, αφού η μηχανή σταμάτησε στο συρματόπλεγμα της περίφραξης του αρχαιολογικού χώρου του Θησείου.

Στην οδό Αγίας Μαρίνης, στον αριθμό 12, η κομψή και λιτή εξώπορτα με τις γλάστρες που την περιστοιχίζουν δίνει με τη σκιά της καταφύγιο σε ένα ακόμη αδέσποτο ζωντανό. Είναι ένα σπίτι που και οι σημερινοί ιδιοκτήτες του επιμένουν να το διατηρούν, να το ανακαινίζουν, να το αγαπούν, να κατοικούν σ' αυτό, σε πείσμα της κάθε είδους αντιπαροχής και του εγκλεισμού στα πολύσπιτα με την εξώπορτα κλειστή στον γείτονα.

Ευτυχώς το Θησείο είναι μια από τις παλιές γειτονιές της Αθήνας που οι συγκυρίες βοήθησαν να μη χάσει σε μεγάλο βαθμό το χρώμα του. Από τη μια η παρουσία της Ακρόπολης που δεν επέτρεπε την ανέγερση πολυώροφων οικημάτων εδώ και πολλές δεκαετίες και από την άλλη η πρόσφατη εφαρμογή της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων έσωσαν αυτό το κομμάτι της Αθήνας από την ομοιομορφία των πολυκατοικιών.


Υπάρχουν πολλά οικήματα που η είσοδός τους θυμίζει άλλες εποχές. Όπως η εξώπορτα του σπιτιού την οδό Φλαμαρίων 4, που η ταμπέλα δίπλα της φέρει την χρονολογία 1915. Λίγο πιο πέρα, στην οδό Ακάμαντος 16, το γωνιακό διώροφο βγήκε νικητής στη μάχη με το χρόνο και τώρα πια, αναπαλαιωμένο, αποτελεί κόσμημα για τη γειτονιά αλλά και για τα βλέμματα των περαστικών. Ακόμη, τα σπίτια της οδού Επταχάλκου, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, με τις δίφυλλες ξύλινες εξώπορτες, τα τζαμλίκια με τις περίτεχνες σιδεριές, το μεταλλικό ποδόμακτρο στα σκαλοπάτια και τους φανοστάτες, δίνουν μια νότα αισιοδοξίας στην κατά το πλείστον τσιμεντοποιημένη πρωτεύουσα. Αλλά και οι αυλόπορτες, όπως εκείνες στην οδό Ηλία Πουλοπούλου, στο νούμερο 4 και 42 του δρόμου, μας οδηγούν νοερά σ’ ένα τρόπο ζωής που οι μικρές χαρές της καθημερινότητας έχουν τον πρώτο λόγο. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δρόμος αυτός ξεκινά από το σπίτι του Πουλόπουλου, που λειτούργησε ως κοσμικό εστιατόριο (τότε που δέναμε τους σκύλους με τα λουκάνικα), και καταλήγει στο παλιό πιλοποιείο του ίδιου, όπου σήμερα στεγάζεται το Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» του Δήμου Αθηναίων. Εκεί, στον 1ο όροφο συναντάμε συγκεντρωμένο όλο το ιστορικής σημασίας υλικό του καραγκιοζοπαίχτη Χαρίδημου, ενώ στον 2ο όροφο λειτουργεί μόνιμη έκθεση με μακέτες σπιτιών και καταστημάτων της παλιάς Αθήνας. Ο υπόλοιπος χώρος συχνά φιλοξενεί εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής νέων ανερχόμενων ή ήδη καταξιωμένων καλλιτεχνών. Δυστυχώς, οι προοπτικές είναι δυσοίωνες, αφού ο Δήμος προσανατολίζεται, εσφαλμένα, στην παύση λειτουργίας του Κέντρου λόγω κόστους στο οποίο δεν μπορεί να αντεπεξέλθει οικονομικά. 

Πετράλωνα

Στην είσοδο των Άνω Πετραλώνων, στην οδό Τριών Ιεραρχών 1, το παλιό διώροφο με τη μεγάλη ξύλινη εξώπορτα και τις καμπυλόγραμμες σιδεριές δηλώνει το χαρακτήρα της γειτονιάς. Στο ίδιο οίκημα υπήρχε (και υπάρχει ακόμη αλλά όχι με την ίδια μορφή) το ψιλικατζίδικο του Γιώργου. Εκεί συγκεντρωνόταν όλη η πιτσιρικάδα που ήθελε ν’ ανταλλάξει τα ήδη διαβασμένα περιοδικά (δύο προς ένα) ή ν’ αγοράσουμε κάποια παλιά τεύχη σε χαμηλότερη τιμή.

Χωρίς την αίγλη του Θησείου, αλλά σαν τη γλάστρα που ποτίζεται εξαιτίας του βασιλικού, τα Άνω Πετράλωνα εξακολουθούν να έχουν κάτι από το άρωμα του παρελθόντος. Πολλές μονοκατοικίες υπάρχουν ακόμη, ίσως αλλάζουν ιδιοκτήτες, αλλά και αυτοί επιδιώκουν τη διατήρηση της εικόνας της γειτονιάς. Στην οδό Δημοφώντος, στην οδό Μυρμιδόνων αλλά και σε πολλά ακόμα σημεία οι κάτοικοι φαίνεται να κερδίζουν το στοίχημα της διατήρησης της παλιάς γειτονιάς.


Αντίθετα, στα Κάτω Πετράλωνα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Λιγοστές μονοκατοικίες παραμένουν όρθιες, οι περισσότερες σε κατάσταση ερείπωσης. Η οικονομική κατάσταση, προφανώς, των ιδιοκτητών τους δεν θα αργήσει να τις οδηγήσει στη διαδικασία της αντιπαροχής. Το μη χείρον, βέλτιστον.

Μεταξουργείο

Ίσως οι κάτοικοι του Μεταξουργείου δικαιούνται περισσότερο από κάθε άλλον να πιστεύουν πως τους ξέχασε ο Θεός. Λίγα βήματα από το κέντρο της Αθήνας, η γειτονιά έχει μετατραπεί σε γκέτο των οίκων ανοχής εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Το χρώμα της γειτονιάς εξαργυρώθηκε στο βωμό του χρήματος, τα σπίτια διαμορφώθηκαν κατάλληλα για τις ανάγκες του αρχαιότερου επαγγέλματος και η παραδοσιακή μορφή τους αλλοιώθηκε οριστικά. Οι ξύλινες εξώπορτες έδωσαν τη θέση τους σε σιδερένιες πόρτες ασφαλείας, τα παραθυρόφυλλα παραμένουν ερμητικά κλειστά και τα μπαλκόνια με τις διακοσμητικές σιδεριές είναι παραδομένα στη φθορά του χρόνου.

Πάντα όμως υπάρχει ένα αισιόδοξο μήνυμα, όπως η μονοκατοικία της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου 19, που αντί να παραδοθεί στον πειρασμό του χρήματος, παραμένει κλειστή στους ανθρώπους αλλά ανοιχτή και φιλόξενη στα περιστέρια που κατακλύζουν τις πόρτες και τα μπαλκόνια της. Υπάρχουν οι «αμετανόητοι» Μεταξουργιώτες που παραμένουν στα σπίτια τους και, όπως μου είπε μια ευγενική κυρία στην οδό Παραμυθιάς, «ό,τι βγάζουμε κάθε χρόνο, το δίνουμε για να συντηρήσουμε τα σπίτια μας, αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται».


Ψυρρή

Κάθε φορά που τρυπώνω στα στενά του Ψυρρή, οι αισθήσεις γυρίζουν πολλά χρόνια πίσω. Τότε που η γειτονιά ήταν γεμάτη τσαγκαράδικα κι η έντονη μυρωδιά του δέρματος για τις σόλες και του χαρτονιού για τα φόρτια πότιζε τα ρούχα και το πετσί μας. Κι όταν ο μεταφορέας άδειαζε το καρότσι του απ’ την είσοδο στα σκαλιά του υπογείου της οδού Μύκωνος, τα μάτια μας γίνονταν κατακόκκινα απ’ τη σκόνη.


Κάποια στιγμή όμως τα πράγματα άλλαξαν. Τα εργαστήρια παραχώρησαν σταδιακά τη θέση τους στα αναρίθμητα μπαράκια, στα ελληνάδικα με ζωντανή μουσική από μικρές αυτοσχέδιες κομπανίες, στα θέατρα και σε διάφορους τόπους και τρόπους νυχτερινής διασκέδασης. Ημέρες "δόξας" γνώρισε η περιοχή κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, που όλοι οι Αθηναίοι γέμιζαν ασφυκτικά κάθε γωνιά μεθυσμένοι από την επιτυχία της στιγμής, που αγνοούσαν πόσο ακριβά επρόκειτο να πληρώσουν.

Κι αφού η καταστροφή συντελέστηκε με διάφορες εκτρωματικές κατασκευές και η γειτονιά εκπλήρωσε τον προορισμό της στον τομέα της νυχτερινής διασκέδασης, τα κοράκια της νύχτας αποφάσισαν τη μεταφορά της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας σε προσφορότερο χώρο, στο Γκάζι.

Έχουν όμως μείνει πολλές γωνιές που η παλιά Αθήνα κάνει αισθητή την παρουσία της. Οι αυλόπορτες με τα μονογράμματα, οι ολόγλυφες παραστάσεις πάνω απ’ τα παραθυρόφυλλα, τα ακροκέραμα στις σκεπές έχουν χαράξει ανεξίτηλα στη μνήμη την αγαπημένη γειτονιά του Παπαδιαμάντη.

Γκάζι - Βοτανικός

Την τελευταία δεκαετία η γειτονιά αυτή γνώρισε μια ιδιόμορφη άνθιση. Οι παλιές εγκαταστάσεις του εργοστασίου φωταερίου μεταμορφώθηκαν σε Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Η Ιερά Οδός δόθηκε με συνοπτικές διαδικασίες σε χώρους διασκέδασης. Μέσα στο χώρο που οριοθετείται από τις οδούς Κωνσταντινουπόλεως, Πειραιώς και Ιερά Οδό εμφανίστηκαν λογής λογής μπαράκια και μεζεδοπωλεία, στα οποία ο νέος σταθμός του μετρό έκανε πανεύκολη την πρόσβαση. Λίγα παλιά οικήματα γλίτωσαν από τη βίαιη μεταμόρφωσή τους ανάλογα με τη μελλοντική χρήση τους. Κι όσα απέμειναν, περιμένουν καρτερικά τη δική τους ώρα.


Οι κάτοικοι, όσοι δεν αναγκάστηκαν να  εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, στην πλειοψηφία τους Έλληνες μουσουλμάνοι, ζουν με το δικό τους τρόπο ζωής και πάντοτε αντιμετωπίζουν με καχυποψία τον φακό της φωτογραφικής μηχανής. Μήπως είναι το δικό μας σπίτι που έχει σειρά; Ωστόσο, εξακολουθούν να ζουν εκεί, να βάφουν τα σπίτια τους με έντονα χρώματα, να θερμαίνονται με ξυλόσομπες ή σόμπες πετρελαίου (τα μπουριά προεξέχουν από τους φεγγίτες στις εξώπορτες) και να περιμένουν καρτερικά το αύριο. Συχνά τα βράδια συγκεντρώνονται στα πεζοδρόμια καθισμένοι με τρόπο ασυνήθιστο (ανακούρκουδα), ενώ απ’ τις αυλές ξεπηδούν ήχοι από κλαρίνο και τουμπελέκι.



Εξάρχεια - Κέντρο Αθήνας

Αλλαγή σκηνικού. Από τη μια άκρη του κέντρου της Αθήνας στην άλλη. Σε μια από πολλές απόψεις παρεξηγημένη γειτονιά της Αθήνας δύσκολα περιμένει κανείς να συναντήσει την εικόνα περιποιημένων σπιτιών, που οι ένοικοί τους έχουν αποφασίσει όχι μόνο να επιλέξουν την περιοχή ως τόπο κατοικίας τους, αλλά έχουν βάλει τα δυνατά τους προκειμένου να μεταμορφώσουν οριστικά το τοπίο. Μια περιήγηση στα στενά δρομάκια αυτής της ιδιαίτερης γειτονιάς είναι αρκετή για να μας φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με ξεχωριστά επιμελημένες εξώπορτες άλλοτε στην οδό Ασκληπιού, άλλοτε στην οδό Ζωοδόχου Πηγής και άλλοτε σε κάποιο μικρό κάθετο δρομάκι όπως στην οδό Φαναριωτών. Εκπλήξεις ευχάριστες που βεβαιώνουν πως η υπομονετική και επίμονη επιλογή του ωραίου μπορεί τελικά να επικρατήσει.


Και είναι ακόμη πιο παρήγορο το γεγονός ότι, τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο επιμένουν να κάνουν και κάτοικων των περιοχών της Πλατείας Βικτωρίας και της Πλατείας Αττικής, προβάλλοντας τη δική τους αντίσταση σε όσους έχουν εγκαταλείψει αυτές τις ιστορικές γειτονιές της Αθήνας στην τύχη τους άλλοτε από ανικανότητα και άλλοτε στο βωμό της εξυπηρέτησης προσωπικών φιλοδοξιών και συμφερόντων.



Φιλοπάππου – Ακρόπολη

Επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Κάτω από το λόφο που βρίσκεται το μνημείο του Φιλοπάππου και το θέατρο της Δώρας Στράτου οι Αθηναίοι δημιουργούν αθόρυβα μια πρότυπη αμιγώς οικιστική περιοχή. Μικρά σπίτια με αυλές στολισμένες με γλάστρες, εξώπορτες φρεσκοβαμμένες με το απαστράπτον μπρούντζινο ρόπτρο τους, μπαλκόνια με γεράνια, δρόμοι που η ηρεμία τους διαταράσσεται από τη  ζαριά στο τάβλι.


Εδώ όλα έχουν γίνει με πολλή μεγάλη προσοχή και σεβασμό στη διατήρηση της αρχικής εικόνας της γειτονιάς. Οι παλιές πόρτες έχουν αναπαλαιωθεί από ειδικούς τεχνίτες και αποτελούν πραγματικά κοσμήματα τόσο για τους ιδιοκτήτες των σπιτιών όσο και για τα βλέμματα των περαστικών. Κι όπου δεν υπήρχε δυνατότητα διατήρησης, η αντικατάσταση έχει γίνει με επιμέλεια και με τρόπο απόλυτα ταιριαστό στον περιβάλλοντα χώρο.

Πλάκα

Κάτω από την ευεργετική σκιά της Ακρόπολης ζει η γειτονιά των θεών, η Πλάκα. Τα στενά δρομάκια με ονόματα που αναβιώνουν την ελληνική μυθολογία και την αρχαία ελληνική κοσμοθεωρία, τα μικρά διώροφα κτίσματα με τις κεραμοσκεπές, οι μικρές εκκλησιές που προσκαλούν τους περαστικούς σε μια κατανυκτική προσευχή, αναδίδουν ένα μοναδικό άρωμα.


Παρά την καλοκαιρινή πολυπολιτισμικότητα, τις ταβέρνες με τα φολκλορικά στοιχεία και τα μπαράκια με το ημίφως, οι κάτοικοι κατορθώνουν  να διατηρούν τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του αρχαιότερου ευρωπαϊκού οικισμού. 


«Στις Πλάκας της ανηφοριές» οι Αθηναίοι έχουν ζήσει αλησμόνητες βραδιές, άλλοτε με τις καντάδες κι άλλοτε με το αποκριάτικο ξεφάντωμα. Η αγαπημένη γειτονιά του Ραγκαβή, του Δροσίνη, του Παλαμά, του Σεφέρη αλλά και του μπαρμπα-Γιάννη του κανατά εξακολουθεί να γράφει ιστορία.

Ξεχωριστή ομορφιά δίνουν στη γειτονιά αυτή οι τοιχογραφίες του λαϊκού ζωγράφου Γιώργου Σαββάκη (έφυγε απ' τη ζωή το 2004) στις παλιές ταβέρνες. Απομένει να υπάρξει η ευαισθησία και το ενδιαφέρον της πολιτείας, ώστε το σπίτι του στην Πλάκα να μετατραπεί σε μουσείο και να ανοίξει στο κοινό. Επιπλέον, στην οδό Θόλου, η τελευταία ιστορική μπουάτ "Απανεμιά" (από το 1964) εξακολουθεί να λειτουργεί και να αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο συνάντησης καλλιτεχνών που χάραξαν με την έκφρασή τους και τη συνολική στάση τους νέους δρόμους στη μουσική και όχι μόνο.

Επίλογος

Η εξώπορτα κάθε σπιτιού είναι όπως το νόμισμα με τις δυο του όψεις. Υποδηλώνει ταυτόχρονα την επικοινωνία των ενοίκων του με τον έξω κόσμο αλλά και το σημείο απ' όπου ξεκινά το απαραβίαστο της ιδιωτικότητάς τους. Η εικόνα κάθε πόρτας μεταφέρει ένα διπλό μήνυμα στους διαβάτες του δρόμου. Δεν είναι μόνον η αισθητική των ιδιοκτητών που διαγράφεται ολοφάνερα σε κάθε σκάλισμα του ξύλου, σε κάθε περίτεχνο ξεγύρισμα της σιδεριάς. Είναι και η αίσθηση που επιχειρούν να δώσουν σε κάθε μας προσέγγιση άλλοτε με πόρτες επιβλητικές και αυστηρές κι άλλοτε με πόρτες πρόσχαρες, ανάλαφρες, προκλητικές. 


Όλος αυτός ο κώδικας επικοινωνίας κινδυνεύει πλέον να εξαφανιστεί κάτω από την πίεση των αξιών και των συνθηκών ζωής που έχουμε κατά πλειοψηφία επιλέξει. Τη θέση του έρχεται να καταλάβει η βιομηχανοποιημένη ομοιομορφία που συνδυάζεται τόσο με το χαμηλό κόστος συντήρησης και την προσφερόμενη (αληθοφανή) πολυετή εγγύηση όσο και με την πολυδιαφημιζόμενη (μάλλον ανύπαρκτη) ασφάλεια. Ίσως η παρούσα οικονομική συγκυρία να μην επιτρέπει πολυτέλειες, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί. Αλλά πόση πολυτέλεια μπορεί να θεωρηθεί μια προσωπική επιλογή αναβαθμισμένης αισθητικής κόντρα στη ρουτίνα της καθημερινότητας; Ας το σκεφτούμε...

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

ΧΟΡΕΥΤΕΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ



 

Η φτώχεια φέρνει γκρίνια. Μια αλήθεια που ξεχειλίζει στο οικογενειακό μας περιβάλλον, στον εργασιακό μας χώρο, στο δρόμο που κυκλοφορούμε καθημερινά. Η αφόρητη μιζέρια στην οποία επιχειρούν να μας καταδικάσουν οι οικονομικοί και πολιτικοί "εγκέφαλοι" του πλανήτη φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις να πιάνει τόπο. Άνθρωποι σε κατάσταση σοκ που πληθαίνουν καθημερινά γύρω μας, άνθρωποι σε απόγνωση που φτάνουν να δώσουν τέλος στη ζωή τους πιστεύοντας ίσως πως κάποια παχύδερμα της πολιτικής μας ζωής θα συγκινήσουν, καταλήγουν να γίνουν μόνον αριθμοί για τις στατιστικές τους. Άνθρωποι νέοι, πτυχιούχοι, δημιουργικοί, που παραιτούνται από έναν αγώνα που δεν έχουν καν ξεκινήσει (ποιος τους τον δίδαξε, άλλωστε) και ξενιτεύονται για ένα καλύτερο μέλλον, σχετιζόμενο κυρίως με τις οικονομικές τους απολαβές.
Κι όμως, κάποιοι άλλοι νέοι, με άλλου είδους όνειρα, με οδηγό την τέχνη και με ανάγκη έκφρασής της σε κάθε στιγμή της ζωής τους, επιμένουν να μένουν εδώ και να δίνουν ζωντάνια στους κατσουφιασμένους δρόμους της πόλης. Μια μουσική ξεχύνεται στην πλατεία και τα σφριγηλά νεανικά κορμιά, γεμάτα ένταση, αλλάζουν το ρυθμό της μέρας. Και να, οι περαστικοί συγκεντρώνονται όχι από περιέργεια, αλλά επειδή κάποιοι έχουν τη δύναμη να τους αλλάξουν τη διάθεση. Επιφωνήματα θαυμασμού, χαμόγελα αβίαστα, χειροκροτήματα ενθουσιώδη και, βεβαίως, οικονομική συνεισφορά, χωρίς δεύτερη σκέψη, στο καπέλο των καλλιτεχνών.
Αν κάπου κι εσείς συναντήσετε τους χορευτές του δρόμου, μη διστάσετε να τους πλησιάσετε, να χαμηλώσετε την ταχύτητά σας - ας περιμένουν λιγάκι οι ατέλειωτες δουλειές, να αφεθείτε στη μαγεία  των σωμάτων, να τους επιτρέψετε (χωρίς πολύ κόπο αλλά μόνο με τρόπο) να σας φτιάξουν τη (δύσκολη) μέρα. Καλή σας διασκέδαση!

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ



 

Η πρώτη μακρινή ανάμνηση μουσικής του δρόμου βρίσκεται στα παιδικά μου χρόνια. Κατεβαίνοντας τις σκάλες της Ομόνοιας για να πάρουμε το τρένο, συναντούσαμε μετά από μερικά βήματα τον δεξιοτέχνη τυφλό μουσικό με το ακορντεόν να τραντάζει κυριολεκτικά με τη φωνή του ολόκληρο τον υπόγειο χώρο. Ήταν η φωνή του που τράνταζε και το μέσα μας, ήταν ο πόνος που έβγαινε απ' τα τραγούδια (αποκλειστικά) του Καζαντζίδη που ξεχύνονταν μέσα στον πολύβουο σταθμό, ήταν τα συναισθήματα  που πλημμύριζαν το χώρο και τις καρδιές μας, ήταν ο ήχος από τα ψιλά που χτυπούσαν σαν καρφιά στο τενεκεδάκι ανάμεσα στα πόδια του, ήταν το κοινό που τον περιστοίχιζε απαλύνοντας το σκοτάδι του! Ήταν όλα αυτά μαζί, που μέχρι σήμερα η εικόνα του παραμένει βαθιά χαραγμένη κάθε φορά που ένας πλανόδιος μουσικός με τις νότες του γεμίζει διαφορετικά την καθημερινότητά μου.
Από τότε τα πράγματα έχουν αλλάξει, ευτυχώς. Οι πλανόδιοι μουσικοί δεν είναι πλέον οι απόκληροι της ζωής, δεν είναι οι άνθρωποι που έχουν μόνο απομεινάρι τη μουσική για να παλέψουν με την αναπηρία τους. Είναι συνήθως νέοι άνθρωποι, που έχουν επιλέξει το δρόμο ως χώρο έκφρασης των καλλιτεχνικών ανησυχιών τους, δίχως αυτό να αποκλείει και το μεροκάματο. Είναι νέοι άνθρωποι, που έχουν αποφασίσει να μη συνεργαστούν και να μη συναινέσουν με τη λεγόμενη μουσική βιομηχανία, τώρα που οι τέχνες έχουν ενταχθεί σε μεγάλο βαθμό στα βιομηχανικά παράγωγα, στο κυνήγι του μέγιστου κέρδους. Είναι νέοι άνθρωποι, που επιχειρούν μέσω της μελωδίας να ανακόψουν την ταχύρρυθμη πορεία μας προς τα επαγγελματικά εμφράγματα που παραμονεύουν σε κάθε μας βήμα
Γι' αυτό, φίλοι μου, κάθε φορά που συναντάτε έναν πλανόδιο μουσικό, συνεισφέρετε με τον οβολό σας στην παρουσία του στο δρόμο σας και την επόμενη μέρα, δείχνοντας του την ευγνωμοσύνη σας για ό,τι, ίσως και εν αγνοία σας, προσφέρει!